Μια φορά κι εναν καιρό ήταν ένας νους...που όλο του άρεσε να ταξιδεύει, να'ναι λεύτερος, και με παρέα ενα πείσμα να κάμουν σχέδια.
Μια φορά κι έναν καιρό είχα έναν νου που πετάριζε, που δεν βολεύουνταν σε στενά δωμάτια, σε υγρασίες, σε κλεισούρες. Ετσι όσο μπορούσα και όσο είχα σιγόντο μου το πείσμα μου, έβαζα στόχους και ζούσα.
Πάνε μέρες που χαμε να κάτσουμε κάτω τα δυο μας να κάμουμε μια κουβεντούλα. Όλο λόγια στο ποδάρι λέγαμε και δίναμε υπόσχεση και νεο ραντεβού για να τα πούμε...! Και σήμερα το απόγιομα μου μήνυσε :
- "Κερνάς καφέ?"
- "έλα, ώρα σου ήταν κι άργησες" αποκρίθηκα απρόθυμα...
στρογγυλοκάτσαμε λοιπόν στο μαρμάρινο τραπεζάκι της αυλής κάτω απο τη μουριά, φτιάξαμε και καφεδάκι μέτριο βαρύ, βάλαμε και λουκουμάκι στην άκρη στο πιατέλο και αρχινίσαμε..
- "μου λείψες. Ξέρεις πόσο καιρό ψάχνω να σε βρω να τα πούμε?" ξεκίνησε να μου μιλά ο νους μου.
- "έχεις δίκιο μαύρε μου, μα που να σταθώ και που να αράξω. Πολλές οι έγνοιες, πολλές οι κούρασες. Σε παραμέλησα το ξέρω." δικαιολογήθηκα...
- "όμορφο καλοκαίρι πέρασε ε?" με ρώτησε
-" ναί...όμορφο ήταν. Γεμάτο αρμύρα, θάλασσα και πυρωμένες αισθήσεις..." απάντησα νοσταλγώντας ένα καλοκαίρι που ακόμα ξέβγαζα απο τα μαλλιά μου
- " και τώρα τι?"
- " τώρα φθινόπωρο, αργότερα χειμώνας..μετά απόκριες ...άνοιξη...καλοκαίρι..! να μαστε καλά να ζούμε" είπα, θέλοντας να ξορκίσω τη συννεφιά που με πλησίαζε.
- "μην κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις. Με μένα μιλάς. Μην κρύβεσαι...γιατι δεν μπορείς να το κάνεις, όσο κι αν θελήσεις, όσο κι αν προσπαθήσεις. Πότε ήταν η τελευταία φορά που θέλες να κοιτάξεις ενα βήμα παρακάτω στο μέλλον....έστω μικρό ...εστω μέχρι αύριο, μεθαύριο, τον άλλο μήνα?...κοίτα μπροστά...τι βλέπεις? τι θες να δεις? τι ζητάς? τι να σε περιμένει? οχι σε πέντε η σε δέκα χρόνια απο τώρα μα σε δυο η έξι μήνες....."
πάγωσα....κατάπια δυο γουλιές καφέ..και νόμιζα πως ήταν βρασμένος με στάχτη και καρφιά..!
- "πότε?" αναρωτήθηκα....
και ξαφνικά κοιτώ μπροστά και ψάχνω να βρω κάτι να περιμένω..η κάτι να με περιμένει..! δεν ξέρω αν φταίει η στραβομάρα που χω τελευταία...δεν ξέρω πια αν βλέπω κοντά η μακριά..δεν θέλω να φορέσω γυαλιά γιατι ίσως δεν θέλω να δω παρακάτω ...γιατι φοβάμαι τι θα αντικρίσω.
Δεν ξέρω αν φταίει που μεγαλώνω η αν φταίει πως νιώθω να γερνάω ...δεν ξέρω αν φταίνε οι άλλοι για την κατάσταση που μας έχουν φέρει...και που, και αν εχω μερίδιο ευθύνης και γω..! ενα σακί "δεν ξέρω" ξαφνικά φορτώθηκα στους ώμους μου και δυο καντάρια υπομονή να πορεύομαι...!
Μα δεν είμαι έτσι εγω...! δεν φορώ πέτρινα παπούτσια, δεν έχω βαρίδια χτισμένα στις κλείδες μου για να κυρτώνουν το κορμί μου. Θέλω να βλέπω παρακάτω, να φορέσω γυαλιά, να πάρω κυάλια μα να ρίχνω μια ματιά πιο πέρα, να χω κάτι να περιμένω, να προσδοκώ.
Τινάζω το λουκούμι στο πιατέλο, υπόσχεση γλύκας κρεμασμένη στα δυο μου δάχτυλα...και του απαντώ...
- "μη μ'αφήνεις με τα κεριά στα μάτια μου. Μην με ξεχνάς με κλειδαριές βαριές και σφαλισμένες. Δεν είμαι ετσι εγω, το ξέρεις. Με ξέρεις. Να ρχεσαι να μου μιλάς, να με σκουντάς να ξυπνω...να γυρίζω πλευρό..να ανασηκωνομαι...δεν την μπορώ τη μούχλα. Δεν αντέχω τη σαπίλα."
- "ασε το πατζουρόφυλλο της ψυχής σου μισάνοιχτο...και γω θα σκαρφαλώνω τις γρίλιες και θα ρχουμε τις νύχτες που θα νογώ πως πρεπει να μου τάξεις, να σε ανασηκώνω, να σε ξεμουδιάζω...να γυρίζω το κορμί και την ψυχή σου πριν κατοικήσουνε πληγές και ανοίγματα" μου απάντησε και μου κλείσε το μάτι.....με ενα χαμογέλο που στην άκρη του φτιαχνόντουσαν όλα τα λουκούμια του κόσμου...
Μια φορά κι εναν καιρό ήταν ενας νους... ο νους μου...
Μια φορά κι έναν καιρό είχα έναν νου που πετάριζε, που δεν βολεύουνταν σε στενά δωμάτια, σε υγρασίες, σε κλεισούρες. Ετσι όσο μπορούσα και όσο είχα σιγόντο μου το πείσμα μου, έβαζα στόχους και ζούσα.
Πάνε μέρες που χαμε να κάτσουμε κάτω τα δυο μας να κάμουμε μια κουβεντούλα. Όλο λόγια στο ποδάρι λέγαμε και δίναμε υπόσχεση και νεο ραντεβού για να τα πούμε...! Και σήμερα το απόγιομα μου μήνυσε :
- "Κερνάς καφέ?"
- "έλα, ώρα σου ήταν κι άργησες" αποκρίθηκα απρόθυμα...
στρογγυλοκάτσαμε λοιπόν στο μαρμάρινο τραπεζάκι της αυλής κάτω απο τη μουριά, φτιάξαμε και καφεδάκι μέτριο βαρύ, βάλαμε και λουκουμάκι στην άκρη στο πιατέλο και αρχινίσαμε..
- "μου λείψες. Ξέρεις πόσο καιρό ψάχνω να σε βρω να τα πούμε?" ξεκίνησε να μου μιλά ο νους μου.
- "έχεις δίκιο μαύρε μου, μα που να σταθώ και που να αράξω. Πολλές οι έγνοιες, πολλές οι κούρασες. Σε παραμέλησα το ξέρω." δικαιολογήθηκα...
- "όμορφο καλοκαίρι πέρασε ε?" με ρώτησε
-" ναί...όμορφο ήταν. Γεμάτο αρμύρα, θάλασσα και πυρωμένες αισθήσεις..." απάντησα νοσταλγώντας ένα καλοκαίρι που ακόμα ξέβγαζα απο τα μαλλιά μου
- " και τώρα τι?"
- " τώρα φθινόπωρο, αργότερα χειμώνας..μετά απόκριες ...άνοιξη...καλοκαίρι..! να μαστε καλά να ζούμε" είπα, θέλοντας να ξορκίσω τη συννεφιά που με πλησίαζε.
- "μην κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις. Με μένα μιλάς. Μην κρύβεσαι...γιατι δεν μπορείς να το κάνεις, όσο κι αν θελήσεις, όσο κι αν προσπαθήσεις. Πότε ήταν η τελευταία φορά που θέλες να κοιτάξεις ενα βήμα παρακάτω στο μέλλον....έστω μικρό ...εστω μέχρι αύριο, μεθαύριο, τον άλλο μήνα?...κοίτα μπροστά...τι βλέπεις? τι θες να δεις? τι ζητάς? τι να σε περιμένει? οχι σε πέντε η σε δέκα χρόνια απο τώρα μα σε δυο η έξι μήνες....."
πάγωσα....κατάπια δυο γουλιές καφέ..και νόμιζα πως ήταν βρασμένος με στάχτη και καρφιά..!
- "πότε?" αναρωτήθηκα....
και ξαφνικά κοιτώ μπροστά και ψάχνω να βρω κάτι να περιμένω..η κάτι να με περιμένει..! δεν ξέρω αν φταίει η στραβομάρα που χω τελευταία...δεν ξέρω πια αν βλέπω κοντά η μακριά..δεν θέλω να φορέσω γυαλιά γιατι ίσως δεν θέλω να δω παρακάτω ...γιατι φοβάμαι τι θα αντικρίσω.
Δεν ξέρω αν φταίει που μεγαλώνω η αν φταίει πως νιώθω να γερνάω ...δεν ξέρω αν φταίνε οι άλλοι για την κατάσταση που μας έχουν φέρει...και που, και αν εχω μερίδιο ευθύνης και γω..! ενα σακί "δεν ξέρω" ξαφνικά φορτώθηκα στους ώμους μου και δυο καντάρια υπομονή να πορεύομαι...!
Μα δεν είμαι έτσι εγω...! δεν φορώ πέτρινα παπούτσια, δεν έχω βαρίδια χτισμένα στις κλείδες μου για να κυρτώνουν το κορμί μου. Θέλω να βλέπω παρακάτω, να φορέσω γυαλιά, να πάρω κυάλια μα να ρίχνω μια ματιά πιο πέρα, να χω κάτι να περιμένω, να προσδοκώ.
Τινάζω το λουκούμι στο πιατέλο, υπόσχεση γλύκας κρεμασμένη στα δυο μου δάχτυλα...και του απαντώ...
- "μη μ'αφήνεις με τα κεριά στα μάτια μου. Μην με ξεχνάς με κλειδαριές βαριές και σφαλισμένες. Δεν είμαι ετσι εγω, το ξέρεις. Με ξέρεις. Να ρχεσαι να μου μιλάς, να με σκουντάς να ξυπνω...να γυρίζω πλευρό..να ανασηκωνομαι...δεν την μπορώ τη μούχλα. Δεν αντέχω τη σαπίλα."
- "ασε το πατζουρόφυλλο της ψυχής σου μισάνοιχτο...και γω θα σκαρφαλώνω τις γρίλιες και θα ρχουμε τις νύχτες που θα νογώ πως πρεπει να μου τάξεις, να σε ανασηκώνω, να σε ξεμουδιάζω...να γυρίζω το κορμί και την ψυχή σου πριν κατοικήσουνε πληγές και ανοίγματα" μου απάντησε και μου κλείσε το μάτι.....με ενα χαμογέλο που στην άκρη του φτιαχνόντουσαν όλα τα λουκούμια του κόσμου...
Μια φορά κι εναν καιρό ήταν ενας νους... ο νους μου...
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου