Λάιος – Ιοκάστη… Ιοκάστη – Οιδίποδας…
Οιδίποδας – Αντιγόνη και Ισμήνη… Αυτή είναι η ελληνική τραγωδία που
εξιστορεί το ξεκίνημα και το τέλος του δυστυχισμένου ήρωα που ο Φρόυντ διάλεξε
σαν πρότυπο όλης της ανθρώπινης μοίρας. Απ’ την τραγωδία αυτή, πλούσια σε
πρωταγωνιστές και κομπάρσους, ο Φρόυντ ξεχώρισε μόνο τον Οιδίποδα, το γιό –
εραστή της μητέρας του και φονιά του πατέρα του: μας περιγράφει εκτεταμένα τα
αισθήματα, τις ελπίδες και τις τύψεις του. Για τον Οιδίποδα μας μιλάει αδιάκοπα,
για την Ιοκάστη όμως, τη συμπρωταγωνίστριά του;
Ποιός νοιάζεται για κείνην; Για κείνην που ο πόθος τη σπρώχνει να κοιμηθεί με
τον ίδιο της το γιό, τη σάρκα της σάρκας της, αυτόν που ανήκει στο φύλο στο
οποίο η ίδια δεν μπορεί να ανήκει, για κείνην, μια και είναι γυναίκα. Η Ιοκάστη,
μυθικό πρόσωπο της ελληνική μυθολογίας –ιστορίας που αναφέρεται στον Όμηρο,
είναι η πραγματοποίηση του πανάρχαιου ανδρογυνικού ονείρου όλης της
ανθρωπότητας, είναι δυνατόν ποτέ να ξεχαστεί; Εκείνη που ολοκληρώνει το Όν
κατορθώνοντας το αδύνατο, εκείνη που αναπληρώνει την Έλλειψη, που αναιρεί τον
Ευνουχισμό, μπορεί ποτέ να μείνει στη σκιά;
Τα παιδιά της τα ξέρουμε, είμαστε όλοι
εμείς, αλλά ποιά ήταν η Ιοκάστη; Ήταν κόρη του Βοιωτού ήρωα Μενοικέα,
αδελφή του Κρέοντα και της Ιππονόμης, σύζυγος του Αλκαίου. Αποτελεί το δεύτερο
τραγικό πρόσωπο του «Θηβαϊκού Κύκλου», μετά τον Οιδίποδα. Παντρεύτηκε τον Λάιο,
βασιλιά της Θήβας. Επειδή δεν έκαναν παιδιά, αποφασίζει ο Λάιος να πάρει πυθικό
χρησμό για το μέλλον του. Το Μαντείο των Δελφών του λέει να
μην κάνει
παιδιά, γιατί ο γιος, που θα αποκτήσει από την Ιοκάστη, θα τον
σκοτώσει. Έτσι, αποκρύπτοντας το χρησμοδότημα, αποφεύγει τη συνεύρεση
μαζί της. Η Ιοκάστη όμως, σε ένα από τα μεθύσια του Λαΐου, επιδιώκει την επαφή
μαζί του με αποτέλεσμα να γεννήσει αγόρι. Ο Λάιος της αποκαλύπτει το περιεχόμενο
του χρησμού που είχε λάβει κάποτε και αποφασίζουν να παρατήσουν το νεογέννητο
στο βουνό Κιθαιρώνα.
Έτσι διατάζουν έναν δούλο να δέσει τα πόδια του μωρού και να το αφήσει έκθετο
στο βουνό. Ο δούλος, υπακούοντας δένει από τα πόδια το παιδί και το παρατά στο
βουνό. Εκεί ένας βοσκός βρίσκει το αγοράκι και το παραδίδει στο βασιλικό ζεύγος
της Κορίνθου, Πόλυβο και Μερόπη, που ήταν άτεκνο. Κατά μια άλλη μαρτυρία ο
δούλος του Λαΐου ήταν αυτός που παρέδωσε το παιδί. Περνούν τα χρόνια και ο Λάιος
αποφασίζει να πάει στην Πυθία, να μάθει τι απέγινε το παιδί του. Σ’ ένα
τρίστρατο των Θηβών, την «Σχιστή οδό», συναντά έναν νεαρό και εμπλέκεται μαζί
του σε έντονο λεκτικό διάλογο. Αποτέλεσμα ήταν να προκληθεί ο θάνατός του, από
τον νεαρό, μετά από μια σύντομη μάχη.
Τα νέα του θανάτου διαδίδονται γρήγορα στην πόλη, από τον μοναδικό διασωθέντα
δούλο. Αναλαμβάνει τη ηγεσία της Θήβας, ο αδελφός της Ιοκάστης, ο Κρέοντας. Τότε
παρουσιάζεται στο προσκήνιο η Σφίγγα. Η αδυναμία του Κρέοντα να επιλύσει το
πρόβλημα, τον οδηγεί να ανακηρύξει πως όποιος σκοτώσει την Σφίγγα θα πάρει ως
έπαθλο την βασιλεία της Θήβας και θα παντρευτεί την Ιοκάστη, χήρα του Λαΐου. Η
Σφίγγα θανατώνεται από τον Οιδίποδα, ο οποίος ανακηρύσσεται βασιλιάς των Θηβών
και σύζυγος της Ιοκάστης. Η Ιοκάστη αποκτά με τον Οιδίποδα τέσσερα παιδιά: τους
δίδυμους Ετεοκλή και Πολυνείκη, την Αντιγόνη και την Ισμήνη.
Μετά το φονικό της Σφίγγας, ξεσπά στη Θήβα λοιμός. Για επτά χρόνια η πόλη
ταλανίζεται. Η διάνοια του Οιδίποδα δεν μπορεί να επιλύσει το πρόβλημα. Έτσι
στέλνεται ο Κρέοντας στο Μαντείο των Δελφών ή, κατά τη συνηθέστερη μορφή του
μύθου, πηγαίνει να βρει τον μάντη Τειρεσία για να μάθουν τι φταίει και πώς αυτό
θα διορθωθεί. Στο έργο του Σοφοκλή
«Οιδίπους
Τύραννος» βλέπουμε πως αποκαλύπτεται ο Οιδίποδας ως ο υπαίτιος του λοιμού
και ποιες ανόσιες πράξεις έκανε άθελά του. Η Ιοκάστη, όταν έμαθε πως ο άντρας
που παντρεύτηκε και έκανε παιδιά, ήταν γιος δικός της και του Λαΐου (ή όταν
έμαθε, πως ο Οιδίποδας το ανακάλυψε) και πως ήταν αυτός ο φονιάς του, κλείστηκε
στο δωμάτιό της και, αφού αγκάλιασε για τελευταία φορά τα παιδιά της,
κρεμάστηκε.
Χαρακτηριστικό αποτελεί, στην ομηρική
«Οδύσσεια», πως ο Οδυσσέας, όταν κατέβηκε στον
Άδη (με οδηγίες της Κίρκης), της έδωσε να πιει αίμα για να μάθει τη ζωή της,
όταν πήγε για να πάρει χρησμό από τον νεκρό Τειρεσία, άρα πιθανολογείται πως η
Ιοκάστη το γνώριζε. Πως τώρα ο Φρόυντ καταφέρνει να μας φορτώσει τα ανομήματα
της Ιοκάστης και των παιδιών της μόνο το σχιζοφρενές μυαλό ενός εμπαθούς
μισογύνη, Επιτυχημένου Ψυχοπαθούς γνωρίζει. !!! Αλλά όχι, δεν είναι οι γυναίκες
όπως ο ψυχοπαθής Φρόυντ και οι όμοιοι του που επιδιώκουν να μας επιβάλλουν.
Υπάρχει και η άλλη
οπτική που εξυψώνει την γυναίκα, αλλά την γυναίκα πολεμίστρια και όχι την κουφιοκέφαλη ανόητη
μπιμπο ..
«Τα παιδιά της Ιοκάστης» είναι ένα συναρπαστικό βιβλίο που
γράφτηκε το 1980 απ’ την ψυχαναλύτρια Κριστιάν Ολιβιέ η οποία, με πολύ απλό,
σαφή και ευανάγνωστο τρόπο αναλύει τον αέναο πόλεμο των δύο φύλων, από πού
πηγάζει, πώς διαιωνίζεται από γενιά σε γενιά και πώς μπορούμε να τον
αντιμετωπίσουμε. Έχουν περάσει 32 χρόνια από τότε και το βιβλίο παραμένει
απίστευτα διαχρονικό και εύστοχο.
Διαβάζοντάς το, πολύ πιθανόν ν’ ανακαλύψετε συμπεριφορές, είτε
δικές σας είτε του οικογενειακού περιβάλλοντος και των φίλων σας, οι οποίες
ανάγονται υποσυνείδητα στον τρόπο με τον οποίο μεγαλώσατε… Επιλέξαμε κάποια
αποσπάσματα απ’ το βιβλίο ώστε να πάρετε μια πρώτη γεύση, όσο για τα υπόλοιπα,
δεν έχετε παρά ν’ αποκτήσετε το συγκεκριμένο βιβλίο και πού ξέρετε… ίσως
καταφέρετε ν’ απελευθερωθείτε απ’ τη σκιά της Ιοκάστης! Εμείς οι συντάκτες του
terrapapers το προτείνουμε ανεπιφύλακτα, πρέπει να διαβαστεί από κάθε άντρα και
κάθε γυναίκα που θέλει να γνωρίζει τι στο καλό γίνεται και τι να κάνει…
Τόσο καιρό είχα αφεθεί να με ορίζουν οι άλλοι με το «δικό τους» τρόπο και το
«δικό τους» λεξιλόγιο, που εγώ δεν αναγνώριζα και δεν καταλάβαινα. Γιατί άραγε
τους άφηνα να μιλούν για μένα τη στιγμή που εγώ δεν έλεγα τίποτα για κείνους;
Αποφάσισα να μιλήσω επιτέλους «κι εγώ» γι’ αυτούς και να τους ορίσω με τη σειρά
μου μέσα σε μια θεωρία γραμμένη από γυναίκα, με γυναικείες λέξεις και γυναικείες
φαντασιώσεις… Τ’ «Όνομα του Πατέρα» τους το χαρίζω, είναι δική τους υπόθεση. Εγώ
θ’ ασχοληθώ με τη «Σκιά της Μητέρας». Αν η θεωρία της ψυχανάλυσης γράφτηκε
αρχικά στο αρσενικό γένος, δεν ήρθε πια η στιγμή να διαβαστεί στο θηλυκό;
Απ’ τη μια έχουμε την ψυχαναλυτική γλώσσα, επιτηδευμένη, πολύπλοκη,
μελετημένη για ν’ αποκλείει, να αποπροσανατολίζει, να μπερδεύει όποιον δεν είναι
ψυχαναλυτής. Απ’ την άλλη έχουμε τη φεμινιστική γλώσσα, χρωματισμένη,
εικονογραφημένη, «σεξουαλικοποιημένη», φτιαγμένη για να είναι προσιτή και
κατανοητή ακόμα και σ’ όποιον δεν είναι φεμινιστής, γιατί ακριβώς ελάχιστοι
είναι και έχουμε κι αυτούς που δεν μπορούν να κατανοήσουν ούτε τη μια ούτε την
άλλη γλώσσα, γιατί απλούστατα δεν είναι, έτσι και αλλιώς, εξτρεμιστές.
Η Ιοκάστη, μυθικό πρόσωπο της ελληνική μυθολογίας –ιστορίας που αναφέρεται
στον Όμηρο, είναι η πραγματοποίηση του πανάρχαιου ανδρογυνικού ονείρου όλης της
ανθρωπότητας, είναι δυνατόν ποτέ να ξεχαστεί; Εκείνη που ολοκληρώνει το Όν
κατορθώνοντας το αδύνατο, εκείνη που αναπληρώνει την Έλλειψη, που αναιρεί τον
Ευνουχισμό, μπορεί ποτέ να μείνει στη σκιά;
Όμως, εκεί την άφησε ο Σοφοκλής (και στη συνέχεια ο Φρόυντ) όχι ολότελα,
ωστόσο, γιατί παρόλο που η παρουσία της στην αρχαία τραγωδία είναι σύντομη, τα
λίγα λόγια που προφέρει έχουν σαν αποτέλεσμα να βυθίσουν τον Οιδίποδα και τους
θεατές στην κατάπληξη:
«Μακάρι να μη μάθαινες
ποτέ ποιός είσαι!» Ώστε λοιπόν, η Ιοκάστη ήξερε; Είχε
μάθει για την καταγωγή του Οιδίποδα και για τον θάνατο του πατέρα του και
συνειδητά συνέχιζε να διαιωνίζει το έγκλημα με το γιό της; Η Ιοκάστη πιο ένοχη
απ’ τον Οιδίποδα; Ο Οιδίποδας παιχνίδι της Ιοκάστης και του πόθου της; Οι
Ιοκάστες έχουν σβήσει; Ο Φρόυντ δεν αναφέρει τίποτα σχετικά μ’ αυτό. Γιατί αυτή
η σιωπή σ’ ό’ τι αφορά την Ιοκάστη; Η σιωπή αυτή μπορεί βέβαια να κατάφερε να
κάνει πιστευτή την αθωότητα της μητέρας, η μητέρα όμως μπορεί να ξεφύγει από μία
μοίρα απ’ την οποία δεν μπορούν να ξεφύγουν τα παιδιά της;
Η απουσία του πατέρα απ’ το πλευρό των παιδιών του, που επιβάλλουν οι άντρες,
οι γυναίκες τη δέχονται, με αποτέλεσμα να μονοπωλούν εκείνες την εξουσία πάνω
στα παιδιά.
Ο Λάιος απών, η Ιοκάστη μόνη
έχοντας καταλάβει όλο το χώρο δίπλα στον Οιδίποδα. Δεν είναι το κλασικό
σχήμα κι αυτό το σχήμα δεν ανήκει εξίσου στο σύγχρονο δράμα όσο και στην αρχαία
τραγωδία; Η Ιοκάστη λοιπόν ήξερε και ήθελε να βιώσει την αιμομικτική σχέση με το
γιό της! Οι σημερινές γυναίκες θέλουν και ξέρουν τί κάνουν παίρνοντας την πρώτη
θέση στο πλευρό των παιδιών τους;
Αντιλαμβάνονται τί προβλήματα δημιουργούν έτσι στους γιούς και τις κόρες
τους; Δεν περνάει άραγε καθόλου απ’ το μυαλό των γυναικών, που λένε με το
φυσικότερο τρόπο του κόσμου, μιλώντας για το γιό τους, «περνάει το Οιδιπόδειό
του», ότι και αυτές «περνούν το Ιοκάστειό τους»; Αν ο Οιδίποδας αποτελεί το
παγκόσμιο πρότυπο του άντρα, η Ιοκάστη δεν αντιπροσωπεύει αντίστοιχα τον αιώνιο
μύθο της γυναίκας – μητέρας;
Σαν γυναίκα και σαν ψυχαναλύτρια που είμαι, είναι φυσικό να προσελκύει την
προσοχή μου αυτό το πρόσωπο που απουσιάζει απ’ τη φροϋδική θεωρία. Πώς να μην
εντυπωσιαστώ απ’ το γεγονός ότι η θεωρία πάνω στην οποία στηρίζομαι σαν
ψυχαναλύτρια, δεν περιέχει την παραμικρή αναφορά στη γυναίκα; Πώς μπορώ να μη δώ
ότι, αν οι άντρες που συναναστρέφομαι είναι οι γιοί της Ιοκάστης, οι γυναίκες
είναι οι κόρες της; Τί κρύβεται κάτω απ ‘αυτό; Τί σημαίνει για κείνες και για
μένα; Θα μιλήσουμε λοιπόν κι εκείνες κι εγώ, η καθεμιά με τη σειρά της, έτσι
ώστε να μπορέσουμε να ορίσουμε τους εαυτούς μας με διαφορετικό τρόπο από κείνον
που χρησιμοποίησε ως τώρα η ψυχανάλυση για να μας ορίσει. Πέρασε πιά ο καιρός
που ο άντρας έκοβε τη γυναίκα στα μέτρα του, ή μάλλον στα μέτρα της ανάγκης του
για εξουσία.
Είναι φανερό ότι η ψυχαναλυτική θεωρία αποκαλύπτει αυτό που ο άντρας απαιτεί
απ’ τη γυναίκα ΝΑ ΕΙΝΑΙ, χωρίς να δείχνει αυτό που εκείνη πραγματικά ΕΙΝΑΙ. Όπως
δηλαδή πολύ σωστά γράφει η Luce Irigaray : «Τα κύρια αξιώματα και η όλη θεωρία
της ψυχανάλυσης δεν έχουν ως τώρα κάνει γνωστή την επιθυμία της γυναίκας».
Λυπούμαστε επομένως μαζί με την Germaine Greere που η ψυχανάλυση «έχει πατέρα
αλλά δεν έχει μητέρα».
Ο Φρόυντ υπήρξε ο πρώτος που τόλμησε ένα διάβημα τόσο εγωκεντρικό, αντίθετο
δηλαδή πρός οποιοδήποτε επιστημονικό διάβημα: αντί να πάρει ένα αντικείμενο
μελέτης μέσα στον κόσμο, πήρε τον εαυτό του σαν αντικείμενο έρευνας και σύγκρινε
το αποτέλεσμα με τους μεγάλους μύθους της ανθρωπότητας: τον Οιδίποδα, τον Μωυσή,
τον Μιχαήλ Άγγελο. Βλέπουμε ότι συνήθως κυριαρχούν οι αντρικές μορφές. Φυσικό
δεν είναι; Ο Φρόυντ άντρας δεν ήταν; Πώς θα μπορούσε να μελετήσει την ψυχολογία
της γυναίκας, αφού ο ίδιος ήταν άντρας;
Για να ΤΗΝ ορίσει λοιπόν, αρκέστηκε να παρατηρήσει τη ζωή της γυναίκας του
1880, μικροαστής που ζούσε μέσα σε μια συμβατική οικογένεια, όπου οι ρόλοι ήταν
προκαθορισμένοι αιώνες πρίν. Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε μια ψυχανάλυση που,
στηριγμένη στην απόδειξη την οποία έβγαλε ο Φρόυντ απ’ το δικό του περιβάλλον
και τη δική του οικογένεια, δεν παραχωρεί στις γυναίκες παρά μια θέση κατά πολύ
υποδεέστερη. Με την εμφάνιση του Φρόυντ η γυναικεία κατωτερότητα, που είχε ήδη
επιβληθεί κοινωνικά, απέκτησε επιστημονικό κύρος.
Τί μπορεί να πεί σήμερα μια ψυχαναλύτρια
για την απόπειρα του Φρόυντ να προσαρμόσει τη γυναίκα στα μέτρα του
άντρα; Προφανώς ότι, όπως ο Θεός έπλασε την Εύα απ’ το πλευρό του Αδάμ,
έτσι και ο Φρόυντ έπλασε τη γυναικεία σεξουαλικότητα από την αρσενική λίμπιντο.
Δεν πρόκειται για τον ίδιο μύθο; Δεν έχει σαν πυρήνα τις αντρικές φαντασιώσεις
σ’ έναν πατριαρχικό πολιτισμό, όπου ο άντρας θεωρείται ανώτερος και η γυναίκα
κατώτερη;
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Φρόυντ διάλεγε
πάντα μύθους από τον ελληνικό και το ρωμαϊκό πολιτισμό, που ήταν και οι δύο
πατριαρχικοί, γιατί, αν έριχνε μια ματιά και στους άλλους πολιτισμούς, θα
ανακάλυπτε τον «άλλο γυναικείο μύθο» με τις μάγισσες, τις αμαζόνες, τις
αρχέγονες θεότητες, τις πολεμικές βαλκυρίες. Η εικόνα μας σίγουρα θα
είχε επηρεαστεί, ο ρόλος μας θα είχε αντιμετωπιστεί εντελώς διαφορετικά.
Προσεγγίζοντας τον άντρα απ’ τη σκοπιά του ήρωα, ο Φρόυντ του έδωσε βέβαια μιαν
αιώνια διάσταση.
Ατυχώς όμως το υποσυνείδητο ενός μικροαστού του περασμένου αιώνα, που δεν
μπορούσε να φανταστεί περισσότερο απ’ ότι οι άλλοι άντρες της εποχής του κάποιαν
άλλη κατάσταση για τη γυναίκα από την κοινωνική κατωτερότητα στην οποία τότε
βρισκόταν. Βλέποντάς τη να σωπαίνει μπροστά στον άντρα, έβγαλε το συμπέρασμα πως
είναι ανίκανη για πνευματική υπεροχή. Βλέποντάς τη να υπηρετεί τον άντρα,
πίστεψε πως είναι μαζοχίστρια. Βλέποντάς τη να ασχολείται με το παιδί, θεώρησε
ότι η μητρότητα αναπληρώνει την έλλειψή της (κατά την περίφημη εξίσωση: πέος =
παιδί).
Οι γυναίκες αντιλαμβάνονται λοιπόν σήμερα, μετά από ένα μακρύ διάστημα
σιωπής, πως αν
ο Φρόυντ έστησε για τον άντρα
ένα άγαλμα σε ακλόνητο βάθρο, για τη γυναίκα έστησε το άγαλμα της Μητρότητας και
της ηλίθιας γονιμότητας, που είναι αδύνατο να τις αντιπροσωπεύει πια,
οι οποίες νιώθουν σα να βγαίνουν από μια παράξενη φυλακή όπου τις είχαν
περιορίσει οι άντρες. Πραγματικά οι φεμινίστριες, καταγγέλοντας σήμερα το
φαλλοκρατικό σύστημα, ρίχνουν όλες τις ευθύνες σ’ έναν μόνο άνθρωπο: τον πατέρα
της ψυχανάλυσης.
Με τον ίδιο τρόπο που ο Φρόυντ χρησιμοποίησε το δικό του Οιδιπόδειο για να
καταλήξει στο Οιδιπόδειο όλης της ανθρωπότητας, ξεκινάμε τώρα απ’ το «δικό του»
Οιδιπόδειο και το «δικό του» μισογυνισμό για να εξηγήσουμε το μισογυνισμό όλης
της ανθρωπότητας. Για να ξοφλήσει το λογαριασμό με τη μητέρα του, ο Φρόυντ
αναγκάστηκε να επιτεθεί σε όλες τις γυναίκες: όλες αυτές οι γυναίκες έχουν τώρα
σκοπό να τον βγάλουν από τον τάφο του και να τον εκδικηθούν – οφθαλμόν αντί
οφθαλμού, οδόντα αντί οδόντος.
Η ψυχανάλυση μοιάζει με ένα είδος
πανούκλας που προσβάλλει μόνο γυναίκες. Κι αυτό γιατί μέχρι σήμερα μας
δίνει μόνο τη μια εκδοχή: ασχολείται μόνο με το αρσενικό, παρόλο που αυτό το
αρσενικό έχει ανάγκη, για να επιβεβαιωθεί, από το αντίθετό του που ονομάζεται
γυναίκα ή θηλυκό. Η εικόνα μας δεν είναι παρά αυτή που επιβάλλει ο άντρας με
στόχο να διατηρήσει τα πρωτεία του. Εμείς, οι γυναίκες, τί σχέση έχουμε με αυτό
που φαντάζεται ο άντρας; Δε θα’ πρεπε να είχαμε καθορίσει με τη σειρά μας αυτό
που ελπίζουμε να βρούμε στον άντρα; Δεν έχουμε πληρώσει πολύ ακριβά το γεγονός
ότι αφήσαμε να μας ορίζει κάποιος άλλος; Ήρθε η ώρα να μιλήσουμε επιτέλους εμείς
οι ίδιες για μας!
Αν το αρσενικό έχει σαν σκοπό και λειτουργία να φυλακίζει, να εγκλωβίζει, να
πνίγει το θηλυκό, τότε δεν έχουμε καμία σχέση με αυτά που λένε, και πρέπει να
ορίσουμε μόνες τον εαυτό μας. Να ποιό είναι το καθήκον των γυναικών –
ψυχαναλυτριών: οφείλουν να γράψουν «την άλλη ψυχανάλυση». Και αυτήν την άλλη
ψυχανάλυση θα τη γράψουμε ξεκινώντας πάλι απ’ τον Φρόυντ και καταγγέλοντας τον
αντιφεμινισμό του. Μόνο ακολουθώντας την πορεία του Φρόυντ σε αντιπαράθεση με τη
σεξουαλική ανάπτυξη του κοριτσιού, έχουμε κάποια πιθανότητα να επανορθώσουμε το
βασικό του λάθος στο θέμα της γυναικείας σεξουαλικότητας.
Εγώ, σαν γυναίκα, θέλω να ψάξω απ’ την
αρχή αυτή τη θεωρία που βασίστηκε σε αντρικές φαντασιώσεις και διατυπώθηκε στην
αντρική γλώσσα. Μια γλώσσα η οποία περιέχει λέξεις που σημάδεψαν
ανεξίτηλα τη θηλυκότητα και που πολλές απ’ αυτές, εξαιτίας του ιδιόμορφου κώδικα
στον οποίο υπάγονται, κατάφεραν ν’ αποκλείσουν τη γυναίκα από τις περιοχές του
άντρα. Το καταλαβαίνουν άραγε οι άντρες ότι οι γυναίκες είναι αποκλεισμένες, εν
μέρει ή συνολικά, από έννοιες που χρησιμοποιούνται τόσο συχνά στα ψυχαναλυτικά
συγγράμματα και εκφράζονται με τις λέξεις: ΥΠΕΡΕΓΩ, ΕΞΙΔΑΝΙΚΕΥΣΗ, ΗΔΟΝΗ,
ΦΑΛΛΙΣΜΟΣ;…
Μετά το θάνατο του Φρόυντ οι ψυχαναλυτές
δεν έχασαν στιγμή, με αποτέλεσμα αυτή τη στιγμή η εξαιρετική
πολυπλοκότητα των ψυχαναλυτικών συγγραμμάτων ν’ αποπροσανατολίζει, αφού
στρέφοντας την προσοχή μας στον
τύπο (την ορολογία) μας απομακρύνει από
την
ουσία. Μπλεχτήκαμε στον πόλεμο των ψυχαναλυτικών φωνημάτων
παραγνωρίζοντας έτσι τον υπόγειο πόλεμο των φύλων. Εξαιτίας αυτής της
παραγνώρισης ο πόλεμος ανάμεσα στα δύο φύλα ξεσπάει τώρα με τόση ορμή.
Δε ρίχνω όλη την ευθύνη στους ψυχαναλυτές, σίγουρα όμως σε κάτι έχουν
φταίξει: δεν είναι δυνατό ν’ ασχολείται κανείς καθημερινά με το υποσυνείδητο των
δύο φύλων χωρίς να βγάζει μερικά συμπεράσματα για το διαφορετικό τρόπο
λειτουργίας και για τις επιθυμίες του καθενός. Δε μπορούμε να έχουμε τον
τελευταίο λόγο στη θεραπεία, μπορούμε να βγάλουμε ωστόσο μερικά γενικά
συμπεράσματα σχετικά με το αντρικό και το γυναικείο υποσυνείδητο.
Για παράδειγμα, η σχέση εξουσιαστή – εξουσιαζόμενου που καταγγέλλουν οι
γυναίκες – τόσο στο οικογενειακό όσο και στο κοινωνικό επίπεδο – πρέπει να
μελετηθεί όταν δημιουργείται για πρώτη φορά στη ζωή της γυναίκας. Δεν είναι με
τον άντρα που δημιουργείται για πρώτη φορά αυτή η σχέση αλλά με μιαν ΑΛΛΗ
γυναίκα: τη ΜΗΤΕΡΑ. Δεν είναι λοιπόν απαραίτητο να ξαναμελετήσουμε τη σχέση
μητέρας – κόρης αν θέλουμε να κατανοήσουμε τί ακριβώς συμβαίνει αργότερα στη
σχέση με τον άντρα; Γιατί αυτό που βιώνουμε στη σχέση με τον άντρα δεν είναι
παρά μια επανάληψη – τί είναι αυτό που επαναλαμβάνεται όμως;
Αν αρχικά ο Φρόυντ ικανοποιήθηκε φτιάχνοντας μια φαινομενικά λογική θεωρία,
που μας υποβάθμιζε ιδιαίτερα σαν γυναίκες, δεν ήταν σαν να γκρέμιζε στο τέλος με
τα χέρια του ό’ τι είχε με τόσο κόπο οικοδομήσει; Δεν παραδέχτηκε κατά κάποιο
τρόπο την ανικανότητά του να κατανοήσει την ανάπτυξη του κοριτσιού; Δεν ήταν σαν
να μας υποδείκνυε ο ίδιος τις παραλείψεις του όταν έγραφε στη Marie Bonaparte,
ψυχαναλύτρια εκείνης της εποχής, και τη ρωτούσε:
«Τί επιθυμεί η γυναίκα;»
Θα σπάσω λοιπόν τη σιωπή που είναι η μοίρα των γυναικών και των ψυχαναλυτών.
Ξέρω βέβαια ότι αυτό που θα’ πρεπε κανονικά να γράψω, σαν γυναίκα που είμαι,
είναι κάποια μελέτη πάνω στην εκπαίδευση του παιδιού – αυτόν μόνο τον τομέα μας
έχουν παραχωρήσει. Αρνούμαι όμως αυτό το παιχνίδι της μητέρας και του παιδιού,
γιατί δεν είμαι καθόλου σίγουρη ότι η εκπαίδευση είναι μόνο γυναικεία αποστολή,
παρά τη σχετική επιθυμία που εκφράζουν ορισμένες γυναίκες και αντίθετα βέβαια με
αυτό που πιστεύουν οι άντρες…
Το Οιδιπόδειο μας έχει παίξει τόσα παιχνίδια, και στους μεν και στους δε, που
προτού μιλήσουμε για τους ρόλους μας, είναι πιο φρόνιμο να εξετάσουμε τις
ιστορίες μας …κι οι ιστορίες μας περνούν από το Οιδιπόδειο. Θα χρειαστεί λοιπόν
ν’ αναλύσουμε τη λογική του, ν’ ανακαλύψουμε τις παγίδες του και να
καταγγείλουμε τα αδιέξοδά του.
Το Οιδιπόδειο που πέρασε ο Φρόυντ και που
γι’ αυτό μας μίλησε, δεν ήταν παρά το Οιδιπόδειο ενός μικρού αγοριού που ζούσε
μέσα σε μια κοινωνία, όπου ο ρόλος του άντρα ήταν «κοινωνικός» και της γυναίκας
«οικογενειακός». Αν οι ρόλοι αυτοί αντιστραφούν ή αν απλά το
περιεχόμενό τους μοιραστεί, όπως προτείνουν οι φεμινίστριες, τι θα συμβεί άραγε
στο παιδί του κάθε φύλου;
Ήρθε η ώρα
να ξαναδώσουμε πίσω στη γυναίκα
το δικαίωμα του λόγου που της είχε αφαιρεθεί. Ν’ ακούσουμε τί έχει να
πεί αντί να κλείνουμε τα αυτιά μας όπως κάνουν οι περισσότεροι άντρες – που τους
χαλάει την «τάξη» των πραγμάτων αυτή η φωνή που έρχεται από μακριά. Τόσο η
γυναικεία ψυχαναλυτική σιωπή γύρω από τη γυναικεία σεξουαλικότητα, όσο και η
ακατάπαυστη αντρική φλυαρία γύρω απ’ αυτήν μας οδηγεί στο εξής ερώτημα:
Δεν υπάρχει άραγε καμία γυναίκα που θα «τολμήσει» να θυμηθεί την παιδική της
ηλικία όπως έκανε ο Φρόυντ; Γιατί οι γυναίκες εξακολουθούν να ορίζονται από τις
αντρικές αναμνήσεις;
Ως πότε θα δεχόμαστε να
κυβερνάει τη ζωή μας το Οιδιπόδειο του άντρα; Ως πότε θ’ ανεχόμαστε να
ξεκαθαρίζει με μας ο άντρας τους ανοιχτούς λογαριασμούς του με τη
ΜΗΤΕΡΑ;
Γιατί ο Φρόυντ δέχτηκε μια τόσο βίαιη επίθεση απ’ τις γυναίκες; Γιατί αυτός
κι όχι κάποιος άλλος; Αφού ξέρουμε καλά πως δεν είναι ο μόνος σεξιστής, ο μόνος
φαλλοκράτης, ο μόνος εχθρός των γυναικών. Ναί, αλλά είναι ο μόνος που ανήγαγε τη
«δική του» αλήθεια σε αντικειμενική επιστήμη και τη «δική του» σεξουαλικότητα σε
πανανθρώπινη.
Στην ψυχανάλυση βρίσκουμε τη μορφή της γυναίκας όπως τη φαντάστηκε ένας
άντρας, μορφή που είναι βέβαια αρεστή και στους άλλους άντρες, αλλά που δεν έχει
σχεδόν καμία σχέση μ’ αυτό που είναι στ’ αλήθεια «η γυναίκα». Ο Φρόυντ στάθηκε ο
πρωταίτιος της παραμόρφωσης της γυναικείας σεξουαλικότητας. Συνειδητοποιώντας
ότι η νέα αυτή μορφή της απέχει πολύ απ’ την πραγματική, οι γυναίκες προσπαθούν
σήμερα να την αλλάξουν.
Αν στο ξεκίνημα της ψυχανάλυσης δε βρέθηκε καμία γυναίκα να θυμηθεί την
ιστορία του μικρού κοριτσιού που υπήρξε κάποτε, βρέθηκε ωστόσο ένας και
μόνον άντρας να θυμηθεί τη ζωή που έζησε σαν
μικρό αγόρι κοντά στη μητέρα του… Ας μην ξεχνάμε πως τον Φρόυντ τον λάτρευε η
μητέρα του: ήταν γυναίκα νέα, όμορφη, επιθυμητή, παντρεμένη μ’ έναν άντρα πολύ
μεγαλύτερό της, κι αντλούσε απ’ το γιό της τόση ευχαρίστηση, που βέβαια του
δημιουργούσε προβλήματα. Απ’ αυτήν ακριβώς τη συγκεκριμένη σχέση με τη μητέρα
του, ο μικρός Σίγκμουντ, όταν έγινε πιά άντρας, έβγαλε τα συμπεράσματά του για
την αντρική ανάπτυξη. Το ότι αυτά δεν έχουν μέχρι σήμερα αμφισβητηθεί σημαίνει
ότι ήταν σωστά. Δε συμβαίνει όμως το ίδιο σε ό’ τι αφορά τη γυναίκα.
Το γεγονός ότι δε συνάντησε δυσκολίες αναλύοντας την ανάπτυξη του αγοριού,
φαίνεται πως έκανε τον Φρόυντ να πέσει σε μια παγίδα «αναλογίας», με αποτέλεσμα
να ορίσει αρχικά την ανάπτυξη του κοριτσιού ως
συμμετρική πρός εκείνη του αγοριού, πράγμα που
τον οδήγησε σε περίεργες αντιφάσεις. Θέλησε να φτιάξει μια συμμετρία πάνω σε μια
βασική
ασυμμετρία, αυτήν των δύο φύλων. Θεωρούσε αναμφισβήτητη την
υπεροχή του αρσενικού φύλου.
Επομένως, έχοντας θέσει αυτό σαν πρώτο σκέλος του συλλογισμού του, ήταν
υποχρεωμένος να χαράξει για το κορίτσι μια πολύπλοκη εσωτερική πορεία, τέτοια
που να τεκμηριώνει και να δικαιολογεί την «υπεροχή» του αρσενικού φύλου.
Φαίνεται λοιπόν πως χρειάστηκε αρκετό κόπο για να επεξεργαστεί τη θεωρία που
ανέπτυξε με κάθε λεπτομέρεια το 1905 στο
Τρία
δοκίμια για τη σεξουαλικότητα, και που σήμερα φαίνεται γεμάτο από απίθανες
υποθέσεις. Να οι δύο πιό εντυπωσιακές απ’ αυτές: ο «φθόνος του πέους» και η
«παραίτηση από την κλειτορίδα».
Ο φθόνος
του πέους, που στηρίζεται στην πεποίθηση ότι το κορίτσι υποφέρει επειδή δεν
έχει αρσενικό όργανο, είναι ένα δεδομένο που επαναλαμβάνεται ιδιαίτερα
σε όλα τα γραπτά του Φρόυντ που αναφέρονται στην παιδική σεξουαλικότητα του
κοριτσιού. Θα πρέπει ο Φρόυντ να είχε πολύ μεγάλη σιγουριά επειδή ανήκε στο μόνο
φύλο που άξιζε, όπως πίστευε (ή μήπως ένιωθε την τεράστια ανάγκη να πείσει γι’
αυτό τον εαυτό του), για να ορίσει σαν μοναδικά ελατήρια της ψυχολογικής
ανάπτυξης του κοριτσιού το φθόνο και τη ζήλια για το όργανο του αγοριού.
Θα χρειαστεί να περιμένουμε τη δημοσίευση μιας άλλης έρευνας από μια γυναίκα
αυτή τη φορά, για ν’ ακούσουμε κάτι το εντελώς διαφορετικό. Η Luce Irigaray
αποφασίζει, το 1974, να σπάσει επιτέλους την τυφλή εμπιστοσύνη σ’ ένα φροϋδικό
δόγμα.
Με δύο λόγια, η γυναίκα (σύμφωνα με την L. Irigaray) θα δεχόταν να
φαίνεται ότι χάνει ή έχει χάσει κάτι προκειμένου
ν’ αποφύγει να
δεί ο άντρας πως χάνει, πως του αφαιρούν κάτι. Γιατί
είναι αλήθεια πως ο άντρας δεν αποτελεί «όλον» περισσότερο απ’ ότι η γυναίκα.
Δεν έχει παρά αμυδρά χαρακτηριστικά θηλυκότητας (ατροφικά στήθη, απουσία
μήτρας). Κι η ψυχαναλύτρια συνεχίζει με μια λογική αυτή τη φορά αναντίρρητα
γυναικεία: «Η επιθυμία της γυναίκας να «το» έχει δίνει στον άντρα την ασφάλεια
ότι «το» έχει…
Αλλιώς γιατί να μην αναφερθούμε και σ’ έναν αντρικό ‘φθόνο του κόλπου’, ‘της
μήτρας’, ‘του τραχήλου’, κ.τ.λ. στην επιθυμία δηλαδή που νιώθει ο κάθε πόλος της
σεξουαλικής διαφοράς ‘να έχει ένα τέτοιο σαν του άλλου’; Στην αγανάκτησή του που
είναι ελαττωματικός, ελλειπτικός μπροστά στον ετερόφυλό του, τον άλλον. Στη
«μεροληψία» της φύσης, της μητέρας, που δε μας χάρισε παρά μόνον ένα φύλο;»
Τελικά ο φθόνος δεν είναι μόνο γυναικείος,
αλλά ανήκει και στα δύο φύλα εξίσου. Έχει σαν αντικείμενο τα σεξουαλικά
χαρίσματα του «άλλου». Κάτι τέτοιο αποδεικνύουν άλλωστε και τα σεξουαλικά
παιχνίδια των παιδιών, που συνίστανται στο να προσπαθεί το ένα να δεί τα
γεννητικά όργανα του άλλου. Σε όλα αυτά τα δοκίμια γύρω απ’ το φθόνο του πέους,
ο Φρόυντ δε μας μιλάει τελικά για το «δικό του» φθόνο του στήθους, της
θηλυκότητας, της μητρότητας; Για όλα όσα εμείς έχουμε και οι άντρες ανέκαθεν
ονειρεύονταν – οι ποιητές πάντα υμνούσαν; Πραγματικά πόσες πασίγνωστες ελεγείες,
πόσες αξιόλογες στροφές και πόσες σύγχρονες ωδές δεν αντηχούν στη μνήμη μας
υμνώντας το περίφημο στήθος, πηγή τόσων απολαύσεων για τον άντρα, πού, μια και
δεν το έχει ο ίδιος, μπορεί να το βλέπει και να το αγγίζει μόνο στον
«άλλον»;
Η λογοτεχνία ποτέ δεν έπαψε να πλέκει το
εγκώμιο στους λαιμούς, τα στήθη μας, τη λεπτή μας μέση, με δύο λόγια στο καθετί
που δεν έχει ο άντρας και το επιθυμεί. Το αντικείμενο του αρσενικού
φθόνου είναι ασφαλώς το στήθος, πολυτραγουδισμένο, ωραιοποιημένο, στολισμένο με
όλες τις χάρες της τρυφερότητας, της πληρότητας και της γλυκύτητας που
χαρακτηρίζουν τη μητέρα. Μπορούμε όμως να καταλήξουμε απ’ τον αντρικό «φθόνο του
στήθους» σ’ έναν αντίστοιχο γυναικείο «φθόνο του πέους»;
Πως μπορεί αυτή η καινούργια ψυχαναλυτική άποψη να καταγραφεί αντίθετα σε
τόσους αιώνες ποίησης και λογοτεχνίας; Πού μπορώ να διαβάσω εκείνο το άλλο
τραγούδι που, απ’ τη μεριά των γυναικών, υμνεί τα αντρικά χαρίσματα; Γιατί σ’
αυτό το αρσενικό όργανο που ο Φρόυντ το θεώρησε αντικείμενο φθόνου των γυναικών,
πρέπει να παραδεχτούμε ότι δεν έδωσαν μορφή, τόσο στην τέχνη όσο και στη
λογοτεχνία, παρά μόνον άντρες: ελληνική γλυπτική, ετρουσκική αγγειοπλαστική,
ζωγραφική του Πικάσο, του Σαγκάλ, του Νταλί, μυθιστορήματα του Ντ. Λώρενς, του
Χένρυ Μίλερ κ.α. Κι απ’ την πλευρά των γυναικών; Η σιωπή, η απουσία του λόγου:
αυτό το τόσο αγαπημένο, το τόσο επιθυμητό αντικείμενο δε φιγουράρει πουθενά,
ούτε στη γυναικεία λογοτεχνία ούτε στη γυναικεία ζωγραφική.
Η Annie Leclerc, απαριθμώντας τα χαρίσματα
που ανανεώνονται δίχως τέλος στο γυναικείο κορμί, δε διστάζει να τοποθετήσει το
φθόνο στο «αντίθετο στρατόπεδο»… Πραγματικά, ο φθόνος του πέους που μας
αποδίδουν, μπορεί να μην είναι παρά το αντίστροφο του «φθόνου του στήθους» που
κατέχει τους άντρες. Το στήθος όλοι το γνωρίσαμε αρχικά στην αγκαλιά της μητέρας
και μεγαλώνοντας το χάσαμε: από τότε ονειρευόμαστε πάντα να το ξαναβρούμε.
Την απώλεια όμως μόνον η γυναίκα είναι σε θέση να την επανορθώσει, και επειδή
το έχει στο ίδιο της το κορμί και επειδή αυτό που της δίνει ο άντρας, το δέχεται
ακριβώς όπως δεχόταν εκείνο που της έδινε άλλοτε η μητέρα. Το αντρικό όργανο,
που για τον ίδιο τον άντρα αποτελεί μέσο επίθεσης, η γυναίκα το δέχεται σαν
γενναιόδωρο στήθος.
«Όταν κάνουμε έρωτα, είμαι γεμάτη από σένα, μαγεμένη από σένα και το τραγούδι
των παλμικών σου κινήσεων, δε νιώθω πως με παίρνεις, νιώθω πως είμαι κεί
ολοκληρωμένη, περισσότερο ολοκληρωμένη παρά ποτέ…» Έτσι εκφράζονται οι γυναίκες
όταν αποφασίζουν να μιλήσουν ανοιχτά για τη σεξουαλικότητά τους. Δεν αναφέρονται
σε τίποτα απ’ ότι μπορεί να φαντάζεται πως ισχύει ο άντρας: δε νιώθουν σα να
«τις παίρνουν», να τις «κατακτούν», να τις «βιάζουν». Νιώθουν συνεπαρμένες,
υπέροχα ολοκληρωμένες, νιώθουν πληρότητα, νά πώς βιώνουν οι γυναίκες τη
σεξουαλική σχέση. Για να τα νιώσουν όλα αυτά χρειάζονται βέβαια το αντρικό πέος,
δεν το φθονούν όμως.
Ο «αποστερημένος» σ’ αυτή την υπόθεση
είναι επομένως ο άντρας, που δεν έχει άλλο τρόπο για ν’ αναπληρώσει την
αρχική απώλεια του μητρικού στήθους απ’ το να κοιτάζει και ν’ αγγίζει όσο το
δυνατόν πιό πολύ το γυναικείο στήθος. Ο άντρας είναι ο πεινασμένος, αυτός ποθεί
το στήθος, άλλο αν κατάφερε να μεταβιβάσει επιδέξια σ’ εμάς την ακόρεστη
επιθυμία του ξεγελώντας μας και ξεγελώντας ταυτόχρονα και τον ίδιο του τον
εαυτό. Οι άντρες δεν αγαπούν πραγματικά τις γυναίκες. Τις αποζητούν, τις ποθούν,
τις κερδίζουν, ωστόσο δεν μπορούν ακόμα να τις αγαπήσουν.
Όσο για τις γυναίκες, αυτές αλληλομισούνται. Να πού ανοίγει ένας καινούργιος
δρόμος στην ψυχανάλυση: όχι μόνο πρέπει να επανεξεταστεί η θεωρία για τη
γυναικεία σεξουαλικότητα, αλλά πρέπει να εξηγηθεί αυτό το μίσος «της γυναίκας
πρός τη γυναίκα». Εκείνο που απαιτεί μιαν εξήγηση δεν είναι ο φθόνος του πέους
αλλά η επιθετικότητα απέναντι στη μητέρα, την πρώτη γυναίκα στη ζωή του
κοριτσιού.
Η παραίτηση από τη κλειτοριδική
ηδονή: το ότι ο αυθεντικός
γυναικείος οργασμός είναι
αποτέλεσμα της εσωτερικής
αρσενικής διείσδυσης (πρός ζημιά των των
εξωτερικών κλειτοριδικών αισθήσεων που έχουν θεωρηθεί δευτερεύουσες,
εξαρτηματικές ή νευρωτικές) είναι ένα επιχείρημα που οι άντρες δεν έχουν πάψει
να χρησιμοποιούν με ευκολία, προκειμένου να ικανοποιήσουν τη δική τους
επιθυμία.
Αποκλείουν έτσι οποιαδήποτε απαίτηση απ’ τη μεριά των γυναικών σχετικά με την
ίδια τους την ηδονή! Ζούμε όμως στον αιώνα της πληροφόρησης και κανείς δε μπορεί
να υποστηρίξει για πολύ μια θέση που δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα.
Γιατί αυτό προσπάθησε να κάνει ο Φρόυντ. Μια αληθινή «νοερή κλειτοριδεκτομή», να
τί επιχείρησε να κάνει με βάση τη θεωρία του: να πείσει τη γυναίκα να παραιτηθεί
από ένα μέρος του κορμιού της που ο άντρας θεωρεί αρσενικό.
Για ν’ αυξήσει τις πιθανότητες να γίνει πειστικός, ο Φρόυντ φαντάζεται μιαν
αλλαγή της ερωτογενούς ζώνης: υποστηρίζει πως αυτή μετατοπίζεται από την
κλειτορίδα στον κόλπο, που βέβαια έχει δηλωθεί «θηλυκός», αφού είναι χωρίς
αμφιβολία χρήσιμος στον άντρα και τον οργασμό του. Η ατυχής παρομοίωση της
κλειτορίδας με το αρσενικό όργανο εμπλέκει τον Φρόυντ σε λαθεμένους
συλλογισμούς, που οδηγούν τις γυναίκες στην υποχρέωση να περιορίζονται σ’ ένα
μόνο μέρος του γεννητικού τους οργάνου: εκείνο που επιτρέπει ο άντρας.
Η γυναικεία ηδονή είναι τελικά υποταγμένη στην ηδονή «του άλλου»,
περιορισμένη στους τόπους που έχει ορίσει «ο άλλος» ή είναι διπλή και κατορθώνει
να ξεφύγει απ’ τον αντρικό έλεγχο; Ο άντρας έχει πραγματικά καταφέρει να κάνει
τη γυναίκα δέσμια του πέους του, που αποτελεί την πρώτη αξία του φαλλοκρατικού
συστήματος, ή μήπως η γυναίκα μπορεί και δραπετεύει μέσα απ’ τα μυστικά
μονοπάτια ενός κρυφού οργασμού;
Η κλειτορίδα σαν αντικείμενο επιστημονικής παρατήρησης – στο επίπεδο
συνουσίας κι όχι πιά στη φαντασία μιας φαλλοκρατικής κοινωνίας – αποκαλύπτεται
σαν όργανο με πλούσιες νευρώσεις από σωματίδια του Pacini. Έχει αποδειχτεί πως
δεν υπάρχει οργασμός χωρίς κάποια, μικρή ή μεγάλη, συμμετοχή της κλειτορίδας. Ο
κόλπος, αντίθετα, έχει οριστεί σαν αναίσθητος, εκτός απ’ το κατώτερο τμήμα του.
Οι γυναίκες επομένως πασχίζουν να έρθουν σε οργασμό με ένα ακατάλληλο όργανο –
εκτός αν, χωρίς να το ομολογούν, χρησιμοποιούσαν από πάντα τις κλειτοριδικές
τους αισθήσεις. Αυτό δε θα γίνει γνωστό παρά μόνον όταν οι γυναίκες πάψουν να
ντρέπονται να μιλήσουν γι’ αυτό το «καταδικασμένο» από πολλούς όργανο…
Οι γυναίκες μόλις τώρα ξαναρχίζουν να δείχνουν αυτό
που είναι κι όχι εκείνο που οι άντρες
θέλουν
να είναι. Κινδυνεύουν έτσι να πάψουν να είναι αποδεκτές και θα υποχρεωθούν
να επιστρέψουν στον εαυτό τους (μοναξιά ή ομοφυλοφιλία;). Είναι ριψοκίνδυνο να
στοιχηματίζουμε. Μας έχουν μάθει να μετράμε τις δυνάμεις μας περισσότερο παρά να
νικάμε. Οι θανατηφόρες ευχές των αντρών δεν έχουν πάψει να προκαλούν φόβο στις
γυναίκες. Γι’ αυτό διαλέγουν συχνά τη σιωπή μπροστά στο θάνατο.
Παρ’ όλα όσα είχε πεί και ξαναπεί, ο Φρόυντ ένιωθε στις τελευταίες του μέρες
ότι είχε προχωρήσει ελάχιστα σε ό’ τι αφορά το πρόβλημα της γυναίκας και δε
δίστασε να το αναγνωρίσει δημόσια το 1925: «Γνωρίζουμε λιγότερο καλά τη
σεξουαλική ζωή του κοριτσιού από του αγοριού. Ας μην ντραπούμε να το πούμε: η
σεξουαλική ζωή της ενήλικης γυναίκας είναι ακόμα μια μαύρη ήπειρος (dark
continent) για την ψυχολογία».
Να λοιπόν πώς πρωτοπροφέρθηκε αυτός ο περίφημος όρος που προξένησε τόση
ανησυχία, μια υποκειμενική αναφορά που κατέληξε να γίνει καταστροφική. Αυτή η
ήπειρος είναι ΜΑΥΡΗ μόνο για τον Φρόυντ, γιατί του προκαλεί φόβο, όπως άλλωστε
του προκαλούσε φόβο καθετί το άγνωστο. Αρκεί να θυμηθούμε τη φοβία του για τα
ταξίδια. Τί να πεί κανείς τότε για το ταξίδι «στην άγνωστη» ήπειρο που
αντιπροσωπεύει η ΓΥΝΑΙΚΑ για τον άντρα;
Αυτό το μαύρο χρώμα μας παραπέμπει στη ΝΥΧΤΑ με τα λίγο πολύ τρομαχτικά της
φαντάσματα, τα κακοποιά πνεύματα, τα θανατηφόρα οράματα, τους τρομερούς
εφιάλτες. Τη νύχτα όλα μπορούν να συμβούν: είμαστε ανυπεράσπιστοι, παραδομένοι
στις αόρατες δυνάμεις που με τόση ευκολία αποκρούουμε την ημέρα. Ο Φρόυντ εδώ
αποκαλύπτει τον πραγματικό τρόμο του για τη γυναίκα, τόσο καλά καλυμμένο μέχρι
τότε κάτω από μια θεωρία που αποσκοπούσε να «την» κρατήσει υποβαθμισμένη. Όλα
αυτά αποδεικνύουν πως οι αντιλήψεις του για τη γυναίκα δεν ήταν βασισμένες στη
γυναικεία πραγματικότητα αλλά στον
αντρικό φόβο.
Ο Φρόυντ είτε φτιάχνει αυθαίρετες θεωρίες
είτε πανικοβάλλεται μπροστά σε ό’ τι αφορά τη γυναίκα. Πηγαίνει απ’ το
μαύρο στο άσπρο, απ’ το αδιαμόρφωτο σε κείνο που είναι αδύνατο να διαμορφωθεί:
«Ό’ τι σχετίζεται με το θέμα του πρώτου δεσμού με τη μητέρα, μου φάνηκε πολύ
δύσκολο να το αναλύσω, τόσο θαμπό απ’ το χρόνο, τόσο ξεθωριασμένο, που μόλις
είναι σε θέση ν’ αναβιώσει σα να είχε υποστεί μια ιδιαίτερη αμείλικτη άπωση».
Γιατί όμως μιλάει μ’ αυτόν τον τρόπο μόνο για ό’ τι αφορά τη γυναίκα; Οι άντρες
θυμούνται καλύτερα τη μήτρα και την αγκαλιά που τους κρατούσε;
Όχι, απλούστατα ο Φρόυντ, παρόλο που στις Νέες διαλέξεις παύει να εκμηδενίζει
τη γυναίκα όπως συνήθιζε, νιώθει την ανάγκη ωστόσο να την κρατήσει πολύ μακριά:
στη σπηλιά (μαύρη) ή στους αγρούς (άσπρη). Εκεί είναι οπωσδήποτε πολύ πιό βολικά
τοποθετημένη για κείνον απ’ ότι θα ήταν αν έστεκε απέναντί του. Γιατί πώς ν’
αντιμετωπίσει πρόσωπο με πρόσωπο εκείνην που είχε αρχικά λατρέψει και που την
παραμέρισε στη συνέχεια για χάρη μιας άλλης;
Ο Φρόυντ υποχρεώνεται επιτέλους ν’ αντικρύσει εκείνην που είχε προτιμήσει να
φανταστεί παρά να δεί στην πραγματικότητα
: γι’
αυτήν δεν ισχύει κανένα από τ’ αξιώματα που ισχύουν για το αγόρι, ιδιαίτερα
το οιδιπόδειο σύμπλεγμα, πάνω στο οποίο στηρίζεται όλη η αρσενική δομή, δεν
ισχύει για το κορίτσι. Η βασική φροϋδική αρχή που λέει ότι «η πρώτη επιλογή
ερωτικού αντικειμένου που κάνει το παιδί είναι μια αιμομικτική επιλογή» δε
βρίσκει εφαρμογή στο κορίτσι αφού το μεγαλώνει η μητέρα του, που ανήκει στο ίδιο
φύλο μ’ εκείνο.
Είναι ολοφάνερο ότι ο Φρόυντ πρός το τέλος
της ζωής του θέλησε να ελευθερώσει το πουλί, οι φεμινίστριες όμως τον κατηγορούν
ότι προηγουμένως είχε φροντίσει να του κόψει τα φτερά. Οι άντρες
ψυχαναλυτές δε θεώρησαν ποτέ κλοπή το ότι παίρνοντας τον λόγο διεκδίκησαν και
την αποκλειστικότητά του, κι όμως έτσι κατάφεραν να μιλούν
στη θέση
μας και αφαιρώντας μας το δικαίωμα του λόγου μας αφαίρεσαν μαζί και το
δικαίωμα να ορίζουμε την ίδια μας τη σεξουαλικότητα, που την προσαρμόζουν στα
μέτρα των δικών τους φαντασιώσεων.
Η θεωρία της ψυχανάλυσης συνέχισε να διαδίδεται προφορικά και να γράφεται
αποκλειστικά από άντρες. Ο λόγος που διακόπηκε η εξέλιξη της επιστήμης της
ψυχανάλυσης (με αποτέλεσμα να επαναλαμβάνονται από ένα σημείο και πέρα οι ίδιες
πάντα θεωρίες) είναι ότι ακόμα και στον ψυχαναλυτικό κύκλο κυριάρχησε η
οιδιπόδεια δομή πατριαρχικού τύπου, σύμφωνα με την οποία ο άντρας σκέφτεται «Δεν
θα σκοτώσω τον πατέρα» και η γυναίκα «Δε θα δυσαρεστήσω τον άντρα…»
Στα πρώτα χρόνια της παιδικής ηλικίας εγκαθιδρύεται η σχέση του οιδιπόδειου
συμπλέγματος, στο πλαίσιο της οποίας το αγόρι συγκεντρώνει τις σεξουαλικές του
επιθυμίες στο πρόσωπο της μητέρας του. Η πρώτη επομένως επιλογή ερωτικού
αντικειμένου που κάνει το παιδί είναι αιμομικτικής φύσης. Η μητέρα ήταν το πρώτο
του ερωτικό αντικείμενο και συνεχίζει να είναι.
Τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά για το μικρό κορίτσι. Είχε και αυτό σαν
πρώτο αντικείμενο τη μητέρα του. Πώς βρίσκει το δρόμο για τον πατέρα; Πώς, πότε
και γιατί αποσπάται απ’ τη μητέρα; Το Οιδιπόδειο λοιπόν είναι η ιστορία της
υποσυνείδητης σεξουαλικής επιθυμίας, η «αιμομικτική» διασταύρωση των φύλων –
επιθυμία του γιού για τη μητέρα του και της μητέρας για το γιό της – υφίσταται
μόνο απ’ τη μια πλευρά.
Τί συμβαίνει την ίδια περίοδο στο
κορίτσι; Αφού το μεγαλώνει η μητέρα του, δεν έχει πρόσβαση στο
αντικείμενο της αιμομικτικής του επιλογής, που είναι ο πατέρας, και δε γνωρίζει
τη διασταύρωση των φύλων. Είναι λοιπόν κενός ο αέρας που εισπνέει αυτό το
κοριτσάκι – που αργότερα θα παρουσιάζει τόσο συχνά φοβίες για το κενό,
εκπληκτική βουλιμία ή ανορεξία;
Στις γυναίκες εμφανίζονται τόσα παρόμοια συμπτώματα (που έχουν να κάνουν με
το κενό και το πλήρες), που δεν μπορεί να μην τεθεί το ερώτημα: με τί γεμίζει
ψυχικά το κοριτσάκι, εφόσον του δίνει το μπιμπερό μια γυναίκα που βέβαια δεν το
επιθυμεί, αφού ανήκει στο ίδιο φύλο μ’ εκείνο; Μπορεί το κορίτσι ν’ «αρκεστεί»
στη μητέρα του; Είναι φανερό πως όχι, αφού βλέπουμε πως ύστερα απ’ αυτήν την
πρώτη σχέση τους με μιαν άλλη γυναίκα οι περισσότερες γυναίκες στρέφονται πρός
τον άντρα.
Ποιά κείμενα λογοτεχνίας, ποιά σκίτσα παρουσιάζουν τον πατέρα να φροντίζει το
παιδί του; Να του δίνει το μπιμπερό ή να το καθαρίζει όταν λερώνεται; Κάτι
τέτοιο ακόμα δε γίνεται παρά μόνο στο επίπεδο της εξαίρεσης, της αμφισβήτησης.
Γιατί απλούστατα ο άντρας δεν το θέλει. Κι ακόμα και αν το ήθελε, θα το ανεχόταν
η γυναίκα; Ο άντρας και η γυναίκα παίρνουν μέρος σε μια κοινή συμφωνία που κατά
κάποιο τρόπο μοιράζει τους ρόλους: ο άντρας, έχοντας αποκλείσει τη γυναίκα απ’
οποιονδήποτε κοινωνικό ρόλο, της παραχωρεί μόνο τον οικογενειακό. Ο σεξισμός
κυριαρχεί στο εσωτερικό της οικογένειας με τον ίδιο και απαράλλακτο τρόπο που
κυριαρχεί και στο εξωτερικό της.
Η γυναίκα ασχολείται με το παιδί, ο άντρας
με το χρήμα. Ποιός μπορεί να το αρνηθεί; Στις μεσογειακές χώρες ο
πατέρας δεν είναι προορισμένος ν’ ασχολείται με το «μικρό», είτε είναι δικό του
είτε ξένο παιδί. Απουσιάζει απ’ την ανατροφή του παιδιού κι η αλήθεια είναι πως
θα’ πρεπε να έχει μεγάλο πείσμα για να επιμείνει να συμμετέχει σ’ αυτήν! Θα’
πρεπε να πείσει γι’ αυτό τόσο τους συναδέλφους του όσο και τη γυναίκα του, που
με δυσκολία θα του ανέθετε την ευθύνη του παιδιού, αφού αυτή είναι η δική της
αποστολή, όπως τη λένε, φυσική και έμφυτη στη γυναίκα.
Ο άντρας, αυτός, έχει σαν κύρια αποστολή να φέρνει χρήματα για να τρέφει τους
διάφορους πρωταγωνιστές του δράματος που παίζεται κάτω απ’ τη στέγη του σπιτιού
και στο οποίο εκείνος τις περισσότερες φορές δεν παίρνει μέρος. Για το παιδί και
τις νευρώσεις του μιλάει συνήθως η μητέρα, σπάνια ο πατέρας: αυτό τ’ αφήνει στη
γυναίκα του (είναι άλλωστε και το μόνο που της αφήνει). Όλα τα υπόλοιπα τ’
αναλαμβάνει εκείνος και όταν γυρίζει το βράδυ εκείνο που θέλει είναι να
απαλλαγεί, θέλει την ειρήνη, τη γαλήνη, δεν μπορεί ν’ ανεχτεί τον πόλεμο, λες
και ο πόλεμος είναι το καθημερινό του ψωμί, λες και δεν κάνει τίποτε άλλο απ’ το
να πολεμάει, τόσο έξω απ’ την οικογένεια όσο και μέσα σ’ αυτήν.
Ποιά είναι η σχέση του άντρα με τον πόλεμο; Με τον πόλεμο που είχε άλλοτε
κηρύξει στη μητέρα του, με τον πόλεμο που τώρα ξαναβρίσκει ανάμεσα στη γυναίκα
και το γιό του; Του έχει μείνει λοιπόν μια τόσο κακή ανάμνηση απ’ τη σχέση
μητέρας – παιδιού, που δε θα δεχόταν με τίποτα να ξαναμπλέξει σ’ αυτήν; Του είχε
αφήσει τόσο βαθιά τραύματα η δική του «αιμομικτική» επιλογή, που δε θα’ θελε με
κανέναν τρόπο να επέμβει στη σχέση της γυναίκας και του γιού του; Φοβάται λοιπόν
ακόμα τόσο την πανίσχυρη μητέρα, που δεν τολμάει ν’ αντιταχθεί στην εξουσία που
αυτή έχει πάνω στο γιό τους; Δεν είναι η ανάμνηση του ΠΟΛΕΜΟΥ που γεννάει τώρα
την επιθυμία του για ΕΙΡΗΝΗ;
Έτσι, στ’ όνομα του δικού του Οιδιπόδειου, θα προσπεράσει εκείνο του γιού του
και θα καταστήσει αδύνατο εκείνο της κόρης του. Προτιμάει συνήθως την ανάγνωση
και τη διήγηση πολέμων και συγκρούσεων που συμβαίνουν έξω απ’ την οικογένεια:
βυθίζεται στο διάβασμα της εφημερίδας, απαιτεί ησυχία μπροστά στην τηλεόραση,
υποχρεώνει τον καθένα ν’ απωθήσει τις προσωπικές του συγκρούσεις για χάρη των
εθνικών και διεθνών δυσκολιών. Τί παράξενος πατέρας είν’ αυτός! Θέλησε να κάνει
παιδιά για να μην ασχολείται μαζί τους! Τί παράξενη μητέρα ειν’ αυτή! Είναι
ενθουσιασμένη που έχει αναλάβει μόνη της τα παιδιά!
Αυτό το παιδί που το ήθελαν κι οι δύο γονείς γίνεται – εφόσον γεννιέται στον
κόλπο μιας πατριαρχικής οικογένειας – «αντικείμενο της μητέρας» και μόνο.
Σπανίζουν οι γυναίκες που δε θεωρούν τον εαυτό τους αναντικατάστατο παιδαγωγό
και τον άντρα αναρμόδιο! Αλλά ποιός έβαλε αυτές τις ιδέες στο μυαλό των
γυναικών; Ο ίδιος ο άντρας βέβαια, που απ’ τη μανία του ν’ αποφύγει τη γυναίκα
μοίρασε τα καθήκοντα σε εξωτερικά κι εσωτερικά και, κρατώντας για τον εαυτό του
τα εξωτερικά, ανέθεσε τα εσωτερικά στη γυναίκα του, έτσι ώστε να μην
ξανασυναντηθούν ποτέ πιά, όπως πίστευε, στον ίδιο χώρο.
Σίγουρα, αλλά ο χώρος που παραχωρήθηκε μ’ αυτόν τον τρόπο στις γυναίκες δεν
είναι τεράστιος; Δεν είναι αχανής σε σύγκριση με το χώρο στον οποίο κινείται ο
άντρας; Αν οι δικές του ενέργειες έχουν σαν σκοπό την ευμάρεια και την
κατανάλωση, το έργο της γυναίκας δεν είναι ν’ ανοίξει την όρεξη και να ξυπνήσει
τις επιθυμίες του μελλοντικού καταναλωτή; Ο Φρόυντ παραπλανήθηκε κάπως σ’ αυτό
το σημείο, αλλά είτε το θέλει είτε όχι, είτε το ξέρει είτε όχι, η μητέρα είναι
που ξυπνάει όλες τις αισθήσεις του μωρού.
Απ’ αυτήν θα μάθει κάθε ηδονή: ο παιδικός αυνανισμός, που αποτελεί τόσο συχνό
φαινόμενο, δεν είναι παρά η προσπάθεια του παιδιού να προκαλέσει μόνο του τους
ερεθισμούς που του προκαλεί η αθώα, βέβαια, μητέρα. «Οι σχέσεις του παιδιού με
τα πρόσωπα που το φροντίζουν αποτελούν πηγή σεξουαλικών ερεθισμών και
ικανοποιήσεων, ξεκινώντας από τις ερωτογενείς ζώνες. Κι αυτό ακόμα περισσότερο
αφού το πρόσωπο που έχει αναλάβει τη φροντίδα (γενικά, η μητέρα) μαρτυρεί στο
παιδί τα συναισθήματα που προέρχονται από τη δική της σεξουαλική ζωή…
Μια μητέρα πιθανόν θα δοκίμαζε ζωηρή έκπληξη, αν της έλεγαν ότι
με την τρυφερή συμπεριφορά της αφυπνίζει τα σεξουαλικά ένστικτα του παιδιού της
και καθορίζει τη μελλοντική τους ένταση …κι έπειτα, ακόμα κι αν η
μητέρα ήταν καλύτερα πληροφορημένη για τη σημασία των σεξουαλικών ενστίκτων στο
σύνολο της διανοητικής ζωής, δε θα δεχόταν να την κατηγορήσουν στο παραμικρό.
Γιατί δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να εκπληρώνει το καθήκον της μαθαίνοντας το
παιδί ν’ αγαπάει, και το παιδί πρέπει να γίνει ένα ολοκληρωμένο και υγιές όν,
προικισμένο με μια σεξουαλικότητα σωστά αναπτυγμένη. Με άλλα λόγια, η μητέρα
είναι ο πρώτος άνθρωπος που μυεί το παιδί στο μυστήριο του ερωτισμού κι η
ευχαρίστηση του παιδιού έρχεται σαν απάντηση στην ευχαρίστηση της μητέρας.
Αν λοιπόν λάβουμε υπόψη πως η μητέρα –
παιδαγωγός είναι μια γυναίκα που δε βρίσκει το συμπλήρωμά της παρά στο αντρικό
φύλο, θα γίνει αμέσως φανερό πως ο γιός της αποτελεί γι’ αυτήν «σεξουαλικό
αντικείμενο» ενώ η κόρη της όχι. Αυτό βέβαια σημαίνει πως το αγόρι
βρίσκει αντίστοιχα στη μητέρα του ένα «ικανοποιητικό σεξουαλικό αντικείμενο» ενώ
το κορίτσι όχι αφού το δικό του ερωτικό αντικείμενο είναι ο πατέρας.
Το γεγονός ότι η ίδια η μητέρα – που ανήκει στο γυναικείο φύλο – ασχολείται
και με το αγόρι και με το κορίτσι, αρκεί για να γεννηθεί μια βασική ασυμμετρία
ανάμεσα στα φύλα: το ένα φύλο, το αρσενικό, έχει ένα επαρκές σεξουαλικό
αντικείμενο απ’ τη στιγμή που γεννιέται, ενώ το άλλο φύλο, το θηλυκό, δεν έχει
και πρέπει να περιμένει ώσπου να συναντήσει έναν άντρα ώστε να μπορέσει να
γνωρίσει την ικανοποίηση. Δε χωράει επομένως αμφιβολία πως ένα αίσθημα
ανικανοποίητου γεννιέται και ριζώνει στην ψυχή της γυναίκας.
Η συμμετρία ανάμεσα στα φύλα αποδεικνύεται
αρχικά αδύνατη απέναντι στη μητέρα. Αυτή η διαφορά που σχηματίζεται απ’
την κούνια θα εξελιχθεί σε μια ασυμφωνία ανάμεσα στους ενήλικες των δύο φύλων,
που θα’ ναι δύσκολο να ξεπεραστεί. Το κοριτσάκι πρέπει να βρεί κάποιον άλλο
τρόπο να «διαμορφωθεί» αφού δεν έχει πρόσβαση στο αντίθετο φύλο. Το κορμί του
κοριτσιού δεν είναι αρχικά επιθυμητό από κανένα.
Δεν έχει πρωταρχικό ερωτικό αντικείμενο για το λόγο ότι δεν υπάρχουν πολλοί
πατεράδες που να μένουν σπίτι για ν’ ασχοληθούν με την κόρη τους. Μπορούμε
λοιπόν να πούμε πως οι «οιδιπόδειες» γυναίκες, που να’ χουν σαν πρώτο ερωτικό
αντικείμενο τον πατέρα, δεν υπάρχουν, τουλάχιστον όχι ακόμα. Υπάρχουν μόνο
κορίτσια που βιώνουν με τη μητέρα τους μια σχέση στερημένη από επιθυμία και που
στρέφονται λίγο πολύ όψιμα προς τον πατέρα.