Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2015

Η Ρώμη και ο κόσμος της, Δώρο χριστουγεννιάτικο, ποίημα.

<«Ο Απόλλων και η Δάφνη» του Μπερνίνι (1598-1680). Ο γλύπτης απαθανάτισε την κρίσιμη στιγμή της μεταμόρφωσης — στον επόμενο τόνο ο Απόλλων θα έχει μόνο τη … δάφνη.

Οι Έλληνες έβαλαν τους μύθους…

Όταν ο κόσμος μιλάει για τους μύθους και τη μυθολογία της αρχαιότητας, έχει στο μυαλό του κυρίως τους μύθους και τη μυθολογία της Ελλάδας. Στους ελληνικούς μύθους πρωταγωνιστούν θεοί, ημίθεοι, ήρωες, φανταστικά πλάσματα και κοινοί άνθρωποι. Οι σχετικές ιστορίες άλλοτε μοιάζουν να είναι εντελώς φανταστικές και απομακρυσμένες από τις κοινές ανθρώπινες εμπειρίες, άλλοτε πάλι μπορεί να έχουν κάποια σχέση με ιστορικά γεγονότα, όπως, για παράδειγμα, ο μύθος του Τρωικού Πολέμου. Ωστόσο, αυτό που χαρακτηρίζει πάντα τους ελληνικούς μύθους (τουλάχιστον στις αφηγήσεις που μας άφησαν οι μεγάλοι ποιητές της ελληνικής αρχαιότητας, με πρώτο και σημαντικότερο τον Όμηρο) είναι η πλαστική σύλληψη και επεξεργασία των μορφών. Γι᾽ αυτό οι ελληνικοί μύθοι έγιναν αντικείμενο επεξεργασίας όχι μόνο από τους τεχνίτες του λόγου αλλά και από τις εικαστικές τέχνες, κυρίως τη γλυπτική και τη ζωγραφική. Το σύνολο της λογοτεχνικής και εικαστικής μυθολογικής κληρονομιάς που μας άφησαν οι Έλληνες χαρακτηρίζεται από δημιουργική και ποικίλη φαντασία, από πλαστικότητα, από την υπερίσχυση του ανθρώπινου μέτρου και της ανθρώπινης μορφής ακόμη και σε ιστορίες που εμπλέκουν τερατόμορφα όντα ή υπερφυσικές δυνάμεις. Όταν ορισμένοι υποστηρίζουν ότι, σε αντίθεση με τις μυθολογίες ορισμένων βόρειων λαών, η ελληνική μυθολογία είναι «φωτεινή», έχουν σίγουρα κατά νου όλα ή ορισμένα από αυτά τα χαρακτηριστικά που μόλις αναφέραμε.
 
… και οι Ρωμαίοι τον παραμυθά

Και με τους Ρωμαίους τι γίνεται; Υπάρχουν ρωμαϊκοί μύθοι;
Το πρώτο που πρέπει να πούμε είναι ότι κάθε λαός και κάθε φυλετική ομάδα παράγει και αφηγείται μύθους - ακόμη και κοινότητες που θεωρούνται πολιτισμικά πρωτόγονες, με τα σημερινά μέτρα, ανέπτυξαν περίπλοκα μυθολογικά συστήματα. Οι Ρωμαίοι δεν αποτελούν εξαίρεση σ᾽ αυτό τον ανθρωπολογικό κανόνα. Η μυθολογία τους, όπως και των Ελλήνων, έχει άμεση σχέση με τους θεούς τους και με τις διάφορες θρησκευτικές τελετές και τελετουργίες, αλλά οι θεοί και οι θεότητες των Ρωμαίων για πολύν καιρό δεν ήταν τίποτε περισσότερο από γενικές έννοιες και ιδέες που αντιστοιχούσαν σε φυσικά φαινόμενα και ανθρώπινες δραστηριότητες (για παράδειγμα, στη γονιμότητα της φύσης και του ανθρώπου, στη σπορά των αγρών κ.ά.), και δεν είχαν επεξεργασμένη ανθρώπινη υπόσταση, όπως οι ελληνικοί θεοί. Με άλλα λόγια, επειδή οι ρωμαϊκές θεότητες υπήρξαν εξαρχής λιγότερο ανθρωπόμορφες και πλαστικές από τις αντίστοιχες ελληνικές, παρέμειναν καθηλωμένες στο πρακτικό επίπεδο της θρησκευτικής τελετής (όπου οι άνθρωποι συνήθως επικαλούνταν μια «γενική και αόριστη» θεϊκή παρουσία και συνδρομή) και δεν έγιναν πρωταγωνιστές σε μυθολογικές ιστορίες που διέθεταν συγκεκριμένη πλοκή. Γιατί, βέβαια, οι ιστορίες για να ξετυλιχθούν χρειάζονται ανθρωπόμορφους πρωταγωνιστές, ανθρώπινη ψυχολογία και ανθρώπινα κίνητρα. Από την άποψη αυτή οι ρωμαϊκές θεότητες (που ήταν, όπως είπαμε, περισσότερο σύμβολα φυσικών δυνάμεων και ανθρώπινων δραστηριοτήτων παρά ανθρωπόμορφα όντα) παρουσίαζαν σημαντικές ελλείψεις.
 
Το ένα είναι αυτό· το άλλο είναι ότι ακόμη και οι παλιοί εκείνοι ρωμαϊκοί μύθοι (πολύ λιγότεροι, βέβαια, από τους ελληνικούς) που εμφάνιζαν κάποια πλοκή δεν διακρίνονταν από τη φαντασία, την ποικιλία και την πλαστικότητα των ελληνικών. Να κάνουμε μια παρομοίωση: η ελληνική μυθολογία είναι σαν έγχρωμη κινηματογραφική υπερπαραγωγή, η ρωμαϊκή μυθολογία μοιάζει περισσότερο με ασπρόμαυρη ταινία μικρού μήκους - κάτι βέβαια που ελάχιστα απασχολούσε τους παλιούς, παραδοσιακούς Ρωμαίους, οι οποίοι νοιάζονταν κυρίως να πάει καλά η σοδειά της χρονιάς, να είναι σε καλή κατάσταση τα γεωργικά εργαλεία και να μη βρει καμιά αρρώστια τα ζωντανά. Η ρωμαϊκή «Δήμητρα» είναι ένα σεβαστό πνεύμα, χωρίς ξεκάθαρο πρόσωπο· βρίσκεται εκεί για να ακούσει τις προσευχές του γεωργού και να φροντίσει για την προκοπή του· και ο ρωμαίος γεωργός δεν έχει ούτε καιρό ούτε διάθεση για ιστορίες, όπου η θεϊκή του συνεταίρισσα και βοηθός χάνει, λέει, την κορούλα της, την Περσεφόνη, που την έκλεψε ο βασιλιάς του Κάτω Κόσμου, και η θεά μάνα της τρώει τον κόσμο για να τη βρει… Οι παλιοί Ρωμαίοι, πρακτικοί άνθρωποι καθώς ήταν, έκαναν με τους θεούς τους ένα συμβόλαιο: «δώσε μου αυτό που σου ζητώ για να σου προσφέρω τον σεβασμό μου» - δεν ήθελαν να ακούν ιστορίες για τα οικογενειακά των θεών τους, για τους οποίους, όπως είπαμε, δεν ήξεραν σχεδόν τίποτε, ούτε καν με τι ακριβώς έμοιαζαν.
 
Αυτό όμως, όπως και τόσα άλλα, άλλαξε όταν οι Ρωμαίοι, μαζί με τον ελληνικό πολιτισμό, συνάντησαν και την ελληνική μυθολογία. Καθώς ξεφύλλιζαν το ελληνικό μυθολογικό «άλμπουμ» γοητεύονταν όλο και περισσότερο από εκείνους τους ωραίους, δυνατούς, παθιασμένους ελληνικούς θεούς και ήρωες που εμπλέκονταν σε ένα σωρό περιπέτειες σε κάμπους, σε βουνά και σε θάλασσες, ακόμη και στους ουρανούς. Γοητεύτηκαν από τις ελληνικές ζωγραφιές και τα γλυπτά που απαθανάτιζαν αυτές τις περιπέτειες, και διάβαζαν άπληστα τους έλληνες ποιητές που διέδιδαν με τις ιστορίες τους τα μυστικά της ζωής θεών και ημιθέων. Και έτσι βαθμιαία ταύτισαν τις δικές τους αόριστες και ασπρόμαυρες θεότητες με τους αστέρες από το ελληνικό πάνθεο. Η ρωμαϊκή θεά της γεωργίας, που λεγόταν Ceres, ταυτίστηκε με την ελληνική Δήμητρα και, μαζί με την ολοφώτεινη ανθρώπινη όψη της Δήμητρας, «υπεξαίρεσε» και όλους τους μύθους όπου πρωταγωνιστούσε η ελληνίδα θεά. Ο ρωμαϊκός θεός των μαχών και της ένοπλης βίας, που λεγόταν Mars, ζήλεψε τον ελληνικό Άρη και δανείστηκε από αυτόν όλο τον στρατιωτικό του εξοπλισμό - περικεφαλαία, ασπίδα, κοντάρι κλπ.· και ο ρωμαϊκός θεός που είχε να κάνει με τη φωτιά και τα έργα της φωτιάς έβγαλε άδεια σιδηρουργού, σαν τον ελληνικό Ήφαιστο, και άρχισε να φτιάχνει ασπίδες και άλλα στρατιωτικά είδη κατόπιν παραγγελίας. Η Ρώμη ξέχασε τις ασπρόμαυρες ταινίες μικρού μήκους και έβλεπε τώρα σε δεύτερη προβολή την έγχρωμη ελληνική υπερπαραγωγή. Άλλωστε, οι Ρωμαίοι ήξεραν ότι ο καλός παραμυθάς πρέπει να έχει πλούσια φαντασία· και αναγνώριζαν ότι οι Έλληνες είχαν πλουσιότερη φαντασία από τους ίδιους. Το περίεργο και το παράδοξο είναι ότι ο πιο συστηματικός και διάσημος παραμυθάς της αρχαιότητας δεν ήταν τελικά Έλληνας, αλλά Ρωμαίος.

Ποιο ήταν το «μπεστ σέλερ» του 9 μ.Χ.;
 
Οι αδελφοί Σώσιοι είναι ιδιοκτήτες του μεγαλύτερου βιβλιοπωλείου της Ρώμης. Είναι 17 Δεκεμβρίου του έτους 9 μ.Χ., πρώτη μέρα της μεγάλης ρωμαϊκής γιορτής του χειμώνα, των Σατουρναλίων, στη διάρκεια της οποίας ο κόσμος συνηθίζει να ανταλλάσσει δώρα. Έξω από το βιβλιοπωλείο μια μεγάλη πινακίδα διαφημίζει το μεγαλύτερο εκδοτικό γεγονός της χρονιάς που φεύγει. Οι βιβλιοπώλες ελπίζουν ότι, χρονιάρες μέρες που είναι, όσοι έχουν την οικονομική δυνατότητα δεν θα παραλείψουν να μπουν στο κατάστημα για να κάνουν ένα δώρο σε κάποιο αγαπημένο πρόσωπο - ή στον εαυτό τους.

Αναγγέλλουμε τη δημοσίευση και των δεκαπέντε τόμων του σημαντικότερου ποιητικού έργου του ποιητή Οβιδίου. Δεκαπέντε παπύρινοι κύλινδροι, σε πολυτελή επεξεργασία, εκθέτουν για πρώτη φορά το συνολικό πανόραμα της ελληνικής μυθολογίας, αλλά και τους γνωστότερους ρωμαϊκούς μύθους, σε μια συνεχή αφήγηση από τη Δημιουργία του Κόσμου μέχρι και την Αποθέωση του Ιουλίου Καίσαρα. Πάνω από διακόσιες μυθολογικές ιστορίες, ορισμένες από τις οποίες παρουσιάζονται για πρώτη φορά σε ποιητική μορφή, σας ξεναγούν στα ειδυλλιακά τοπία του ελληνικού μύθου, στους έρωτες και τα πάθη θεών, ηρώων και θνητών. Τολμηρές αφηγήσεις, φανταστικές περιγραφές, απροσδόκητες τροπές και ανατροπές, όπου άνθρωποι μεταμορφώνονται σε φυτά, ζώα και πουλιά, κορίτσια αλλάζουν φύλο και γίνονται αγόρια, στοιχεία της φύσης μιλούν με ανθρώπινη λαλιά - όλα δοσμένα με την απαράμιλλη γραφή, το λεπτό πνεύμα και το ανεξάντλητο χιούμορ που χαρακτηρίζουν τον Οβίδιο. Περάστε μέσα για να μάθετε περισσότερες λεπτομέρειες για το μεγαλύτερο εκδοτικό γεγονός της χρονιάς και για το σημαντικότερο μυθολογικό έπος όλων των εποχών.

Ο Μάριος είναι σήμερα 29 χρόνων, έχει σπουδάσει ρητορική, κάνει πολιτική καριέρα (κάτι που ενθουσιάζει τον πατέρα του) και είναι φανατικός αναγνώστης της ποίησης του Οβίδιου (κάτι που δεν ενθουσιάζει καθόλου τον πατέρα του). Είναι εξαιρετικά προβληματισμένος με την απόφαση του αυτοκράτορα, που έστειλε τον μεγάλο ποιητή σε εξορία τόσο μακριά από τη Ρώμη, και στο ζήτημα αυτό έχει βαθύτατη διαφωνία με τον συγκλητικό πατέρα του ο οποίος, χωρίς ποτέ να έχει διαβάσει τον ποιητή, δεν έχει καμιά αμφιβολία ότι «πολύ καλά του έκανε ο Αύγουστος, και μάλιστα με μεγάλη καθυστέρηση». Αλλά σήμερα ο Οβίδιος «κυκλοφορεί» πανηγυρικά στη Ρώμη, και ο Μάριος έχει αρκετά χρήματα για να αγοράσει τη δεκαπεντάτομη μυθολογική εγκυκλοπαίδεια.
 
Οβιδίου Μεταμορφώσεις
 
Εν αρχή ην το χάος - και τα στοιχεία του κόσμου ανάκατα, άμορφα μάχονταν μεταξύ τους. Κατόπιν ο θεϊκός Νους και η συνετή Φύση όρισαν στο καθένα τον τόπο του κι από το χάος δημιούργησαν την τάξη. Φυτά, ζώα και η πρώτη ανθρώπινη γενιά αναφάνηκαν τότε στον ολοκαίνουργιο κόσμο. Ήταν ωραία, τίμια και ειρηνική η πρώτη ανθρώπινη γενιά· αλλά με τον καιρό η αθωότητα χάθηκε και τα κρίματα πλήθαιναν, ώσπου ο Δίας βουλήθηκε να αφανίσει την ξεπεσμένη ανθρωπότητα και έστειλε κατακλυσμό μεγάλο. Μόνο ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα σώθηκαν εξαιτίας της ευσέβειάς τους· κι απ᾽ αυτούς καινούργια φύτρα ανθρώπων αναστήθηκε και γέμισε την οικουμένη.

Ο Μάριος έχει απορροφηθεί. Η χειμωνιάτικη μέρα είναι μικρή, αλλά η αφήγηση είναι απέραντη και σαγηνευτική, και το διάβασμα θα συνεχιστεί με το φως του λυχναριού. Στον μεγάλο αυτό κόσμο που δημιουργούν ο Θεός και η γραφίδα του Ποιητή, πρώτος μεγάλος έρωτας ο έρωτας του θεού Απόλλωνα για την κόρη του Πηνειού ποταμού, την πανέμορφη νύμφη Δάφνη: Μια φορά κι έναν καιρό, στην καταπράσινη κοιλάδα των Τεμπών, ο θεός είδε τη νύμφη και την αγάπησε μεμιάς, όμως εκείνη τρομαγμένη κίνησε να φύγει…

«Στάσου» ικέτευε ο Απόλλωνας. Εκείνη το έβαλε στα πόδια,
άφηκε πίσω τον θεό - και του θεού ανώφελα τα λόγια.
Ξοπίσω εκείνος έτρεξε. «Δάφνη, σταμάτα, σ᾽ αγαπώ - κι εξάλλου
δεν είμαι ο οποιοσδήποτε: είμαι ο γιος του Δία του μεγάλου.
Είμαι προφήτης, ξέρω τα μελλούμενα, ξέρω τα περασμένα·
υπόψιν είμαι και γιατρός - κι ας μην μπορώ να γιατρευτώ από σένα.»
Του κάκου· δεν τον άκουγε. Σαν άνεμος ξεχύθηκε στα όρη,
ανέμιζαν στις αύρες τα μαλλιά και φάνταζε πιο όμορφη η κόρη.
Δεν άντεξε άλλο ο θεός του πόθου στην καρδιά του το δρολάπι -
γρήγορη από φόβο αυτή, πιο γρήγορος εκείνος από αγάπη.
Την πρόφτασε· η κοπελιά εσήκωσε τα χέρια στον αγέρα:
«Η ομορφιά με κάνει ποθητή· άλλαξε τη μορφή μου, ω πατέρα!»
Δεν πρόκανε το λόγο της να πει, πάγωσε η κίνησή της,
φυτρώνει φλούδα ολόγυρα και φυλλωσιά ψηλά στην κεφαλή της·
σαν γιασεμί τα χέρια της, όμως τα χέρια είναι τώρα κλώνοι,
έγινε το κορμάκι της κορμός και σαν κορμός μέσα στη γης ριζώνει.
Εκείνος την αγκάλιασε· φιλούσε ξύλο, δε φιλούσε στόμα
κι αφουγκραζόταν μέσα στον κορμό μία καρδιά που χτύπαγε ακόμα.
«Οι μοίρες δεν το έστερξαν· δε σ᾽ έκανε γυναίκα του ο Απόλλων·
αλλά σα δάφνινο στεφάνι στα μαλλιά θα ᾽σαι δική του
ΣΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ.»

Ο Μάριος δεν χόρταινε αυτό τον απαράμιλλο οβιδιακό συνδυασμό χαριτωμένης ειρωνείας, άνετου «καλαμπουριού», τρυφερότητας και πάθους που χαρακτήριζε αυτές τις ιστορίες.
 
Ακούστηκε χτύπημα στην πόρτα και στο δωμάτιο μπήκε η μητέρα του. «Μάριε, σε φωνάζω και δεν παίρνω απάντηση. Το τραπέζι είναι σχεδόν έτοιμο και σε περιμένουμε. Μην αργήσεις, σε παρακαλώ.» Στο γιορτινό δείπνο ήταν προσκεκλημένοι και τέσσερις πέντε πρώην συγκλητικοί, από αυτούς που εκτιμούσε πολύ ο πατέρας του και που σπανίως σχολίαζαν οτιδήποτε πέρα από την τρέχουσα πολιτική επικαιρότητα. «Εντάξει, μητέρα, δε θ᾽ αργήσω.»
 
Αλλά θα αργούσε γιατί, καθώς ξετύλιγε τον όγδοο τόμο, έπεσε πάνω στην ιστορία του Φιλήμονα και της Βαυκίδας - δυο γερόντια που ζούσαν τίμια, φτωχικά και αρμονικά κάπου στη Φρυγία και που κάποτε φιλοξένησαν, χωρίς να τους αναγνωρίσουν, τον Δία και τον Ερμή, και φυσικά τους έκαναν και το τραπέζι, που ο Μάριος το έβρισκε πολύ πιο ενδιαφέρον από εκείνο που μόλις είχε αναγγείλει η μητέρα του.

Στους φρυγικούς τους λόφους κάποτε έφτασαν ο Ερμής κι ο Δίας,
τη θεϊκή θωριά τους κρύβοντας. Τους βρήκε εκεί το βράδυ.
Χίλιες χτύπησαν πόρτες και κατάλυμα γυρέψανε·
χίλιοι αρνήθηκαν και σύραν τις αμπάρες.
Ένα μονάχα σπιτικό τούς δέχτηκε, μικρό και ταπεινά φτιαγμένο.
Γερόντοι οι νοικοκύρηδες, Φιλήμων και Βαυκίδα,
όμοιοι στα χρόνια, όμοιοι στην ψυχή,
ζούσαν αντάμα από τα νιάτα τους, και δίχως βαρυγκόμια
τα πάντα μοιραστήκαν στη ζωή,
κι αντάμα βάσταγαν την τίμια φτώχεια.
Την κεφαλή χαμήλωσαν στο χαμηλό πορτάκι
και στην καλύβα καταδεχτικοί πέρασαν οι Ολύμπιοι.
Έβαλε ο Φιλήμονας ευθύς σκαμνί, τα πόδια τους να ξεκουράσουν,
κι ένα σκουτί η Βαυκίδα έριξε από πάνω.
Τη χόβολη στο τζάκι ανακάτεψε η γριά, έριξε ξύλα
και τη γεροντική εξόδευε ανάσα της για να σηκώσει φλόγα.
Τη χύτρα έβαλε μετά στην πυροστιά και μέσα
χορτάρια και λαχανικά απ᾽ τον μικρό μπαχτσέ φρεσκοκομμένα
επήρε να τα βράζει για το δείπνο τους.
Πολλά δεν ήταν. Κρεμότανε στης στέγης το δοκάρι
κι ένα κομμάτι κρέας χοιρινό. Άλλο δεν είχαν,
μα το κατέβασαν κι εκείνο για τους ξένους.
Τρεμάμενη απ᾽ τα γηρατειά και ανασκουμπωμένη
τραπέζι έστησε καταμεσίς η γραία·
ήταν το ένα το ποδάρι του κοντό, κι ένα σπασμένο κεραμίδι
στα ίσια το ᾽φερε. Απάνω βάζει λιγοστές ελιές,
τυρόγαλο κι αβγά στη χόβολη ψημένα,
λίγα σταφύλια και δαμάσκηνα - κι αυτό ήταν όλο.
Λιτή η τράπεζα και λιγοστό κρασί,
όμως περίσσευε καλή καρδιά κι όψη καλοσυνάτη.
Σώθηκε στην κανάτα το κρασί· κι έξαφνα οι γερόντοι
τη βλέπουν πάλι να γιομίζει μοναχή της.
Άφωνοι απόμειναν κι οι δυο· θαρρούνε πως θύμωσαν οι θεοί
που είναι το δείπνο φτωχικό και στέλνουνε σημάδι.
Ζητούν συχώρεση, παρακαλάν και σαστισμένοι
μια χήνα που είχαν στην αυλή εκίνησαν να σφάξουν,
των αθανάτων να καλμάρουν την οργή.
Άπιαστη η χήνα, έκρωζε και ξέφευγε καθώς
τρεμάμενοι τη γυροφέρναν οι γερόντοι·
τέλος στα πόδια φάνηκε των ξένων να κουρνιάζει
σα να ζητούσε από θεούς βοήθεια.
Τότε μίλησαν Δίας και Ερμής: «Αφήστε την! Φιλέψατε θεούς.
Οι ασεβείς γειτόνοι σας αμάρτησαν και θα πληρώσουν.
Εσείς μονάχα απείραχτοι θα μείνετε· μόνο ξοπίσω μας ελάτε
ψηλά στου λόφου την κορφή, κι αφήστε το καλύβι.»
Παίρνουνε καταπόδι τους θεούς και στο ραβδί σκυμμένοι
ανηφορίζουν την πλαγιά ψηλά τραβώντας.
Κάποτε στρέψανε τα βλέμματά τους πίσω:
ολούθε βλέπουνε νερό, η λαγκαδιά πνιγμένη
και μοναχά το ταπεινό καλύβι τους φαινόταν.
Κι όπως το ριζικό των άλλων κλαίγανε, θωρούνε
ναός περίλαμπρος να γίνεται το φτωχικό τους σπίτι:
οι πάσσαλοι κολόνες από μάρμαρο, η στέγη, καλαμιές και άχυρο,
τώρα από χρυσάφι κιτρινίζει
κι οι πόρτες θύρες τώρα σκαλιστές από τεχνίτη χέρι.
Κι εκεί απάνω μίλησε ο θεός, ο μέγας Δίας:
«Σεβάσμιε γέροντα κι εσύ γερόντισσα αντάξιά του,
ποια η επιθυμία σας; Μιλήστε και θα γίνει!»
Λίγες κουβέντες άλλαξαν παράμερα οι δυο
κι ευθύς κοινή τη βούλησή τους φανερώνουν:
«Σε τούτο το ναό φύλακες να γενούμε και ιερείς·
κι όταν τα μονοιασμένα χρόνια μας φτάσουν το πλήρωμά τους,
ομάδι να τελειώσουμε, μη δει το ξόδι μου αυτή
μήτε κι εγώ το ξόδι το δικό της.»
Είπανε, κι έτσι έγινε, και τον ναό φυλάγαν όσο ζούσαν.

Μια μέρα όπου κάθονταν κι οι δυο μπρος στου ναού τη θύρα
και μολογούσαν τη ζωή και την κοινή τους μοίρα,
φύλλωμα στον Φιλήμονα τον γέροντα ολόγυρα φουντώνει
κι όμοια στης Βαυκίδας το κορμί φύλλο πυκνό φυτρώνει.
Κι όπως η πρασινάδα θέριευε κι απλώνονταν το θάμα
το «χαίρε» πρόκαναν να πουν - και το ᾽πανε αντάμα.
Κι οι ντόπιοι ίσαμε σήμερα στης λαγκαδιάς το κέντρο
δείχνουν τον τόπο που ανθεί το δίδυμο το δέντρο.

Η μια ιστορία έφερνε την άλλη. Με τα μάτια του ποιητή ο Μάριος παρακολουθούσε μιαν ατέλειωτη, πολύχρωμη παρέλαση θεών, ημιθέων, ηρώων και θνητών στα μήκη και τα πλάτη της οικουμένης. Ο αστόχαστος νεαρός Φαέθων, γιος του Φοίβου-Ήλιου, που ζητάει να οδηγήσει το άρμα του πατέρα του (χωρίς φυσικά να διαθέτει το απαραίτητο δίπλωμα), κι εκείνος, το ίδιο αστόχαστα, του το δίνει - ο Φαέθων που απογειώνεται και μεσουρανεί ευτυχισμένος αλλά γρήγορα νιώθει ίλιγγο, χάνει τα χαλινάρια από τα χέρια του και, καθώς το άρμα του Ήλιου πλησιάζει τη γη, προκαλεί πυρκαγιά οικουμενικών διαστάσεων. Ύστερα διαβάζει και για την άλλη μοιραία πτήση, του Δαίδαλου και του Ίκαρου - πώς πέταξαν με τα φτερά που είχε επινοήσει ο μέγας τεχνίτης από την Κρήτη με κατεύθυνση την Αθήνα και πώς από ψηλά ο νεαρός Ίκαρος μετρούσε μια μια τις όμορφες Κυκλάδες, πώς τέλος πλησίασε τον ήλιο κι εκείνος έλιωσε τους κέρινους συνδέσμους των φτερών κι ο κόσμος ονομάτισε Ικάριο το πέλαγος που έγινε ο τάφος του παλληκαριού.
 
Ήταν εκεί και ο ανόητος βασιλιάς Μίδας, που πόθησε χρυσάφι να γίνεται ό,τι άγγιζε με το σώμα του και το μετάνιωσε στο τέλος πικρά· εκεί ήταν κι εκείνος ο Πυγμαλίων, που κατασκεύασε άγαλμα κοριτσιού από φίλντισι και, όταν έπεσε σε έρωτα βαθύ για το δημιούργημα των ίδιων των χεριών του, παρακάλεσε την Αφροδίτη να δώσει πνοή ζωντανής γυναίκας στο άγαλμα· εκεί και ο πανέμορφος νεαρός Νάρκισσος, που μια μέρα καθρεφτίστηκε στο νερό της λίμνης και ερωτεύθηκε το είδωλό του· ο Ορφέας, ο αρχιλυράρης και αρχιμουσικός, που όταν κατέβηκε στον Άδη για να φέρει πίσω στους ζωντανούς την Ευρυδίκη, την αγαπημένη του γυναίκα, οι θεοί τον λυπήθηκαν και του την έδωσαν, αλλά με έναν όρο: να μη γυρίσει πίσω να τη δει μέχρι να φτάσουν στον απάνω κόσμο.

Πήραν το μονοπάτι το έρημο κινώντας από τ᾽ άραχλα του Άδη·
ορθή ανηφόρα κι άφεγγη πνιγμένη στο σκοτάδι.
Σίμωναν τώρα της ζωής το φως, λίγες οργιές ακόμα,
κι εκείνος από φόβο μη χαθεί το λατρεμένο σώμα
λησμόνησε τον λόγο των θεών. Στρέφει το βλέμμα. Φρίκη!
Ξοπίσω γλίστραγε στη μαύρη γης, άφαντη η Ευρυδίκη…
Την αγκαλιά του ορέγονταν και άπλωνε τα χέρια της με πάθος·
κι αγέρα μόνο άδραχνε ως χάνονταν στης άβυσσος το βάθος.
Πέθαινε δεύτερη φορά, μα δεν παραπονιόταν στον καλό της:
πως την αγάπησε πολύ, αυτό μονάχα το παράπονό της.
Πέθαινε δεύτερη φορά, κι ως γύριζε στα μέρη του θανάτου,
το «χαίρε» που έκραξε στερνά σβησμένο έφτανε στ᾽ αφτιά του.

Διάβαζε ο Μάριος για ποτάμια που ποθούσαν όμορφες νύμφες και τις πλημμύριζαν από έρωτα, για κορίτσια σαν τα κρύα τα νερά που μεταμορφώνονταν σε κρήνες και πηγές, για βασιλιάδες που πέτρωναν· για τον βασιλιά Κήυκα, που πνίγηκε σε ναυάγιο και ο θεός Ύπνος έστειλε όνειρο στη γυναίκα του την Αλκυόνη για να της φανερώσει την ακτή όπου το κύμα είχε ξεβράσει το άψυχο σώμα του άντρα της.

Ο θεός Ύπνος
 
Ο Μάριος σταμάτησε στην περιγραφή της σπηλιάς αυτού του αλλόκοτου θεού. Διάβαζε σχεδόν για τρεις ώρες και το λάδι στον λύχνο είχε λιγοστέψει. Ήταν γοητευμένος, ναι, αλλά είχε αρχίσει να νιώθει βαριά τα μάτια του. «Αυτό το κομμάτι ακόμα, και συνεχίζω αύριο με το φως της μέρας. »

Μακριά στης Δύσης τα βουνά, στων Κιμμερίων τα μέρη,
στα τρίσβαθα θεοσκότεινης σπηλιάς, του Ύπνου το λημέρι.
Μηδέ ξημέρωμα μηδέ και δειλινό φως ήλιου δεν τα βρίσκει
τα μέρη τα ανήλιαγα - εκεί οι αιώνιοι ίσκιοι.
Νέφη κι αντάρα σμίγουν, κι απ᾽ της γης τη μόνη χαραμάδα
κάτι σα φως αχνό του δειλινού σκορπάει μια χλομάδα.
Τάφου απέραντη σιγή και βουβαμάρα πέρα ως πέρα·
το πετεινάρι δε λαλεί, δεν ξημερώνει η μέρα.
Μόνο στου βράχου τα ριζά, της Λησμονιάς ακούς τη βρύση
κελαρυστή - σα να ζητεί την ερημιά να νανουρίσει.
Μπρος στη σπηλιά μυριάδες βότανα· η Νύχτα τα μαζώνει,
την οικουμένη ραίνει ολάκερη, και τη ναρκώνει.
Τρίξιμο στρόφιγγας ποτέ δε σπάει τη γαλήνη·
φύλακας στη σπηλιά κανείς και θύρα δεν την κλείνει.
Κι εκεί, στη μέση της σπηλιάς, αργοσαλεύει κάτι:
είναι ο θεός στον θρόνο του - ή μάλλον στο κρεβάτι.

Αυτός ο ποιητής σε κάνει να αισθάνεσαι ότι είσαι εκεί, μέσα στα τοπία και τις σκηνές που περιγράφει. Είναι λαμπρά παραστατική η αφήγησή του. Είναι ο πιο παραστατικός και πειστικός παραμυθάς ανάμεσα σε Έλληνες και Ρωμαίους, σκέφτεται συνεχώς ο Μάριος. Σε κάνει να νιώθεις ότι πετάς μαζί με τον Ίκαρο πάνω από το Αιγαίο· ότι ταξιδεύεις μαζί με τον Ορφέα στις κάμαρες με τα μυστικά του Κάτω Κόσμου.
 
Και φυσικά όταν περιγράφει τον Ύπνο… «Μάριε, είσαι απαράδεκτος. Το δείπνο έχει σχεδόν τελειώσει και ο κόσμος είναι έτοιμος να φύγει… Μάριε, τι έπαθες; Για όνομα των θεών, Μάριε, σε πήρε ο ύπνος;»

* * *
Τους μύθους τους γέννησε η πλούσια ελληνική φαντασία· αλλά η Ευρώπη και ο κόσμος όλος τους έμαθε διαβάζοντας τις Μεταμορφώσεις του Οβίδιου. Οι μεγάλοι ζωγράφοι της Αναγέννησης, όταν καταπιάνονταν με μυθολογικά θέματα, είχαν δίπλα στο καβαλέτο, ή βαθιά μέσα στο μυαλό τους, την ιστορία που αφηγήθηκε ο ρωμαίος ποιητής. Οι μεγάλοι μουσικοί συνθέτες, κυρίως αυτοί που έγραψαν όπερες με μυθολογικά θέματα, πάλι τις Μεταμορφώσεις είχαν για αφετηρία τους. Είπαμε ότι, σε σύγκριση με την ασπρόμαυρη και λιγοστή ρωμαϊκή μυθολογία, η ελληνική μοιάζει με έγχρωμη κινηματογραφική υπερπαραγωγή. Αλλά ο μεγαλύτερος σκηνοθέτης της ελληνικής μυθολογίας είναι Ιταλός.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου