Ας τον ονομάσουμε Εντ Μπράουν. Φυσικά, δεν είναι αυτό το πραγματικό του όνομα και ορισμένες από τις λεπτομέρειες της ιστορίας του έχουν αλλαχθεί, επειδή μας το ζήτησε. Το όνομά του δεν είναι σημαντικό έτσι κι αλλιώς, γιατί όπως λέει: “Στην όλη ιστορία διαπίστωσα μεταξύ άλλων ότι δίνουμε μεγάλη σημασία σε αυτόν που διεκδικεί την προβολή. Στην ουσία πρόκειται μόνο για μια εξελικτική πορεία. Αυτή έχει σημασία και όχι ποιος προβάλλεται και για ποιο λόγο”.
Η ιστορία του Εντ αρχίζει όταν αποφάσισε να ενταχθεί σε μια “ομάδα διαλόγου” πριν από μερικά χρόνια. Σε ολόκληρο τον κόσμο, οι άνθρωποι οργανώνονται σε ομάδες για να εξερευνήσουν τη φύση των ομαδικών σχέσεων. Δεν πρόκειται για ομάδες θεραεπίας, αλλά για μια προσπάθεια κατανόησης του τρόπου με τον οποίο οι ατομικές και συλλογικές μας προϋποθέσεις ελέγχουν την αλληλεπίδραση που ασκούμε και δεχόμαστε, αλλά και μια προσπάθεια εξερεύνησης των δυνατοτήτων για ανάπτυξη συλλογικής δημιουργικότητας.
Ο φυσικός Ντέιβιντ Μπομ, ο οποίος έχει αφιερωθεί τα τελευταία χρόνια στην έρευνα του διαλόγου, τον περίεγραψε ως εξής: “Ο διάλογος δεν είναι μια ανταλλαγή απόψεων, ούτε συζήτηση. Συζήτηση σημαίνει χτύπημα πέρα δώθε, σαν να παίζεις πινγκ πονγκ. Βέβαια, έχει και αυτό την αξία του, αλλά στο διάλογο προσπαθούμε να πάμε πιο βαθιά να δημιουργήσουμε μια κατάσταση όπου βάζουμε στην άκρη τις απόψεις και τις κρίσεις μας, προκειμένου να μπορέσουμε να ακούσουμε ο ένας τον άλλο”. Αυτή η προσωρινή αναστολή συχνά είναι μάλλον αποτέλεσμα του ίδιου του διαλόγου και λιγότερο μια εκούσια πράξη από μέρους των μελών της ομάδας. Επειδή σε ένα διάλογο είναι πάρα πολλές οι απόψεις που ακούγονται, κάποια στιγμή οι θέσεις και οι κρίσεις των ατόμων που ακούγονται, κάποια στιγμή οι θέσεις και οι κρίσεις των ατόμων καταλήγουν να αναστέλλονται προσωρινά. Ένας άλλος θιασώτης του διαλόγου, ο ζωγράφος και ψυχίατρος Ντέιβιντ Σάινμπεργκ, αποκάλεσε το διάλογο “μια ανοικτή διαδικασία δημιουργίας σχημάτων”.
Μια από τις βασικές ιδέες του διαλόγου είναι πως οι άνθρωποι παραμένουν δεμένοι σε αυτό που ο Μπομ αποκάλεσε “μη διαπραγματεύσεις” πεποιθήσεις, οι οποίες ενυπάρχουν και στις πιο απλές διαφωνίες. Αυτές οι “μη διαπραγματεύσιμες” ιδέες δεν μπορούν να ερμηνευτούν. Μπορούν, όμως, να μείνουν για λίγο στην άκρη και να αλλάξουν, όπως διαπίστωσε ο Εντ, κατά τη διαδικασία της συλλογικής δημιουργικότητας.
Η ομάδα του Εντ αποτελείτο από είκοσι άτομα, τα οποία συναντιόντουσαν μια φορά το μήνα σε ένα διαμέρισμα μιας μεγάλης πόλης. Συμφώνησαν να μην έχουν αρχηγό, ούτε συγκεκριμένο πρόγραμμα, ούτε συγκεκριμένα θέματα για συζήτηση. Αυτή η συμφωνία αφαίρεσε τα συνηθισμένα ερεθίσματα στα οποία στηρίζονται οι ομάδες και άφησε γυμνό το θέμα τού πώς τα οποία σχετίζονται με την ομάδα.
“Ένα πράγμα που διαπίστωσα ευθύς αμέσως ήταν πως χρειαζόμασταν αρχηγό. Αισθανόμασταν άβολα χωρίς αυτόν. Κανείς, όμως, δεν ήθελε να αναλάβει, αλλά και αν ακόμη κάποιος το ήθελε δεν θα τον αφήναμε. Ταυτοχρόνως, όλοι αναζητούσαμε κάποια δομή, αλλά δεν μπορούσαμε να συμφωνήσουμε σε καμία. Ήταν πολύ απογοητευτικό. Νομίζω ότι έτσι αισθάνονται πολλοί άνθρωποι μέσα στις ομάδες. Να θέλουν πάντα να ακουστούν, να θέλουν η ομάδα να συμμεριστεί τις απόψεις και τις ιδέες τους, πράγμα που δεν μπορεί να γίνει”.
Η ομάδα ηχογραφούσε τις συναντήσεις της και ο Εντ έμαθε ότι, πέρα από το χάος της απογοήτευσης, υπήρχε μια τάξη σε εξέλιξη. “Είδα πως, μολονότι πίστευα πως δεν άλλαζα τις απόψεις κανενός, στην πραγματικότητα τις άλλαζα, όπως άλλαζαν και οι δικές μου. Ήταν πολύ αδιόρατο. Αν κάποιος παρακολουθούσε τη συζήτηση, θα του φαινόταν σε κάποιο επίπεδο χαοτική θα μπορούσε, ωστόσο, να δει πως οι άνθρωποι προσλαμβάνουν τα λόγια και τις ιδέες των άλλων και κατά κάποιο τρόπο τις αφομοίωναν. Ήταν φανερό ότι αλληλο-επηρεαζόμασταν.
>>Μερικές φορές διαφωνούσαμε με κάποιον, αλλά ύστερα από λίγο αρχίζαμε να συνειδητοποιούμε ότι στην ουσία δεν είχαμε καταλάβει τι ακριβώς ήθελε να πει. Απλώς αντιδρούσαμε στις λέξεις. Μόλις ξεπερνούσαμε τις λέξεις, καταλαβαίναμε ότι έλεγαν κάτι σημαντικό. Διαπίστωσα ακόμη ότι και εγώ δεν καταλάβαινα πραγματικά τα δικά μου λόγια, μέχρις ότου οι άλλοι έφερναν στην επιφάνεια το ουσιαστικό τους νόημα. Προς το τέλος της συνάντησης, και ενώ είχαμε μιλήσει για ένα σωρό διαφορετικά πράγματα, οι περισσότεροι από την ομάδα έδειχναν σαν να είχαν κατορθώσει κάτι. Έμοιαζε σαν να είχαμε δημιουργήσει ή ανακαλύψει κάτι κοινό, που για τον καθένα μας ήταν διαφορετικό. Ήταν πράγματι πολύ παράξενο”.
Ένα από τα θέματα που ανέκυπταν πολύ συχνά στις συζητήσεις της ομάδας ήταν αν όλα αυτά που συνέβαιναν στο διάλογο θα μπορούσαν να έχουν κάποια πρακτική εφαρμογή. Ο Εντ αποφάσισε να ελέγξει το θέμα συμμετέχοντας στα κοινά της περιοχής όπου κατοικούσε και να συνεχίσει το πείραμα του διαλόγου σε ένα χώρο “πραγματικό”.
Προσφέρθηκε εθελοντικά να εργαστεί σε μια επιτροπή που θα ασχολούνταν με την ανακαίνιση της βιβλιοθήκης της περιοχής όπου έμενε εκλέχτηκε μάλιστα πρόεδρος της επιτροπής. Από την πρώτη κιόλας συνεδρίαση κατάλαβε ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Υπήρχαν δύο παρατάξεις στην επιτροπή και η καθεμιά είχε να προτείνει μια διαφορετική λύση για την ανακαίνιση. Κάποια από τα μέλη της επιτροπής είχαν από παλιά προβλήματα μεταξύ τους· υπήρχαν ακόμη άνθρωποι που κατοικούσαν χρόνια εκεί και μερικοί που είχαν μετακομίσει πρόσφατα. Στην επιτροπή, λοιπόν, εκπροσωπούνταν πολλές από τις αντιζηλίες και τις αντιπαραθέσεις των ανθρώπων της κοινότητας.
“Η καθεμιά από τις κλίκες ήθελε να με πάρει με το μέρος της. Ένα από τα πράγματα, όμως, που είχα μάθει από την ομάδα διαλόγου ήταν να αποφεύγω την πόλωση. Διακινδύνευα να προκαλέσω την έχθρα και των δύο πλευρών, αλλά θεώρησα σωστό να ακούσω και τις δύο και να προσπαθήσω να τις βοηθήσω να εκθέσουν τις απόψεις τους όσο καλύτερα μπορούσαν. Έπειτα θα προσπαθούσα να παρουσιάσω τη μια πλευρά στην άλλη με όσο το δυνατό πιο κατανοητό τρόπο. Η ουδετερότητά μου δεν θα ήταν αρκετή. Υπήρχαν πολλές τάσεις στις συνεδριάσεις μας – εξάρσεις των διαφόρων “εγώ” και παιχνίδια εξουσίας. Το γεγονός, όμως, ότι υπήρχε κάποιος στην αίθουσα που όχι μόνο δεν έπαιρνε το μέρος κανενός, αλλά άκουγε προσεχτικά αυτά που είχαν να πουν οι άνθρωποι, αρχικά προκάλεσε μια σύγχυση στα μέλη της επιτροπής, ταυτοχρόνως όμως τους απελευθέρωσε. Ύστερα από λίγο άρχισαν να μετακινούνται από τις αρχικές τους θέσεις και οι ιδέες απλώνονταν διαρκώς, ώσπου φτάσαμε να υπάρχουν όχι μόνο δύο προτάσεις αλλά ολόκληρη σειρά επιλογών. Σύντομα, ακόμη και οι πιο σκληροπυρηνικοί άρχισαν να αλλάζουν στάση.
>>Έπειτα, όμως, ξανακολλήσαμε και δημιουργήθηκαν ξανά τα παλιά σχήματα. Ήταν πολύ απογοητευτικό. Η κατάσταση έμοιαζε απελπιστική, ώσπου κάποιο βράδυ ένα από τα πιο ουδέτερα μέλη πρότεινε μια λύση που ήταν λίγο διαφορετική απ’ ό,τι είχαμε κουβεντιάσει ώς τότε. Προς μεγάλη μας έκπληξη – θα μπορούσε κανείς, μάλιστα, ακόμα και να δει την έκπληξή μας, αφού όλοι γουρλώσαμε τα μάτια – άρεσε σε όλους μας. Εξετάζοντάς το εκ των υστέρων, διαπιστώνουμε ότι ίσως θα μπορούσαμε να είχαμε δει αυτή τη λύση από την αρχή, όμως δεν την είδαμε. Πριν δεν μπορούσαμε να την δούμε, τώρα όμως μπορέσαμε. Ίσως μπορέσαμε επειδή περάσαμε μέσα από όλη αυτή τη διεργασία. Οι συνθήκες άλλαξαν εντελώς. Ξαφνικά, αποκτήσαμε ομοφωνία και καταλήξαμε σε μια λύση ιδανική για την περιοχή μας”.
Η λύση δεν αποτελούσε συμβιβασμό. “Ο συμβιβασμός είναι χειρότερος από την ήττα. Σημαίνει ότι όλοι αισθάνονται λίγο εξαπατημένοι, ότι υποτάχτηκαν στην ιδέα της εξουσίας, χωρίστηκαν σε νικητές και ηττημένους. Αυτό που καταφέραμε ήταν πολύ πιο συναρπαστικό και ικανοποιούσε τον καθένα περισσότερο από την όποια συμβιβαστική λύση”.
Το πραγματικό ενδιαφέρον του Εντ για τις αρετές και των δύο πλευρών και ο σκεπτικισμός του για την έτοιμη λύση που παρουσίαζε η κάθε πλευρά από τη σκοπιά της προκάλεσαν μια “σύνθετη επίδραση”, που βοήθησε τα μέλη της επιτροπής να εγκαταλείψουν την πόλωση και τις μη διαπραγματεύσιμες απόψεις τους για όσο χρόνο χρειαζόταν, προκειμένου να προκύψει κάποια καινούργια πρόταση.
Η ιστορία του Εντ θυμίζει αρκετά τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν πολλές κοινότητες ιθαγενών, τον τρόπο που η κοινότητα του Γουίλφρεντ Πελετιέ έφτιαξε τη στέγη της αίθουσας του συμβουλίου. Στους Ιροκουά, για παράδειγμα, το παραδοσιακό συμβούλιο των αρχηγών έπρεπε να παίρνει αποφάσεις με τις οποίες θα συμφωνούσαν όλα τα μέλη του συμβουλίου. Οι Ιροκουά δεν πίστευαν στην πλειοψηφία. Το συμβούλιό τους συνεδρίαζε όσο χρόνο ήταν απαραίτητος για να βρεθεί μια λύση που θα ήταν αποδεκτή από όλους. Συχνά, οι συζητήσεις ήταν έντονες και γεμάτες πάθος. Μερικές φορές το συμβούλιο διαρκούσε μέρες, εβδομάδες. Σε μερικές περιπτώσεις δεν λαμβάνονταν αποφάσεις, γιατί δεν μπορούσαν να καταλήξουν σε μια κοινά αποδεκτή συμφωνία. Όταν, όμως, κατέληγαν σε μια απόφαση, ήταν εκείνη που ήθελαν όλοι και αισθάνονταν δεσμευμένοι απένταντί της. Ήταν η δική τους απόφαση, τόσο συλλογική όσο και ατομική.
Στην πολύπλοκη και προβληματική μαζική μας κοινωνία πρέπει να αναπτύξουμε ταχύτατα και δραστικά νέους τρόπους κατανόησης της συλλογικής δράσης. Είναι φανερό ότι κανένας ηγέτης και κανένα σύστημα δεν μπορεί να επιλύσει τα προβλήματα του συλλογικού μας κόσμου. Στην ουσία, η όποια προσπάθεια εξεύρεσης λύσης προς αυτή τη δοκιμασμένη και ξεπερασμένη κατεύθυνση θα οδηγήσει αναμφίβολα σε περαιτέρω περιπλοκές.
Το λυπηρό είναι πως οι οργανισμοί, όσο μας ενώνουν, άλλο τόσο μας απομονώνουν και μας κρατούν μακριά τον ένα από τον άλλο. Καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι, επειδή τα άτομα αποτελούν ουσιαστικά ξεχωριστά μόρια, η συλλογική δράση πρέπει να συντονίζεται μέσα από αυτές τις εξωτερικές δομές που μας έχουν επιβάλει. Τι θα γινόταν, όμως, να ξεχνούσαμε τελείως αυτές τις απόψεις και επιτρέπαμε στην αυτο-οργάνωση να δημιουργήσει τις κοινότητές μας; Αν σκόπιμα σφυρηλατούσαμε τις κοινωνικές μας λύσεις στη φωτιά του δημιουργικού χάους;
Η ιστορία του Εντ αρχίζει όταν αποφάσισε να ενταχθεί σε μια “ομάδα διαλόγου” πριν από μερικά χρόνια. Σε ολόκληρο τον κόσμο, οι άνθρωποι οργανώνονται σε ομάδες για να εξερευνήσουν τη φύση των ομαδικών σχέσεων. Δεν πρόκειται για ομάδες θεραεπίας, αλλά για μια προσπάθεια κατανόησης του τρόπου με τον οποίο οι ατομικές και συλλογικές μας προϋποθέσεις ελέγχουν την αλληλεπίδραση που ασκούμε και δεχόμαστε, αλλά και μια προσπάθεια εξερεύνησης των δυνατοτήτων για ανάπτυξη συλλογικής δημιουργικότητας.
Ο φυσικός Ντέιβιντ Μπομ, ο οποίος έχει αφιερωθεί τα τελευταία χρόνια στην έρευνα του διαλόγου, τον περίεγραψε ως εξής: “Ο διάλογος δεν είναι μια ανταλλαγή απόψεων, ούτε συζήτηση. Συζήτηση σημαίνει χτύπημα πέρα δώθε, σαν να παίζεις πινγκ πονγκ. Βέβαια, έχει και αυτό την αξία του, αλλά στο διάλογο προσπαθούμε να πάμε πιο βαθιά να δημιουργήσουμε μια κατάσταση όπου βάζουμε στην άκρη τις απόψεις και τις κρίσεις μας, προκειμένου να μπορέσουμε να ακούσουμε ο ένας τον άλλο”. Αυτή η προσωρινή αναστολή συχνά είναι μάλλον αποτέλεσμα του ίδιου του διαλόγου και λιγότερο μια εκούσια πράξη από μέρους των μελών της ομάδας. Επειδή σε ένα διάλογο είναι πάρα πολλές οι απόψεις που ακούγονται, κάποια στιγμή οι θέσεις και οι κρίσεις των ατόμων που ακούγονται, κάποια στιγμή οι θέσεις και οι κρίσεις των ατόμων καταλήγουν να αναστέλλονται προσωρινά. Ένας άλλος θιασώτης του διαλόγου, ο ζωγράφος και ψυχίατρος Ντέιβιντ Σάινμπεργκ, αποκάλεσε το διάλογο “μια ανοικτή διαδικασία δημιουργίας σχημάτων”.
Μια από τις βασικές ιδέες του διαλόγου είναι πως οι άνθρωποι παραμένουν δεμένοι σε αυτό που ο Μπομ αποκάλεσε “μη διαπραγματεύσεις” πεποιθήσεις, οι οποίες ενυπάρχουν και στις πιο απλές διαφωνίες. Αυτές οι “μη διαπραγματεύσιμες” ιδέες δεν μπορούν να ερμηνευτούν. Μπορούν, όμως, να μείνουν για λίγο στην άκρη και να αλλάξουν, όπως διαπίστωσε ο Εντ, κατά τη διαδικασία της συλλογικής δημιουργικότητας.
Η ομάδα του Εντ αποτελείτο από είκοσι άτομα, τα οποία συναντιόντουσαν μια φορά το μήνα σε ένα διαμέρισμα μιας μεγάλης πόλης. Συμφώνησαν να μην έχουν αρχηγό, ούτε συγκεκριμένο πρόγραμμα, ούτε συγκεκριμένα θέματα για συζήτηση. Αυτή η συμφωνία αφαίρεσε τα συνηθισμένα ερεθίσματα στα οποία στηρίζονται οι ομάδες και άφησε γυμνό το θέμα τού πώς τα οποία σχετίζονται με την ομάδα.
“Ένα πράγμα που διαπίστωσα ευθύς αμέσως ήταν πως χρειαζόμασταν αρχηγό. Αισθανόμασταν άβολα χωρίς αυτόν. Κανείς, όμως, δεν ήθελε να αναλάβει, αλλά και αν ακόμη κάποιος το ήθελε δεν θα τον αφήναμε. Ταυτοχρόνως, όλοι αναζητούσαμε κάποια δομή, αλλά δεν μπορούσαμε να συμφωνήσουμε σε καμία. Ήταν πολύ απογοητευτικό. Νομίζω ότι έτσι αισθάνονται πολλοί άνθρωποι μέσα στις ομάδες. Να θέλουν πάντα να ακουστούν, να θέλουν η ομάδα να συμμεριστεί τις απόψεις και τις ιδέες τους, πράγμα που δεν μπορεί να γίνει”.
Η ομάδα ηχογραφούσε τις συναντήσεις της και ο Εντ έμαθε ότι, πέρα από το χάος της απογοήτευσης, υπήρχε μια τάξη σε εξέλιξη. “Είδα πως, μολονότι πίστευα πως δεν άλλαζα τις απόψεις κανενός, στην πραγματικότητα τις άλλαζα, όπως άλλαζαν και οι δικές μου. Ήταν πολύ αδιόρατο. Αν κάποιος παρακολουθούσε τη συζήτηση, θα του φαινόταν σε κάποιο επίπεδο χαοτική θα μπορούσε, ωστόσο, να δει πως οι άνθρωποι προσλαμβάνουν τα λόγια και τις ιδέες των άλλων και κατά κάποιο τρόπο τις αφομοίωναν. Ήταν φανερό ότι αλληλο-επηρεαζόμασταν.
>>Μερικές φορές διαφωνούσαμε με κάποιον, αλλά ύστερα από λίγο αρχίζαμε να συνειδητοποιούμε ότι στην ουσία δεν είχαμε καταλάβει τι ακριβώς ήθελε να πει. Απλώς αντιδρούσαμε στις λέξεις. Μόλις ξεπερνούσαμε τις λέξεις, καταλαβαίναμε ότι έλεγαν κάτι σημαντικό. Διαπίστωσα ακόμη ότι και εγώ δεν καταλάβαινα πραγματικά τα δικά μου λόγια, μέχρις ότου οι άλλοι έφερναν στην επιφάνεια το ουσιαστικό τους νόημα. Προς το τέλος της συνάντησης, και ενώ είχαμε μιλήσει για ένα σωρό διαφορετικά πράγματα, οι περισσότεροι από την ομάδα έδειχναν σαν να είχαν κατορθώσει κάτι. Έμοιαζε σαν να είχαμε δημιουργήσει ή ανακαλύψει κάτι κοινό, που για τον καθένα μας ήταν διαφορετικό. Ήταν πράγματι πολύ παράξενο”.
Ένα από τα θέματα που ανέκυπταν πολύ συχνά στις συζητήσεις της ομάδας ήταν αν όλα αυτά που συνέβαιναν στο διάλογο θα μπορούσαν να έχουν κάποια πρακτική εφαρμογή. Ο Εντ αποφάσισε να ελέγξει το θέμα συμμετέχοντας στα κοινά της περιοχής όπου κατοικούσε και να συνεχίσει το πείραμα του διαλόγου σε ένα χώρο “πραγματικό”.
Προσφέρθηκε εθελοντικά να εργαστεί σε μια επιτροπή που θα ασχολούνταν με την ανακαίνιση της βιβλιοθήκης της περιοχής όπου έμενε εκλέχτηκε μάλιστα πρόεδρος της επιτροπής. Από την πρώτη κιόλας συνεδρίαση κατάλαβε ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Υπήρχαν δύο παρατάξεις στην επιτροπή και η καθεμιά είχε να προτείνει μια διαφορετική λύση για την ανακαίνιση. Κάποια από τα μέλη της επιτροπής είχαν από παλιά προβλήματα μεταξύ τους· υπήρχαν ακόμη άνθρωποι που κατοικούσαν χρόνια εκεί και μερικοί που είχαν μετακομίσει πρόσφατα. Στην επιτροπή, λοιπόν, εκπροσωπούνταν πολλές από τις αντιζηλίες και τις αντιπαραθέσεις των ανθρώπων της κοινότητας.
“Η καθεμιά από τις κλίκες ήθελε να με πάρει με το μέρος της. Ένα από τα πράγματα, όμως, που είχα μάθει από την ομάδα διαλόγου ήταν να αποφεύγω την πόλωση. Διακινδύνευα να προκαλέσω την έχθρα και των δύο πλευρών, αλλά θεώρησα σωστό να ακούσω και τις δύο και να προσπαθήσω να τις βοηθήσω να εκθέσουν τις απόψεις τους όσο καλύτερα μπορούσαν. Έπειτα θα προσπαθούσα να παρουσιάσω τη μια πλευρά στην άλλη με όσο το δυνατό πιο κατανοητό τρόπο. Η ουδετερότητά μου δεν θα ήταν αρκετή. Υπήρχαν πολλές τάσεις στις συνεδριάσεις μας – εξάρσεις των διαφόρων “εγώ” και παιχνίδια εξουσίας. Το γεγονός, όμως, ότι υπήρχε κάποιος στην αίθουσα που όχι μόνο δεν έπαιρνε το μέρος κανενός, αλλά άκουγε προσεχτικά αυτά που είχαν να πουν οι άνθρωποι, αρχικά προκάλεσε μια σύγχυση στα μέλη της επιτροπής, ταυτοχρόνως όμως τους απελευθέρωσε. Ύστερα από λίγο άρχισαν να μετακινούνται από τις αρχικές τους θέσεις και οι ιδέες απλώνονταν διαρκώς, ώσπου φτάσαμε να υπάρχουν όχι μόνο δύο προτάσεις αλλά ολόκληρη σειρά επιλογών. Σύντομα, ακόμη και οι πιο σκληροπυρηνικοί άρχισαν να αλλάζουν στάση.
>>Έπειτα, όμως, ξανακολλήσαμε και δημιουργήθηκαν ξανά τα παλιά σχήματα. Ήταν πολύ απογοητευτικό. Η κατάσταση έμοιαζε απελπιστική, ώσπου κάποιο βράδυ ένα από τα πιο ουδέτερα μέλη πρότεινε μια λύση που ήταν λίγο διαφορετική απ’ ό,τι είχαμε κουβεντιάσει ώς τότε. Προς μεγάλη μας έκπληξη – θα μπορούσε κανείς, μάλιστα, ακόμα και να δει την έκπληξή μας, αφού όλοι γουρλώσαμε τα μάτια – άρεσε σε όλους μας. Εξετάζοντάς το εκ των υστέρων, διαπιστώνουμε ότι ίσως θα μπορούσαμε να είχαμε δει αυτή τη λύση από την αρχή, όμως δεν την είδαμε. Πριν δεν μπορούσαμε να την δούμε, τώρα όμως μπορέσαμε. Ίσως μπορέσαμε επειδή περάσαμε μέσα από όλη αυτή τη διεργασία. Οι συνθήκες άλλαξαν εντελώς. Ξαφνικά, αποκτήσαμε ομοφωνία και καταλήξαμε σε μια λύση ιδανική για την περιοχή μας”.
Η λύση δεν αποτελούσε συμβιβασμό. “Ο συμβιβασμός είναι χειρότερος από την ήττα. Σημαίνει ότι όλοι αισθάνονται λίγο εξαπατημένοι, ότι υποτάχτηκαν στην ιδέα της εξουσίας, χωρίστηκαν σε νικητές και ηττημένους. Αυτό που καταφέραμε ήταν πολύ πιο συναρπαστικό και ικανοποιούσε τον καθένα περισσότερο από την όποια συμβιβαστική λύση”.
Το πραγματικό ενδιαφέρον του Εντ για τις αρετές και των δύο πλευρών και ο σκεπτικισμός του για την έτοιμη λύση που παρουσίαζε η κάθε πλευρά από τη σκοπιά της προκάλεσαν μια “σύνθετη επίδραση”, που βοήθησε τα μέλη της επιτροπής να εγκαταλείψουν την πόλωση και τις μη διαπραγματεύσιμες απόψεις τους για όσο χρόνο χρειαζόταν, προκειμένου να προκύψει κάποια καινούργια πρόταση.
Η ιστορία του Εντ θυμίζει αρκετά τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν πολλές κοινότητες ιθαγενών, τον τρόπο που η κοινότητα του Γουίλφρεντ Πελετιέ έφτιαξε τη στέγη της αίθουσας του συμβουλίου. Στους Ιροκουά, για παράδειγμα, το παραδοσιακό συμβούλιο των αρχηγών έπρεπε να παίρνει αποφάσεις με τις οποίες θα συμφωνούσαν όλα τα μέλη του συμβουλίου. Οι Ιροκουά δεν πίστευαν στην πλειοψηφία. Το συμβούλιό τους συνεδρίαζε όσο χρόνο ήταν απαραίτητος για να βρεθεί μια λύση που θα ήταν αποδεκτή από όλους. Συχνά, οι συζητήσεις ήταν έντονες και γεμάτες πάθος. Μερικές φορές το συμβούλιο διαρκούσε μέρες, εβδομάδες. Σε μερικές περιπτώσεις δεν λαμβάνονταν αποφάσεις, γιατί δεν μπορούσαν να καταλήξουν σε μια κοινά αποδεκτή συμφωνία. Όταν, όμως, κατέληγαν σε μια απόφαση, ήταν εκείνη που ήθελαν όλοι και αισθάνονταν δεσμευμένοι απένταντί της. Ήταν η δική τους απόφαση, τόσο συλλογική όσο και ατομική.
Στην πολύπλοκη και προβληματική μαζική μας κοινωνία πρέπει να αναπτύξουμε ταχύτατα και δραστικά νέους τρόπους κατανόησης της συλλογικής δράσης. Είναι φανερό ότι κανένας ηγέτης και κανένα σύστημα δεν μπορεί να επιλύσει τα προβλήματα του συλλογικού μας κόσμου. Στην ουσία, η όποια προσπάθεια εξεύρεσης λύσης προς αυτή τη δοκιμασμένη και ξεπερασμένη κατεύθυνση θα οδηγήσει αναμφίβολα σε περαιτέρω περιπλοκές.
Το λυπηρό είναι πως οι οργανισμοί, όσο μας ενώνουν, άλλο τόσο μας απομονώνουν και μας κρατούν μακριά τον ένα από τον άλλο. Καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι, επειδή τα άτομα αποτελούν ουσιαστικά ξεχωριστά μόρια, η συλλογική δράση πρέπει να συντονίζεται μέσα από αυτές τις εξωτερικές δομές που μας έχουν επιβάλει. Τι θα γινόταν, όμως, να ξεχνούσαμε τελείως αυτές τις απόψεις και επιτρέπαμε στην αυτο-οργάνωση να δημιουργήσει τις κοινότητές μας; Αν σκόπιμα σφυρηλατούσαμε τις κοινωνικές μας λύσεις στη φωτιά του δημιουργικού χάους;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου