Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

Η ΧΑΜΕΝΗ ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΝΕΟΕΛΗΝΙΚΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ

ΠΩΣ ΠΑΡΑΜΕΙΝΑΜΕ
ΦΑΣΚΙΩΜΕΝΟΙ
   ΣΤΗ «ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΜΟΥΜΙΑ» (*)

(*) Προσφιλής έκφραση του ιστορικού Κωνσταντίνου Σάθα.
 
Η χαμένη μάχη
του νεοελληνικού Διαφωτισμού (1828-1870)
 
  Η αναζήτηση των χαρακτηριστικών, που θα συνέθεταν μία σύγχρονη ελληνική εθνική υπόσταση και φυσιογνωμία είχε ήδη αρχίσει να εκδηλώνεται λίγο μετά τα μέσα του 18ου αιώνα. Προοδευτικά και μέχρι την έκρηξη της επανάστασης του 1821 η αναζήτηση αυτή πήρε τη μορφή ευθείας σύγκρουσης ανάμεσα στις πνευματικές δυνάμεις του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού (όπως αυτός εκφράστηκε στη νεοελληνική εκδοχή του) και σε αυτές της οπισθοδρομικής και τουρκόφρονoς χριστιανορθόδοξης εκκλησίας.
     Τα γνωστότερα  κείμενα πολεμικής από την πλευρά του Διαφωτισμού, είναι η «Αδελφική διδασκαλία» του Αδαμάντιου Κοραή, οι «Κρίτωνος Στοχασμοί», ο «Ρωσοαγγλογάλλος», και, φυσικά, η περίφημη «Ελληνική Νομαρχία» του Ανωνύμου του Έλληνος.
     Από την πλευρά της εκκλησίας, γνωστότερα  είναι η «Πατρική Διδασκαλία» του πατριάρχη Ιερουσαλήμ, Άνθιμου, η πατριαρχική εγκύκλιος του 1819 κατά της ονοματοδοσίας με ελληνικά ονόματα,  αλλά και οι κατ’ εξακολούθηση αφορισμοί της επανάστασης,  αλλά και προγενέστεροι (π.χ. ο πατριαρχικός αφορισμός των Κλεφτών του Μοριά το 1805,  ο οποίος εκτόξευε εναντίον τους κατάρες τέτοιες, που «ράγιζαν και τις πέτρες»(1)) από το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, οι οποίοι αναφέρονται εδώ επειδή ενσωμάτωσαν, εκτός από τις αρές κατά των αγωνιστών και αρκετά στοιχεία, σημαντικά για την ιδεολογική θεμελίωσή τους.
     Κατά την προεπαναστατική περίοδο, εκτός από τα ένθεν κακείθεν ιδεολογικά βέλη, ή και λιβελογραφήματα, μια πιο σκληρή μορφή της διαμάχης ήταν και η αποπομπή (συνοδευόμενη πάντα από οργανωμένη δυσφήμηση και από μεθοδεύσεις επαγγελματικής, εξόντωσης) όσων διαφωτιστών διδασκάλων (π.χ. Κούμας, Μοισιόδαξ, κ.α.) δίδασκαν στις σχολές, που είχε στη σφαίρα επιρροής της η εκκλησία –δηλαδή, ουσιαστικά, τις μόνες, που η τελευταία επέτρεπε να υπάρχουν εκείνη την εποχή.
     Το τί ακριβώς πρέσβευε (και επισήμως εξακολουθεί να πρεσβεύει) η ορθόδοξη εκκλησία έχει πλέον αποσαφηνισθεί από την επίσημη ιστοριογραφία: θεμελίωση μιας ανεθνικής ταυτότητας βασισμένης στον «ορθόδοξο» χριστιανισμό και παραμονή / επιστροφή σε καθεστώς τουρκικής κατοχής, ή κάποιο, που θα της εξασφάλιζε παρόμοια προνόμια. Αυτή εξάλλου ήταν και παραμένει, ελλείψει επίσημης και ξεκάθαρης διάψευσης, η πάγια και αμετανόητη θέση της από το 1453, που άνοιξε τις κερκόπορτες στους οθωμανούς.
     Από την άλλη, ο Διαφωτισμός εξέφραζε την αναγεννημένη εμπιστοσύνη στη δύναμη του επιστημονικού ορθολογισμού, την ελευθερία του στοχασμού και την απόρριψη κάθε αυθεντίας και ειδικά της θεοκρατικής (στάση, που ποίκιλε από την λυσσαλέα κριτική στην χριστιανική εκκλησία, μέχρι την ολοκληρωτική απόρριψη του χριστιανισμού και της θρησκείας εν γένει, ή την εισαγωγή φιλοσοφικών-θεολογικών συστημάτων όπως π.χ. ο Ντεϊσμός, ή το Θεοσεβικό σύστημα του Θεόφιλου Καϊρη) (2). Τα προηγούμενα δεν αρκούν για να χρίσουν τον Διαφωτισμό διάδοχο –όπως έχει συχνά παρερμηνευτεί- του ελληνικού πνεύματος (μάλιστα από μία, όχι δυσμενώς διακείμενη, ιστοριογραφική τάση έχει χαρακτηριστεί ως ένα κίνημα με απλοϊκές και αρκετά ωφελιμιστικές αρχές (3)). Η μορφή, που έλαβε όμως στην ελληνική εκδοχή του, διέθετε και το επιπλέον στοιχείο της δυναμικής ανάκλησης του προγονικού πνεύματος, κάτι που του προσέδιδε ένα ιδιαίτερο χαρακτήρα (π.χ. ο Κοραής επιμελήθηκε στο Παρίσι μιας μνημειώδους επανέκδοσης των αρχαίων ελλήνων συγγραφέων, συνοδευόμενης από τα θρυλικά πλέον Προλεγόμενά του).
Ο Διαφωτισμός εξέφραζε την αναγεννημένη εμπιστοσύνη
στη δύναμη του επιστημονικού ορθολογισμού,
την ελευθερία
του στοχασμού
και την απόρριψη κάθε αυθεντίας
και ειδικά
της θεοκρατικής.
     Ο νεοελληνικός Διαφωτισμός επανακαθιέρωσε ύστερα από δεκαέξι αιώνες απαξίωσής της, την εθνική ονομασία «έλλην» (αντί του «χριστιανού», «ρωμηού» κ.α.(4)) και προπαρασκεύασε πνευματικά την έκρηξη της επανάστασης του 1821. Αυτά από μόνα τους υπενθυμίζουν την, προς αυτόν, αιώνια οφειλή κάθε έλληνα.
     Η ιστορική του παρουσία όμως δεν εξαντλήθηκε εκεί. Ο νεοελληνικός Διαφωτισμός συμμετείχε ενεργά στον αγώνα, αναδεικνύοντας ολοκληρωμένους ανθρώπους της δράσης, όπως ο προαναφερθείς Θεόφιλος Καϊρης από την Άνδρο, ο οποίος πολέμησε έχοντας στο χέρι πότε το τουφέκι και πότε τη γραφίδα, ως ένας από τους συντάκτες του Συντάγματος της Β΄ Εθνοσυνέλευσης του Άστρους, το 1823. Η επίδραση των διαφωτιστικών ιδεών, όχι μόνο στη διατύπωση των πρώτων Συνταγμάτων των εξεγερμένων αλλά και στις εσωτερικές κοινωνικοπολιτικές αναζητήσεις και συγκρούσεις της εποχής, αν και φθίνουσα, έχει επισημανθεί από πολλούς ερευνητές ως κάτι παραπάνω από εμφανής.

Ο Θεόφιλος Καΐρης, ιερωμένος, αλλά ένθερμος υποστηρικτής του Διαφωτισμού, προκάλεσε το μένος της Ιεράς Συνόδου με την ανορθόδοξη διδασκαλία του περί «θεοσεβείας». (Ο εικονιζόμενος πίνακας του Θεόφιλου Καΐρη βρίσκεται στο μουσείο Μπενάκη.)
 
  Το πνεύμα του Διαφωτισμού γοήτευσε ακόμα και κάποιους λίγους ορθόδοξους κληρικούς, οι οποίοι, προς τιμήν τους, αγνόησαν επιδεικτικά την εκκλησιαστική γραμμή και συντάχθηκαν με την επανάσταση (μάλιστα πολλοί, όπως ο Αθανάσιος Διάκος, ο Γρηγόριος Δικαίος- Παπαφλέσσας κ.α. έλαβαν μέρος ως ένοπλοι). Οι ιερωμένοι αυτοί αποτελούν και το διάτρητο άλλοθι, που επικαλείται η ορθόδοξη εκκλησία όποτε στριμωχτεί για την συμπαράταξή της με την οθωμανική εξουσία. Αλλά και μετεπαναστατικά, όπως θα δούμε, κάποιοι μορφωμένοι κληρικοί, όπως ο μαθητής του Κοραή Θεόκλητος Φαρμακίδης, επάνδρωσαν τις τάξεις του Διαφωτισμού. Τους ανθρώπους αυτούς δεν θα πρέπει να τους καταχωρήσουμε ελαφρά τή καρδία, ως «διορατικούς», ή «εκσυχγρονιστές», που, πονηρά σκεπτόμενοι, αποφάσισαν να δώσουν στη χριστιανική πίστη και εκκλησία έναν «προοδευτικό» τόνο ώστε, αυτές να επιβιώσουν σε ένα μεταδιαφωτιστικό ευρωπαϊκό περιβάλλον. Τα κίνητρά τους πήγαζαν από τις προτεραιότητες της κοινωνίας και όχι της εκκλησίας. Ο προσανατολισμός τους ήταν πρωτίστως κοινωνικός: ενέτασσαν δηλαδή τον θρησκευτικό εκσυγχρονισμό στα πλαίσια ενός προαπαιτούμενου κοινωνικού.
 
Μετά την επανάσταση
  Με τον τερματισμό του ενόπλου αγώνα, το 1828, ένας άλλος αρχίζει. Ωστόσο δεν πρόκειται απλώς για αγώνα ανοικοδόμησης. Πρόκειται για μία χώρα, η οποία δεν έχει να επιστρέψει σε κάποια γνωστή και προσφάτως διακοπείσα προγενέστερη κατάσταση αλλά, πρέπει να αρχίσει τη νέα ζωή της από μηδενική βάση.
     Ο Καποδίστριας, ο πρώτος (και μεταβατικός, όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα) κυβερνήτης, εισάγει για πρώτη φορά στην Ελλάδα την καλλιέργεια του γεώμηλου (πατάτα), για να τραφεί γρήγορα και φθηνά ο λιμοκτονών πληθυσμός. Ανάπηροι πολεμιστές, αφημένοι σαν σκυλιά στη τύχη τους, περιφέρονται με καταρρακωμένη υπερηφάνεια, ζητιανεύοντας. Παιδιά σε πλήρη εγκατάλειψη, που ολόκληρο το σόϊ τους ξεκληρίστηκε στον πόλεμο, περιπλανώνται χωρίς αύριο και κοιμούνται μέσα σε ερείπια, ή στην ύπαιθρο, παντελώς απροστάτευτα και χωρίς μία, τρύπια έστω, κουβέρτα.
     Στα πλαίσια της ανταλλαγής των πληθυσμών με την οθωμανική αυτοκρατορία, πρόσφυγες από τις, μή απελευθερωμένες τότε, βόρειες περιοχές εισρέουν στα περιορισμένα όρια του -στα χαρτιά μόνο- νεοδημιουργηθέντος κρατιδίου. Οι εξουσιαστικές φατρίες, ίδιες και απαράλλαχτες από τον καιρό της τουρκοκρατίας (ίσως το μόνο πράγμα στην Ελλάδα, που είχε μείνει ίδιο, ντόπιοι κοτζαμπάσηδες, βυζαντινοαναθρεμένοι φαναριώτες, κάποιοι παραγκωνισμένοι πρώην αρματωλοί), οι οποίες είχαν συνδράμει την επανάσταση μόνον όσο και όποτε τις συνέφερε, εξακολουθούν να συγκρούονται (όπως άλλωστε έκαναν και κατά τη διάρκειά της), πότε ένοπλα και πότε εντός των ορίων του πολιτικού παιχνιδιού, για το μοίρασμα της νέας εξουσιαστικής πίτας. Ένας λαός φαινομενικά μόνο νικητής αλλά, στην πραγματικότητα, σωματικά και ψυχικά, γονατισμένος, που βέβαια δεν είχε τον χρόνο να επεξεργαστεί, έστω και στοιχειωδώς, ζητήματα, όπως το ποιά μορφή μετεπαναστατικής κοινωνίας επιθυμούσε.
     Και σαν να μην έφταναν αυτά, οι λεγόμενες Μεγάλες Δυνάμεις προσπαθούν να εκμεταλλευτούν το ρήγμα της Τουρκικής κυριαρχίας, που και οι ίδιες συνέβαλλαν να δημιουργηθεί στην νοτιοανατολική Ευρώπη, για να μετατρέψουν προς όφελός τους τις ισορροπίες και τους συσχετισμούς στις εξωτερικές τους πολιτικές. Αυτό το τελευταίο περιελάμβανε φυσικά και την ανάμιξή τους στην ελληνική πολιτική κατάσταση μέσω των εν Ελλάδι κομμάτων-παραρτημάτων τους. Το πρόσχημα γι’ αυτήν την ανάμιξη τους είχε ήδη προσφερθεί διαρκούντος ακόμα του αγώνος από τις ντόπιες εξουσιαστικές ομάδες, οι οποίες επιδίωκαν να αποκτήσουν ισχυρούς προστάτες στις μεταξύ τους έριδες.
     Αλλά και ο κοινωνικός προμαχών του Διαφωτισμού, η Γαλλία, είχε προ πολλού υποκύψει στην εκφυλιστική ασθένειά του, τον βοναπαρτισμό. Στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα ο Διαφωτισμός παρέμενε, ωστόσο, ένας υπολογίσιμος ηττημένος. Είχε καταφέρει να «μολύνει» αμετάκλητα τις δυτικές κοινωνίες και να «διαφθείρει» ανεπανόρθωτα τις συνειδήσεις Έμοιαζε περισσότερο με βόμβα, που δεν είχε με βεβαιότητα εξουδετερωθεί, ή με ηφαίστειο, που δεν είχε σίγουρα σβήσει (έκτοτε, μάλιστα, μεταλλάχθηκε αρκετές φορές, κάτι, που μάλλον τον έχει καταστήσει ανίατη μάστιγα των απανταχού εξουσιαστών και, ίσως, όχι και τόσο «ηττημένο»). Παρόμοια ήταν και η θέση του στην Ελλάδα.
     Αυτές ήσαν σε γενικές γραμμές οι δυσμενείς διεθνείς και εγχώριες συνθήκες υπό τις οποίες άρχισε ο Διαφωτισμός να δίνει την κρισιμότερη μάχη του στο ελληνικό έδαφος. Την μάχη για μία σύγχρονη ευνομούμενη κοινωνία εναντίον της επαναφοράς μιας νεοβυζαντινού τύπου θεοκρατίας.
Το Αυτοκέφαλο
  Ως γνωστόν, κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας ο ορθόδοξος κλήρος είχε αποσπάσει από τους οθωμανούς πολλά προνόμια, που δεν τα είχε ούτε επί «βυζαντινής» αυτοκρατορίας. Ένα από αυτά ήταν και η άσκηση της δικαστικής εξουσίας ως προς τις υποθέσεις μεταξύ ορθοδόξων, η οποία του απέφερε σημαντικά κέρδη. Γι’ αυτό, κατά τη διάρκεια της επανάστασης ο κλήρος είχε προσπαθήσει να αποτρέψει στις απελευθερωμένες περιοχές την ίδρυση δικαστηρίων. Μια από τις πρώτες μετεπανασταστικές πολιτειακές ενέργειες, που αφορούσαν την εκκλησία ήταν και η απαγόρευση, που της επέβαλλε ο Καποδίστριας ως προς το να δικάζει αστικές υποθέσεις, πέραν των γάμων και των διαζυγίων. Ο Καποδίστριας, αν και συντηρητικός, φίλος του κλήρου και αντίπαλα διακείμενος προς τον Διαφωτισμό, προχώρησε επίσης και σε μία ατελέσφορη προσπάθεια καταγραφής της εκκλησιαστικής περιουσίας, καθώς και σε τήρηση αρχείων γάμων, βαπτίσεων κ.λπ. για λόγους οικονομικού ελέγχου. Στόχος του δεν ήταν η αμφισβήτηση του ιδεολογικού ηγετικού ρόλου της Εκκλησίας αλλά η επείγουσα εξεύρεση χρημάτων. Βέβαια, οι ενέργειες αυτές του κυβερνήτη έβρισκαν σύμφωνους και τους υποστηρικτές των διαφωτιστικών ιδεών.
     Αλλά η χάραξη των πρώτων δρόμων προς την συγκρότηση της φυσιογνωμίας του νέου κράτους και της διαμόρφωσης της σχέσης του με την εκκλησία περνά μέσα από τις πολιτικές εκτιμήσεις και σκοπιμότητες της νεοφερμένης βαυαρικής (αντί)βασιλείας. Η οποία πολύ γρήγορα αντιλαμβάνεται, ότι η χριστιανορθόδοξη εκκλησία με τους δεκαέξι αιώνες ισοπεδωτικής και αδιάκοπης κυριαρχίας της επί της συλλογικής εθνικής μνήμης έχει κατορθώσει να αποτελεί τον μόνο εναπομείναντα συνεκτικό ιδεολογικό παράγοντα στο νέο κράτος, ο οποίος μπορούσε να της χρησιμεύσει για την άσκηση, τόσο της εσωτερικής, όσο και της εξωτερικής της πολιτικής. Μπροστά στον οποίο, προαιώνιες εθνικές σταθερές, όπως η κοινή καταγωγή και ιστορική διαδρομή, τα -μασκαρεμένα σε χριστιανικά- πανάρχαια έθιμα, το, από κάθε άποψη, εκτυφλωτικό προγονικό παρελθόν, γι’ άλλη μια φορά απαξιώνονται και περνούν σε δεύτερη μοίρα.
Η κεφαλή της ορθοδοξίας, το Οικουμενικό Πατριαρχείο,
παρά το πομπώδες
του ονόματός του,
δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένας διοικητικός θεσμός του οθωμανικού κράτους,
 ο οποίος ποτέ δεν είχε παραιτηθεί
από το να απεργάζεται
 την επαναπροσάρτηση
της Ελλάδας στην οθωμανική αυτοκρατορία.
     Ωστόσο οι βαυαροί δεν ήσαν αφελείς, ώστε να εμπιστευτούν τυφλά την εκκλησία, υπογράφοντάς της μια λευκή επιταγή. Εξάλλου, με τη χριστιανική ορθοδοξία δεν είχαν καμμία συναισθηματική εξάρτηση. Δεν είχαν ανατραφεί με αυτή. Ούτε έβλεπαν σε αυτή τίποτε βαθύτερο, όπως αυτά που επιμένει να διακρίνει ένας πιστός της. Η κεφαλή της, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, παρά το πομπώδες του ονόματός του, δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένας διοικητικός θεσμός του οθωμανικού κράτους, ο οποίος ποτέ δεν είχε παραιτηθεί από το να απεργάζεται την επαναπροσάρτηση της Ελλάδας στην οθωμανική αυτοκρατορία: ακόμα και μετά το στρατιωτικώς αίσιο πέρας του Αγώνα, δεν έπαψε να καλεί τους έλληνες … να επιστρέψουν μετανοημένοι σε αυτήν (5).
     Οι βαυαροί δεν ήθελαν βεβαίως εκκλησία υπό(φιλό)τουρκη, που θα τους έβαζε τρικλοποδιές στην εξωτερική τους πολιτική και στις σχέσεις τους με το οθωμανικό κράτος. Επιπλέον το Πατριαρχείο αποτελούσε ιδεολογικό προγεφύρωμα και πρόσχημα για την ανάμιξη της –ομόθρησκης- Ρωσίας στα ελληνικά πολιτικά πράγματα, την τεράστια επιρροή της οποίας η αντιβασιλεία ήθελε να περιορίσει και να εξισορροπήσει με αυτές των άλλων Μεγάλων Δυνάμεων (η Αγγλία και η Γαλλία είχαν ταχθεί υπέρ του Αυτοκέφαλου για τον ίδιο λόγο). Αποφασισμένοι να έχουν το πάνω χέρι στη σχέση τους με την ορθόδοξη εκκλησία, οι βαυαροί προχώρησαν το 1833 στην διοικητική διάσπασή της και στην καθιέρωση του Αυτοκέφαλου (όπως αποκλήθηκε), της ελλαδικής συνιστώσας της.
     Από ιδεολογικής πλευράς το έδαφος για την απεξάρτηση της εκκλησίας από το Πατριαρχείο είχε προλειανθεί από το Διαφωτισμό και συγκεκριμένα από την λιγότερο αδιάλλακτη απέναντι στον χριστιανισμό πλευρά του. Ο Κοραής, παρά την σκληρή αντικληρικαλιστική και αντιβυζαντινιστική γραμμή του, στα «Προλεγόμενά» του γράφει, ότι «ελευθέρων και αυτονόμων Γραικών κλήρος είναι απρεπέστατον να υπακούη εις προσταγάς Πατριάρχου εκλεγμένου από τύραννον και εξαναγκασμένου να προσκυνή τύραννον». Υπό την επίδραση του Διαφωτισμού, το ζήτημα είχε επίσης τεθεί και κατά τις εργασίες των Εθνοσυνελεύσεων του αγώνα. Όχι μόνο στη συνείδηση των προσκειμένων στον Διαφωτισμό αλλά και πλήθους άλλων, η πατριαρχική εξουσία είχε καταχωρηθεί ως αδιαχώριστη από την οθωμανική. Αλλά, η ψυχική εξάρτηση του ελληνικού λαού από την εκκλησία, σε συνδυασμό με τη μορφωτική και βιοτική του εξαθλίωση, ήταν πολύ ισχυρή για να την αγνοήσει κανείς, έστω και μετεπαναστατικά. Οπότε, για τους διαφωτιστές, ίσχυσε η συμβιβαστική και ρεαλιστική λογική του «μή χείρονος»: αν ένα ελεύθερο ελληνικό κράτος δεν είχε άλλη επιλογή από το να συνυπάρξει με μία χριστιανική εκκλησία, επιβαλλόταν, τουλάχιστον, να είναι και αυτή ελεύθερη από το υπότουρκο παρελθόν της. Δεν είναι, λοιπόν, παράξενο που ο ένας εκ των τριών αντιβασιλέων, ο Λούντβιχ Γκέορκ Μάουρερ πείστηκε να προχωρήσει στην περί Αυτοκέφαλου απόφαση μετά από εισήγηση, που υπέβαλλε προς αυτόν ένας μαθητής του Κοραή και επιστήθιος φίλος του Καϊρη, ο αρχιμανδρίτης Θεόκλητος Φαρμακίδης.

Ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, πρωτεργάτης του Αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος πίστευε, ότι η ανεξαρτησία της Ελλάδος από την οθωμανική τυραννία έπρεπε συγχρόνως να σημαίνει και ανεξαρτησία από την εκκλησιαστική εξουσία του Πατριαρχείου.
     Βέβαια, όπως γίνεται εύκολα κατανοητό, η απόφαση αυτή της αντιβασιλείας δεν υπαγορεύθηκε από φιλελεύθερα κίνητρα, όπως αυτά των Διαφωτιστών αλλά, από την ανάγκη να ισορροπήσει και να εδραιώσει με μία κίνηση «ματ» την θέση της, σε επίπεδο εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, επικυρώνοντας μία -έστω και χαλκευμένη- προϋπάρχουσα ενοποιητική εθνική ιδεολογία και «ανακατασκευάζοντας» τον αντίστοιχο φορέα της. Γι’ αυτό έλαβαν μέριμνα και για την μορφωτική ισχυροποίηση του παροιμιωδώς αναλφάβητου ορθοδόξου κλήρου (6) (π.χ. ίδρυση σεμιναρίου ορθοδόξων κληρικών στον Πόρο). Όπως, άλλωστε, ομολογεί ο Μάουρερ, στο βιβλίο του «Ο Ελληνικός Λαός»: «η ανεξαρτησία της ελληνικής Εκκλησίας [ενν. από το Πατριαρχείο] ήταν απαραίτητη για την υπόσταση της ίδιας της μοναρχίας». Την ημέρα της επίσημης ανακήρυξης του Αυτοκεφάλου 24/8/1833), στο λιμάνι του Ναυπλίου πανηγύριζαν όλες οι ξένες διπλωματικές αποστολές και τα ναυτικά πληρώματα, πλην των ρώσων.
     Το Αυτοκέφαλο εξελήφθη και χαιρετίστηκε από αρκετούς ως νίκη των διαφωτιστικών ιδεών. Αντιθέτως, επικρίθηκε από μερίδα κληρικών, που ελέγχονταν από το Πατριαρχείο καθώς και από το σύνολο σχεδόν του ελλαδικού μοναχισμού. Η αντίδραση του τελευταίου οφειλόταν κυρίως στο ότι, η αντιβασιλεία την ίδια στιγμή καταπολεμούσε δραστικά το μακραίωνο κοινωνικοοικονομικό καρκίνωμα του καλογερισμού, κλείνοντας τα 378 από τα 524 μοναστήρια της τότε ελληνικής επικράτειας και επιχορηγώντας με την απαλλοτριωμένη μοναστηριακή περιουσία τα προγράμματα της δημόσιας εκπαίδευσης. Όλοι οι παραπάνω κληρικοί και καλόγεροι άρχισαν αμέσως να κινδυνολογούν περί θείας τιμωρίας, να δαιμονολογούν περί εμφανίσεως αιρέσεων κ.λπ..
Η εκπαιδευτική πολιτική επί Αντιβασιλείας (7)

  Το έργο της εκπαίδευσης των ελλήνων το ανέλαβε μετά την ανακήρυξη της Ελλάδας σε Βασίλειο, η πολιτεία, αφού το νομικό πλαίσιο, που καθόριζε τις σχέσεις κράτους – εκκλησίας δεν επέτρεπε στην τελευταία να αναπτύξει εκπαιδευτικές δραστηριότητες, ανεξάρτητες από την κρατική εξουσία. Η αντιβασιλεία σύστησε επιτροπή «προς διοργανισμόν των σχολείων», στην οποία δεν συμμετείχαν εκπρόσωποι του κλήρου. Στις προτάσεις, που εισηγήθηκε η επιτροπή έγινε λόγος για την αναγκαιότητα της θρησκευτικής διδασκαλίας σε όλες τις βαθμίδες της σχολικής εκπαίδευσης. Αλλά το περίεργο για την εποχή είναι ότι στις μεγαλύτερες τάξεις προτείνεται η διδασκαλία του μαθήματος της «θρησκείας» με τρόπο που θα ικανοποιεί τις βαθύτερες αναζητήσεις των διδασκομένων σχετικά με το ρόλο της, ενώ παράλληλα προτείνεται και η διδασκαλία της ιστορίας των άλλων θρησκειών, κάτι ριζοσπαστικό για εκείνη την εποχή –και όχι μόνο.
     Η Αντιβασιλεία προχώρησε στη νομοθετική ρύθμιση περί εκπαίδευσης ξεκινώντας από τα δημοτικά σχολεία. Το βασιλικό διάταγμα του 1834 με τον τίτλο «Νόμος περί των δημοτικών σχολείων» καθόριζε, ένα από τα διδασκόμενα μαθήματα να είναι και η Κατήχηση, αλλά εναπέκειτο στην κρίση των γονέων το εάν τα παιδιά τους θα το παρακολουθούσαν. Επίσης στη νομαρχιακή επιτροπή, που ήταν αρμόδια για την επιθεώρηση των σχολείων θα έπρεπε, εκτός από έναν ορθόδοξο ιερέα, να συμμετέχει και ένας εκπρόσωπος της προτεσταντικής κοινότητας (στην Ελλάδα δρούσαν από την εποχή ήδη της επανάστασης προτεσταντικές αποστολές, κυρίως ιδρύοντας σχολεία. Ας σημειωθεί, ότι οι προτεστάντες ιεραπόστολοι δίδασκαν στα σχολεία τους την Αγία Γραφή από τη μετάφραση που είχε εγκρίνει το Οικουμενικό Πατριαρχείο). Το παραπάνω διάταγμα χαρακτηριζόταν από πνεύμα θρησκευτικής ανοχής και σεβασμού της ελευθερίας θρησκευτικής επιλογής και φανέρωνε την διάθεση του Μάουρερ για την ίση μεταχείριση των μαθητών στη σχολική θρησκευτική αγωγή αλλά και των ιδιωτικών σχολείων που διευθύνονταν από προτεστάντες. Το διάταγμα ακολουθούσε τα, καταφανώς επηρεασμένα από τον Διαφωτισμό, φιλελεύθερα ευρωπαϊκά εκπαιδευτικά πρότυπα της εποχής.
 
Προς τη δημιουργία του παρακράτους
  Θορυβημένη η Ρωσία, σε συνεργασία, φυσικά, με το θεσμικά κολοβωμένο Πατριαρχείο, ανέλαβε δράση. Άρχισε να στηρίζει τους αντιδρώντες στο Αυτοκέφαλο και κυρίως τα μοναστήρια, με γενναίες χρηματικές δωρεές και ακριβά δώρα, εκκλησιαστικά σκεύη κ.λπ..  Παράλληλα έστειλε στην Αθήνα τον πράκτορά της, κληρικό  Κωνσταντίνο Οικονόμο «των εξ Οικονόμων» για να οργανώσει υπογείως την υπονόμευση της εφαρμογής του Αυτοκεφάλου.
     [Παρέκβαση: το 1833 δεν είναι μόνο η χρονιά της νομοθετικής ρύθμισης περί Αυτοκεφάλου αλλά και του θανάτου του Κοραή. Είχε προηγηθεί μία, ματαιωμένη από τον οικουμενικό Πατριάρχη, απόπειρα αφορισμού του το 1831 «μήποτε δοθεί επιβλαβεστέρα επισημότης εις τας κενοφωνίας» του. Λίγο πριν πεθάνει, φανατικοί είχαν κάψει δημοσίως τα βιβλία του στο Ναύπλιο. Απαγορεύθηκε επίσης η τέλεση τριμήνου μνημοσύνου του στην Κωνσταντινούπολη. Το 1832 το Πατριαρχείο είχε απαγορεύσει την ανάγνωση των έργων του, ενώ καθ’ όλη την σαρακοστή του 1836, στις εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης εκφωνούντο κηρύγματα εναντίον του.]
     Ο Οικονόμος ανέπτυξε μία πολύπλευρη δραστηριότητα. Κατ’ αρχήν αρθρογραφούσε στην εφημερίδα Ευαγγελική Σάλπιγξ, που εξέδιδε, αρχικά στο Ναύπλιο και αργότερα στην Αθήνα, ο ιερομόναχος Γερμανός. Η πολεμική του στρέφεται κυρίως εναντίον του Φαρμακίδη αλλά και άλλων, όπως ο πρόσφατα τεθνεώς Κοραής και ο Καϊρης. Στην Αθήνα θα σχετιστεί με εκκλησιαστικούς, πολιτικούς και δημοσιογραφικούς παράγοντες. Επίσης, ενίσχυσε την συντηρητική ομάδα εντός την Ιεράς Συνόδου, ώστε να καταστήσει την τελευταία υποχείριό των επιδιώξεών του. Ταυτόχρονα στρατολογούσε οπαδούς από τους χώρους της πολιτικής και του στρατού. Όλα τα παραπάνω γίνονταν με την απαραίτητη χρηματοδότηση («λάδι») αλλά και υποσχέσεις εύνοιας, δυό πράγματα, που μοίραζε αφειδώς με τους πράκτορές της η ρωσική διπλωματική αποστολή στη Αθήνα.
     Τα αποτελέσματα της δράσης του δεν άργησαν να φανούν. Το 1835, ένα μόλις έτος μετά τη κάθοδο του Οικονόμου από τη Ρωσία και δυό μετά την ανακήρυξη του Αυτοκέφαλου, ο Αλέξανδρος Σούτσος γράφει ότι «είναι σχεδόν εν έτος αφ’ ότου η επίδειξις της θεοσεβείας έγινεν συρμός της Ελλάδος, αφ’ ου αι γονυκλισίαι και νηστείαι μάς επανήλθον σώαι και όχι μόνον οι Σταυροί του Σωτήρος, αλλά και οι προς τον Σωτήρα σταυροί και μετάνοιαι είναι εις μεγίστην τιμήν» (8).
     Αλλά οι υποστηρικτές των διαφωτιστικών ιδεών δεν έμειναν με σταυρωμένα χέρια και εκθέτουν σε κοινή θέα τα «άπλυτα» των συντηρητικών: «Ένα κείμενο που έδωσε αφορμή βιαιοτάτων αντιδράσεων: μια εφημερίδα, τον ίδιο χρόνο πάντοτε, σχολιάζει δυσμενέστατα μία αναφορά [σ.σ.: βλ. «συμβουλές»] του πρώην Ευβοίας, Άνθιμου στον Όθωνα: οι σουλτάνοι εγνώριζαν από την πείραν ότι, για να τυραννούν ευκόλως τον ελληνικόν λαόν, είχον ανάγκην από την συνδρομήν της θρησκείας του. Σέβας εις τους πατριάρχας μας, υπεράσπισιν εις την εκκλησίαν και προνόμια εις τους αρχιερείς της προσέφερεν αδιακόπως η τουρκική κυβέρνησις»(8). Σε παρόμοιο μήκος κύματος κινήθηκε και η προσκείμενη στους φιλελεύθερους εφημερίδαΑθηνά, του Εμμ. Αντωνιάδη. Στο φύλλο της της 16/5/1836 διαβάζουμε: «Ας ενθυμηθώμεν τί ήσαν επί της τουρκικής τυραννίας οι αρχιερείς μας. Εάν εξαιρέσουμε ολίγους τινάς, όλοι οι άλλοι ήσαν δεσπόται, τύραννοί των χριστιανών. Εψηφίζοντο αρχιερείς όχι κατ’ εκλογήν αρετής και παιδείας, αλλά με κολακείας ανδραποδώδεις και με παχείας προσφοράς χρημάτων. Αρπάζοντες δε ούτως την ποιμαντικήν ράβδον, εφορολογούσαν ασπλάχνως τα δυστυχή των ποίμνια, επωλούσαν καπηλικώς την ιεροδιακονίαν και την ιερωσύνην, τους εγκαινιασμούς, τους αγιασμούς, τας λειτουργίας και όλας τας υπέρ των χριστιανών γενομένας τελετάς, εξέδιδαν με βαρείαν χρηματικήν ποινήν τους σκληρούς και απανθρώπους εκείνους αφορισμούς […]επεριφρονούσαν την παιδείαν και κατέτρεχαν τους πεπαιδευμένους, οσάκις δεν έβρισκαν αυτούς κόλακάς της αρχιερατικής τραπέζης των και συνηγόρους των αυθαιρέτων και τυραννικών τους πράξεων»(8).
* * *
     Αλλά, τα επιχειρήματα ελάχιστη ισχύ έχουν όταν ο σκοταδισμός καλά κρατεί: η Ευαγγελική Σάλπιγξ γράφει στις 14/11/1836 για τις συνέπειες τής, περί τα εκκλησιαστικά, κυβερνητικής πολιτικής στην καθημερινή ζωή ότι, «και τα μεν πολιτικά ήθη βλέπομεν καθ’ ημέραν ελεεινά. Των δε οικιακών και κοινωνικών εκδηλούνται κηλίδες και νοσήματα ανήκουστα, ή και μόλις ακουστά πριν της επαναστάσεως»…
Τα πρώτα σημάδια σκοταδισμού στην εκπαιδευτική πολιτική
  Μέσα σε ένα τέτοιο φορτισμένο κλίμα, η πολιτική των ανακτόρων προσπαθεί να κινηθεί με τη λογική των ίσων αποστάσεων. Περί άρσης του Αυτοκεφάλου ούτε λόγος να γίνεται, μια και αυτό, όπως είχε ομολογήσει ο Μάουρερ, ήταν θεμελιώδες για την υπόσταση του μοναρχικού κράτους. Μπορούσαν όμως να γίνουν κάποιες στρατηγικές -και άσχετες με την υπόθεση του Αυτοκεφάλου- παραχωρήσεις ώστε, να κατευναστούν οι φήμες περί πολέμου εναντίον της ορθοδοξίας.
Το 1836 καθιερώθηκε
η υποχρεωτική καθημερινή ομαδική προσευχή
πριν από
την έναρξη
των μαθημάτων, όπως και ο υποχρεωτικός σχολικός εκκλησιασμός
των μαθητών.
    Με αυτόν τον τρόπο επήλθε η πρώτη ήττα των διαφωτιστικών ιδεών: δυό νέα βασιλικά διατάγματα, αυτό της 12 Ιουνίου 1836, που έφερε τον τίτλο «Περί των βιβλίων και των σχολείων των βιβλικών εταιρειών» και ένα άλλο της 31ης Δεκεμβρίου 1836 με τίτλο «Περί του Κανονισμού των ελληνικών σχολείων και γυμνασίων» δρομολόγησαν μία άλλη εκπαιδευτική πολιτική, από εκείνη που ακολουθούσε ο Μάουρερ. Σύμφωνα με αυτή, εισαγόταν η υποχρεωτική διδασκαλία της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης και της ορθόδοξης κατήχησης στο ελληνικό σχολείο και γυμνάσιο, ενώ απουσίαζε πλέον κάθε μνεία για ελεύθερη επιλογή τού περιεχομένου της σχολικής θρησκευτικής διδασκαλίας. Επιπλέον, στην τελευταία τάξη του γυμνασίου έπρεπε να διδάσκεται η εβραϊκή γραμματική για όσους επιθυμούσαν να ακολουθήσουν θεολογικές σπουδές. Επίσης, καθιερώθηκε η υποχρεωτική καθημερινή ομαδική προσευχή πριν από την έναρξη των μαθημάτων, όπως και ο υποχρεωτικός σχολικός εκκλησιασμός των μαθητών. Καθοριζόταν επίσης ότι, οι δάσκαλοι έπρεπε να είναι αμέμπτου ηθικότητας και θρησκευτικότητας (9).
     Μια δεύτερη ήττα των διαφωτιστών ήλθε το 1838, όπου θεσμοθετείται η εθνική εορτή να γίνεται στις 25 Μαρτίου, την ημέρα δηλαδή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Με αυτόν τον τρόπο συνέβη, όχι απλώς μια παραχάραξη της ιστορικής αλήθειας (η επανάσταση είχε αρχίσει στις 21 Μαρτίου 1821) αλλά, επιχειρήθηκε να υποβαθμιστεί η ίδια η επανάσταση ως γεγονός, σε σχέση με μία ασήμαντη έως τότε χριστιανική εορτή, που απλώς έτυχε να πέφτει εκεί κοντά. Σε τελική ανάλυση, να υποσκελιστεί ο Διαφωτισμός (που οδήγησε στην επανάσταση) από την εκκλησία (που την είχε αφορίσει): «μια βαρυσήμαντη χειρονομία προς τον θρησκευόμενο ελληνισμό» (10).
     Τον Μάϊο του 1839 γίνονται στην Αθήνα τα εγκαίνια του πρώτου πανεπιστημίου της νεώτερης Ελλάδας, επίτευγμα και αυτό, της επίδρασης του Διαφωτισμού. Η ορθόδοξη εκκλησία δεν κρύβει, ότι ενοχλείται από το γεγονός. Με το πρόσχημα του διορισμού του ως τακτικού καθηγητή της ελληνικής φιλολογίας στο νεοϊδρυθέν πανεπιστήμιο, ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, ο εισηγητής του Αυτοκέφαλου, απομακρύνεται από τη θέση του ως «Γραμματέως παρά τη Ιερά Συνόδω» του ελληνικού βασιλείου.
Τον Μάϊο του 1839
γίνονται στην Αθήνα τα εγκαίνια του πρώτου Πανεπιστημίου
της νεώτερης Ελλάδας, επίτευγμα και αυτό,
της επίδρασης
του Διαφωτισμού.
Η ορθόδοξη εκκλησία
δεν κρύβει, ότι ενοχλείται
από το γεγονός.
     Στο μεταξύ ο πρωτεργάτης του Αυτοκεφάλου, ο Μάουρερ, είχε ανακληθεί στην Βαυαρία από το 1834. Το 1837 ανακλήθηκε και ο δεύτερός των αντιβασιλέων, ο Άρμανσμπερκ. Στο διάστημα αυτό προέκυψαν, όπως είδαμε και οι πρώτες παραχωρήσεις της μοναρχίας προς τους συντηρητικούς, ως οι πρώτοι καρποί των ρωσοπατριαρχικών μεθοδεύσεων. Ενώ κατά την διετία 1838-1839 η εσωτερική και η εξωτερική πολιτική της χώρας έχει πλέον φτάσει στο σημείο να υπαγορεύεται, ουσιαστικά, από το φιλορωσικό κόμμα.
     Ωστόσο η ορθόδοξη αντίδραση αισθάνεται πλέον τόσο ισχυρή ώστε, δεν ικανοποιείται με τις παραχωρήσεις του Όθωνα αλλά, σχεδιάζει την ανατροπή του πολιτεύματος.
 
Το παρακράτος σε δράση
  Το 1839 αποκαλύφθηκε η συνωμοσία της περιβόητης «Φιλορθοδόξου Εταιρείας». Η εταιρεία είχε ιδρυθεί την ίδια χρονιά. Κορυφαία μέλη της ήσαν επίσκοποι και ηγούμενοι από όλη την Ελλάδα, η πλειονότητα των μελών της Ιεράς Συνόδου, πολιτικοί, ο υπουργός παιδείας Γλαράκης, στρατιωτικοί, στελέχη του φιλορωσικού («ναπαίϊκου») κόμματος, και, φυσικά, ο πράκτορας Οικονόμος. Τα μέλη της μισθοδοτούνταν από τη ρωσική κυβέρνηση. Είναι λοιπόν αυτονόητο από ποιούς δημιουργήθηκε και ποιών τους στόχους εξυπηρετούσε. Στους σκοπούς της (10) αναφέρονται, μεταξύ άλλων, η «απελευθέρωση» της Θεσσαλίας, Ηπείρου και Μακεδονίας, καθώς και η ενίσχυση της ορθοδοξίας, η οποία θεωρείτο, ότι κινδύνευε.
     Ωστόσο, πίσω από τα λαϊκίστικα απελευθερωτικά οράματα και την κινδυνολογία περί παραμερισμού της εκκλησίας, ο πραγματικός σκοπός ήταν η άρση του Αυτοκεφάλου και η ενίσχυση, ακόμα και με χρήση βίας, του φιλορωσικού κόμματος. Επίσης η «μετατροπή της Ελλάδος σε κράτος δορυφόρο της Ρωσίας» (10). Στα σχέδιά της περιλαμβανόταν και η άσκηση πίεσης στον Όθωνα, για να αναγνωρίσει την ορθοδοξία ως επίσημη θρησκεία του κράτους αλλά και των διαδόχων του. Στην περίπτωση, που αυτός δεν συμμορφωνόταν, προεβλέπετο η τεχνητή αναζωπύρωση του φαινομένου της ληστείας στην ύπαιθρο, η υποκίνηση εξέγερσης στην Πελοπόννησο από οπλαρχηγούς, που είχε υπό τον έλεγχό της, ακόμα και η απαγωγή του Όθωνος.
     Παρά την εξάρθρωσή της και τις εναντίον της διώξεις, η εταιρεία ανασυντάσσεται και συνεχίζει προσεκτικότερα τη δράση της για πολλά χρόνια ακόμη. Αλλά, ούτως ή άλλως, το φαινόμενο του παρακράτους είχε πλέον αποκτήσει τη δική του δυναμική στη νεοελληνική πραγματικότητα: οι παρακρατικοί είχαν επιτύχει να αγκιστρωθούν σε πολλά καίρια σημεία του κρατικού μηχανισμού και δεν εξαρτιόντουσαν τόσο από μία συνωμοτική οργάνωση για τον συντονισμό τους.
     Την ίδια χρονιά αρχίζουν από την εκκλησία οι πρώτες διώξεις κατά του διαφωτιστή Θεόφιλου Καΐρη, οι οποίες θα συνεχιστούν, σχεδόν αδιάκοπα, μέχρι την δολοφονία του, στις 9/1/1853. Τόσο η προαναφερθείσα μετακίνηση του Φαρμακίδη από τη θέση του Γραμματέα της Ιεράς Συνόδου στο πανεπιστήμιο, όσο και η έναρξη των διώξεων εναντίον του Καϊρη έχουν αποδοθεί στη δράση του παρακράτους.
 
Η επινόηση της ιδεολογίας του αλυτρωτισμού
  Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 1840-1850 η Βασιλεία εγκαταλείπει προοδευτικά την πορεία οικοδόμησης ενός κράτους κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Αυτό, που πρωτίστως την ενδιέφερε ανέκαθεν είναι η επιβίωσή της μέσω της κοινωνικοπολιτικής ομαλότητας και της αποφυγής εσωτερικών συγκρούσεων. Προς αυτή την κατεύθυνση η μοναρχία δεν δίστασε να καταφύγει ακόμα και στην οικειοποίηση των λαϊκίστικων οραμάτων του παρακράτους και να πλάσει το εξίσου λαϊκίστικο ιδεολόγημα της «Μεγάλης Ιδέας».
     Οι έλληνες είχαν επίγνωση ότι, η διευθέτηση των συνόρων του πρώτου ελληνικού κράτους ήταν άδικη. Σε συνδυασμό με τα πολλά προβλήματα του ελληνικού λαού, η Μεγάλη Ιδέα χρησιμοποιήθηκε σαν ένα ανέξοδο όραμα προς εσωτερική κατανάλωση, το οποίο εύκολα υποκατέστησε εκείνο μιας ευνομούμενης σύγχρονης κοινωνίας. Επίσης χρησιμοποιήθηκε για την έντεχνη καλλιέργεια συνειρμικών συσχετισμών, όπως αυτή του τότε βασιλιά με τον υποτιθέμενο «μαρμαρωμένο βασιλιά» της Πόλης. Όπως παρατηρεί ο Π. Κιτρομηλίδης, «ενώ ο Διαφωτισμός έφθινε στην μετεπαναστατική ελληνική ζωή, τα σημάδια του ιδεολογικού αναπροσανατολισμού προς έναν νέο τύπο εθνικισμού ήσαν ολοφάνερα. Το πολιτισμικό και πνευματικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο διαμορφώθηκε ο νέος εθνικισμός, διέφερε πολύ από το κλίμα που παρήγαγε τον φιλελεύθερο εθνικισμό του Διαφωτισμού.»
     Το μόνο σημείο, που φάνηκε ανυποχώρητη η βασιλεία ήταν το Αυτοκέφαλο, το οποίο όμως είχε απωλέσει το, οφειλόμενο στη διαφωτιστική επιρροή, αρχικό ριζοσπαστικό του περιεχόμενο και είχε μεταβληθεί αποκλειστικά και μόνο σε στήριγμά της (τής μοναρχίας). Από την άλλη στο Σύνταγμα του 1844, το πρώτο της νεώτερης Ελλάδας, οι συντηρητικοί δεν καταφέρνουν να περάσουν την άρση του Αυτοκέφαλου και άλλες ακραίες διατάξεις που θα μετέτρεπαν την Ελλάδα σε χωρίς προσχήματα θεοκρατία αλλά: στο άρθρο 1 διαβάζουμε, ότι «η επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η της ανατολικής ορθοδόξου του Χριστού εκκλησίας, πάσα άλλη γνωστή θρησκεία είναι ανεκτή και τα τη λατρείας αυτής τελούνται ακωλύτως υπό την προστασίαν των νόμων». Ο ακατανόητος όρος «επικρατούσα θρησκεία» κατατρέχει από τότε όλα τα Συντάγματα του ελληνικού κράτους. Σε συνδυασμό με την Μεγάλη Ιδέα, έβαλε τη χώρα σε τροχιά συνάντησης με την, υπό κατασκευήν, ιδεολογία ενός επινοημένου μεγαλειώδους παρελθόντος: του «Βυζαντίου».
Το ελληνοχριστιανικό υβρίδιο
  Το 1852 επινοείται ο όρος «ελληνοχριστιανικός» από τον επτανήσιο λόγιο Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο. Ο Ζαμπέλιος υπήρξε ο εισηγητής της σύνδεσης αρχαίας Ελλάδας – Βυζαντίου – νεώτερης Ελλάδας. Το Βυζάντιο, το οποίο θεωρείτο από τον Διαφωτισμό ως ολέθρια περίοδος οπισθοδρόμησης και ρήγματος στην ιστορκή διαδρομή του ελληνικού λαού, προβάλλεται τώρα ως το αντίθετο δηλαδή, ως το ιστορικό μόρφωμα, που διατήρησε τον «ελληνισμό» και τον πολιτισμό του (11). Αυτή την άποψη περί ελληνικής Ιστορίας καθιέρωσε ο Παπαρρηγόπουλος ως επίσημη, στη νεοελληνική συνείδηση. Ενώ, επίσης το 1852, ακούγεται από τον Θ. Ζαΐμη στη Βουλή το ανιστόρητο ότι, «η εκκλησία διατήρησε την εθνική και πνευματική ενότητα του ελληνισμού [και] στα χρόνια της δουλείας» (10). «Τα σημάδια της αναβίωσης του θρησκευτικού πνεύματος, ήταν πολλαπλά και, πράγμα πιο σημαντικό, ήταν ανιχνεύσιμα σε όλα τα επίπεδα της ελληνικής κοινωνίας: στην επίσημη κρατική πολιτική, στη πνευματική ζωή και στη λαϊκή παράδοση […] Το κράτος αναγνώρισε επίσημα τη ρύθμιση του εκκλησιαστικού ζητήματος με ειδικό νόμο το 1852, ο οποίος αναγόρευε τη σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος σε θεματοφύλακα της πνευματικής και εθνικής ενότητας.» (11).
Η αντίδραση του πνευματικού κόσμου
  Το 1848 εξαναγκάζεται σε παραίτηση ο καθηγητής Γενικής Ιστορίας του πανεπιστημίου, Θ. Μανούσης. Ένας νεαρός κληρικός τον είχε καταγγείλει αόριστα για «ασέβεια» μέσα από τις στήλες της συντηρητικής εφημερίδας Αιώντου Ι. Φιλήμονος. Το ζήτημα όμως βρισκόταν αλλού: τις παραδόσεις του Μανούση τις παρακολουθούσαν πολλοί φοιτητές (ακόμα και της Θεολογικής), ενώ του Παπαρρηγόπουλου ελάχιστοι…
     Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1840 ο πρόεδρος της Αρχαιολογικής Εταιρείας, Ιάκωβος Ρίζου Νερουλός είχε επισημάνει: «Η βυζαντινή ιστορία είναι αλληλένδετος σχεδόν και μακροτάτη σειρά πράξεων μωρών και αισχρών βιαιοτήτων τού εις το Βυζάντιον μετεμφυτευθέντος Ρωμαϊκού κράτους. Είναι στηλογραφία επονείδιστος της εσχάτης αθλιότητος και εξουθενώσεως των Ελλήνων»(12). Σε ένα ανώνυμο κείμενο, ο Μάρκος Ρενιέρης, μετέπειτα διοικητής της Εθνικής Τράπεζας, γράφει προς όσους φοβούνται την πολιτισμική επίδραση της Δύσης: «Αν θέλετε, ω μικρόνοοες, να αντισταθείτε εις το μέγα της Δύσεως κύμα πρέπει να ανεγείρετε περί την Ελλάδα, της Κίνας το περιτείχισμα: πρέπει […] εις τα σχολεία να αντικαταστήσετε τον Πλάτωνα και τον Δημοσθένη δια της Βυζαντίδος, πρέπει έως και αυτόν της Δύσεως τον ιματισμόν να απεκδυθείτε, καθ’ ότι εις τας πτυχάς αυτού κρύπτονται της Δύσεως αι ιδέαι και αι αναμνήσεις»(12).
    Μια από τις μεγαλύτερες συμφορές του ελληνικού λαού, το ξερίζωμά του από τα παράλια της Μικράς Ασίας και τη διακοπή τής σχεδόν τρισχιλιετούς παρουσίας του εκεί (κάτι που δεν πέτυχε κανένας κατακτητής) την πέτυχε το ρωμαίικο κράτος με  τη «Μεγάλη Ιδέα» (=αναβίωση του Βυζαντίου), που αποτελεί την πολιτική έκφανση του «ελληνοχριστιανισμού». Εμφανίστηκε στα μέσα του ιθ΄ αι. και συνεχίζει -όπως φαίνεται στην εικονιζόμενη αφίσσα- να μας ταλανίζει μέχρι σήμερα.
     Ο Στέφανος Κουμανούδης στον ετήσιο Πανηγυρικό, που εκφώνησε στο πανεπιστήμιο το 1853, υπαινισσόμενος τους Ζαμπέλιο και Παπαρρηγόπουλο, θα πει: «Άλλοι, γνωρίζωμεν, άλλα δοξάζουσι και νεωστί εξήνεγκον εις το μέσον τας ιδέας των […] Ημείς προτιμώμεν ν’ αποφεύγωμεν τα παράδοξα ταύτα και συντασσόμεθα μετά των οπαδών της παλαιάς των ιστορικών σχολής (σ.σ. δηλ. με την έως τότε επίσημη άποψη ότι το Βυζάντιο ήταν ο νεκροθάφτης του ελληνισμού)»(12).
     Ο Εμμανουήλ Αντωνιάδης, υπέρμαχος των διαφωτιστικών ιδεών, γράφει για τους βυζαντινούς το 1857 στην εφημερίδα του Αθηνά, τα εξής λακωνικά: «εγώ νομίζω ότι, οι άνθρωποι αυτοί ήσαν προωρισμένοι να ευνουχίσουν τον ανθρώπινον νουν» (12).
     Το 1868 ο Π. Καλλιγάς, συζητώντας σε ανεβασμένους τόνους με τον Κ. Παπαρρηγόπουλο, λέει ότι «δυό τίνα στοιχεία πρωτεύουν εν τη βυζαντινή κοινωνία, αμφότερα ολέθρια και καταστρεπτικά, όταν μάλιστα βεβαίως συγκρούονται και παρασύρονται εκ της ορμής των παθών, ο φανατισμός και η στρατοκρατία». (12)

     Το 1854 η Εκκλησία εισβάλλει στο κοινοβούλιο. Υπουργική εγκύκλιος ορίζει να γίνεται εβδομαδιαίως ανάγνωση ακολουθιών, μηνιαίων και της Οκτωήχου (10).
Το σκοτάδι στην εκπαίδευση πυκνώνει
  Εγκύκλιος της 17/1/1853 του υπουργού «επί των εκκλησιαστικών και της δημοσίας εκπαιδεύσεως» Σταύρου Βλάχου, κάνει λόγο για την αναγκαιότητα του τακτικού εκκλησιασμού, όχι μόνο των μαθητών, αλλά και των διδασκόντων. Επίσης, μια άλλη υπουργική εγκύκλιος του 1854 διατάσσει την επαναφορά στα δημοτικά σχολεία της χρήσης βιβλίων, που ήδη τότε θεωρούνταν ξεπερασμένα, δίνοντας έμφαση στην Οκτώηχο και το Ψαλτήρι. Επίσης απαιτούνταν από τους μαθητές, εκτός από τις εκκλησιαστικές ακολουθίες του εσπερινού του Σαββάτου και της θείας λειτουργίας της Κυριακής, να παρακολουθούνται και αυτές των εορτάσιμων ημερών. Με την εγκύκλιο του 1857 επιτρέπεται (!) στους μαθητές να εκκλησιάζονται στο ναό του τόπου κατοικίας τους και όχι απαραίτητα στο ναό, που επιλέγεται από το σχολείο (10).
     Το 1874 εισάγεται στη Βουλή, το ισχύον και σήμερα,  επαίσχυντο νομοσχέδιο βάσει του οποίου μπορεί ένας ιερέας να είναι και δημοδιδάσκαλος (10).
Άλλη μιά ορθόδοξη προδοσία
  Το 1854 ξεσπάει η ηπειροθεσσαλική εξέγερση. Ο Καρατάσος και οι δυνάμεις του πολεμούν στην περιοχή του Άθω. Οι αγιορείτες, συνεπείς στην τουρκόφιλη παράδοση της ορθοδοξίας, με επιστολή τους τής 15/4/1854 προς τον τούρκο σερασκέρη, αποκήρυξαν την επανάσταση, ανανέωσαν την αφοσίωσή τους στον Σουλτάνο και ζήτησαν από τον τουρκικό στρατό να τους προστατέψει.
Διώξεις
  Στις 9/1/1853 πεθαίνει στις φυλακές της Σύρου ο Θεόφιλος Καΐρης, ύστερα από πολυετείς διώξεις, που ξεκινούν από το 1839. Η κατηγορία ήταν, ότι ο -μοναχός- Καΐρης ίδρυσε «άλλη νεωστί αναφανείσα θρησκεία». Στην ουσία πρόκειται για αργή και προμελετημένη δολοφονία. Μια ημέρα μετά την ταφή του, κάποιοι ξέθαψαν το πτώμα του, άνοιξαν την κοιλιά του και τη γέμισαν με ασβέστη (χριστιανικό αποτρεπτικό για τον «διάβολο», μην τυχόν έλθει να κατοικήσει στον νεκρό…).
     Το 1856 αφορίζεται ο συγγραφέας των «Μυστηρίων της Κεφαλλονιάς», Ανδρέας Λασκαράτος. Το 1859 καταδικάζεται ο ποιητής Παναγιώτης Συνοδινός για προσβολή της θρησκείας Το 1864 η εκκλησία αντιδρά στην επίσκεψη του Ερνέστ Ρενάν στην Αθήνα, συγγραφέα της περίφημης «Προσευχής επάνω στην Ακρόπολη». Το 1866 διώκεται ο Εμμανουήλ Ροΐδης, συγγραφέας της«Πάπισσας Ιωάννας». Το 1877 διώκεται ο διπλωματικός υπάλληλος Κλέων Ραγκαβής για το δραματικό του ποίημα «Ιουλιανός ο Παραβάτης», στο οποίο υποστηρίζεται το πνεύμα του Διαφωτισμού.
* * *
     Στα τέλη της δεκαετίας του 1870, στην εκατονταετή αναμέτρησή της με τον νεοελληνικό Διαφωτισμό, η χριστιανορθόδοξη θεοκρατία μπορεί να αισθάνεται νικήτρια. Το Αυτοκέφαλο έμεινε κενό γράμμα και δεν μπόρεσε να την εμποδίσει από το να κατακτήσει ξανά ένα κράτος-υπηρέτη.
     Έκτοτε οι πολιτικοί του την τρέμουν (βλ. «πολιτικό κόστος»). Τα εκπαιδευτικά προγράμματα δεν καταρτίζονται, αν δεν τεθούν προηγουμένως υπό την επίβλεψή της. Δεν υπάρχει σχεδόν καμμία μορφή δημόσιας συζήτησης, (π.χ. τηλεοπτικής) για σχεδόν οποιοδήποτε ζήτημα, στην οποία να μην συμμετέχει έστω ένας ιερωμένος και στην οποία να μην ζητηθεί παρακαλεστά η ετυμηγορία του. Κάθε δημιουργική δύναμη και κάθε άξιο λόγου πνεύμα σε αυτή τη χώρα, θα τη βρίσκει εμπόδιο στον δρόμο του. Έκτοτε θα ευλογεί όλες τις εξάρσεις οπισθοδρόμησης, όποτε εκδηλώνονται: από τους αφορισμούς κατά των εξεγερμένων του 1805 και του 1821 μέχρι τη δικτατορία του Μεταξά το 1936-1941, την πλήρη εισαγωγή της χώρας στον εθνοσωτήριο γύψο της στρατιωτικής «επανάστασης» του 1967-1974, αλλά και μέχρι σήμερα, η ελληνοχριστιανική απάτη αποτελεί το μόνιμο θεωρητικό υπόβαθρο του  νεοβυζαντινού σκοταδισμού.
Σημειώσεις:
 
(1) Τάκης Κανδηλώρος, «Ο Αρματωλισμός τής Πελοποννήσου», Αθήνα 1924, ανατύπωση: βιβλιοπωλείο Δ. Ν. Καραβιά.
(2) Σχετικά με τις στάσεις του Διαφωτισμού απέναντι στο θρησκευτικό ζήτημα και στην εκκλησία βλ. Π. Κιτρομηλίδη «Νεοελληνικός Διαφωτισμός»,Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1999: «Το ζήτημα της θρησκευτικής κριτικής στον Ελληνικό Διαφωτισμό μπορεί να διευκρινιστεί με τους όρους μιας τυπολογίας θεωρητικών στάσεων […] Η νέα φιλοσοφία ανέπτυξε δυό άλλες προσεγγίσεις στο πρόβλημα της Εκκλησίας. Η μία ήταν εκείνη, που συνδεόταν με τον αντικληρικαλισμό του πολιτικού ουμανισμού, ο οποίος στις περισσότερες περιπτώσεις, προσπαθούσε να διασώσει τα βασικά στοιχεία του ορθόδοξου δόγματος και τόνιζε, ότι το μόνο που ζητούσε ήταν η αποκάθαρση της Εκκλησίας και η αναβίωση της γνήσιας ευαγγελικής πίστης. Η δεύτερη προσέγγιση ήταν εκείνη, την οποία εκπροσωπούν οι πιο τολμηροί επικριτές της θρησκείας η αρχική στάση των οποίων διαμορφωνόταν με βάση τα αξιώματα του Ευρωπαϊκού Δεϊσμού. Υπό την πίεση της ιδεολογικής αντιπαράθεσης ωστόσο, οι Έλληνες δεϊστές μετατοπίστηκαν προς μία εσωτερική κριτική και απόρριψη των θεμελιωδών αρχών της θρησκευτικής πίστης – κάτι το οποίο οι εκπρόσωποι του πολιτικού αντικληρικαλισμού, έχοντας αίσθηση των απαιτήσεων της πολιτικής στρατηγικής, και ίσως θεωρητικά αβέβαιοι και οι ίδιοι σχετικά με τη θρησκεία, απέφυγαν προσεκτικά να πράξουν […] Οι διαβεβαιώσεις των συγγραφέων για την γνησιότητα της εμμονής τους στην ευαγγελική αλήθεια και την Ορθοδοξία δεν μπορούν να κρύψουν τις διάφανες δεϊστικές θρησκευτικές τους προτιμήσεις, οι οποίες αντανακλώνται στην πρόκριση μιας απλουστευμένης και εξορθολογισμένης θρησκείας. Από αυτή την άποψη θα ήταν εύλογο να υποστηρίξει κανείς ότι οι περί Ορθοδοξίας διακηρύξεις υπαγορεύονταν κατά πρώτο λόγο από τακτικές και σκοπιμότητες, συνδεδεμένες με την επιδίωξη της ευρύτερης δυνατής απήχησης για την επιχειρηματολογία τους, η οποία απευθυνόταν σε κοινό έντονα προσηλωμένο στη θρησκεία».
(3) Douglas Dakin, «Ο Αγώνας των Ελλήνων για την ανεξαρτησία 1821-1833», εκδόσεις Μ.Ι.Ε.Τ. Αθήνα, 1999.
(4) Μάλιστα ο Κοραής είχε προτείνει την ακόμη αρχαιότερη ονομασία «Γραικός».
(5) Στίς 9/5/1828 ο πατριάρχης Αγαθάγγελος έστειλε στον Καποδίστρια αντιπροσωπεία από τέσσερεις μητροπολίτες, που του επέδωσαν θρασυτάτου περιεχομένου επιστολή (η οποία είχε ήδη δοθεί στη δημοσιότητα) με την οποία παροτρύνονταν οι Έλληνες να πειθαρχήσουν στον νόμιμο ηγεμόνα τους, τον… Σουλτάνο (βλ.  Douglas Dakin, Ο Αγώνας των Ελλήνων για την ανεξαρτησία 1821-1833, εκδόσεις Μ.Ι.Ε Τ. Αθήνα, 1999).
(6) Την παντελή αγραμματοσύνη του ελλαδικού χριστιανορθόδοξου κλήρου επισημαίνουν επανειλημμένα ο Παλαιών Πατρών Γερμανός (Απομνημονεύματα, εκδόσεις Δρομεύς, Αθήνα 1996) και ο γάλλος γιατρός Πουκεβίλ, (Ταξίδι στον Μορηά, εκδόσεις Αδελφών Τολίδη, Αθήνα 1976).
(7) Εμμανουήλ Περσελής, Εξουσία και θρησκευτική αγωγή στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 2004
(8) Για περισσότερα βλ. Ιστορία του Ελληνικού έθνους, τόμος ΙΓ , Εκδοτική Αθηνών.
(9) Εμμανουήλ Περσελής, Εξουσία και θρησκευτική αγωγή στην Ελλάδα του 19ου αιώνa, εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 2004
(10) Για περισσότερα βλ. Ιστορία του Ελληνικού έθνους, τόμος ΙΓ , Εκδοτική Αθηνών.
(11) Π. Κιτρομηλίδη «Νεοελληνικός Διαφωτισμός», I.Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1999:
(12) Κ.Θ. Δημαράς, «Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός», εκδ. «Ερμής».

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου