«Το πέρασμα στην ενηλικίωση και το αντίδοτο του θυμού: πώς να διασωθεί η χαρά της ενηλικίωσης χωρίς να πληγούν οι σχέσεις με την πατρική οικογένεια»
«..το παιδί μεγάλωσε..!» , αναφωνεί έκπληκτη η σκέψη του γονιού τη στιγμή που ο νέος ενήλικας- που φυσικά δεν μεγάλωσε από τη μία μέρα στην άλλη- ανακοινώνει μία αδιαπραγμάτευτη επιλογή του τονίζοντας ότι είναι πια σε θέση να αποφασίζει μόνος του, αυτόνομα και ανεξάρτητα από τους γονείς του. «Αποφάσισα να δουλέψω εκεί», «Θα φύγω στο εξωτερικό», «Μετακομίζω με την κοπέλα μου». Έκπληκτος ο γονιός αναρωτιέται και αγωνιά, για το πότε μεγάλωσε το «παιδί», για το αν θα τα καταφέρει μόνο του, για το πώς θα είναι τα πράγματα από εδώ και πέρα.. και στο κάτω- κάτω «πότε πρόλαβαν να γίνουν όλα αυτά τόσο γρήγορα και χωρίς προειδοποίηση;» Οι αντιδράσεις που μπορεί να προκύψουν ποικίλουν από την καλή επικοινωνία έως και τη σύγκρουση ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας καθώς το νέο άτομο προσπαθεί να υπερασπιστεί την αυτονομία του και οι γονείς να διατηρήσουν το φροντιστικό ρόλο που είχαν μέχρι πρόσφατα.
Είναι όμως χωρίς προειδοποίηση αυτή η μεταβολή;
Το μεγάλωμα των παιδιών αποτελεί για τους γονείς μία διαρκή έκπληξη, εφόσον η ανάπτυξή του προχωρά με φυσιολογικούς ρυθμούς.
Ήδη από τα πρώτα χρόνια της ανατροφής του παιδιού οι γονείς βρίσκονται μπροστά σε εκπλήξεις, άλλοτε μικρότερες και άλλοτε μεγαλύτερες. Το παιδί πρωτοπηγαίνει στο σχολείο, το παιδί κάνει την πρώτη του βόλτα με το ποδήλατο. Αυτό συμβαίνει μάλιστα από πολύ νωρίτερα όταν μητέρα και πατέρας λαχταρούν τα πρώτα χαμόγελα και τις πρώτες κουβεντούλες του μωρού τους, το πρώτο του δοντάκι, τα πρώτα του βήματα, λαχταρούν ενδείξεις ότι το δημιούργημά τους προχωράει στη ζωή. Γιατί τότε να αντιδρούν τόσο πολύ όταν το «παιδί» τους πραγματοποιεί ένα ακόμη άνοιγμα στη ζωή; Άνοιγμα που συχνά γίνεται αφορμή για συγκρούσεις ανάμεσά τους. Είναι που δεν επιθυμούν πια το προχώρημά του; Ας δούμε όμως τα πράγματα από την αρχή..
Η πρώτη έξοδος του παιδιού στον κόσμο πραγματοποιείται με τη γέννηση. Τότε είναι που συντελείται ο πρώτος αποχωρισμός, αποχωρισμός και για το παιδί και για τη μητέρα. Αν το βρέφος παρέμενε στην κοιλιά της μητέρας του, ένα θα ήταν το αποτέλεσμα: ο θάνατος. Αντίστοιχα, αν το παιδί έμενε στο σπίτι και δεν πήγαινε σχολείο θα μούδιαζε κοινωνικά. Αν δεν χτυπούσε κάνοντας ποδήλατο θα νεκρωνόταν η δυνατότητά του να βιώνει και να αντιμετωπίζει τον πόνο καθώς και να υπερβαίνει τις δυσκολίες χάριν της χαράς και της εμπειρίας της ζωής. Με άλλα λόγια, αν δεν επιτρέπονται οι σταδιακοί και ανάλογα με την αναπτυξιακή φάση του παιδιού αποχωρισμοί από τους γονείς του θα έχουμε σαν συνέπεια την αναστολή της προσωπικής του εξέλιξης και της δυνατότητάς του να γίνει το ίδιο κοινωνός αλλά και δημιουργός ζωής.
Τα επιτεύγματα του παιδιού ενόσω εκείνο παραμένει στην οικογενειακή εστία αντιμετωπίζονται βέβαια με μεγαλύτερη ευκολία από τους γονείς. Είναι αλήθεια ότι το ενδιαφέρον του γονιού για τα παιδιά του διατηρείται καθόλη τη διάρκεια της ζωής, παρότι εκείνα ενηλικιώνονται. Είναι συνεπώς φυσιολογικό και αναμενόμενο να μεταφράζεται αυτό το νοιάξιμο και σε αγωνία σε ένα βαθμό. Η έντονη όμως αντίσταση των γονιών στο προχώρημα του παιδιού που πια είναι νέος ή νέα γεννά ερωτήματα ως προς το κατά πόσο αυτοί οι άνθρωποι πέρα από τη φροντίδα των παιδιών τους αντλούν ικανοποίηση και από τη σχέση τους σαν ζευγάρι και από τα προσωπικά τους ενδιαφέροντα και ασχολίες. Γονείς που έχουν πάψει να είναι ουσιαστικά σε συντροφική σχέση ή/και έχουν διακόψει για κάποιο λόγο την προσωπική τους εξέλιξη κινδυνεύουν να αντλούν χαρά μόνο από τη συναναστροφή και τη φροντίδα των παιδιών τους. Τη στιγμή λοιπόν που εκείνα θα αποτολμήσουν το άνοιγμα των φτερών τους πέρα από την οικογενειακή φωλιά, η αγωνία αυτών των γονιών δεν θα είναι απλώς νοιάξιμο και ευχή αγωνίας για να τα καταφέρουν στη ζωή τους, αλλά και κραυγή αγωνίας για τη δική τους τύχη μετέπειτα.
Ποιες μπορεί να είναι οι πιθανές ανεπιθύμητες αποκρίσεις του νέου ανθρώπου σε μία τέτοια γονεϊκή αντίσταση;
Θυμός: τη στιγμή που αντιλαμβάνεται το μεγάλωμά του και ψηλαφίζει τις επιθυμίες που γεννιούνται μέσα του για ζωή και δημιουργία.
Δυσκολία και ενοχή: τη στιγμή που εξακολουθεί να αγαπά τους γονείς του και ενδιαφέρεται να είναι καλά.
Απόσυρση από τις προσωπικές επιδιώξεις: εάν στην προσπάθειά του να διατηρήσει «καλή» σχέση με τους γονείς του θυσιάσει το δικό του προχώρημα. Στην περίπτωση αυτή οι αγωνίες των γονιών ακούγονται σαν άρνηση στο μεγάλωμά του και η σχέση μαζί τους βιώνεται ως θυσία και συμβιβασμός. Το αποτέλεσμα είναι βέβαια να μην έχουμε να κάνουμε με πραγματική σχέση αλλά με συνθήκες εξουσίας και ανταλλαγής. Παράγονται με τον τρόπο αυτό γερασμένοι γονείς και υπερμεγέθη παιδιά που ζουν σαν ενήλικες με αναπηρία, την αναπηρία της δημιουργικότητάς και των ικανοτήτων τους.
Ρήξη των οικογενειακών δεσμών: εδώ και πάλι οι γονεϊκές αντιστάσεις εκλαμβάνονται ως άρνηση και η επιλογή που βλέπει ο νέος άνθρωπος ως μόνο τρόπο να ακολουθήσει το δικό του μονοπάτι είναι η φυγή και η διακοπή των σχέσεων. Με τίμημα όμως η κάθε προσωπική του επιτυχία να έχει μία επίγευση πίκρας. Και εδώ πάλι κάτι μοιάζει να πρέπει να θυσιαστεί. Σαν να τίθεται ένα δίλλημα «Ο θάνατός σου, η ζωή μου», δίλλημα που υποτιμά τόσο την ικανότητα του νέου να υποστηρίξει με σεβασμό τους στόχους του όσο και την παρά τις αντιστάσεις επιθυμία των γονιών να δουν το παιδί τους να μεγαλώνει και να δημιουργεί.
Πώς να σταθεί λοιπόν ο νέος άνθρωπος ώστε να διασφαλίσει το άνοιγμά του στην ενήλικη ζωή διατηρώντας καλές οικογενειακές σχέσεις;
Αρχικά, πρέπει να σημειωθεί ότι ο θυμός τη στιγμή που νιώθει ότι έχει έρθει η στιγμή να βγει από την «οικογενειακή κοιλιά» είναι μόνος καλός. Το συναίσθημα του θυμού λειτουργεί ως προειδοποιητικό σήμα ότι μία κατάσταση δεν μας ταιριάζει πια και το να μπορούμε να το αντιληφθούμε είναι μόνο καλό. Εάν όμως μείνουμε μόνο στην αντίδραση του θυμού θα κάνουμε απλώς επαναστάσεις και δεν θα επιχειρούμε καμία ουσιαστική δράση αλλαγής προς νέες καλύτερες συνθήκες ζωής. Θα προσπαθούμε με λίγα λόγια να πείσουμε τους γονείς ότι «μεγαλώσαμε» και δεν θα κάνουμε τίποτα που να φανερώνει το μεγάλωμά μας. Γιατί αν η εστία προσοχής είναι το να πείσουμε απλώς τους γονείς μας τότε μιλάμε για εφηβική αντίδραση και όχι για ενήλικη στάση. Η ενήλικη στάση εμπεριέχει σεβασμό απέναντι στα όνειρα και τις φιλοδοξίες μας. Η ενήλικη στάση σημαίνει και δυνατότητα ενήλικου τρόπου σχετίζεσθε κάτι που καμία σχέση δεν έχει με παρορμητικές αντιδράσεις φυγής ή απόσυρσης. Αν στόχος είναι η επιδίωξη των προσωπικών στόχων και το άνοιγμα των φτερών μας προς τη ζωή, δηλαδή κάτι καλό, όμορφο και ζωντανό, τότε μόνο με στάση ζωντάνιας και ομορφιάς έχουμε να το υπερασπιστούμε και όχι με διάθεση και όρους σύγκρουσης. Έχουμε όμως παράλληλα να κατανοήσουμε και τη δυσκολία και την αντίσταση των γονέων στις πραγματικές της διαστάσεις και όχι ως άρνηση και καταπίεση. Στα πλαίσια αυτά η ανακοίνωση των αποφάσεων έχει να λάβει τη διάσταση του μοιράσματος ανάμεσα σε ενήλικες. Έχει να γίνει με τρυφερότητα απέναντι στους ανθρώπους που αποχωρίζονται το ρόλο τους ως φροντιστές και μέχρι τη στιγμή αυτή τον επιτέλεσαν με όσες δυνάμεις διέθεταν. Έχει να γίνει όχι με όρους εγκατάλειψης αλλά ζητώντας τους την «ψήφο εμπιστοσύνης» τους για τα μελλοντικά μας επιτεύγματα.
Αν αυτός ο αποχωρισμός γίνει με τέτοιους όρους, όρους εκ νέου γέννησης, όρους καλής ολοκλήρωσης του έργου των γονέων που με την αφοσίωσή τους και τη φροντίδα τους δημιούργησαν ανθρώπους που μπορούν να σχεδιάζουν τη ζωή τους και να στηρίζονται στις δικές τους δυνάμεις, τότε δεν θα έχουμε κλίμα σύγκρουσης, αλλά εμπλουτισμού σχέσεων, αναγωγή των οικογενειακών δεσμών σε νέο επίπεδο.
Αντίστοιχα, και οι γονείς με τέτοιο τρόπο έχουν να αντικρύσουν την ενηλικίωση των παιδιών τους: σαν ολοκλήρωση του πολύχρονου έργου τους που πια ευοδώνεται επιτυχώς και που δικαιούνται να το χαρούν και να το αναγνωρίσουν στους εαυτούς τους. Γιατί αν τα δικά τους παιδιά τα ανέθρεψαν με τρόπους που να μπορούν να γίνουν πια τα ίδια δημιουργοί ζωής οφείλεται στις δικές τους καλές πρακτικές. Έχουν λοιπόν να μεταβολίσουν το ενδιαφέρον τους και τις φροντίδες που παρείχαν σε ευχές και εμπιστοσύνη στους στόχους και τα όνειρα του παιδιού τους, που πια ενηλικιώθηκε.
Δεν μιλάμε λοιπόν για αποχωρισμό από τους γονείς αλλά για χαιρετισμό, αναγνώριση και αμοιβαία εμπιστοσύνη. Όταν το παιδί ξεκινάει να μαθαίνει ποδήλατο χρησιμοποιεί βοηθητικές ρόδες. Όταν πια φτάσει να κάνει ποδήλατο χωρίς αυτές, η επιτυχία ανήκει τόσο στους γονείς που του έμαθαν να εμπιστεύεται την ικανότητά του να ισορροπεί όσο και στο παιδί που εμπιστεύτηκε το βλέμμα τους ότι θα καταφέρει.
Αν το πέρασμα στην ενηλικίωση σημαίνει ανθρώπους που λαχταρούν να γίνουν δημιουργικοί επαγγελματίες, αυτόνομοι και φιλόδοξοι νέοι, ζωντανοί φίλοι, στοργικοί γονείς, γιατί να μιλάμε για οικογενειακή κρίση και όχι για επιτυχία της λειτουργίας της οικογένειας τελικά;
«..το παιδί μεγάλωσε..!» , αναφωνεί έκπληκτη η σκέψη του γονιού τη στιγμή που ο νέος ενήλικας- που φυσικά δεν μεγάλωσε από τη μία μέρα στην άλλη- ανακοινώνει μία αδιαπραγμάτευτη επιλογή του τονίζοντας ότι είναι πια σε θέση να αποφασίζει μόνος του, αυτόνομα και ανεξάρτητα από τους γονείς του. «Αποφάσισα να δουλέψω εκεί», «Θα φύγω στο εξωτερικό», «Μετακομίζω με την κοπέλα μου». Έκπληκτος ο γονιός αναρωτιέται και αγωνιά, για το πότε μεγάλωσε το «παιδί», για το αν θα τα καταφέρει μόνο του, για το πώς θα είναι τα πράγματα από εδώ και πέρα.. και στο κάτω- κάτω «πότε πρόλαβαν να γίνουν όλα αυτά τόσο γρήγορα και χωρίς προειδοποίηση;» Οι αντιδράσεις που μπορεί να προκύψουν ποικίλουν από την καλή επικοινωνία έως και τη σύγκρουση ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας καθώς το νέο άτομο προσπαθεί να υπερασπιστεί την αυτονομία του και οι γονείς να διατηρήσουν το φροντιστικό ρόλο που είχαν μέχρι πρόσφατα.
Είναι όμως χωρίς προειδοποίηση αυτή η μεταβολή;
Το μεγάλωμα των παιδιών αποτελεί για τους γονείς μία διαρκή έκπληξη, εφόσον η ανάπτυξή του προχωρά με φυσιολογικούς ρυθμούς.
Ήδη από τα πρώτα χρόνια της ανατροφής του παιδιού οι γονείς βρίσκονται μπροστά σε εκπλήξεις, άλλοτε μικρότερες και άλλοτε μεγαλύτερες. Το παιδί πρωτοπηγαίνει στο σχολείο, το παιδί κάνει την πρώτη του βόλτα με το ποδήλατο. Αυτό συμβαίνει μάλιστα από πολύ νωρίτερα όταν μητέρα και πατέρας λαχταρούν τα πρώτα χαμόγελα και τις πρώτες κουβεντούλες του μωρού τους, το πρώτο του δοντάκι, τα πρώτα του βήματα, λαχταρούν ενδείξεις ότι το δημιούργημά τους προχωράει στη ζωή. Γιατί τότε να αντιδρούν τόσο πολύ όταν το «παιδί» τους πραγματοποιεί ένα ακόμη άνοιγμα στη ζωή; Άνοιγμα που συχνά γίνεται αφορμή για συγκρούσεις ανάμεσά τους. Είναι που δεν επιθυμούν πια το προχώρημά του; Ας δούμε όμως τα πράγματα από την αρχή..
Η πρώτη έξοδος του παιδιού στον κόσμο πραγματοποιείται με τη γέννηση. Τότε είναι που συντελείται ο πρώτος αποχωρισμός, αποχωρισμός και για το παιδί και για τη μητέρα. Αν το βρέφος παρέμενε στην κοιλιά της μητέρας του, ένα θα ήταν το αποτέλεσμα: ο θάνατος. Αντίστοιχα, αν το παιδί έμενε στο σπίτι και δεν πήγαινε σχολείο θα μούδιαζε κοινωνικά. Αν δεν χτυπούσε κάνοντας ποδήλατο θα νεκρωνόταν η δυνατότητά του να βιώνει και να αντιμετωπίζει τον πόνο καθώς και να υπερβαίνει τις δυσκολίες χάριν της χαράς και της εμπειρίας της ζωής. Με άλλα λόγια, αν δεν επιτρέπονται οι σταδιακοί και ανάλογα με την αναπτυξιακή φάση του παιδιού αποχωρισμοί από τους γονείς του θα έχουμε σαν συνέπεια την αναστολή της προσωπικής του εξέλιξης και της δυνατότητάς του να γίνει το ίδιο κοινωνός αλλά και δημιουργός ζωής.
Τα επιτεύγματα του παιδιού ενόσω εκείνο παραμένει στην οικογενειακή εστία αντιμετωπίζονται βέβαια με μεγαλύτερη ευκολία από τους γονείς. Είναι αλήθεια ότι το ενδιαφέρον του γονιού για τα παιδιά του διατηρείται καθόλη τη διάρκεια της ζωής, παρότι εκείνα ενηλικιώνονται. Είναι συνεπώς φυσιολογικό και αναμενόμενο να μεταφράζεται αυτό το νοιάξιμο και σε αγωνία σε ένα βαθμό. Η έντονη όμως αντίσταση των γονιών στο προχώρημα του παιδιού που πια είναι νέος ή νέα γεννά ερωτήματα ως προς το κατά πόσο αυτοί οι άνθρωποι πέρα από τη φροντίδα των παιδιών τους αντλούν ικανοποίηση και από τη σχέση τους σαν ζευγάρι και από τα προσωπικά τους ενδιαφέροντα και ασχολίες. Γονείς που έχουν πάψει να είναι ουσιαστικά σε συντροφική σχέση ή/και έχουν διακόψει για κάποιο λόγο την προσωπική τους εξέλιξη κινδυνεύουν να αντλούν χαρά μόνο από τη συναναστροφή και τη φροντίδα των παιδιών τους. Τη στιγμή λοιπόν που εκείνα θα αποτολμήσουν το άνοιγμα των φτερών τους πέρα από την οικογενειακή φωλιά, η αγωνία αυτών των γονιών δεν θα είναι απλώς νοιάξιμο και ευχή αγωνίας για να τα καταφέρουν στη ζωή τους, αλλά και κραυγή αγωνίας για τη δική τους τύχη μετέπειτα.
Ποιες μπορεί να είναι οι πιθανές ανεπιθύμητες αποκρίσεις του νέου ανθρώπου σε μία τέτοια γονεϊκή αντίσταση;
Θυμός: τη στιγμή που αντιλαμβάνεται το μεγάλωμά του και ψηλαφίζει τις επιθυμίες που γεννιούνται μέσα του για ζωή και δημιουργία.
Δυσκολία και ενοχή: τη στιγμή που εξακολουθεί να αγαπά τους γονείς του και ενδιαφέρεται να είναι καλά.
Απόσυρση από τις προσωπικές επιδιώξεις: εάν στην προσπάθειά του να διατηρήσει «καλή» σχέση με τους γονείς του θυσιάσει το δικό του προχώρημα. Στην περίπτωση αυτή οι αγωνίες των γονιών ακούγονται σαν άρνηση στο μεγάλωμά του και η σχέση μαζί τους βιώνεται ως θυσία και συμβιβασμός. Το αποτέλεσμα είναι βέβαια να μην έχουμε να κάνουμε με πραγματική σχέση αλλά με συνθήκες εξουσίας και ανταλλαγής. Παράγονται με τον τρόπο αυτό γερασμένοι γονείς και υπερμεγέθη παιδιά που ζουν σαν ενήλικες με αναπηρία, την αναπηρία της δημιουργικότητάς και των ικανοτήτων τους.
Ρήξη των οικογενειακών δεσμών: εδώ και πάλι οι γονεϊκές αντιστάσεις εκλαμβάνονται ως άρνηση και η επιλογή που βλέπει ο νέος άνθρωπος ως μόνο τρόπο να ακολουθήσει το δικό του μονοπάτι είναι η φυγή και η διακοπή των σχέσεων. Με τίμημα όμως η κάθε προσωπική του επιτυχία να έχει μία επίγευση πίκρας. Και εδώ πάλι κάτι μοιάζει να πρέπει να θυσιαστεί. Σαν να τίθεται ένα δίλλημα «Ο θάνατός σου, η ζωή μου», δίλλημα που υποτιμά τόσο την ικανότητα του νέου να υποστηρίξει με σεβασμό τους στόχους του όσο και την παρά τις αντιστάσεις επιθυμία των γονιών να δουν το παιδί τους να μεγαλώνει και να δημιουργεί.
Πώς να σταθεί λοιπόν ο νέος άνθρωπος ώστε να διασφαλίσει το άνοιγμά του στην ενήλικη ζωή διατηρώντας καλές οικογενειακές σχέσεις;
Αρχικά, πρέπει να σημειωθεί ότι ο θυμός τη στιγμή που νιώθει ότι έχει έρθει η στιγμή να βγει από την «οικογενειακή κοιλιά» είναι μόνος καλός. Το συναίσθημα του θυμού λειτουργεί ως προειδοποιητικό σήμα ότι μία κατάσταση δεν μας ταιριάζει πια και το να μπορούμε να το αντιληφθούμε είναι μόνο καλό. Εάν όμως μείνουμε μόνο στην αντίδραση του θυμού θα κάνουμε απλώς επαναστάσεις και δεν θα επιχειρούμε καμία ουσιαστική δράση αλλαγής προς νέες καλύτερες συνθήκες ζωής. Θα προσπαθούμε με λίγα λόγια να πείσουμε τους γονείς ότι «μεγαλώσαμε» και δεν θα κάνουμε τίποτα που να φανερώνει το μεγάλωμά μας. Γιατί αν η εστία προσοχής είναι το να πείσουμε απλώς τους γονείς μας τότε μιλάμε για εφηβική αντίδραση και όχι για ενήλικη στάση. Η ενήλικη στάση εμπεριέχει σεβασμό απέναντι στα όνειρα και τις φιλοδοξίες μας. Η ενήλικη στάση σημαίνει και δυνατότητα ενήλικου τρόπου σχετίζεσθε κάτι που καμία σχέση δεν έχει με παρορμητικές αντιδράσεις φυγής ή απόσυρσης. Αν στόχος είναι η επιδίωξη των προσωπικών στόχων και το άνοιγμα των φτερών μας προς τη ζωή, δηλαδή κάτι καλό, όμορφο και ζωντανό, τότε μόνο με στάση ζωντάνιας και ομορφιάς έχουμε να το υπερασπιστούμε και όχι με διάθεση και όρους σύγκρουσης. Έχουμε όμως παράλληλα να κατανοήσουμε και τη δυσκολία και την αντίσταση των γονέων στις πραγματικές της διαστάσεις και όχι ως άρνηση και καταπίεση. Στα πλαίσια αυτά η ανακοίνωση των αποφάσεων έχει να λάβει τη διάσταση του μοιράσματος ανάμεσα σε ενήλικες. Έχει να γίνει με τρυφερότητα απέναντι στους ανθρώπους που αποχωρίζονται το ρόλο τους ως φροντιστές και μέχρι τη στιγμή αυτή τον επιτέλεσαν με όσες δυνάμεις διέθεταν. Έχει να γίνει όχι με όρους εγκατάλειψης αλλά ζητώντας τους την «ψήφο εμπιστοσύνης» τους για τα μελλοντικά μας επιτεύγματα.
Αν αυτός ο αποχωρισμός γίνει με τέτοιους όρους, όρους εκ νέου γέννησης, όρους καλής ολοκλήρωσης του έργου των γονέων που με την αφοσίωσή τους και τη φροντίδα τους δημιούργησαν ανθρώπους που μπορούν να σχεδιάζουν τη ζωή τους και να στηρίζονται στις δικές τους δυνάμεις, τότε δεν θα έχουμε κλίμα σύγκρουσης, αλλά εμπλουτισμού σχέσεων, αναγωγή των οικογενειακών δεσμών σε νέο επίπεδο.
Αντίστοιχα, και οι γονείς με τέτοιο τρόπο έχουν να αντικρύσουν την ενηλικίωση των παιδιών τους: σαν ολοκλήρωση του πολύχρονου έργου τους που πια ευοδώνεται επιτυχώς και που δικαιούνται να το χαρούν και να το αναγνωρίσουν στους εαυτούς τους. Γιατί αν τα δικά τους παιδιά τα ανέθρεψαν με τρόπους που να μπορούν να γίνουν πια τα ίδια δημιουργοί ζωής οφείλεται στις δικές τους καλές πρακτικές. Έχουν λοιπόν να μεταβολίσουν το ενδιαφέρον τους και τις φροντίδες που παρείχαν σε ευχές και εμπιστοσύνη στους στόχους και τα όνειρα του παιδιού τους, που πια ενηλικιώθηκε.
Δεν μιλάμε λοιπόν για αποχωρισμό από τους γονείς αλλά για χαιρετισμό, αναγνώριση και αμοιβαία εμπιστοσύνη. Όταν το παιδί ξεκινάει να μαθαίνει ποδήλατο χρησιμοποιεί βοηθητικές ρόδες. Όταν πια φτάσει να κάνει ποδήλατο χωρίς αυτές, η επιτυχία ανήκει τόσο στους γονείς που του έμαθαν να εμπιστεύεται την ικανότητά του να ισορροπεί όσο και στο παιδί που εμπιστεύτηκε το βλέμμα τους ότι θα καταφέρει.
Αν το πέρασμα στην ενηλικίωση σημαίνει ανθρώπους που λαχταρούν να γίνουν δημιουργικοί επαγγελματίες, αυτόνομοι και φιλόδοξοι νέοι, ζωντανοί φίλοι, στοργικοί γονείς, γιατί να μιλάμε για οικογενειακή κρίση και όχι για επιτυχία της λειτουργίας της οικογένειας τελικά;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου