Καλημέρισε τη μοναξιά της...
Φίλη μισητή και παράλληλα αγαπημένη, καρδιακή. Μέσα της δεμένη με συρμάτινη κλωστή.
Δε ζήτησε ποτέ πολλά. Μια αγάπη σαν των βιβλίων. Δυνατή και με χαρούμενο τέλος. Με ένα παιδί…
Μα όταν ήρθε η ώρα, το αρνήθηκε, το φοβήθηκε. Αμφισβήτησε τις δυνάμεις της, την αγάπη.
Έκαψε μόνη τα βιβλία. Σημάδεψε το αύριο με χρώμα σταχτί, γκρι.
Μακάρι να ήταν μαύρο. Το γκρι είναι άψυχο. Γκρίζα ζώνη, αδιάφορη, ατελέσφορη.
Κι η αίσθηση του φαύλου κύκλου.
Κάθε τέλος και μια αρχή. Κάθε νέα αρχή κι ένα τέλος.
Με ένα κομμάτι της λιγότερο. Έχασε πια το λογαριασμό .Έπαψε να μετρά. Δεν ξέρει πόσα μένουν.
Άραγε σε πόσα κομμάτια μπορεί κανείς να τεμαχίσει την ψυχή του;
Μίσησε τα βιβλία. Μίσησε τα παραμύθια που πάντα τελειώνουν ωραία. Που σε γεμίζουν όνειρα, ποτισμένα με ελπίδες.
Νεραϊδόπιασμα, άκουσε κάποτε να τη λένε. Κι ας είναι οι νεράιδες όμορφες. Μια Μαρία Νεφέλη με χείλη κόκκινα αντί για μωβ. Άλικα σαν το αίμα.
Από ποιά πηγή γεμίζουμε άραγε δάκρυα; Που τα φυλάμε και ξεχύνονται;
Στέρεψε. Από δάκρυα, από ζωή. Κενό.
Άδειο, άψυχο, άνευρο.
Κουβάρι. Κουφάρι…
Θα μισήσει τη μουσική στο τέλος. Κάθε τραγούδι έχει πάντα ένα στίχο που ταιριάζει. Παντού μπορεί να βρει κάτι να θυμίζει.
Εκείνον. Τον αιώνια δικό της μα παντοτινά χαμένο.
Τόσο καλή στις λέξεις μα τόσο φτωχή στο να περιγράψει το τώρα. Δεν υπάρχουν λέξεις για το κενό. Μόνο κενό.
Απόλυτο, μισητό και γκρι.
Πως είναι άραγε να μην ανασαίνεις; Γιατί το πως είναι να μη θες να ανασάνεις το ξέρει. Να σε εξαντλεί κι η ιδέα μιας ακόμη ανάσας.
Tόσα χρόνια αναπνοές. Μιας ζωής μισής, λειψής. Πολλές είναι. Άχρηστες νιώθει πως ήταν.
Κουράστηκε.
Δε χρειάζεται να σταματήσει κανείς για να κατέβει. Θα πηδήξει.
Πάντα στα όνειρα πηδά, ανάλαφρη, ελεύθερη. Και το πρωί ξυπνά διψασμένη.
Μια αιώνια λιακάδα θέλει, ενός πεντακάθαρου μυαλού.
Δίχως μνήμες. Δίχως ηθελημένες, μονόδρομες λησμονιές.
Χθες ονειρεύτηκε με μάτια ανοιχτά ένα μικρό μπαλκόνι. Με βία χωρούσε μια μικρή σιδερένια καρέκλα κι ένα τραπέζι.
Μία. Μάλλον το παίρνει απόφαση το μοναχικό του πράγματος.
Μία. Μόνη…
Κι ένα παράθυρο μεγάλο, από κείνα τα μακρόστενα, τα ξύλινα, τα μπλε.
Και μια θάλασσα δρόμος. Να την περιμένει να χειμωνιάζει, να γκριζάρει σαν εκείνη.
Να την κολυμπά. Εκείνη που δεν έμπαινε παρά μόνο τον Αύγουστο.
Να της δροσίζει τη φωτιά. Την άσβεστη. Την Κόλαση της.
Κι ένα ποδήλατο στην αυλή, με κόκκινο καλάθι μπροστά.
Δεν ήταν ποτέ καλή στην ισορροπία. Ποτέ καλή στη ζωή.
Ίσως τώρα να γίνει. Σε ένα μικρό νησί, μια παλιά πόλη. Με δρόμους στενούς, απόμερους.
Να φύγει… Θα φύγει…
Δε θέλει γάτες. Μήτε σκύλους. Μονάχα λουλούδια. Έναν κήπο μικρό.
Έναν τριανταφυλλώνα, σαν αυτό που μύριζε από την κούνια, παιδί.
Εκείνη που ξεχνά να ποτίσω ακόμη και την ίδια.
Η μάνα κατάλαβε. Τη βρήκε τυλιγμένο κουβάρι.
«Τελείωσε;» ρώτησε.
«Μήπως άρχισε και ποτέ;» άκουσε για απάντηση. Έφυγε. Ήξερε πως δεν είχε νόημα να μείνει. Η έσω πόρτα είχε κλείσει.
Φουρτούνα. Στην ψυχή, στα μάτια, στους παλμούς. Δε στερεύουμε ποτέ.
Το πρωί τη βρήκε στο ίδιο σημείο. Με μάτια μπλαβιά, χαμένα, τρέμοντας. Δύσκολη νύχτα. Αγρύπνια και πένθος.
«Θα το πω στον πατέρα σου» απείλησε σα να ήταν το πιτσιρίκι που πετούσε την μπάλα στα τριαντάφυλλα του κήπου.
«Θα συνέλθω» υποσχέθηκε ψέματα, όπως τότε που έλεγε πως δε θα το ξανακάνει.
Θα συνέλθει;
Η μπόρα θα περάσει. Μα τίποτε δεν θα είναι ίδιο. Ποτέ δε θα είναι ίδια.
Τα κομμάτια θα λείπουν πάντα.
Γιατί δεν ήταν ποτέ καλή στο να κρατά τα πράγματα ενωμένα.
Ποτέ καλή στο να κρατά ό,τι αγαπά.
Ποτέ καλή στο να διεκδικεί. Μονάχα να περιμένει να της δώσουν, σαν το φτωχό συγγενή.
Ήταν καλή μόνο να αγαπά. Λιτά κι απόλυτα.
Κι έφτασε τη ζωή της ως εδώ. Καλή στο λόγο μα φτωχή στους επιλόγους.
Καλή στο να βάζει άνω τελείες. Ανήμπορη στα οριστικά. Στα απόλυτα.
Βλέπεις στον Ένα και Μοναδικό δε βάζεις ποτέ τελεία.
Ακόμη κι αν κλειδώνεις την πόρτα.
Ακόμη κι αν αφήνεις το κλειδί από πίσω για σιγουριά, πάντα θα «ξεχνάς» να μανταλώσεις το παράθυρο.
Κι αν σε ζορίσουν αυτοί που δε θέλουν να υποφέρεις, να κλειδώσεις και το παράθυρο, πάντα θα ελπίζεις στις χαραμάδες.
Εκείνες τις χαραμάδες που φέρνουν μια στενή δέσμη φωτός, σε ένα δωμάτιο σκοτεινό και σφραγισμένο από χρόνια.
Ένα δωμάτιο, πιστό ομοίωμα της καρδιάς σου.
Ένα πηχτό σκοτάδι, που η κλεμμένη ηλιαχτίδα, για όσο κρατήσει, το φωτίζει μα συνάμα του δείχνει τη σκόνη του, τη μοναξιά και την απόγνωση του.
Εκείνη τη μέρα δεν κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Τον απόφυγε λες κι ήταν ο χειρότερος εχθρός της. Κι ήταν.
Της αποδείκνυε ανελέητα πως ό,τι ένιωθε μέσα της, ήταν τόσο έντονο που πλέον έβγαινε κι έξω, δεν κρυβόταν.
Έπαιξαν κυνηγητό και τη νίκησε. Κι όταν παραδέχτηκε την ήττα της κι ετοιμάστηκε να τον αντικρύσει κατάματα, συνειδητοποίησε πως είχε νικήσει αυτή.
Δεν είχε φως από καμιά χαραμάδα ώστε να αντιμετωπίσει το είδωλό της…
Φίλη μισητή και παράλληλα αγαπημένη, καρδιακή. Μέσα της δεμένη με συρμάτινη κλωστή.
Δε ζήτησε ποτέ πολλά. Μια αγάπη σαν των βιβλίων. Δυνατή και με χαρούμενο τέλος. Με ένα παιδί…
Μα όταν ήρθε η ώρα, το αρνήθηκε, το φοβήθηκε. Αμφισβήτησε τις δυνάμεις της, την αγάπη.
Έκαψε μόνη τα βιβλία. Σημάδεψε το αύριο με χρώμα σταχτί, γκρι.
Μακάρι να ήταν μαύρο. Το γκρι είναι άψυχο. Γκρίζα ζώνη, αδιάφορη, ατελέσφορη.
Κι η αίσθηση του φαύλου κύκλου.
Κάθε τέλος και μια αρχή. Κάθε νέα αρχή κι ένα τέλος.
Με ένα κομμάτι της λιγότερο. Έχασε πια το λογαριασμό .Έπαψε να μετρά. Δεν ξέρει πόσα μένουν.
Άραγε σε πόσα κομμάτια μπορεί κανείς να τεμαχίσει την ψυχή του;
Μίσησε τα βιβλία. Μίσησε τα παραμύθια που πάντα τελειώνουν ωραία. Που σε γεμίζουν όνειρα, ποτισμένα με ελπίδες.
Νεραϊδόπιασμα, άκουσε κάποτε να τη λένε. Κι ας είναι οι νεράιδες όμορφες. Μια Μαρία Νεφέλη με χείλη κόκκινα αντί για μωβ. Άλικα σαν το αίμα.
Από ποιά πηγή γεμίζουμε άραγε δάκρυα; Που τα φυλάμε και ξεχύνονται;
Στέρεψε. Από δάκρυα, από ζωή. Κενό.
Άδειο, άψυχο, άνευρο.
Κουβάρι. Κουφάρι…
Θα μισήσει τη μουσική στο τέλος. Κάθε τραγούδι έχει πάντα ένα στίχο που ταιριάζει. Παντού μπορεί να βρει κάτι να θυμίζει.
Εκείνον. Τον αιώνια δικό της μα παντοτινά χαμένο.
Τόσο καλή στις λέξεις μα τόσο φτωχή στο να περιγράψει το τώρα. Δεν υπάρχουν λέξεις για το κενό. Μόνο κενό.
Απόλυτο, μισητό και γκρι.
Πως είναι άραγε να μην ανασαίνεις; Γιατί το πως είναι να μη θες να ανασάνεις το ξέρει. Να σε εξαντλεί κι η ιδέα μιας ακόμη ανάσας.
Tόσα χρόνια αναπνοές. Μιας ζωής μισής, λειψής. Πολλές είναι. Άχρηστες νιώθει πως ήταν.
Κουράστηκε.
Δε χρειάζεται να σταματήσει κανείς για να κατέβει. Θα πηδήξει.
Πάντα στα όνειρα πηδά, ανάλαφρη, ελεύθερη. Και το πρωί ξυπνά διψασμένη.
Μια αιώνια λιακάδα θέλει, ενός πεντακάθαρου μυαλού.
Δίχως μνήμες. Δίχως ηθελημένες, μονόδρομες λησμονιές.
Χθες ονειρεύτηκε με μάτια ανοιχτά ένα μικρό μπαλκόνι. Με βία χωρούσε μια μικρή σιδερένια καρέκλα κι ένα τραπέζι.
Μία. Μάλλον το παίρνει απόφαση το μοναχικό του πράγματος.
Μία. Μόνη…
Κι ένα παράθυρο μεγάλο, από κείνα τα μακρόστενα, τα ξύλινα, τα μπλε.
Και μια θάλασσα δρόμος. Να την περιμένει να χειμωνιάζει, να γκριζάρει σαν εκείνη.
Να την κολυμπά. Εκείνη που δεν έμπαινε παρά μόνο τον Αύγουστο.
Να της δροσίζει τη φωτιά. Την άσβεστη. Την Κόλαση της.
Κι ένα ποδήλατο στην αυλή, με κόκκινο καλάθι μπροστά.
Δεν ήταν ποτέ καλή στην ισορροπία. Ποτέ καλή στη ζωή.
Ίσως τώρα να γίνει. Σε ένα μικρό νησί, μια παλιά πόλη. Με δρόμους στενούς, απόμερους.
Να φύγει… Θα φύγει…
Δε θέλει γάτες. Μήτε σκύλους. Μονάχα λουλούδια. Έναν κήπο μικρό.
Έναν τριανταφυλλώνα, σαν αυτό που μύριζε από την κούνια, παιδί.
Εκείνη που ξεχνά να ποτίσω ακόμη και την ίδια.
Η μάνα κατάλαβε. Τη βρήκε τυλιγμένο κουβάρι.
«Τελείωσε;» ρώτησε.
«Μήπως άρχισε και ποτέ;» άκουσε για απάντηση. Έφυγε. Ήξερε πως δεν είχε νόημα να μείνει. Η έσω πόρτα είχε κλείσει.
Φουρτούνα. Στην ψυχή, στα μάτια, στους παλμούς. Δε στερεύουμε ποτέ.
Το πρωί τη βρήκε στο ίδιο σημείο. Με μάτια μπλαβιά, χαμένα, τρέμοντας. Δύσκολη νύχτα. Αγρύπνια και πένθος.
«Θα το πω στον πατέρα σου» απείλησε σα να ήταν το πιτσιρίκι που πετούσε την μπάλα στα τριαντάφυλλα του κήπου.
«Θα συνέλθω» υποσχέθηκε ψέματα, όπως τότε που έλεγε πως δε θα το ξανακάνει.
Θα συνέλθει;
Η μπόρα θα περάσει. Μα τίποτε δεν θα είναι ίδιο. Ποτέ δε θα είναι ίδια.
Τα κομμάτια θα λείπουν πάντα.
Γιατί δεν ήταν ποτέ καλή στο να κρατά τα πράγματα ενωμένα.
Ποτέ καλή στο να κρατά ό,τι αγαπά.
Ποτέ καλή στο να διεκδικεί. Μονάχα να περιμένει να της δώσουν, σαν το φτωχό συγγενή.
Ήταν καλή μόνο να αγαπά. Λιτά κι απόλυτα.
Κι έφτασε τη ζωή της ως εδώ. Καλή στο λόγο μα φτωχή στους επιλόγους.
Καλή στο να βάζει άνω τελείες. Ανήμπορη στα οριστικά. Στα απόλυτα.
Βλέπεις στον Ένα και Μοναδικό δε βάζεις ποτέ τελεία.
Ακόμη κι αν κλειδώνεις την πόρτα.
Ακόμη κι αν αφήνεις το κλειδί από πίσω για σιγουριά, πάντα θα «ξεχνάς» να μανταλώσεις το παράθυρο.
Κι αν σε ζορίσουν αυτοί που δε θέλουν να υποφέρεις, να κλειδώσεις και το παράθυρο, πάντα θα ελπίζεις στις χαραμάδες.
Εκείνες τις χαραμάδες που φέρνουν μια στενή δέσμη φωτός, σε ένα δωμάτιο σκοτεινό και σφραγισμένο από χρόνια.
Ένα δωμάτιο, πιστό ομοίωμα της καρδιάς σου.
Ένα πηχτό σκοτάδι, που η κλεμμένη ηλιαχτίδα, για όσο κρατήσει, το φωτίζει μα συνάμα του δείχνει τη σκόνη του, τη μοναξιά και την απόγνωση του.
Εκείνη τη μέρα δεν κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Τον απόφυγε λες κι ήταν ο χειρότερος εχθρός της. Κι ήταν.
Της αποδείκνυε ανελέητα πως ό,τι ένιωθε μέσα της, ήταν τόσο έντονο που πλέον έβγαινε κι έξω, δεν κρυβόταν.
Έπαιξαν κυνηγητό και τη νίκησε. Κι όταν παραδέχτηκε την ήττα της κι ετοιμάστηκε να τον αντικρύσει κατάματα, συνειδητοποίησε πως είχε νικήσει αυτή.
Δεν είχε φως από καμιά χαραμάδα ώστε να αντιμετωπίσει το είδωλό της…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου