Έπρεπε να είχα σχολάσει προ πολλού, όμως κάτι απροσδιόριστο με κρατούσε στο γραφείο. «Είχα δουλειές…» προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου.
Ξεκίνησα να πάω στο σπίτι. Με τα πόδια. Πόσο να απέχει; Η νύχτα ήταν γλυκιά και δεν μπόρεσα να της αντισταθώ, να χαθώ μέσα στα σκοτάδια της. Ίσως να χανόμουν γενικά…
Ο ήχος της κόρνας με έβγαλε από το λήθαργό μου. Ένας τύπος με χαιρετά. Το αυτοκίνητο άγνωστο σαν αυτόν. Επιταχύνω το βήμα μου από φόβο. «Κανένας τρελός» ή «με μπέρδεψαν για άλλη» σκέψεις που με κεραυνοβόλησαν.
Φυσιογνωμία γνώριμη. Ένας φίλος από τα παλιά. Σαν μελωδία που έρχεται στο μυαλό, φέρνοντάς μας χαρά και φεύγει… Επιτέλεσε το σκοπό της! Δεν χρειάζεται πια.
Έτσι και εκείνη τη στιγμή, χάρηκα που ανταλλάξαμε δύο κουβέντες, φιλικές! Καταφθάνει και η κοπέλα του που είχα προσπεράσει λίγα λεπτά πριν. Είναι και οι δύο ντυμένοι με τα καλά τους. Αυτά που μας φορούσε η μανούλα στις επισκέψεις ή στη γιορτή μας. Τα επίσημα.
Θα βγουν. Έχουν κανονίσει. «Κάνει χορό ο σύλλογος» θα μου διευκρινίσει ο φίλος. Άχρηστες πληροφορίες για να καλύψουμε λίγο χρόνο παραπάνω! Τη συνοδεύει επίσημα, σαν τα ρούχα τους! Ανταλλάσσουμε χαιρετισμούς. «Άντε και γαμπρός» θα του ευχηθώ. Εκείνη καμαρώνει, η νύφη, ισιώνοντάς του τον γιακά.
«Εσύ πού πας;» θα με ρωτήσουν. «Σπίτι». Δικαιολογία κλασική. Κουρασμένος λόγω δουλειάς… Ή μοναξιάς; Θα με διορθώσει νοερά ο κακός μου εαυτός.
Γυρίζω το κλειδί στην εξώπορτα. Διαφαίνεται το φως στο χολ. Η πόρτα ανοίγει. Πετάω το παλτό και τα κλειδιά. Ο αντίλαλος τον ξαναφέρνει στα αυτιά μου.
«Μαμάαα… Μπαμπάαα…» θα φωνάξω ασυναίσθητα. Ο άλλος μου εαυτός, που του αρέσει να με πονάει θα μου επιτεθεί. Ξυραφιά στην καρδιά μου. Πάνε δύο χρόνια τώρα που μετακόμισαν. Γενέτειρά τους. «Ποιος θα σε ακούσει; Η μοναξιά;». Μου το χτυπάει πάλι.
Κατευθύνομαι προς το δωμάτιο. Ξεντύνομαι και βγάζω τη μάσκα μου. Τώρα είμαι μόνος. Είμαι ο αληθινός μου εαυτός. Δεν υποκρίνομαι. Ο εαυτός μου δεν με λυπάται. Συμπάσχει. Εκτός από τον κακό εαυτό μου που θέλει τα δάκρυά μου να τα δει να κυλούν. Δεν θα του χαριστώ.
Βαριέμαι να φτιάξω να φάω. Η θετική πλευρά της μοναξιάς. Είμαι αδύνατος! Έχω το σώμα που πάντα ονειρευόμουν… «Αλλά είσαι μόνος σου» πάλι αυτός! Κόβει και ράβει, του αρέσει να πονάω.
Ο έρωτας… Με έχει εγκαταλείψει προ καιρού. Έχει φύγει για άλλες αγκαλιές. Εξάλλου ένα κορμί δεν είναι μόνο αγκαλιά, είναι μια πατρίδα που θα γίνει ξενιτιά… Είναι ήδη ερωτικός μετανάστης κι εγώ εδώ. Μόνος! Θα καγχάσει ο άλλος.
«Υπάρχουν και οι φίλοι» θα προσθέσει ο εαυτός –Βελζεβούλ. «Αν τους δείξεις το αληθινό σου πρόσωπο θα έρθουν» τώρα προστάζει δεν επισημαίνει.
Αλήθεια; Πάω να πιάσω το τηλέφωνο. Ετοιμάζομαι να σχηματίσω τον αριθμό ενός φίλου… Μα πάλι το αφήνω. «Αύριο» σκέφτομαι.
Η ώρα προχωράει, ποτέ δεν γυρίζει πίσω. Τρεχούμενος χρόνος.
Ξαπλώνω, αποχαυνώνομαι στην TV. Δεν θέλω να σκέφτομαι. Γελάω με ένα σίριαλ. Το γέλιο μου κάνει αντίλαλο και το ξαναφέρνει στα αυτιά μου. Μοιάζει να με κοροϊδεύει το ίδιο το εγώ μου. Με τρομάζει… Θα το προσπεράσω.
Νυστάζω, αλλά γιατί δεν κλείνουν τα μάτια μου να δω όνειρα;
Όνειρα, όσα ονειρεύομαι. Αύριο έχω ρεπό, όμως δεν προγραμματίζω τίποτα. Θα μείνω me, myself
and I.
Θα πρέπει να είχα ήδη λαγοκοιμηθεί. Το τηλέφωνο. Στην άλλη γραμμή ο προϊστάμενος από τη δουλειά μου. Ζητεί να δουλέψω αύριο.
Μια ηλιαχτίδα φώτισε την ψυχή μου. Ανταποκρίνομαι αμέσως θετικά. Ευτυχώς, δεν θα είμαι μόνος μου. Στη δουλειά και βάζω τέλος στη μοναξιά!
[Το παραπάνω κείμενο είναι αφιερωμένο σε όλους εκείνους που είναι μόνοι τους, αλλά η υπερηφάνεια δεν τους επιτρέπει να το ομολογήσουν ούτε καν στον ίδιο τους τον εαυτό. Η υπερηφάνεια είναι συνώνυμο της μοναξιάς, για όποιον το έχει ζήσει… ]
Ξεκίνησα να πάω στο σπίτι. Με τα πόδια. Πόσο να απέχει; Η νύχτα ήταν γλυκιά και δεν μπόρεσα να της αντισταθώ, να χαθώ μέσα στα σκοτάδια της. Ίσως να χανόμουν γενικά…
Ο ήχος της κόρνας με έβγαλε από το λήθαργό μου. Ένας τύπος με χαιρετά. Το αυτοκίνητο άγνωστο σαν αυτόν. Επιταχύνω το βήμα μου από φόβο. «Κανένας τρελός» ή «με μπέρδεψαν για άλλη» σκέψεις που με κεραυνοβόλησαν.
Φυσιογνωμία γνώριμη. Ένας φίλος από τα παλιά. Σαν μελωδία που έρχεται στο μυαλό, φέρνοντάς μας χαρά και φεύγει… Επιτέλεσε το σκοπό της! Δεν χρειάζεται πια.
Έτσι και εκείνη τη στιγμή, χάρηκα που ανταλλάξαμε δύο κουβέντες, φιλικές! Καταφθάνει και η κοπέλα του που είχα προσπεράσει λίγα λεπτά πριν. Είναι και οι δύο ντυμένοι με τα καλά τους. Αυτά που μας φορούσε η μανούλα στις επισκέψεις ή στη γιορτή μας. Τα επίσημα.
Θα βγουν. Έχουν κανονίσει. «Κάνει χορό ο σύλλογος» θα μου διευκρινίσει ο φίλος. Άχρηστες πληροφορίες για να καλύψουμε λίγο χρόνο παραπάνω! Τη συνοδεύει επίσημα, σαν τα ρούχα τους! Ανταλλάσσουμε χαιρετισμούς. «Άντε και γαμπρός» θα του ευχηθώ. Εκείνη καμαρώνει, η νύφη, ισιώνοντάς του τον γιακά.
«Εσύ πού πας;» θα με ρωτήσουν. «Σπίτι». Δικαιολογία κλασική. Κουρασμένος λόγω δουλειάς… Ή μοναξιάς; Θα με διορθώσει νοερά ο κακός μου εαυτός.
Γυρίζω το κλειδί στην εξώπορτα. Διαφαίνεται το φως στο χολ. Η πόρτα ανοίγει. Πετάω το παλτό και τα κλειδιά. Ο αντίλαλος τον ξαναφέρνει στα αυτιά μου.
«Μαμάαα… Μπαμπάαα…» θα φωνάξω ασυναίσθητα. Ο άλλος μου εαυτός, που του αρέσει να με πονάει θα μου επιτεθεί. Ξυραφιά στην καρδιά μου. Πάνε δύο χρόνια τώρα που μετακόμισαν. Γενέτειρά τους. «Ποιος θα σε ακούσει; Η μοναξιά;». Μου το χτυπάει πάλι.
Κατευθύνομαι προς το δωμάτιο. Ξεντύνομαι και βγάζω τη μάσκα μου. Τώρα είμαι μόνος. Είμαι ο αληθινός μου εαυτός. Δεν υποκρίνομαι. Ο εαυτός μου δεν με λυπάται. Συμπάσχει. Εκτός από τον κακό εαυτό μου που θέλει τα δάκρυά μου να τα δει να κυλούν. Δεν θα του χαριστώ.
Βαριέμαι να φτιάξω να φάω. Η θετική πλευρά της μοναξιάς. Είμαι αδύνατος! Έχω το σώμα που πάντα ονειρευόμουν… «Αλλά είσαι μόνος σου» πάλι αυτός! Κόβει και ράβει, του αρέσει να πονάω.
Ο έρωτας… Με έχει εγκαταλείψει προ καιρού. Έχει φύγει για άλλες αγκαλιές. Εξάλλου ένα κορμί δεν είναι μόνο αγκαλιά, είναι μια πατρίδα που θα γίνει ξενιτιά… Είναι ήδη ερωτικός μετανάστης κι εγώ εδώ. Μόνος! Θα καγχάσει ο άλλος.
«Υπάρχουν και οι φίλοι» θα προσθέσει ο εαυτός –Βελζεβούλ. «Αν τους δείξεις το αληθινό σου πρόσωπο θα έρθουν» τώρα προστάζει δεν επισημαίνει.
Αλήθεια; Πάω να πιάσω το τηλέφωνο. Ετοιμάζομαι να σχηματίσω τον αριθμό ενός φίλου… Μα πάλι το αφήνω. «Αύριο» σκέφτομαι.
Η ώρα προχωράει, ποτέ δεν γυρίζει πίσω. Τρεχούμενος χρόνος.
Ξαπλώνω, αποχαυνώνομαι στην TV. Δεν θέλω να σκέφτομαι. Γελάω με ένα σίριαλ. Το γέλιο μου κάνει αντίλαλο και το ξαναφέρνει στα αυτιά μου. Μοιάζει να με κοροϊδεύει το ίδιο το εγώ μου. Με τρομάζει… Θα το προσπεράσω.
Νυστάζω, αλλά γιατί δεν κλείνουν τα μάτια μου να δω όνειρα;
Όνειρα, όσα ονειρεύομαι. Αύριο έχω ρεπό, όμως δεν προγραμματίζω τίποτα. Θα μείνω me, myself
and I.
Θα πρέπει να είχα ήδη λαγοκοιμηθεί. Το τηλέφωνο. Στην άλλη γραμμή ο προϊστάμενος από τη δουλειά μου. Ζητεί να δουλέψω αύριο.
Μια ηλιαχτίδα φώτισε την ψυχή μου. Ανταποκρίνομαι αμέσως θετικά. Ευτυχώς, δεν θα είμαι μόνος μου. Στη δουλειά και βάζω τέλος στη μοναξιά!
[Το παραπάνω κείμενο είναι αφιερωμένο σε όλους εκείνους που είναι μόνοι τους, αλλά η υπερηφάνεια δεν τους επιτρέπει να το ομολογήσουν ούτε καν στον ίδιο τους τον εαυτό. Η υπερηφάνεια είναι συνώνυμο της μοναξιάς, για όποιον το έχει ζήσει… ]
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου