Τέχνη από όλους, όχι τέχνη για τις μάζες
Ας κάνουμε ένα ακόμα μικρό πείραμα, με πειραματόζωα τα παιδιά. Πάρτε ένα παιδί (καλύτερα να είναι το δικό σας, για να μην σας κατηγορήσουν για απαγωγή) και πηγαίνετε σε μια παιδική χαρά. Βάλτε “το να σταθεί απ” έξω και να βλέπει τα άλλα παιδιά που παίζουν.
Πείτε “του ότι δεν επιτρέπεται να συμμετέχει στο παιχνίδι, ότι πρέπει μόνο να βλέπει. Τι νομίζετε ότι θα πάθει το παιδί;
Σας φαίνεται παράλογο το πείραμα; Και όμως, είναι κάτι που συμβαίνει καθημερινά στην «κοινωνία του θεάματος». Σκεφτείτε πόσοι άνθρωποι συνωστίζονται στα γήπεδα για να παρακολουθήσουν κάποιους άλλους να παίζουν.
Είτε πρόκειται για αγώνα ποδοσφαίρου είτε για «κλασικό» αθλητισμό η συνθήκη είναι ίδια: αυτοί που παίζουν πληρώνονται για να παίζουν και αυτοί που παρακολουθούν πληρώνουν για να κοιτούν. Αυτό δεν είναι παράλογο; «Όχι, γιατί εγώ δεν μπορώ να παίξω, να τρέξω, να πηδήξω όπως αυτοί», θα πει ένας θεατής.
Έτσι το θέαμα λειτουργεί αποτρεπτικά: ο αθλητισμός είναι μόνο για τους πρωταθλητές, για τους επαγγελματίες αθλητές. Οι υπόλοιποι αρκούνται να ζητωκραυγάζουν, να θαυμάζουν και να πίνουν μπύρες, ενώ το έμφραγμα τους πλησιάζει μέρα με τη μέρα, χρόνο με το χρόνο, αγώνα με τον αγώνα.
Μπορεί ο επαγγελματικός αθλητισμός να είναι παγίδα κυρίως για τους άντρες, αλλά και οι γυναίκες είναι θύματα της κοινωνίας του θεάματος. Οι μοντέλες, οι ηθοποιές (για να τις διακρίνουμε από τις ηθοποιούς) και οι τηλεπερσόνες, τις οποίες οι γυναίκες θαυμάζουν και ζηλεύουν, είναι κατασκευασμένες από το ίδιο υλικό που φτιάχνονται και οι υπεραθλητές.
Επαγγελματίες «γυναίκες» (όπου γυναίκα είναι μόνο η εικόνα της), που με τη βοήθεια του προσωπικού γυμναστή, του διαιτολόγου, του στυλίστα, του μακιγιέρ, του φωτογράφου και του photoshop, εμφανίζονται στα περιοδικά και στις οθόνες λαμπερές και αψεγάδιαστες, πάντα χαμογελαστές και επιτυχημένες (ίσως και με λίγο δράμα: «Με έχει κουράσει η διασημότητα»).
Και η «μέση γυναίκα», που πρέπει να δουλεύει και να φροντίζει τα παιδιά της, που πάντα της περισσεύουν λίγα κιλά και το δέρμα της δεν είναι τόσο λείο όσο του photoshop, η «μέση γυναίκα» με όχι τόσο στητό στήθος και περιφέρεια φαρδύτερη από το «ιδεατό», με φτηνά ρούχα και μικρό σπίτι.
Η «μέση γυναίκα» που δεν μπορεί να πάει διακοπές στις Μαλδίβες και ο άντρας της δεν είναι τόσο γοητευτικός, ρομαντικός και πλούσιος, η «μέση γυναίκα» παθαίνει κατάθλιψη και παίρνει χάπια για να αδυνατίσει, χάπια για να ευθυμήσει.
Το θέαμα λειτουργεί αποθαρρυντικά: Η ομορφιά είναι μόνο για τις υπεργυναίκες.
Με τον ίδιο τρόπο, εξαιτίας της εξειδίκευσης, της ηρωοποίησης και της προβολής των «υπέρ-καλλιτεχνών», η τέχνη έχει πλέον υποβιβαστεί από δημιουργική διαδικασία που αφορά τους πάντες, σε προϊόν που καταναλώνουν οι μάζες.
Ο μέσος άνθρωπος αποτρέπεται από την τέχνη αφού έχει πειστεί ότι τέχνη είναι το δημιούργημα, και το αποτέλεσμα της δικής του τέχνης δεν τολμάει να το αντιπαραβάλλει με εκείνο των «μεγάλων».
Αυτό που χάσαμε, αυτό που ξεχάσαμε, μπλεγμένοι στα δίχτυα της εξειδίκευσης και του πρωταθλητισμού, είναι ότι η τέχνη δεν έχει ως σκοπό το αριστούργημα. Η τέχνη είναι απόλαυση και επικοινωνία, για όλους. Ίσως θα έπρεπε να παραδειγματιστούμε από τα παιδιά.
Τα παιδιά ζωγραφίζουν για την απόλαυση της δημιουργίας, χωρίς να αποσκοπούν στην αιώνια φήμη. Όταν τελειώσουν το έργο τους, και αφού το δείξουν στουςγονείς τους, το ξεχνάνε. Δεν προσπαθούν να γίνουν καλύτεροι από κάποιον άλλον, αφού το καλύτερο είναι εκείνο που φτιάχνουν τη συγκεκριμένη στιγμή.
Νωρίς όμως αλλοτριώνονται στην ανταγωνιστική μαθητεία του εκπαιδευτικού συστήματος. Όπως και στον αθλητισμό, έτσι και στην τέχνη, τα παιδιά εκπαιδεύονται για να γίνουν πρωταθλητές. Δεν μαθαίνουν να απολαμβάνουν την τέχνη, ως μέρος της ζωής τους, αλλά ως σκοπό για να «πετύχουν», να γίνουν πλούσιοι, διάσημοι, αθάνατοι.
Όσοι είναι τυχεροί και έχουν εγγενώς τις ικανότητες, την πειθαρχία και την οικονομική δυνατότητα μπορούν να συνεχίσουν -για να γίνουν μεγάλοι. Οι υπόλοιποι πρέπει να συμβιβαστούν με την κατανάλωση της τέχνης (όσο λαϊκή ή λόγια είναι αυτή).
Η τέχνη είναι ίδιον του ανθρώπου.
Όλοι μπορούν να τραγουδήσουν και να χορέψουν, να ζωγραφίσουν, να κάνουν θέατρο, να γράψουν, να κατασκευάσουν, να κάνουν γλυπτική (πόσες ώρες μπορεί να παίζει ένα παιδί με την πλαστελίνη;) να φωτογραφίσουν, όλοι μπορούν να φανταστούν. Όλοι το κάνουμε από παιδιά, αυθόρμητα, φυλογενετικά, χωρίς να ενδιαφερόμαστε αν το αποτέλεσμα είναι αντάξιο των προγενέστερων.
Η τέχνη αξιολογείται σε χρήμα (όπως και οτιδήποτε άλλο).
Κάθε καλλιτέχνης θεωρείται χομπίστας (ή ψώνιο) αν δεν βγάζει λεφτά από την προσπάθεια του. Και τόσο μεγαλύτερος ο καλλιτέχνης όσο περισσότερα βγάζει. Ένα ολόκληρο οικονομικό κύκλωμα στηρίζεται στην επιτυχημένη τέχνη των επαγγελματιών καλλιτεχνών.
Ουσιαστικά είναι το κύκλωμα που αποφασίζει ποιος θα είναι επιτυχημένος, δίνοντας “τους χώρο στις γκαλερί, χρόνο στο ραδιόφωνο, χωροχρόνο στις οθόνες και στα θέατρα.
Τέχνη για τις μάζες, φτιαγμένη από τους επίλεκτους.
Ας δούμε τη μουσική. Στην αρχική της μορφή όλοι ήταν ικανοί να μετέχουν.
Μέθεξη δεν μπορεί να υπάρχει όσο ο μέσος άνθρωπος απομένει θαυμαστής ενός αριστουργήματος.
Μέθεξη σημαίνει συμμετοχή, επικοινωνία. Έτσι η τέχνη, στα αρχικά της στάδια, ήταν μέθεξη, όπου όλοι είχαν το δικαίωμα να τραγουδήσουν, να χορέψουν, να παίξουν, να απολαύσουν. Όλοι ήταν καλλιτέχνες.
Οι κήνσορες, οι ειδικοί και οι επαΐοντες, ίσως να φέρουν τις αναμενόμενες αντιρρήσεις για την καθολικότητα της ικανότητας. «Πώς μπορεί», θα πουν, «ο μέσος άνθρωπος να παράγει μουσική αντάξια του Μότσαρτ; Ζωγραφική αντάξια του Μικελάντζελο, ποίηση αντάξια του T.S. Elliot;»
Αυτό που φοβούνται οι κήνσορες δεν είναι ο εκχυδαϊσμός της τέχνης, αλλά η επιστροφή της εκεί που ανήκει: Στη ζωή, όχι στην Ιστορία.
Γιατί τότε θα είναι περιττοί.
Ειδικά όσον αφορά τη μουσική, τη δεκαετία του εξήντα φάνηκε ότι μπορούσε να ανατραπεί η λογική των «επίλεκτων». Για μια στιγμή φάνηκε ότι η μουσική μπορούσε να παίζεται από όλους. Όμως η κοινωνία του θεάματος δεν είχε πει την τελευταία της λέξη.
Η μεγάλη ανατροπή δεν ήρθε με την επανάσταση της αγάπης, όπως ήθελαν να πιστεύουν τα «παιδιά των λουλουδιών» που τόσο γρήγορα μαράθηκαν και έγιναν κοκαϊνομανείς γιάπηδες, αλλά με την τεχνολογική επανάσταση: Το διαδίκτυο! Χάρη στο πιο δημοκρατικό μέσο (media) που έχει εμφανιστεί στην ανθρώπινη κοινωνία, όλοι μπορούν να προβάλλουν την τέχνη τους, χωρίς να πάρουν την έγκριση των «ειδικών».
Όλοι μπορούν πλέον να κοινωνούν την τέχνη τους. Και αυτή η επικοινωνία είναι τόσο σημαντική, όσο είναι και η απόλαυση της δημιουργικής διαδικασίας.
Για την κοινωνία του θεάματος είναι επικίνδυνο να κάνουν τέχνη όλοι, όπως επικίνδυνο είναι και να σκέφτονται όλοι.
Προτιμότερο γι’ αυτούς είναι να καταναλώνουμε τις έτοιμες σκέψεις, όπως αυτές πουλιούνται στο σούπερ-μάρκετ των ιδεών.
Προτιμούν να καταλώνουμε ακόμα και τις μεγάλες σκέψεις των Πλάτωνων, των Λάο-Τσε και των Βιτγκενστάιν, παρά να σκεφτόμαστε μόνοι μας. Ναι, υπάρχουν και υπερήρωες της σκέψης, οι οποίοι μας αποτρέπουν από τη δημιουργική διαδικασία της προσωπικής σκέψης, όταν προβάλλονται ως αλάθητα ιερά τέρατα.
«Αφού όλα τα σκέφτηκαν οι αρχαίοι Έλληνες και οι επίγονοι τους, τι καινούριο μπορείς να σκεφτείς εσύ, κακόμοιρε ανθρωπάκο;» Όπως και στην τέχνη, έτσι και στη σκέψη, αυτό που έχει σημασία δεν είναι το αποτέλεσμα, αλλά η δημιουργική διαδικασία. Και μόνο αν αποκαθηλώσουμε τους πνευματικούς μας πατέρες θα μπορέσουμε να επαναπροσδιοριστούμε ως άνθρωποι.
Αυτή θα ήταν η μόνη επανάσταση που θα είχε αξία. Όταν όλοι θα σκεφτόμαστε, όλοι θα κάνουμε τέχνη, όλοι θα παίζουμε. Όταν δεν θα υπάρχουν υπεράνθρωποι, μέσοι άνθρωποι και υπάνθρωποι, παρά μόνο άνθρωποι.
Άνθρωποι που κατανοούν ότι είναι μέρος της Γαίας και απολαμβάνουν τη θνητότητα τους, χωρίς να σκοτώνουν, χωρίς να πεθαίνουν για μεγάλες ιδέες.
You may say I ‘m a dreamer…
Ας κάνουμε ένα ακόμα μικρό πείραμα, με πειραματόζωα τα παιδιά. Πάρτε ένα παιδί (καλύτερα να είναι το δικό σας, για να μην σας κατηγορήσουν για απαγωγή) και πηγαίνετε σε μια παιδική χαρά. Βάλτε “το να σταθεί απ” έξω και να βλέπει τα άλλα παιδιά που παίζουν.
Πείτε “του ότι δεν επιτρέπεται να συμμετέχει στο παιχνίδι, ότι πρέπει μόνο να βλέπει. Τι νομίζετε ότι θα πάθει το παιδί;
Σας φαίνεται παράλογο το πείραμα; Και όμως, είναι κάτι που συμβαίνει καθημερινά στην «κοινωνία του θεάματος». Σκεφτείτε πόσοι άνθρωποι συνωστίζονται στα γήπεδα για να παρακολουθήσουν κάποιους άλλους να παίζουν.
Είτε πρόκειται για αγώνα ποδοσφαίρου είτε για «κλασικό» αθλητισμό η συνθήκη είναι ίδια: αυτοί που παίζουν πληρώνονται για να παίζουν και αυτοί που παρακολουθούν πληρώνουν για να κοιτούν. Αυτό δεν είναι παράλογο; «Όχι, γιατί εγώ δεν μπορώ να παίξω, να τρέξω, να πηδήξω όπως αυτοί», θα πει ένας θεατής.
Μέσα στον αγωνιστικό χώρο βρίσκονται οι υπεράνθρωποι, στις κερκίδες κάθεται ο «μέσος άνθρωπος».Οι υπεράνθρωποι είναι κάποιοι άνθρωποι ταλαντούχοι, οι οποίοι από την παιδική τους ηλικία εκτρέφονται ως μηχανές αθλητισμού. Το αποτέλεσμα της εγγενούς ικανότητας και της επίκτητης εξειδίκευσης (με εξοντωτικά ωράρια προπονήσεων, αναβολικά και αποκλεισμό κάθε άλλης δραστηριότητας) είναι επιδόσεις που ο «μέσος άνθρωπος» ποτέ δεν θα μπορέσει να επιτύχει.
Έτσι το θέαμα λειτουργεί αποτρεπτικά: ο αθλητισμός είναι μόνο για τους πρωταθλητές, για τους επαγγελματίες αθλητές. Οι υπόλοιποι αρκούνται να ζητωκραυγάζουν, να θαυμάζουν και να πίνουν μπύρες, ενώ το έμφραγμα τους πλησιάζει μέρα με τη μέρα, χρόνο με το χρόνο, αγώνα με τον αγώνα.
Μπορεί ο επαγγελματικός αθλητισμός να είναι παγίδα κυρίως για τους άντρες, αλλά και οι γυναίκες είναι θύματα της κοινωνίας του θεάματος. Οι μοντέλες, οι ηθοποιές (για να τις διακρίνουμε από τις ηθοποιούς) και οι τηλεπερσόνες, τις οποίες οι γυναίκες θαυμάζουν και ζηλεύουν, είναι κατασκευασμένες από το ίδιο υλικό που φτιάχνονται και οι υπεραθλητές.
Επαγγελματίες «γυναίκες» (όπου γυναίκα είναι μόνο η εικόνα της), που με τη βοήθεια του προσωπικού γυμναστή, του διαιτολόγου, του στυλίστα, του μακιγιέρ, του φωτογράφου και του photoshop, εμφανίζονται στα περιοδικά και στις οθόνες λαμπερές και αψεγάδιαστες, πάντα χαμογελαστές και επιτυχημένες (ίσως και με λίγο δράμα: «Με έχει κουράσει η διασημότητα»).
Και η «μέση γυναίκα», που πρέπει να δουλεύει και να φροντίζει τα παιδιά της, που πάντα της περισσεύουν λίγα κιλά και το δέρμα της δεν είναι τόσο λείο όσο του photoshop, η «μέση γυναίκα» με όχι τόσο στητό στήθος και περιφέρεια φαρδύτερη από το «ιδεατό», με φτηνά ρούχα και μικρό σπίτι.
Η «μέση γυναίκα» που δεν μπορεί να πάει διακοπές στις Μαλδίβες και ο άντρας της δεν είναι τόσο γοητευτικός, ρομαντικός και πλούσιος, η «μέση γυναίκα» παθαίνει κατάθλιψη και παίρνει χάπια για να αδυνατίσει, χάπια για να ευθυμήσει.
Το θέαμα λειτουργεί αποθαρρυντικά: Η ομορφιά είναι μόνο για τις υπεργυναίκες.
Με τον ίδιο τρόπο, εξαιτίας της εξειδίκευσης, της ηρωοποίησης και της προβολής των «υπέρ-καλλιτεχνών», η τέχνη έχει πλέον υποβιβαστεί από δημιουργική διαδικασία που αφορά τους πάντες, σε προϊόν που καταναλώνουν οι μάζες.
Ο μέσος άνθρωπος αποτρέπεται από την τέχνη αφού έχει πειστεί ότι τέχνη είναι το δημιούργημα, και το αποτέλεσμα της δικής του τέχνης δεν τολμάει να το αντιπαραβάλλει με εκείνο των «μεγάλων».
Αυτό που χάσαμε, αυτό που ξεχάσαμε, μπλεγμένοι στα δίχτυα της εξειδίκευσης και του πρωταθλητισμού, είναι ότι η τέχνη δεν έχει ως σκοπό το αριστούργημα. Η τέχνη είναι απόλαυση και επικοινωνία, για όλους. Ίσως θα έπρεπε να παραδειγματιστούμε από τα παιδιά.
Τα παιδιά ζωγραφίζουν για την απόλαυση της δημιουργίας, χωρίς να αποσκοπούν στην αιώνια φήμη. Όταν τελειώσουν το έργο τους, και αφού το δείξουν στουςγονείς τους, το ξεχνάνε. Δεν προσπαθούν να γίνουν καλύτεροι από κάποιον άλλον, αφού το καλύτερο είναι εκείνο που φτιάχνουν τη συγκεκριμένη στιγμή.
Νωρίς όμως αλλοτριώνονται στην ανταγωνιστική μαθητεία του εκπαιδευτικού συστήματος. Όπως και στον αθλητισμό, έτσι και στην τέχνη, τα παιδιά εκπαιδεύονται για να γίνουν πρωταθλητές. Δεν μαθαίνουν να απολαμβάνουν την τέχνη, ως μέρος της ζωής τους, αλλά ως σκοπό για να «πετύχουν», να γίνουν πλούσιοι, διάσημοι, αθάνατοι.
Όσοι είναι τυχεροί και έχουν εγγενώς τις ικανότητες, την πειθαρχία και την οικονομική δυνατότητα μπορούν να συνεχίσουν -για να γίνουν μεγάλοι. Οι υπόλοιποι πρέπει να συμβιβαστούν με την κατανάλωση της τέχνης (όσο λαϊκή ή λόγια είναι αυτή).
Η τέχνη είναι ίδιον του ανθρώπου.
Όλοι μπορούν να τραγουδήσουν και να χορέψουν, να ζωγραφίσουν, να κάνουν θέατρο, να γράψουν, να κατασκευάσουν, να κάνουν γλυπτική (πόσες ώρες μπορεί να παίζει ένα παιδί με την πλαστελίνη;) να φωτογραφίσουν, όλοι μπορούν να φανταστούν. Όλοι το κάνουμε από παιδιά, αυθόρμητα, φυλογενετικά, χωρίς να ενδιαφερόμαστε αν το αποτέλεσμα είναι αντάξιο των προγενέστερων.
”Τέχνη είναι η δημιουργική διαδικασία, όχι το αποτέλεσμα, όπως ταξίδι δεν είναι ο προορισμός”. Κρίστοφερ ΣμολΚαθώς όμως μεγαλώνουμε μαθαίνουμε να απορρίπτουμε την απόλαυση του παιχνιδιού προς χάρη του αποτελέσματος. Μαθαίνουμε ότι το παιχνίδι (η τέχνη, ο αθλητισμός, η επιστήμη, η συμμετοχή στα κοινά) δεν έχει αξία αν δεν παράγει αποτέλεσμα. Και το αποτέλεσμα είναι συνυφασμένο με το οικονομικό κέρδος.
Η τέχνη αξιολογείται σε χρήμα (όπως και οτιδήποτε άλλο).
Κάθε καλλιτέχνης θεωρείται χομπίστας (ή ψώνιο) αν δεν βγάζει λεφτά από την προσπάθεια του. Και τόσο μεγαλύτερος ο καλλιτέχνης όσο περισσότερα βγάζει. Ένα ολόκληρο οικονομικό κύκλωμα στηρίζεται στην επιτυχημένη τέχνη των επαγγελματιών καλλιτεχνών.
Ουσιαστικά είναι το κύκλωμα που αποφασίζει ποιος θα είναι επιτυχημένος, δίνοντας “τους χώρο στις γκαλερί, χρόνο στο ραδιόφωνο, χωροχρόνο στις οθόνες και στα θέατρα.
Τέχνη για τις μάζες, φτιαγμένη από τους επίλεκτους.
Ας δούμε τη μουσική. Στην αρχική της μορφή όλοι ήταν ικανοί να μετέχουν.
Μέθεξη δεν μπορεί να υπάρχει όσο ο μέσος άνθρωπος απομένει θαυμαστής ενός αριστουργήματος.
Μέθεξη σημαίνει συμμετοχή, επικοινωνία. Έτσι η τέχνη, στα αρχικά της στάδια, ήταν μέθεξη, όπου όλοι είχαν το δικαίωμα να τραγουδήσουν, να χορέψουν, να παίξουν, να απολαύσουν. Όλοι ήταν καλλιτέχνες.
Οι κήνσορες, οι ειδικοί και οι επαΐοντες, ίσως να φέρουν τις αναμενόμενες αντιρρήσεις για την καθολικότητα της ικανότητας. «Πώς μπορεί», θα πουν, «ο μέσος άνθρωπος να παράγει μουσική αντάξια του Μότσαρτ; Ζωγραφική αντάξια του Μικελάντζελο, ποίηση αντάξια του T.S. Elliot;»
Αυτό που φοβούνται οι κήνσορες δεν είναι ο εκχυδαϊσμός της τέχνης, αλλά η επιστροφή της εκεί που ανήκει: Στη ζωή, όχι στην Ιστορία.
Γιατί τότε θα είναι περιττοί.
Ειδικά όσον αφορά τη μουσική, τη δεκαετία του εξήντα φάνηκε ότι μπορούσε να ανατραπεί η λογική των «επίλεκτων». Για μια στιγμή φάνηκε ότι η μουσική μπορούσε να παίζεται από όλους. Όμως η κοινωνία του θεάματος δεν είχε πει την τελευταία της λέξη.
Η μεγάλη ανατροπή δεν ήρθε με την επανάσταση της αγάπης, όπως ήθελαν να πιστεύουν τα «παιδιά των λουλουδιών» που τόσο γρήγορα μαράθηκαν και έγιναν κοκαϊνομανείς γιάπηδες, αλλά με την τεχνολογική επανάσταση: Το διαδίκτυο! Χάρη στο πιο δημοκρατικό μέσο (media) που έχει εμφανιστεί στην ανθρώπινη κοινωνία, όλοι μπορούν να προβάλλουν την τέχνη τους, χωρίς να πάρουν την έγκριση των «ειδικών».
Όλοι μπορούν πλέον να κοινωνούν την τέχνη τους. Και αυτή η επικοινωνία είναι τόσο σημαντική, όσο είναι και η απόλαυση της δημιουργικής διαδικασίας.
Για την κοινωνία του θεάματος είναι επικίνδυνο να κάνουν τέχνη όλοι, όπως επικίνδυνο είναι και να σκέφτονται όλοι.
Προτιμότερο γι’ αυτούς είναι να καταναλώνουμε τις έτοιμες σκέψεις, όπως αυτές πουλιούνται στο σούπερ-μάρκετ των ιδεών.
Προτιμούν να καταλώνουμε ακόμα και τις μεγάλες σκέψεις των Πλάτωνων, των Λάο-Τσε και των Βιτγκενστάιν, παρά να σκεφτόμαστε μόνοι μας. Ναι, υπάρχουν και υπερήρωες της σκέψης, οι οποίοι μας αποτρέπουν από τη δημιουργική διαδικασία της προσωπικής σκέψης, όταν προβάλλονται ως αλάθητα ιερά τέρατα.
«Αφού όλα τα σκέφτηκαν οι αρχαίοι Έλληνες και οι επίγονοι τους, τι καινούριο μπορείς να σκεφτείς εσύ, κακόμοιρε ανθρωπάκο;» Όπως και στην τέχνη, έτσι και στη σκέψη, αυτό που έχει σημασία δεν είναι το αποτέλεσμα, αλλά η δημιουργική διαδικασία. Και μόνο αν αποκαθηλώσουμε τους πνευματικούς μας πατέρες θα μπορέσουμε να επαναπροσδιοριστούμε ως άνθρωποι.
Αυτή θα ήταν η μόνη επανάσταση που θα είχε αξία. Όταν όλοι θα σκεφτόμαστε, όλοι θα κάνουμε τέχνη, όλοι θα παίζουμε. Όταν δεν θα υπάρχουν υπεράνθρωποι, μέσοι άνθρωποι και υπάνθρωποι, παρά μόνο άνθρωποι.
Άνθρωποι που κατανοούν ότι είναι μέρος της Γαίας και απολαμβάνουν τη θνητότητα τους, χωρίς να σκοτώνουν, χωρίς να πεθαίνουν για μεγάλες ιδέες.
You may say I ‘m a dreamer…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου