«Σώπα», είναι μία φράση ή κάπως έτσι προσπαθούμε να αποτρέψουμε τον συνομιλητή μας να μας εκδηλώσει έναν του πόνο.
Θα κάνουμε ότι περνά από το χέρι μας για να τον σταματήσουμε και κάπου εκεί αντί να τον ακούμε, θα αρχίσουμε να του παραθέτουμε δικά μας προβλήματα. Σε εκείνο το σημείο είναι που κάνουμε απεγνωσμένες προσπάθειες να του εξηγήσουμε ότι το δικό του πρόβλημα δεν είναι τίποτε μπροστά στο δικό μας. Έτσι οι γέφυρες επικοινωνίας υπάρχουν πάντα με κενά που τα μεγαλώνουμε όσο περνά ο καιρός.
Σπάνιο είναι να επιτρέψει κάποιος στον άνθρωπό του να βγάλει όλα τα κομμάτια πόνου, φόβου που τον απασχολούν και αυτό γιατί εκείνη τη στιγμή εμείς το παίρνουμε προσωπικά. Έτσι την έκκληση του ανθρώπου μας που έχει ανάγκη να μιλήσει, δεν θα την καταλάβουμε και θα επιλέξουμε το φιμώνω.
Ενώ παράλληλα παρόλο που έχουμε ακούσει ένα μικρό απόσπασμα του πόνου, θα αρχίσουμε να του παραθέτουμε τι θα κάναμε εμείς στην θέση του ή πως λειτουργήσαμε εμείς στη θέση του. Μα δεν πήγαμε ποτέ στη θέση του, γιατί πολύ απλά, δεν μπορούμε να πάμε στη θέση του. Όχι γιατί δεν το θέλουμε, αλλά γιατί είναι αδύνατο.
Αδύνατο γιατί κάθε άνθρωπος έχει τη δική του διαδρομή ως σκέψεις, ως συναισθήματα, ως οπτική γωνία και ως βιώματα. Οπότε δεν μπορεί κανένας να πάει στη θέση του άλλου. Αυτό όλο για να συμβεί θέλει πολύ εξάσκηση και θέλει να βγούμε εντελώς από το δικό μας κουκούλι και να περάσουμε απόλυτα στο δικό του και μόνο.
Έτσι θα δούμε ότι όταν κάποιος μας ρωτήσει «τι κάνετε», αμέσως μετά θα ανακαλύψουμε ότι δεν ακούει αυτά που του λέμε ή ακούει αποσπάσματα αυτού που λέμε. Σαν να έκανε την ερώτηση για να την κάνει και όχι για να ακούσει την απάντηση. Φυσικά έχουμε και την εξής ιδιότητα, μέσα από την ερώτηση που θέτουμε «τι κάνετε» , να προσπαθούμε να μαντέψουμε εκεί μέσα στα λίγα δευτερόλεπτα την απάντηση. Έτσι όταν αυτό που λέει ο συνομιλητής μας είναι άλλο από αυτό που περιμέναμε, τότε αυτόματα αρχίζουν οι άμυνες. Θα θυμηθούμε να δούμε αν στο κινητό μας είχαμε κάποιο μήνυμα, θα σηκωθούμε να πάμε για νερό. Πάντως το σίγουρο είναι πως θα δούμε ότι αυτός που μας έθεσε την ερώτηση «τι κάνετε» έχει αρχίσει είτε να κάνει τα δικά του σενάρια, είτε να ψάχνει να βρει τρόπο να καπακώσει αυτά που ακούει, είτε να αρχίσει να κάνει άλλα για να αποσπάει την προσοχή του. Πάντως του να μείνει ήρεμος και να μας ακούει και να μας επιτρέψει να μιλήσουμε είναι μία σπάνια διαδικασία.
Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα πάντα μέσα στις σχέσεις μας να δημιουργούνται κενά αποξένωσης με αποτέλεσμα οι γέφυρες επικοινωνίας να μην έχουν σταθερότητα και ποιότητα.
Τι είναι αυτό άραγε που μας κάνει να κατεβάζουμε τα «ρολά» της ακοής μας και της όρασης μας στον συνομιλητή μας;
Μα όλο αυτό έχει να κάνει με την όλη αντιμετώπιση του πόνου και του φόβου γενικά και ειδικά. Ο άνθρωπος μάχεται κάθε τέτοιο δρόμο και του είναι πιο εύκολο να κλείσει τα μάτια και τα αφτιά του, παρά να προσπαθήσει να δει και να αντιμετωπίσει. Εκεί είναι που βγαίνουν και στην επιφάνεια, «έλα μωρέ, πως κάνεις έτσι» ή «θες το θετικά, όλα καλά θα πάνε» ή «όλα για κάποιο λόγο γίνονται».
Οπότε ο καθένας από μας παραμένει με τα κύματα πόνου και φόβου μόνος του και ψάχνει να βρει τρόπους να δημιουργήσει αυτό το «όλα καλά» και το «όλα για κάποιο λόγο γίνονται». Συνηθίζει στο κλείσε τα μάτια και περιμένει κάποτε όταν επιλέξει να τα ανοίξει ο εφιάλτης να έχει τελειώσει και το πρόβλημα- πόνος- φόβος να έχει περάσει.
Μα κανένας πόνος ή φόβος δεν περνάει μόνος του, απλώς μένει μέσα μας και μας στοιχειώνει. Ύστερα γίνεται ένα με εμάς, δεν τον βλέπουμε και τον θεωρούμε ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας. Μάθαμε να ζούμε με τον πόνο και έτσι αυτό το «τι να κάνουμε έτσι είναι η ζωή» έχει φορεθεί πολύ ως ατάκα και ως συμπεριφορά απάθειας. Μένουμε απαθείς λοιπόν σε τέτοια συμβάντα ή θα ψάξουμε να βρούμε κάτι να μας ανακουφίσει άμεσα.
Οπότε δεν θα δούμε τον πόνο κατάματα, αλλά θα ψάξουμε τρόπο να τον σκεπάσουμε, να τον αγνοήσουμε, να τον κουκουλώσουμε, αλλά δεν θα αναζητήσουμε σε βάθος μέσα από τη αυτογνωσία το πώς δημιουργήθηκε όλο αυτό.
Το ψάχνω μέσα από την αυτογνωσία πως δημιουργήθηκε όλο αυτό. Δεν σημαίνει ότι με την πρώτη απάντηση έχω φτάσει στη γνώση αυτό μπορεί να με πάρει καιρό, χρόνια. Γιατί μέσα από την μία απάντηση γεννιέται μία νέα ερώτηση και μετά άλλη απάντηση και άλλη ερώτηση. Η απορίες είναι αυτές που θα με οδηγήσουν τελικά να φτάσω να δω όλο το κομμάτι και τότε θα έχω νικήσει τον πόνο.
Ενώ παράλληλα μπορούμε με τους ανθρώπους μας να αρχίσουμε να δημιουργούμε γέφυρες τέτοιες που να επιτρέπουμε μεταξύ μας το απόλυτο άδειασμα.
Αυτό δεν μπορούμε να το κάνουμε με όλες μας τις σχέσεις, αλλά τουλάχιστον με ένα άτομο. Να σε «αντέχει» και να το «αντέχεις» δηλαδή να ακούς έτσι απλά, χωρίς παρεμβολές αλλά έτοιμος να δώσεις την πιο θερμή αγκαλιά κατανόησης και αποδοχής χωρίς λόγο, χωρίς κριτική, χωρίς συμβουλές. Γιατί αυτό που χρειάζεσαι και εσύ όταν κάτι σου συμβαίνει δεν είναι οι συμβουλές αλλά η αγκαλιά και κάποιος να σου πει «εδώ είμαι για σένα, νιώσε άνθρωπος και πες μου τον πόνο σου», «είναι φυσιολογικό να πονάς και να νιώθεις έτσι», «πες τα να αδειάσεις».
Θα κάνουμε ότι περνά από το χέρι μας για να τον σταματήσουμε και κάπου εκεί αντί να τον ακούμε, θα αρχίσουμε να του παραθέτουμε δικά μας προβλήματα. Σε εκείνο το σημείο είναι που κάνουμε απεγνωσμένες προσπάθειες να του εξηγήσουμε ότι το δικό του πρόβλημα δεν είναι τίποτε μπροστά στο δικό μας. Έτσι οι γέφυρες επικοινωνίας υπάρχουν πάντα με κενά που τα μεγαλώνουμε όσο περνά ο καιρός.
Σπάνιο είναι να επιτρέψει κάποιος στον άνθρωπό του να βγάλει όλα τα κομμάτια πόνου, φόβου που τον απασχολούν και αυτό γιατί εκείνη τη στιγμή εμείς το παίρνουμε προσωπικά. Έτσι την έκκληση του ανθρώπου μας που έχει ανάγκη να μιλήσει, δεν θα την καταλάβουμε και θα επιλέξουμε το φιμώνω.
Ενώ παράλληλα παρόλο που έχουμε ακούσει ένα μικρό απόσπασμα του πόνου, θα αρχίσουμε να του παραθέτουμε τι θα κάναμε εμείς στην θέση του ή πως λειτουργήσαμε εμείς στη θέση του. Μα δεν πήγαμε ποτέ στη θέση του, γιατί πολύ απλά, δεν μπορούμε να πάμε στη θέση του. Όχι γιατί δεν το θέλουμε, αλλά γιατί είναι αδύνατο.
Αδύνατο γιατί κάθε άνθρωπος έχει τη δική του διαδρομή ως σκέψεις, ως συναισθήματα, ως οπτική γωνία και ως βιώματα. Οπότε δεν μπορεί κανένας να πάει στη θέση του άλλου. Αυτό όλο για να συμβεί θέλει πολύ εξάσκηση και θέλει να βγούμε εντελώς από το δικό μας κουκούλι και να περάσουμε απόλυτα στο δικό του και μόνο.
Έτσι θα δούμε ότι όταν κάποιος μας ρωτήσει «τι κάνετε», αμέσως μετά θα ανακαλύψουμε ότι δεν ακούει αυτά που του λέμε ή ακούει αποσπάσματα αυτού που λέμε. Σαν να έκανε την ερώτηση για να την κάνει και όχι για να ακούσει την απάντηση. Φυσικά έχουμε και την εξής ιδιότητα, μέσα από την ερώτηση που θέτουμε «τι κάνετε» , να προσπαθούμε να μαντέψουμε εκεί μέσα στα λίγα δευτερόλεπτα την απάντηση. Έτσι όταν αυτό που λέει ο συνομιλητής μας είναι άλλο από αυτό που περιμέναμε, τότε αυτόματα αρχίζουν οι άμυνες. Θα θυμηθούμε να δούμε αν στο κινητό μας είχαμε κάποιο μήνυμα, θα σηκωθούμε να πάμε για νερό. Πάντως το σίγουρο είναι πως θα δούμε ότι αυτός που μας έθεσε την ερώτηση «τι κάνετε» έχει αρχίσει είτε να κάνει τα δικά του σενάρια, είτε να ψάχνει να βρει τρόπο να καπακώσει αυτά που ακούει, είτε να αρχίσει να κάνει άλλα για να αποσπάει την προσοχή του. Πάντως του να μείνει ήρεμος και να μας ακούει και να μας επιτρέψει να μιλήσουμε είναι μία σπάνια διαδικασία.
Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα πάντα μέσα στις σχέσεις μας να δημιουργούνται κενά αποξένωσης με αποτέλεσμα οι γέφυρες επικοινωνίας να μην έχουν σταθερότητα και ποιότητα.
Τι είναι αυτό άραγε που μας κάνει να κατεβάζουμε τα «ρολά» της ακοής μας και της όρασης μας στον συνομιλητή μας;
Μα όλο αυτό έχει να κάνει με την όλη αντιμετώπιση του πόνου και του φόβου γενικά και ειδικά. Ο άνθρωπος μάχεται κάθε τέτοιο δρόμο και του είναι πιο εύκολο να κλείσει τα μάτια και τα αφτιά του, παρά να προσπαθήσει να δει και να αντιμετωπίσει. Εκεί είναι που βγαίνουν και στην επιφάνεια, «έλα μωρέ, πως κάνεις έτσι» ή «θες το θετικά, όλα καλά θα πάνε» ή «όλα για κάποιο λόγο γίνονται».
Οπότε ο καθένας από μας παραμένει με τα κύματα πόνου και φόβου μόνος του και ψάχνει να βρει τρόπους να δημιουργήσει αυτό το «όλα καλά» και το «όλα για κάποιο λόγο γίνονται». Συνηθίζει στο κλείσε τα μάτια και περιμένει κάποτε όταν επιλέξει να τα ανοίξει ο εφιάλτης να έχει τελειώσει και το πρόβλημα- πόνος- φόβος να έχει περάσει.
Μα κανένας πόνος ή φόβος δεν περνάει μόνος του, απλώς μένει μέσα μας και μας στοιχειώνει. Ύστερα γίνεται ένα με εμάς, δεν τον βλέπουμε και τον θεωρούμε ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας. Μάθαμε να ζούμε με τον πόνο και έτσι αυτό το «τι να κάνουμε έτσι είναι η ζωή» έχει φορεθεί πολύ ως ατάκα και ως συμπεριφορά απάθειας. Μένουμε απαθείς λοιπόν σε τέτοια συμβάντα ή θα ψάξουμε να βρούμε κάτι να μας ανακουφίσει άμεσα.
Οπότε δεν θα δούμε τον πόνο κατάματα, αλλά θα ψάξουμε τρόπο να τον σκεπάσουμε, να τον αγνοήσουμε, να τον κουκουλώσουμε, αλλά δεν θα αναζητήσουμε σε βάθος μέσα από τη αυτογνωσία το πώς δημιουργήθηκε όλο αυτό.
Το ψάχνω μέσα από την αυτογνωσία πως δημιουργήθηκε όλο αυτό. Δεν σημαίνει ότι με την πρώτη απάντηση έχω φτάσει στη γνώση αυτό μπορεί να με πάρει καιρό, χρόνια. Γιατί μέσα από την μία απάντηση γεννιέται μία νέα ερώτηση και μετά άλλη απάντηση και άλλη ερώτηση. Η απορίες είναι αυτές που θα με οδηγήσουν τελικά να φτάσω να δω όλο το κομμάτι και τότε θα έχω νικήσει τον πόνο.
Ενώ παράλληλα μπορούμε με τους ανθρώπους μας να αρχίσουμε να δημιουργούμε γέφυρες τέτοιες που να επιτρέπουμε μεταξύ μας το απόλυτο άδειασμα.
Αυτό δεν μπορούμε να το κάνουμε με όλες μας τις σχέσεις, αλλά τουλάχιστον με ένα άτομο. Να σε «αντέχει» και να το «αντέχεις» δηλαδή να ακούς έτσι απλά, χωρίς παρεμβολές αλλά έτοιμος να δώσεις την πιο θερμή αγκαλιά κατανόησης και αποδοχής χωρίς λόγο, χωρίς κριτική, χωρίς συμβουλές. Γιατί αυτό που χρειάζεσαι και εσύ όταν κάτι σου συμβαίνει δεν είναι οι συμβουλές αλλά η αγκαλιά και κάποιος να σου πει «εδώ είμαι για σένα, νιώσε άνθρωπος και πες μου τον πόνο σου», «είναι φυσιολογικό να πονάς και να νιώθεις έτσι», «πες τα να αδειάσεις».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου