Οι δυο ερωτευμένοι έφυγαν ευχαριστημένοι. Θα μπορούσαν να χαρούν τον ερωτά τους. Έτσι χώρισαν αισιόδοξοι περιμένοντας τον Μάρτη.
Όμως ήταν ακόμα Φθινόπωρο και ο καιρός κυλούσε αργά. Οι δυσκολίες της καθημερινότητας, οι υποχρεώσεις του καθένα – τόσο διαφορετικές, τόσες πολλές - τους απομάκρυναν … τους απομάκρυναν … τους απομάκρυναν ….
Στην αρχή δεν έδωσαν σημασία. Πίστευαν ότι η αγάπη τους όλα θα τα ξεπεράσει. Τα πικρόχολα σχόλια του Φθινόπωρου … τα ερωτικά καλέσματα του Σεπτέμβρη, που βάλθηκε να τους παρασύρει σε ερωτικά ξεμοναχιάσματα, πότε τον έναν και πότε την άλλη … την περιπαιχτική διάθεση του Οκτώβρη που γελούσε με την απόφασή τους, τις χαιρέκακες ματιές του Νοέμβρη …. Στο τέλος τα βάσανά ξεχείλισαν στα τσουβαλάκια τους και λύγισαν.
Άρχισαν να αμφιβάλουν. Μήπως οι άλλες εποχές και οι μήνες είχαν δίκιο? Μήπως έπρεπε να συνεχίσουν χωριστά? Ο ένας παρέα με τους άσπρους λύκους του και η άλλη με τα τριαντάφυλλα του κήπου της.
Ο Δεκέμβρης τους βρήκε χωριστά. Ήταν η περίοδος που ο Χειμώνας είχε φούριες. Έπρεπε να φροντίσει πολλά και σιγά σιγά ξέχασε την Άνοιξη.
Η Άνοιξη μαράθηκε. Αν και δε μετάνιωσε ούτε για μια στιγμή για την απόφαση της, πριν καιρό, να ψάξει το Χειμώνα, αναπολούσε την περίοδο πριν τον γνωρίσει. Τότε που, αν και δε χαμογελούσε πάντα, της αρκούσε να βοηθά τη φύση και τους ανθρώπους να ζωντανέψουν από το λήθαργο του χειμώνα.
Ετοίμασε τα πράγματά της για να φύγει, όμως δεν μπόρεσε. Έτσι θέλησε να κάνει μια τελευταία προσπάθεια. Αν δεν πετύχαινε τουλάχιστον θα είχε κάνει ένα δώρο στον αγαπημένο της, για να τη θυμάται. Πήγε λοιπόν στη Βασίλισσα Εποχή και την παρακάλεσε να τη βοηθήσει και πάλι. Και η Βασίλισσα της έκανε το χατίρι …
Έτσι κάθε χρόνο τον Ιανουάριο, μες το καταχείμωνο, για δύο εβδομάδες ο καιρός γλυκαίνει, η θάλασσα και οι άνεμοι γαληνεύουν, και η καρδιά του Χειμώνα ζεσταίνεται και θυμάται την αγαπημένη του.
Και τότε η Άνοιξη ελπίζει …
Όμως ήταν ακόμα Φθινόπωρο και ο καιρός κυλούσε αργά. Οι δυσκολίες της καθημερινότητας, οι υποχρεώσεις του καθένα – τόσο διαφορετικές, τόσες πολλές - τους απομάκρυναν … τους απομάκρυναν … τους απομάκρυναν ….
Στην αρχή δεν έδωσαν σημασία. Πίστευαν ότι η αγάπη τους όλα θα τα ξεπεράσει. Τα πικρόχολα σχόλια του Φθινόπωρου … τα ερωτικά καλέσματα του Σεπτέμβρη, που βάλθηκε να τους παρασύρει σε ερωτικά ξεμοναχιάσματα, πότε τον έναν και πότε την άλλη … την περιπαιχτική διάθεση του Οκτώβρη που γελούσε με την απόφασή τους, τις χαιρέκακες ματιές του Νοέμβρη …. Στο τέλος τα βάσανά ξεχείλισαν στα τσουβαλάκια τους και λύγισαν.
Άρχισαν να αμφιβάλουν. Μήπως οι άλλες εποχές και οι μήνες είχαν δίκιο? Μήπως έπρεπε να συνεχίσουν χωριστά? Ο ένας παρέα με τους άσπρους λύκους του και η άλλη με τα τριαντάφυλλα του κήπου της.
Ο Δεκέμβρης τους βρήκε χωριστά. Ήταν η περίοδος που ο Χειμώνας είχε φούριες. Έπρεπε να φροντίσει πολλά και σιγά σιγά ξέχασε την Άνοιξη.
Η Άνοιξη μαράθηκε. Αν και δε μετάνιωσε ούτε για μια στιγμή για την απόφαση της, πριν καιρό, να ψάξει το Χειμώνα, αναπολούσε την περίοδο πριν τον γνωρίσει. Τότε που, αν και δε χαμογελούσε πάντα, της αρκούσε να βοηθά τη φύση και τους ανθρώπους να ζωντανέψουν από το λήθαργο του χειμώνα.
Ετοίμασε τα πράγματά της για να φύγει, όμως δεν μπόρεσε. Έτσι θέλησε να κάνει μια τελευταία προσπάθεια. Αν δεν πετύχαινε τουλάχιστον θα είχε κάνει ένα δώρο στον αγαπημένο της, για να τη θυμάται. Πήγε λοιπόν στη Βασίλισσα Εποχή και την παρακάλεσε να τη βοηθήσει και πάλι. Και η Βασίλισσα της έκανε το χατίρι …
Έτσι κάθε χρόνο τον Ιανουάριο, μες το καταχείμωνο, για δύο εβδομάδες ο καιρός γλυκαίνει, η θάλασσα και οι άνεμοι γαληνεύουν, και η καρδιά του Χειμώνα ζεσταίνεται και θυμάται την αγαπημένη του.
Και τότε η Άνοιξη ελπίζει …
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου