Αφήγηση και διήγηση
Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια είναι αφηγηματικά ποιήματα που ορίζονται ως έπη, εξαιτίας κυρίως της μετρικής τους μορφής - το δακτυλικό εξάμετρο ονομάζεται στην αρχαία μετρική ἔπος. Ως αφηγηματικά ποιήματα τα δύο ομηρικά έπη θεωρούνται κορυφαία παραδείγματα της αρχαϊκής αφηγηματικής ποίησης και, καθώς είναι τα αρχαιότερα κείμενα που μας σώζονται από το σύνολό της, τα εκτιμούμε ως θεμέλια της αφηγηματικής τέχνης και τεχνικής. Μολονότι υπάρχουν σημαντικές ενδείξεις, αν όχι αποδείξεις, ότι προηγήθηκε μακρά προφορική παράδοση του λογοτεχνικού αυτού είδους.
Οι όροι «αφήγηση» και «ποίηση» είναι συγγενείς αλλά όχι ταυτόσημοι. Ευρύτερος και ποικιλότερος, σε περιεχόμενο και μορφές, ο όρος «αφήγηση» περιέχει ως ένα σημείο τον όρο «ποίηση», ο οποίος όμως μπορεί και να αυτονομηθεί, περιορίζοντας ή μηδενίζοντας τον αφηγηματικό τρόπο. Αυτό λόγου χάριν συμβαίνει στα λαϊκά τραγούδια, στο σύνολο σχεδόν της προσωπικής λυρικής ποίησης και στο σκηνικό δράμα.
Η αφήγηση είναι σύνθετη λέξη από την πρόθεση ἀπό και το ρήμα ἡγοῦμαι, που σημαίνει «πηγαίνω μπροστά οδηγώντας τους άλλους» - ρόλος που ανατίθεται κάθε φορά στον περιστατικό ή στον επαγγελματία αφηγητή. Πρόκειται επομένως για μεταφορά, που προϋποθέτει ότι το αφήγημα μοιάζει με δρόμο και χρειάζεται έναν προπομπό, ο οποίος να οδηγεί όσους το παρακολουθούν ακούγοντας. Απόδειξη: στα ομηρικά έπη η λέξη οἴμη, που σημαίνει αρχικά «δρόμος», χρησιμοποιείται για να δηλώσει και το αφηγηματικό ποίημα, υπογραμμίζοντας το μήκος του και τον ρυθμικό του βηματισμό.
Συχνά ο όρος «αφήγηση» αντικαθίσταται από τον όρο «διήγηση», όπου το πρώτο συνθετικό είναι τώρα η πρόθεση διά. Η διαφορά ανάμεσα στις δύο προθέσεις διαφοροποιεί κάπως τους δύο όρους στο εξής σημείο: η πρόθεση ἀπό της αφήγησης εντοπίζει περισσότερο το ξεκίνημα, την αφετηρία του αφηγηματικού λόγου, από την οποία εξαρτάται η πρόοδός του· ενώ η πρόθεση διά της διήγησης επιμένει κυρίως στη διαδρομή της αφήγησης, απαρχής μέχρι τέλους, ανάμεσα στα όποια εμπόδια που καλείται να παραμερίσει ο διηγητής για χάρη του ακροατή.
Η αφήγηση ή η διήγηση δεν είναι υποχρεωτικά έμμετρη. Μπορεί κάλλιστα να συντάσσεται και σε πεζό λόγο. Θα έλεγε μάλιστα κάποιος ότι αυτή είναι η συνηθέστερη και η φυσικότερή της μορφή, αν κρίνουμε και από τις νεότερες και σύγχρονες λογοτεχνικές της εφαρμογές, αποτυπωμένες στα διηγήματα, στα μυθιστορήματα και στις νουβέλες. Παρά ταύτα, η αρχαϊκή εποχή φαίνεται να προτιμούσε την έμμετρη αφήγηση, ίσως επειδή το μέτρο βοηθούσε στην απομνημόνευσή της και της έδινε πρόσθετο ρυθμικό και συγκινησιακό βάρος.
Πλάι σ᾽ αυτή τη βασική διάκριση (πεζή ή έμμετρη αφήγηση), ισχύουν τουλάχιστον άλλες δύο διαφορές. Θα πρέπει να διακριθεί η ευκαιριακή, καθημερινή αφήγηση, η οποία ευνοεί την ωφέλιμη επικοινωνία ανάμεσα στους ανθρώπους, από την έντεχνη, η οποία προορίζεται για ευρύτερο κοινό, αντιστέκεται στο πέρασμα του χρόνου και σκοπεύει αφενός να τέρψει (τόσο τον αφηγητή όσο και τους ακροατές του), αφετέρου να διεγείρει τη γνωστική περιέργεια (στοιχείο που την καθιστά, με την ευρεία έννοια της λέξης, έμμεση διδαχή). Οι δύο αυτές μορφές αφήγησης διαφέρουν όχι μόνο ως προς τον στόχο τους αλλά και ως προς το περιεχόμενο και τη μορφή τους.
Προφορική και γραπτή αφήγηση
Η καθημερινή αφήγηση είναι προφορική, πληροφοριακή, σύντομη στην έκτασή της, αυθόρμητη στη διατύπωσή της, με ευκαιριακό περιεχόμενο, το οποίο αφορά άμεσα τόσο τον αφηγητή όσο και τους παρόντες ακροατές. Αντίθετα, η έντεχνη αφήγηση συχνά καταφεύγει στη γραφή, ενώ με το ερεθιστικό της θέμα και με την επιμέλεια της έκφρασης διεγείρει τη φαντασία του ακροατή, τον μεταφέρει σε άλλο χώρο και χρόνο, και τον απομακρύνει από την καθημερινή φορτική φροντίδα, ώστε, για λίγο έστω, να ξεχαστεί. Η δεύτερη αυτή μορφή αφήγησης ανοίγει τον δρόμο στη λογοτεχνία, η οποία όμως κατά περίπτωση μπορεί να ενσωματώνει στα κείμενά της στοιχεία και της καθημερινής αφήγησης, εφόσον αυτά εξυπηρετούν την αφηγηματική σκηνοθεσία.
Η αφήγηση, καθημερινή ή έντεχνη, είναι εξ ορισμού αναδρομική· αναφέρεται δηλαδή στο παρελθόν, με σκοπό όμως να μεταφέρει το παρελθόν στο παρόν του αφηγητή και του ακροατή. Το παρόν στην προκειμένη περίπτωση δηλώνεται, όπως θα δούμε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στην αρχή της αφήγησης· στο σημείο κυρίως εκείνο όπου ο αφηγητής απευθύνεται (ο τεχνικός όρος είναι «αποστρέφεται») στους ακροατές του ή και στη Μούσα. Όσο για το παρελθόν της αφήγησης, αυτό προσδιορίζεται με ρήματα συντελικού χρόνου (παρατατικού, αορίστου, παρακειμένου και υπερσυντελίκου) και με χρονικά επιρρήματα. Στην καθημερινή αφήγηση ο παρελθοντικός χρόνος ακολουθεί σχεδόν πάντα γραμμική εξέλιξη· προηγείται δηλαδή αφηγηματικά ό,τι και ως περιστατικό προηγήθηκε, και έπεται εκείνο που αμέσως μετά ακολούθησε. Στην έντεχνη όμως αφήγηση ο γραμμικός αυτός κανόνας μπορεί και να ανατραπεί, οπότε ο παρελθοντικός χρόνος πηγαίνει μπρος πίσω. Ή, όπως αλλιώς λέμε, «εγκιβωτίζεται» το πριν μέσα στο μετά. Η τεχνική αυτή εφαρμόζεται με παραδειγματικό τρόπο στην Οδύσσεια, ενώ η Ιλιάδα, φαινομενικά τουλάχιστον, ορίζει τον παρελθοντικό της χρόνο γραμμικά.
Η διαφορά ανάμεσα στην πεζή και στην έμμετρη αφήγηση εντοπίζεται, όπως είπαμε ήδη, στον ρυθμό και στο επαναλαμβανόμενο μέτρο της. Μολονότι δεν αποκλείεται να έχει και η πεζή αφήγηση έναν δικό της εναλλασσόμενο ρυθμό, που άλλοτε και αλλού την κάνει ταχύρρυθμη, άλλοτε και αλλού αργόρρυθμη. Η έμμετρη ωστόσο αφήγηση εξελίσσεται σε ποιητική και με άλλα στοιχεία, πέραν του ρυθμού και του μέτρου της. Ειδικότερα, η επική ποίηση προσδιορίζεται: από την ιδιόρρυθμη γλώσσα της, τις επαναλαμβανόμενες τυπικές της εκφράσεις και σκηνές, τα τυπικά της θέματα και μεγαθέματα. Τα στοιχεία αυτά περιορίζουν αλλά δεν εξαφανίζουν την πρωτοτυπία της. Το κυριότερο ωστόσο διακριτικό της επικής αφήγησης, της ποίησης γενικότερα, στην αρχαία Ελλάδα αναγνωρίζεται στη μουσική της εξάρτηση. Οι Μούσες και ο μουσικός και μουσηγέτης θεός Απόλλων όχι μόνο εμπνέουν τον ποιητή, αλλά και του υπαγορεύουν κατά κάποιον τρόπο το περιεχόμενο και τη σύνταξη του ποιήματός του. Η μουσική αυτή εξάρτηση προβάλλεται προγραμματικά ήδη στον πρώτο στίχο της Ιλιάδας (Μῆνιν ἄειδε, θεά) και της Οδύσσειας (Ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῦσα) και δικαιολογεί την υπόκρουση των απαγγελλομένων επών με την έγχορδη φόρμιγγα, κάτι ανάμεσα στην κιθάρα και στη λύρα.
Έντεχνη αφήγηση
Οι όροι «τεχνική» και «τέχνη» ανταποκρίνονται σε διαφορετικού βαθμού και επιπέδου αναγνώριση και εκτίμηση των ομηρικών επών, γενικότερα της ποίησης αλλά και της έντεχνης πεζογραφίας. Η τεχνική αφορά περισσότερο τα μέσα κατασκευής ενός κειμένου, ενώ η τέχνη το λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό κατόρθωμα. Η τεχνική προσφέρεται περισσότερο στην περιγραφή, η τέχνη στην αξιολόγηση. Προφανώς η τέχνη ενός ποιήματος, των ομηρικών επών στην προκειμένη περίπτωση, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αρτιότητα, την προσαρμογή και την αποτελεσματικότητα της τεχνικής, δεν εξαντλείται εντούτοις μ' αυτήν. Κάτι πάντα περισσεύει, το οποίο μεταδίδεται ως αίσθηση και συγκίνηση στον ακροατή, παραμένοντας λίγο πολύ ανεξήγητο. Με άλλα λόγια: η τεχνική είναι μαστορική, επομένως διδάσκεται· η τέχνη όμως περιέχει και κάτι απρόβλεπτο, που αναγνωρίζεται κάθε φορά εξ υστέρου και ορίζεται ως ταλέντο. Αν η καλή τεχνική γεννά θαυμασμό για τη γνώση και την επιδεξιότητα του τεχνίτη, η καλή τέχνη προκαλεί αυτόματη απόλαυση, ένα είδος ηδονής που συναρπάζει και καθηλώνει.
Τα δύο ομηρικά έπη, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, περιέχουν στο εσωτερικό τους σήματα τόσο της αφηγηματικής τεχνικής όσο και της αφηγηματικής τέχνης. Τα σήματα μάλιστα αυτά (που αφορούν τον μύθο, το μέτρο, τη γλώσσα και τα επαναλαμβανόμενα τυπικά στοιχεία των επών) παραπέμπουν και στην προηγούμενη επική παράδοση. Από την άποψη αυτή μας βοηθούν να γενεαλογήσουμε λίγο πολύ την επική τεχνική. Με βάση εξάλλου τα στοιχεία αυτά της προηγούμενης επικής παράδοσης, μπορούμε να εκτιμήσουμε καλύτερα τη δική τους πρόοδο και πρωτοτυπία. Πρόκειται επομένως για διπλή αναγνώριση: ακούγοντας και διαβάζοντας την Ιλιάδα και την Οδύσσεια με προσοχή, ανακαλύπτουμε, ως έναν βαθμό τουλάχιστον, τις αρχές της αφηγηματικής τέχνης και τεχνικής, αλλά συγχρόνως διαπιστώνουμε και την εξέλιξή τους, την κορύφωσή τους στα δύο διασημότερα, κατά κοινή ομολογία, επικά ποιήματα.
Εκτός από τα ομηρικά σήματα επικής τεχνικής, η σχετική αναζήτηση υποβοηθείται και από άλλα ξένα έπη: γειτονικά και απόμακρα, παλαιά και νεότερα. Γειτονικά, για παράδειγμα, είναι τα νοτιογιουγκοσλαβικά προφορικά έπη. Εξωτικά και μακρινά είναι το βαβυλωνιακό έπος Γκιλγκαμές (Gilgamesh, η σύνθεσή του χρονολογείται στο 2000 π.Χ.) αλλά και το ινδικό Μαχαμπχαράτα (Mahabharata, συνταγμένο το 400 π.Χ. περίπου). Υπάρχουν εξάλλου και άλλα, μεσαιωνικά και νεότερα, προφορικά έπη από την κεντρική και βόρεια Ευρώπη, την Αμερική, την Ασία και την Αφρική, στα οποία διαπιστώνονται συγγενικά σήματα αφηγηματικής τεχνικής. Η σύγκριση πάντως αρχαιοτέρων ξένων επών με την Ιλιάδα και την Οδύσσεια εξηγεί ως έναν βαθμό αρχαϊκά στοιχεία μορφής και περιεχομένου, τα οποία διατηρήθηκαν, αυτούσια ή μεταποιημένα, και στα δύο ομηρικά ποιήματα.
Όπως κι αν έχει το πράγμα, ο σύνθετος μηχανισμός της επικής τεχνικής, της ομηρικής ειδικότερα, αναγνωρίζεται καλύτερα, αν διακριθούν οι βασικοί συντελεστές του, που είναι τέσσερις: ο αφηγητής, το αφήγημα, ο ακροατής και οι συνθήκες εκφοράς και πρόσληψης της επικής αφήγησης. Αυτή η ταξινόμηση εφαρμόζεται στη συνέχεια, με κάποια ευλυγισία όμως, ώστε να αναδεικνύεται η συνάφεια των τεσσάρων όρων μεταξύ τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου