Κυριακή 13 Ιουλίου 2025

Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι

Αποτέλεσμα εικόνας για ΘΑΛΗΣ O ΜΙΛΗΣΙΟΣ1.2. Η Ελλάδα και η Ανατολή

Δεν γνωρίζουμε την ακριβή χρονολογία γέννησης του Θαλή. Το όνομά του συνδέθηκε πάντως με την έκλειψη ηλίου του 585 π.Χ., την οποία λέγεται ότι προέβλεψε, άρα θα πρέπει να γεννήθηκε τα τελευταία χρόνια του 7ου αιώνα. Ο Ηρόδοτος (Ιστορίαι 1.170) ισχυρίζεται ότι η καταγωγή των γονιών του ήταν από τη Φοινίκη· άλλωστε και ο πατέρας του, ο Εξάμυος, έχει ξενικό όνομα. Αν και η γνώμη του Ηροδότου αμφισβητείται, το σίγουρο είναι ότι ο Θαλής είχε πολλές επαφές με τους γειτονικούς ανατολικούς λαούς. Συμβούλεψε τον Κροίσο πώς να περάσει τον στρατό του από έναν αδιάβατο ποταμό, μετέφερε αστρονομικές γνώσεις των Βαβυλωνίων στην Ελλάδα, έστρεψε την προσοχή των ναυτικών στον αστερισμό της Μικρής Άρκτου, που χρησιμοποιούσαν οι Φοίνικες για τον προσδιορισμό του βορρά, ενώ επισκέφθηκε πολλές φορές την Αίγυπτο. Από τους αιγύπτιους ιερείς λένε ότι διδάχθηκε τη γεωμετρία, ενώ διετύπωσε μια εξήγηση για τις πλημμύρες του Νείλου με βάση τους βόρειους ανέμους που πνέουν στις εκβολές του και κατάφερε να μετρήσει το ύψος των πυραμίδων από την ισομήκη σκιά τους.

Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν μεγάλη εκτίμηση για τη σοφία των ανατολικών λαών, και ιδίως των Αιγυπτίων. Στην Αίγυπτο τοποθετούσαν την ανακάλυψη της γραφής και της γεωμετρίας, στη Βαβυλωνία την ανακάλυψη της αστρονομίας. Έχοντας συνείδηση της αρχαιότητας των ανατολικών πολιτισμών, οι Έλληνες δεν δίσταζαν να αποδίδουν ακόμη και δικές τους θεωρίες στους Αιγυπτίους, θεωρώντας ότι έτσι οι γνώσεις αυτές αποκτούν κύρος. Ταξίδια λοιπόν στην Αίγυπτο, ταξίδια έρευνας και μαθητείας, υποτίθεται ότι έκανε κάθε έλληνας σοφός που έφερνε κάτι νέο: ο Σόλων, ο Θαλής, ο Πυθαγόρας, αργότερα ο Πλάτων και ο Εύδοξος. Τις πληροφορίες αυτές πρέπει γενικά να τις αντιμετωπίζουμε με επιφύλαξη. Δεν έχει τόση σημασία αν ένας έλληνας φιλόσοφος επισκέφθηκε κάποτε την Αίγυπτο, όσο το να εκτιμήσει κανείς τι θα μπορούσε να έχει διδαχτεί ο συγκεκριμένος άνθρωπος από τους Αιγυπτίους, με άλλα λόγια, αν οι θεωρίες του έχουν κοινότητα με ανατολικές δοξασίες, αν έχουν ενσωματώσει στοιχεία γνωστά από άλλους πολιτισμούς, αν μπορούμε να μιλήσουμε για ανατολική καταγωγή της σκέψης του.

Ειδικά για τον Θαλή, δεν έχουμε κανένα λόγο να αμφισβητήσουμε τα ταξίδια του στην Αίγυπτο· και γιατί οι σχετικές μαρτυρίες είναι πολλές και λεπτομερείς, και, κυρίως, γιατί οι σχέσεις της Μιλήτου με την Αίγυπτο είναι δεδομένες. Η Μίλητος μετρά ήδη πεντακόσια χρόνια ζωής την εποχή που ζει ο Θαλής, και θα πρέπει να είναι η πιο πλούσια, η πιο κοσμοπολίτικη και η πιο ενδιαφέρουσα ελληνική πόλη του 6ου αιώνα. Ιωνική αποικία, εξελίσσεται στο μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο της αρχαϊκής Ελλάδας και δημιουργεί με τη σειρά της τις δικές της αποικίες στα παράλια της Μεσογείου, μία από τις οποίες είναι και η Ναύκρατις στο Δέλτα του Νείλου. Επομένως, οι εμπορικές σχέσεις της Μιλήτου με την Αίγυπτο ήταν ανεπτυγμένες, πράγμα που σημαίνει ότι ένας επιφανής Μιλήσιος, όπως ο Θαλής, θα είχε πολλές ευκαιρίες να επισκεφθεί την Αίγυπτο. Για τις επαφές ωστόσο του Θαλή στην Αίγυπτο και τη δραστηριότητά του εκεί μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε.

Η αλήθεια είναι ότι στις αρχές του 6ου αιώνα ένας Έλληνας είχε πολλά να διδαχτεί από τους γείτονές του. Η γραφή είχε ανακαλυφθεί από την 4η χιλιετία π.Χ. στα μεγάλα ανατολικά βασίλεια. Πάπυροι με ιατρικό περιεχόμενο χρονολογούνται από το 2300 π.Χ. στην Αίγυπτο. Η συστηματική παρατήρηση και καταγραφή των αστρονομικών φαινομένων αρχίζει στη Μεσοποταμία από το 1600 π.Χ., ενώ την ίδια εποχή καθιερώνονται τα πρώτα ακριβή ημερολόγια και επινοούνται πολύπλοκες λογιστικές μέθοδοι για τη φορολόγηση των πολιτών. Την εποχή που ο Θαλής επισκέπτεται την Αίγυπτο, η ιατρική, η αστρονομία και τα μαθηματικά έχουν ιστορία τουλάχιστον χίλιων χρόνων. Σε πρώτη ματιά η σύγκριση με τη νεανική αρχαϊκή Ελλάδα είναι συντριπτική και δικαιολογεί το δέος που αισθάνονται οι Έλληνες για την πανάρχαια Ανατολή. Αν οι πολιτισμοί αποτιμώνται με βάση το απόθεμα των εμπειρικών γνώσεων που έχουν ενσωματώσει, τότε οι αρχαίοι Έλληνες ήταν κυριολεκτικά στα σπάργανα σε σχέση με τους σύγχρονούς τους Αιγύπτιους και Βαβυλώνιους. Τα δικά τους συγκριτικά πλεονεκτήματα εντοπίζονται αλλού. Οι Έλληνες διέθεταν ήδη τη νέα τους αλφαβητική γραφή, μια γραφή ορθολογική και εύκολη στην εκμάθηση, που μπορούσε να γίνει κτήμα όλου του κόσμου. Και είχαν οργανώσει τις κοινότητές τους με βάση την πόλη-κράτος, μια πολιτική δομή ασταθή και ευάλωτη σε σχέση με τις ανατολικές αυτοκρατορίες, η οποία όμως από τη φύση της οδηγούσε όλο και περισσότερους ανθρώπους στη συμμετοχή στα κοινά. Το πόσο σημαντικοί και γόνιμοι ήταν αυτοί οι παράγοντες για όλες τις πλευρές της πνευματικής και της κοινωνικής ζωής της αρχαίας Ελλάδας έμελλε να αποκαλυφθεί κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. Τότε θα διαμορφωνόταν βαθμιαία και η αίσθηση της υπεροχής των Ελλήνων σε σχέση με τους άλλους λαούς, που αποτυπώνεται στον χαρακτηρισμό του ξένου ως «βαρβάρου». Στην εποχή ωστόσο του Θαλή βρισκόμαστε ακόμη στην αρχή αυτής της πορείας. Είχε βέβαια προηγηθεί η εντυπωσιακή εμπορική και αποικιακή ανάπτυξη των ελληνικών πόλεων και είχε διαμορφωθεί η κοινή ελληνική συνείδηση μέσα από τα ομηρικά και ησιόδεια έπη, τα στοιχεία όμως αυτά δεν μπορούσαν να συγκριθούν με την αρχαιότητα, τη συνέχεια και τη συσσώρευση γνώσεων των ανατολικών πολιτισμών. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν γιατί τα ταξίδια και η γνωριμία με ξένους τόπους και ανθρώπους ήταν απαραίτητο γνώρισμα της δραστηριότητας ενός έλληνα «σοφού».

Ο Θαλής θα πρέπει να ταξίδεψε αρκετά ακολουθώντας την τάση της εποχής του και σίγουρα θα κέρδισε πολλές εμπειρίες και γνώσεις από τα ταξίδια του. Η προσοχή του λογικά στράφηκε στη γεωμετρία και την αστρονομία, στους τομείς δηλαδή εκείνους όπου οι συμπατριώτες του ήταν ακόμη πολύ πίσω. Ο θαυμασμός προς το πρόσωπό του οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ικανότητά του να εφαρμόζει τις μαθηματικές του γνώσεις στην επίλυση πρακτικών προβλημάτων - αυτό δείχνει και η παροιμιακή έκφραση «σωστός Θαλής» που οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για να περιγράψουν έναν εφευρετικό άνθρωπο (Αριστοφάνης, Όρνιθες 1009). Η μέτρηση του ύψους των πυραμίδων, ο υπολογισμός της ενδιάμεσης απόστασης των πλοίων στη θάλασσα, η παρατήρηση των αστερισμών και ο ακριβής προσδιορισμός του βορρά για τη ναυσιπλοΐα, ο υπολογισμός των εποχών με βάση την πορεία του Ήλιου, είναι μερικές από τις διαπιστωμένες δραστηριότητες του Θαλή. Το γεγονός ωστόσο που φαίνεται να εντυπωσίασε περισσότερο τους συγχρόνους του ήταν η πρόβλεψη της ηλιακής έκλειψης του 585 π.Χ. Σύμφωνα με τη διήγηση του Ηροδότου, στη διάρκεια μιας μάχης Λυδών και Περσών η μέρα έγινε ξαφνικά νύχτα. Το φαινόμενο αυτό το είχε προβλέψει ο Θαλής· για την ακρίβεια είχε προσδιορίσει με χρονική ακρίβεια ενός έτους την αναμενόμενη έκλειψη (Ηρόδοτος, Ιστορίαι1.74).

Οι ηλιακές εκλείψεις αποτελούν ένα από τα πιο σπάνια και θαυμαστά φυσικά φαινόμενα, ιδίως όταν είναι ολικές, όπως φαίνεται να ήταν η έκλειψη του 585 π.Χ. για τους κατοίκους της Ιωνίας. Η αναπάντεχη μετατροπή της μέρας σε νύχτα προκαλεί δέος στους ανθρώπους και είναι φυσικό να ερμηνεύεται ως θεϊκό σημάδι, και μάλιστα δυσοίωνο. Το πρώτο στοιχείο που μας εντυπωσιάζει στην πρόβλεψη του Θαλή είναι ότι κατάφερε να αποδεσμεύσει το αξιοπερίεργο φυσικό φαινόμενο από τη δικαιοδοσία της θεϊκής βούλησης. Και μόνο αυτό το γεγονός φανερώνει την πρόοδο προς την ορθολογική σκέψη που είχε συντελεστεί από ανθρώπους σαν τον Θαλή. Ακόμη πιο αξιοσημείωτη βεβαίως είναι η ίδια η δυνατότητα της πρόβλεψης των εκλείψεων. Στο σημείο αυτό τα πράγματα δεν είναι καθόλου απλά. Σήμερα θα λέγαμε ότι για να προβλέψει κάποιος μια έκλειψη ηλίου θα πρέπει να γνωρίζει την εξήγηση του φαινομένου - με δυο λόγια, ότι η έκλειψη συμβαίνει όταν η Σελήνη παρεμβάλλεται ανάμεσα στον Ήλιο και στη Γη, οπότε η σκιά της Σελήνης πέφτει σε μια περιοχή της σφαιρικής επιφάνειας της Γης. Η εξήγηση ωστόσο των εκλείψεων ήταν άγνωστη την εποχή του Θαλή, και μόνο εκατόν πενήντα χρόνια αργότερα, με τον Αναξαγόρα, έχουμε κάποιες ενδείξεις ότι το φαινόμενο έχει στοιχειωδώς κατανοηθεί. Για την πρόβλεψη ωστόσο των εκλείψεων υπάρχει και ένας άλλος δρόμος. Μπορεί κανείς να προβλέψει ένα φυσικό φαινόμενο, όταν αυτό ακολουθεί κάποια περιοδικότητα, ακόμη κι αν δεν μπορεί ακριβώς να το εξηγήσει. Μπορεί δηλαδή κανείς να στηριχτεί σε προσεκτικές παρατηρήσεις και να βγάλει το συμπέρασμα ότι οι εκλείψεις ακολουθούν μια πολύπλοκη αλλά σταθερή χρονική ακολουθία. Αυτός φαίνεται να ήταν ο δρόμος των Βαβυλωνίων, οι οποίοι, ακριβώς επειδή η θρησκεία τους ήταν αστρική, κατέγραφαν συστηματικά τα ουράνια φαινόμενα από πολύ παλιά και είχαν καταφέρει να προσδιορίσουν μια χρονική ακολουθία εμφάνισης των εκλείψεων. Ίσως λοιπόν και ο Θαλής να έκανε το ίδιο. Μια πρόβλεψη όμως ηλιακής έκλειψης, ορατής σε μια συγκεκριμένη περιοχή της Γης, προϋποθέτει, ακριβή γνώση της κίνησης των ουρανίων σωμάτων μετά από εμπειρικές παρατηρήσεις αιώνων, μια συστηματική εργασία που κανείς ποτέ δεν έκανε στην αρχαία Ελλάδα, όχι μόνο κατά την εποχή του Θαλή αλλά και πολύ αργότερα. Επομένως, η μόνη μας λύση, αν δεν θεωρήσουμε την όλη ιστορία της πρόβλεψης απλό παραμύθι, είναι να υποθέσουμε ότι ο Θαλής, αξιοποιώντας τις επαφές του με τους ανατολικούς λαούς, μετέφερε στους συμπατριώτες του την πρόβλεψη των βαβυλώνιων ιερέων για μια επικείμενη έκλειψη ηλίου. Με λίγη τύχη, η έκλειψη έγινε ορατή και στην περιοχή της Ιωνίας και, καθώς συνέπεσε με τη μάχη που περιγράφει ο Ηρόδοτος, συνετέλεσε στην εμπέδωση της φήμης του Θαλή.

Μπορούμε τώρα να αντιληφθούμε γιατί οι Έλληνες κατέτασσαν τον Θαλή στους Επτά Σοφούς. Ήταν πολυταξιδεμένος, πολυμαθής και πολυπράγμων. Ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του σε μαθηματικές και αστρονομικές γνώσεις. Ασχολήθηκε με αξιοπερίεργα φυσικά φαινόμενα, όπως οι πλημμύρες του Νείλου, οι εκλείψεις, ο μαγνητισμός (Αριστοτέλης, Περί ψυχής 405a19), και δοκίμασε την ικανότητά του στην επίλυση πρακτικών προβλημάτων. Ακόμη και τα πολιτικά ζητήματα δεν τον άφηναν αδιάφορο, αφού είχε την προνοητικότητα να συμβουλεύσει τις ιωνικές πόλεις να ενωθούν σε μία πολιτική κοινότητα για να ισχυροποιηθούν απέναντι στον μόνιμο κίνδυνο εξ ανατολών (Ηρόδοτος, Ιστορίαι 1.170).

Όλα αυτά δείχνουν έναν άνθρωπο που έχει ξεφύγει από τον κλειστό κόσμο της αρχαϊκής ελληνικής σκέψης, που έχει αντιληφθεί το τι έχουν να κερδίσουν οι Έλληνες από τις επιτεύξεις των άλλων πολιτισμών και που αναζητά ορθολογικές λύσεις σε όλα τα προβλήματα. Φθάνουν όμως αυτά για να χαρακτηρίσουμε τον Θαλή φιλόσοφο;

Η μαύρη θέλξις στη Μήδεια

Σε μια Θεογονία σαν του Ησιόδου, οι πρώιμοι αιώνες των επών θα τραγουδούσαν την ομορφιά των αστραγάλων της (ἐύσφυρον, 961)· ή πώς η Ωκεανίδα Ιδυία την εγέννησε όταν δαμάστηκε απ’ την Αφροδίτη· πώς κράταγε η κόρη απ’ τη γενιά του Ήλιου, φύτρα του Αιήτη, βασιλιά των Κόλχων· κόρη γενιάς που έβγαζε φαρμακίδες, όπως την ωριοπλέξουδη Κίρκη της Οδύσσειας (ἐϋπλόκαμος, κ 136) ή την ξανθή Αγαμήδη της Ιλιάδας που ήξερε τόσα φάρμακα όσα βλασταίνει η γη η πλατιά (ἣ τόσα φάρμακα ᾔδη ὅσα τρέφει εὐρεῖα χθών, Λ 741).

Τα έπη τα υστερότερα θα ‘ξεραν τις λάμψεις στα χαμηλωμένα της βλέφαρα, όταν κλεφτά κοιτούσε τον Ιάσονα, μοιραία ερωτοχτυπημένη, όπως –ας πούμε– την κατέγραψαν τα Αργοναυτικά του Απολλώνιου απ’ τη Ρόδο (βάλλεν ὑπ᾽ Αἰσονίδην ἀμαρύγματα, Γ 288).

Αυτά, με τον έρωτα πάντα στο βάθος και με κάθε λογής ασύλληπτη φαρμακεία στο προσκήνιο.

Όμως το συλλογικό φαντασιακό της κλασσικής αρχαιότητας άδραξε στην περίπτωσή της ευκαιρία. Τόσο χρυσή, όσο ήταν και το δέρας που οι Αργοναύτες άρπαξαν με τα μυθικά της μάγια. Τόσο χρυσή, όσο υπήρξε στην ιστορική του εξέλιξη κι ο 5ος π.Χ. αιώνας. Η έγνοια του δεν έπεσε απλά σε μια περίπτωση φαρμακίδος –για την ακρίβεια, της φαρμακίδος της κατ’ εξοχήν. Το ομόηχο του ονόματός της προσαρμοζόταν βολικά στο φρύδι της επικράτειας των Μήδων· στα παρευξείνια εκείνα άκρα που ήτανε πιο “βαρβαρικά” ακόμη κι απ’ τη χώρα των “βαρβάρων”. Κι έγινε τότε η φαρμακίς το απόλυτο Άλλο. Έγινε η Μήδεια του Ευριπίδη. Έκτοτε –όπως παρατηρεί η σύγχρονη έρευνα– και στην αγγειογραφία θα την εικόνιζαν ντυμένη με τα σύμβολα της πιο απόμακρης Ανατολής.

Ο σωβινισμός του Ευριπίδη δούλεψε με συνέπεια προς αυτή την κατεύθυνση. Την είπε “άγριο τύπο και φύση αποτρόπαιη/ ακόλαστου νου” (ἄγριον ἦθος στυγεράν τε φύσιν/ φρενὸς αὐθάδους, Μήδεια 108-9)· “έρημη κι άπολιν…/ κούρσεμα γης βαρβαρικής” (ἔρημος ἄπολις…./ ἐκ γῆς βαρβάρου λελῃσμένη, 255-56).

Απ’ την αρχή του έργου, την έπλασε μόνο από σάρκα κι αισθήσεις, σ’ ένδεια σύνεσης και σωφροσύνης, χωρίς τους τρόπους τους λεπτούς του πνεύματος του ελληνικού· ένα κορμί που χαμοκείτεται, παραδομένο στις ηδονές του άλγους (σῶμ΄ ὑφεῖσ΄ ἀλγηδόσι, στ. 24)· βουλιαγμένο στο βάρος φρενός αράθυμης (βαρεῖα γὰρ φρήν, στ. 38).

Για την προδοτική απιστία του Ιάσονα στην Κόρινθο, η Μήδεια μισεί τα παιδιά της κι ούτε η όψη τους της δίνει χαρά (στυγεῖ δὲ παῖδας οὐδ΄ ὁρῶσ΄ εὐφραίνεται, στ. 36)· στυλώνει πάνω τους το μάτι σαν ταύρος που μελετάει το κακό (ἤδη γὰρ εἶδον ὄμμα νιν ταυρουμένην/ τοῖσδ΄͵ ὥς τι δρασείουσαν, στ. 92-3). Δίνει σημάδια τρομερά, που σταθερά αντηχούνε από παρασκηνιακό βάθος απροσδιόριστο. Βοά και καταριέται με τη χασμωδική φωνητική της οιμωγής, με τονικότητα γλωσσολαλιάς, με τους επαναλαμβανόμενους ρυθμούς φυλετικού κυμβάλου: “ἰώ μοί μοι”, “αἰαῖ”, “ἰώ μοί μοι͵ ἰὼ τλήμων”.

Το χειρότερο απ’ όλα. Η Μήδεια της τραγωδίας δεν είναι τρελλή. Εκπονεί με ακρίβεια σχέδιο λεπτομερές. Ασύλληπτες οι τεχνουργίες της. Το δώρο το γαμήλιο στην αντίζηλο, “ποικίλοι” –το επίθετο δηλώνει τον δόλο– πέπλοι και χρυσό στεφάνι (στ. 1159), έχουνε ποτιστεί από φάρμακα θανάσιμα που λειώνουνε τη δροσερή ζωή της Γλαύκης. Και το μαχαίρι της, σαν άλλο δώρο γάμου στον Ιάσονα, εξολοθρεύει τα παιδιά του και παιδιά της.

Με τη γνωστή του τάση για μελοδραματισμό, ο Ευριπίδης έβαλε τη Μήδειά του, στο δεύτερο μέρος του έργου, να κλαψουρίζει για τον φόνο των παιδιών: λύση σκληρή, μα δήθεν αναπόφευκτη, προορισμένη να λυτρώσει από τα ονείδη της ατίμωσης· οικογενειακής, και όμοια και πολιτικής· απ’ τη ντροπή μιας στέρησης δικαιωμάτων. Λες και φοβήθηκε ο ποιητής το βάθος της εκδίκησης της Μήδειας και πάσχισε να κουμαντάρει κάπως την κατάσταση· σε μια απέλπιδα προσπάθεια να ισορροπήσει τα μελανά τα χρώματα της απατημένης φαρμακίδος με κάτι απ’ την τρυφερότητα της έγνοιας της μητέρας.

“Βάρβαρη” την χρωμάτισε, μα με μιζέρια φθόνησε το πάθος του ερωτισμού της.

Αυτό το είχε δώσει αφειδώς ο Σοφοκλής σε τραγωδία που πραγματευόταν τον δόλο της Μήδειας εις βάρος του Πελία. Ο μύθος έλεγε ότι, όταν επέστρεψαν οι Αργοναύτες από την αποστολή τους στην Κολχίδα, φέρνοντας μαζί τους το πολυπόθητο δέρας, ο Ιάσονας θέλησε να εκδικηθεί τον βασιλιά της Ιωλκού. Κι έτσι, η Μήδεια, ενεργώντας για λογαριασμό του, έπεισε τις αφελείς κόρες του Πελία να ακολουθήσουν τις συμβουλές της για να επαναφέρουν τη νεότητα στον γέροντα πατέρα τους. Έσφαξε και τεμάχισε μπροστά τους ένα κριάρι κι έπειτα το έβρασε με τα φάρμακά της, επαναφέροντάς το στη ζωή και μεταμορφώνοντάς το σε μικρό αρνάκι. Οι Πελιάδες αποπειράθηκαν να κάνουν το ίδιο, σκοτώνοντας, βεβαίως, τον πατέρα τους.

Ο Σοφοκλής πήρε το θέμα και το προσάρμοσε σε Χορό Ριζοτόμων, γυναικών δηλαδή που συνέλεγαν ρίζες και βότανα για σκευάσματα αναλγητικά, αλλά και μαντζούνια μαγικά που υπόσχονταν έρωτα και νιότη, ίσως σαν τα “φίλτρα…θελκτήρια/ ἔρωτος” που ηρεμούνε σώμα και ψυχή και που τα ξέρει η Τροφός στην τραγωδία Ιππόλυτος (509-10) του Ευριπίδη.

Οι Ριζοτόμοι του Σοφοκλή έχουν χαθεί πλέον για εμάς. Σώζονται όμως αποσπάσματά τους, ενδεχομένως απ’ την Πάροδο (fr. 535 – 36/Radt), σε σχόλιο του Μακροβίου (v. 19) ότι ο Βιργίλιος σκιαγράφησε την Διδώ της Αινειάδας, που συλλέγει βότανα με μπρούτζινο μαχαίρι υπό το σεληνόφως (IV. 513-14), κατ’ αναλογίαν με τη Μήδεια του Σοφοκλή.

Διαβάζουμε, λοιπόν, απ’ τη χαμένη Πάροδο:

“κι εκείνη, καλύπτοντας τα μάτια με το χέρι,
τον αργυρόχρωμο χυμό που στάζει απ’ την τομή
συλλέγει σε χάλκινους κάδους.”

(ἡ δ’ ἐξοπίσω χερὸς ὄμμα τρέπουσ’
ὀπόν ἀργυνεφῆ στάζοντα τομῆς
χαλκέοισι κάδοις δέχεται.
)

Και παρακάτω:

“κι οι σκεπασμένες
κίστες κρύβουν τα κομμάτια των ριζών,
αυτά που εκείνη, με φωνές κι αλαλαγμούς,
εθέριζε γυμνή με χάλκινα δρεπάνια.”

(αἱ δὲ καλυπταί
κίσται ῥιζῶν κρύπτουσι τομάς
ἃς ἥδε βοῶσ’, ἀλαλαζομένη,
γυμνὴ χαλκέοις ἤμα δρεπάνοις
.)

Σ’ όλες τις λεπτομέρειές τους οι στίχοι φανερώνουν το βάθος της γνώσης, τη μεγαλοπρέπεια της τελετουργίας, το πάθος της “βάρβαρης” για νιότη και για έρωτα.

Ο Σοφοκλής, τουλάχιστον, κατάλαβε τη Μήδεια.

Το Φωτεινό Κατώφλι: Ένα Ταξίδι Πέρα από το Πέπλο της Ψευδαίσθησης

Στη σιωπή ανάμεσα στους χτύπους της καρδιάς, στην παύση ανάμεσα στις σκέψεις, υπάρχει μια πύλη που λίγοι τολμούν να πλησιάσουν...

Το Συγκεντρωτικό Σούρουπο της Κατανόησης

Έρχεται μια στιγμή στο ταξίδι του αναζητητή, όταν ο οικείος κόσμος αρχίζει να τρεμοπαίζει και να διαλύεται στις άκρες του, σαν υδατογραφίες που ξεθωριάζουν μέσα στην ομίχλη. Τα βουνά που κάποτε έστεκαν τόσο συμπαγή αποκαλύπτονται ως σκιές που ρίχνονται από κάποιο μεγαλύτερο φως. Τα ποτάμια που χάραξαν τόσο μόνιμα κανάλια μέσα από την πέτρα ψιθυρίζουν μυστικά της δικής τους παροδικότητας. Και ο αναζητητής, στεκόμενος σε αυτό το φωτεινό κατώφλι, νιώθει το πρώτο τρέμουλο από φτερά που ποτέ δεν ήξερε ότι κατείχε.

Ο Σοφός περπατά ανάμεσά μας, όμως τα βήματά του δεν αφήνουν ίχνη στη γη. Τα μάτια του δεν αντανακλούν τα αντικείμενα που βλέπουν, αλλά τον χώρο ανάμεσα στα αντικείμενα—εκείνο το γόνιμο κενό όπου όλες οι δυνατότητες χορεύουν σε αιώνια δυναμική. Έχει μάθει το μυστικό που οι μυστικιστές ψιθυρίζουν μέσα από τις χιλιετίες: ότι ο κόσμος που κρατάμε τόσο απεγνωσμένα δεν είναι παρά ένας αστερισμός ονείρων, κάθε αστέρι μια προσωπική αντίληψη που λάμπει στιγμιαία ενάντια στο άπειρο σκοτάδι.

Η Μεγάλη Απελευθέρωση

Παρατηρήστε πώς η κάμπια προσκολλάται στον κόσμο του φύλλου της, πιστεύοντας στην πραγματικότητα των μίσχων και των φλεβών, στο φως του ήλιου που φιλτράρεται μέσα από την πράσινη μονιμότητα. Ωστόσο, η διάλυση την καλεί, και παραδίδοντας το μυστήριο της μεταμόρφωσης, το πλάσμα ανακαλύπτει φτερά από αραχνοΰφαντο φως. Έτσι και ο αναζητητής πρέπει να απελευθερώσει τη λαβή του από τα οικεία αγκυροβόλια της ταυτότητας, της κατοχής και της βεβαιότητας.

Οι δεσμοί που σφυρηλατούμε—με εραστές και εχθρούς, με επαίνους και μομφές, με θριάμβους και ήττες—είναι υφασμένοι από το ίδιο μετάξι με τους ιστούς της αράχνης: όμορφοι στην πρωινή δροσιά, αλλά διαλυμένοι από τον πρώτο δυνατό άνεμο της κατανόησης. Κάθε δέσμευση είναι μια χρυσή αλυσίδα, υπέροχη στην όψη, αλλά μας δένει στον τροχό της ατέλειωτης γέννησης. Ο Σοφός αναγνωρίζει αυτούς τους δεσμούς όχι ως κακό που πρέπει να πολεμηθεί, αλλά ως ψευδαισθήσεις που πρέπει να απελευθερωθούν απαλά, όπως φυσαλίδες που επιστρέφουν στον αέρα από τον οποίο προήλθαν.

Στην αγορά των επιθυμιών, κινείται σαν άνεμος μέσα από το σιτάρι—παρών αλλά αδέσμευτος, αγγίζοντας τα πάντα αλλά χωρίς να κατέχει τίποτα. Ο έμπορος δεν μπορεί να του πουλήσει ασφάλεια, γιατί έχει βρει τον θησαυρό που οι κλέφτες δεν μπορούν να κλέψουν. Ο πολιτικός δεν μπορεί να του προσφέρει εξουσία, γιατί έχει ανακαλύψει το βασίλειο που υπάρχει πέρα από την εμβέλεια της γήινης κυριαρχίας.

Ο Καθρέφτης της Καθαρής Όρασης

Η Αληθινή Γνώση δεν έρχεται ως πληροφορία που συλλέγεται, αλλά ως πέπλα που αφαιρούνται. Είναι η αναγνώριση ότι ο καθρέφτης της συνείδησης ήταν πάντα αψεγάδιαστος—βλέπαμε μόνο την ανάσα μας στην επιφάνειά του και την εκλαμβάναμε ως τον κόσμο. Ο μυστικιστής δεν γυαλίζει τίποτα· αντίθετα, σταματά να αναπνέει πάνω στο γυαλί και βλέπει την παρθένα αντανάκλαση που ήταν πάντα εκεί.

Σε αυτή την όραση, τα όρια μεταξύ παρατηρητή και παρατηρούμενου διαλύονται όπως το αλάτι στον ωκεανό της ύπαρξης. Η ερώτηση «Ποιος είμαι;» αποκαλύπτει τη δική της παραδοξότητα, γιατί δεν υπάρχει ξεχωριστό εγώ για να την κάνει. Υπάρχει μόνο η ίδια η ερώτηση, που αναδύεται και διαλύεται στην απέραντη έκταση της επίγνωσης, όπως τα κύματα σε μια ακτή χωρίς όρια.

Το προσωπικό γίνεται απρόσωπο, όχι μέσω άρνησης αλλά μέσω επέκτασης. Η σταγόνα ανακαλύπτει ότι ήταν πάντα ο ωκεανός, ονειρευόμενος τη διάσπαση. Η ακτίνα φωτός θυμάται την πηγή της στον ήλιο. Η νότα ξυπνά στη συμφωνία της οποίας ήταν πάντα μέρος, αλλά ποτέ ξεχωριστή από το όλο.

Το Παράδοξο του Κενού

Εδώ βρίσκεται το μεγάλο παράδοξο που μπερδεύει τον ορθολογικό νου: χάνοντας τα πάντα, ο αναζητητής βρίσκει τα Πάντα. Γινόμενος τίποτα, γίνεται Όλα. Το άδειο κύπελλο μπορεί να κρατήσει το κρασί της αιωνιότητας· το γεμάτο κύπελλο ξεχειλίζει και σπαταλά το πολύτιμο κρασί.

Ο Σοφός φαίνεται να ζει στον κόσμο, αλλά κατοικεί στον χώρο ανάμεσα στις σκέψεις. Μιλά λέξεις, αλλά η αληθινή του επικοινωνία είναι η σιωπή από την οποία όλες οι λέξεις αναδύονται. Πράττει, αλλά η βαθύτερη πράξη του είναι η ακινησία που καθιστά κάθε κίνηση δυνατή. Αγαπά, αλλά η αγάπη του δεν είναι η αρπακτική κατοχή, αλλά ο ανοιχτός ουρανός στον οποίο όλες οι καρδιές μπορούν να πετάξουν ελεύθερες.

Αυτό δεν είναι το κενό της άρνησης, αλλά το γόνιμο κενό της άπειρης δυναμικής. Είναι το σκοτάδι της μήτρας από το οποίο γεννιέται κάθε φως, η σιωπή των βάθους από τα οποία αναβλύζει κάθε μουσική. Είναι το μηδέν που, πολλαπλασιαζόμενο με οποιονδήποτε αριθμό, παραμένει ο εαυτός του, αλλά καθιστά όλα τα μαθηματικά δυνατά.

Η Διάλυση του Ονειρευτή

Όταν το τελευταίο πέπλο πέσει, τι απομένει; Όχι η απουσία εμπειρίας, αλλά η αναγνώριση ότι ποτέ δεν υπήρξε εμπειρογνώμονας ξεχωριστός από την ίδια την εμπειρία. Το όνειρο συνεχίζεται, αλλά ο ονειρευτής έχει ξυπνήσει μέσα στο όνειρο, γνωρίζοντας το ως όνειρο, αλλά ελεύθερος να χορέψει μέσα στα μεταβαλλόμενα μοτίβα του.

Τα χρώματα εξακολουθούν να ζωγραφίζουν τον κόσμο με ομορφιά, αλλά θεωρούνται ως στιγμιαίες ευλογίες του φωτός, όχι ως μόνιμες κατοχές που πρέπει να αρπαχθούν. Η μουσική εξακολουθεί να συγκινεί την καρδιά, αλλά ακούγεται ως η ίδια η ανάσα της ύπαρξης, όχι ως διασκέδαση για ένα ξεχωριστό εγώ. Η αγάπη εξακολουθεί να ρέει σαν ποτάμια στη θάλασσα, αλλά γνωρίζεται ως η ίδια η ουσία της ύπαρξης, όχι ως συναίσθημα που πρέπει να φυλακιστεί στο κλουβί της μνήμης.

Ο Σοφός επιστρέφει στον κόσμο της μορφής, αλλά κουβαλά το άμορφο μέσα του σαν μια μυστική φλόγα. Μιλά σε αυτούς που ακόμα πιστεύουν στην πραγματικότητα των αλυσίδων τους, αλλά τα λόγια του φέρουν το κλειδί της απελευθέρωσής τους. Φαίνεται να γερνά και να αλλάζει, αλλά αναπαύεται στην αμετάβλητη επίγνωση που παρακολουθεί κάθε μεταμόρφωση με την υπομονετική χαρά της αιωνιότητας.

Η Ατραπός Χωρίς Μονοπάτι προς το Σπίτι

Δεν υπάρχει μονοπάτι προς αυτή την αλήθεια, γιατί είσαι ήδη αυτό που αναζητάς. Δεν υπάρχει ταξίδι προς αυτόν τον προορισμό, γιατί ποτέ δεν έφυγες από το σπίτι. Δεν υπάρχει τεχνική για να επιτύχεις αυτή την κατάσταση, γιατί είσαι ήδη η ίδια η συνείδηση στην οποία όλες οι καταστάσεις αναδύονται και διαλύονται.

Ωστόσο, η αναζήτηση συνεχίζεται, όπως ο ήλιος που ανατέλλει κάθε μέρα, όχι επειδή χρειάζεται να γίνει φως, αλλά επειδή είναι στη φύση του να λάμπει. Οι πρακτικές συνεχίζονται, όχι για να αποκτήσουν αυτό που λείπει, αλλά για να αφαιρέσουν τα εμπόδια που έχουμε τοποθετήσει μπροστά από τη δική μας λάμψη. Οι ερωτήσεις συνεχίζονται, όχι επειδή χρειάζονται απαντήσεις, αλλά επειδή η ίδια η ερώτηση είναι η κίνηση της αφύπνισης.

Στο τέλος, δεν υπάρχει τέλος—μόνο η ατέλειωτη αρχή κάθε στιγμής, φρέσκια σαν την πρωινή δροσιά στα πέταλα της αιωνιότητας. Ο Σοφός γνωρίζει αυτό το μυστικό: ότι η Αληθινή Γνώση δεν είναι ένας προορισμός που επιτυγχάνεται, αλλά μια αναγνώριση αυτού που ποτέ δεν έλειψε, ποτέ δεν γεννήθηκε, ποτέ δεν μπορεί να πεθάνει.

Και σε αυτή την αναγνώριση, όλοι οι δεσμοί διαλύονται σαν ομίχλη μπροστά στον ανατέλλοντα ήλιο, αποκαλύπτοντας την απέραντη έκταση της ελευθερίας που ήταν πάντα η βαθύτερη φύση μας, η πιο οικεία αλήθεια μας, το αιώνιο σπίτι μας πέρα από τον κόσμο των πραγμάτων...

«Όταν ο τελευταίος αναζητητής γίνει αυτό που αναζητά, όταν η τελική ερώτηση διαλυθεί στην απάντηση που πάντα ήταν, αυτό που απομένει δεν είναι γνώση αλλά η ίδια η Γνώση—καθαρή, απεριόριστη και για πάντα ελεύθερη.»

Η Πραγματικότητα Είναι Πέρα Από Τις Αντιλήψεις Των Ανθρώπων: Μια Μυστική Διαδρομή Στο Αιώνιο Τώρα

Μέσα στις στροβιλιζόμενες ομίχλες της ύπαρξης, όπου τα όρια του γνωστού διαλύονται στο άπειρο άγνωστο, υπάρχει μια αλήθεια τόσο αχανής, τόσο φωτεινή, που ο ανθρώπινος νους παραπαίει στην προσπάθειά του να την κατανοήσει. Η πραγματικότητα είναι πέρα από τις αντιλήψεις των ανθρώπων—ένα αίνιγμα που χορεύει λίγο πιο πέρα από την εμβέλεια των αισθήσεών μας, μια μελωδία πολύ λεπτή για το αυτί, ένα φως πολύ λαμπρό για το μάτι. Κι όμως, δεν είναι μακρινή. Είναι εδώ, τώρα, στη ρέουσα στιγμή, όπου η ψευδαίσθηση του διαχωρισμού διαλύεται και το αιώνιο αποκαλύπτεται ως η μόνη αλήθεια που αξίζει να γνωρίσουμε.

Περιδιαβαίνουμε τη ζωή σαν ονειροπόλοι, υφαίνοντας υφαντά από σκέψεις και πεποιθήσεις, πεπεισμένοι ότι οι κλωστές που υφαίνουμε είναι το ίδιο το ύφασμα της πραγματικότητας. Δίνουμε ονόματα στα χρώματα του κόσμου—κόκκινο, μπλε, σκιά και λάμψη—και τα διεκδικούμε ως δικά μας. Χτίζουμε ιστορίες, μέλλοντα, ταυτότητες και σύνορα, σαν να μπορούσαμε, με την ονομασία και την ιδιοποίηση, να δέσουμε το άπειρο στο πεπερασμένο. Όμως, η πραγματικότητα δεν υπακούει στην ονομασία μας. Κυλάει αδιάκοπα, ανέγγιχτη από τα δίχτυα που ρίχνουμε, ένα ποτάμι που γλιστρά μέσα από τα δάχτυλά μας, ακόμη κι όταν στεκόμαστε μέσα στη ροή του.

Τι είναι λοιπόν αυτή η πραγματικότητα, αν όχι το άθροισμα όσων βλέπουμε, ακούμε, αγγίζουμε και γνωρίζουμε; Είναι το αθέατο κάτω από το ορατό, η σιωπή κάτω από τον ήχο, η ακινησία κάτω από την καταιγίδα. Είναι η απεραντοσύνη που κρατά τα αστέρια και το κενό, η ανάσα που ζωντανεύει τον πηλό, ο παλμός που χτυπά πέρα από τον ήχο των ρολογιών. Η προσπάθεια να την αντιληφθείς με το νου είναι σαν να κυνηγάς ένα φάντασμα—γιατί ο νους είναι ένας καθρέφτης που αντανακλά μόνο ό,τι έχει διδαχθεί να βλέπει. Αλλά το να τη βιώσεις, να διαλυθείς στη ροή της, είναι να περάσεις πέρα από τον καθρέφτη, στην ίδια την καρδιά της αιωνιότητας.

Η Αλήθεια Της Ρέουσας Στιγμής

Η αλήθεια δεν είναι ένα πράγμα που μπορείς να κρατήσεις, ένα δόγμα που μπορείς να απαγγείλεις ή ένα έπαθλο που μπορείς να κατακτήσεις. Η αλήθεια είναι ρήμα, κίνηση, γίγνεσθαι. Είναι να στέκεσαι στη ρέουσα στιγμή—εδώ, τώρα—όπου το παρελθόν και το μέλλον καταρρέουν στη μοναδικότητα της παρουσίας. Οι μύστες όλων των εποχών έχουν ψιθυρίσει αυτό το μυστικό: ότι ο χρόνος είναι ένα πέπλο, μια ιστορία που λέμε στους εαυτούς μας για να κατανοήσουμε το απεριόριστο. Κάτω από αυτό το πέπλο βρίσκεται η αιωνιότητα, όχι ως μια μακρινή υπόσχεση, αλλά ως η πανταχού παρούσα πραγματικότητα μέσα στην οποία κολυμπάμε, τυφλοί μόνο επειδή αρνούμαστε να ανοίξουμε τα εσωτερικά μας μάτια.

Σκέψου το ποτάμι. Τα νερά του ορμούν προς τα εμπρός, όμως το ποτάμι παραμένει. Κάθε κύμα γεννιέται και πεθαίνει, αλλά η ουσία του ποταμού δεν αλλάζει. Έτσι είναι και με εμάς. Δεν είμαστε οι φευγαλέες σκέψεις που κυματίζουν στην επιφάνεια του νου μας, ούτε τα σώματα που γερνούν και φθίνουν. Είμαστε το ίδιο το ποτάμι—η συνειδητότητα που ρέει κάτω από τα κύματα, αιώνια μέσα στην ακινησία της, άπειρη μέσα στην κίνησή της. Να ζεις αυτή την αλήθεια σημαίνει να πάψεις να γαντζώνεσαι στις όχθες, να αφήσεις την ψευδαίσθηση του «γίγνεσθαι» και να παραδοθείς στο ρεύμα που πάντα σε μετέφερε.

Στη ρέουσα στιγμή, δεν υπάρχει «ιστορία» όπως τη γνωρίζουμε—κανένα αρχείο νικών και απωλειών, καμία αλυσίδα αιτίου και αποτελέσματος που μας δένει με ό,τι ήταν ή ό,τι μπορεί να είναι. Η ιστορία είναι η προσπάθεια του νου να παγώσει το ποτάμι, να χαράξει την κίνησή του πάνω στην πέτρα. Όμως, η πραγματικότητα δεν γνωρίζει τέτοιους περιορισμούς. Είναι ζωντανή, πάλλεται, ξεδιπλώνεται στο τώρα με μια άγρια και τρυφερή χάρη. Να αγγίξεις αυτή τη χάρη είναι να βγεις πέρα από τον χρόνο, να γίνεις ο μάρτυρας και το μαρτυρούμενο, ο χορευτής και ο χορός.

Πέρα Από Την Αντίληψη, Στην Ύπαρξη

Η αντίληψη είναι ένα παράθυρο, όχι ο ουρανός. Μέσα από αυτήν, βλέπουμε αποσπασματικά κομμάτια του όλου—σχήματα, ήχους, αισθήσεις—αλλά συγχέουμε αυτά τα θραύσματα με την ολότητα. Το μάτι βλέπει το δέντρο, αλλά όχι τις ρίζες κάτω από τη γη ή τους αόρατους ανέμους που διαμορφώνουν τα κλαδιά του. Το αυτί ακούει το τραγούδι του πουλιού, αλλά όχι τη σιωπή από την οποία αναδύεται. Οι αισθήσεις μας είναι δώρα, αλλά και πέπλα, φιλτράροντας το άπειρο σε μια μορφή που μπορούμε να αντέξουμε. Το να αναζητάς την πραγματικότητα μόνο μέσα από την αντίληψη είναι σαν να στέκεσαι στο παράθυρο και να το αποκαλείς αυτό κόσμο.

Κι όμως, υπάρχει ένας δρόμος πέρα από αυτό. Δεν είναι ένας δρόμος προσπάθειας, ούτε μια αγωνιώδης αναζήτηση για κάποια μακρινή ακτή. Είναι μια χαλάρωση, μια απελευθέρωση, μια πτώση μέσα σε αυτό που είναι. Οι μύστες το ονομάζουν με πολλά ονόματα—διαλογισμό, παράδοση, χάρη—αλλά η ουσία του είναι απλή: να είσαι πλήρως εδώ, τώρα, χωρίς τη φλυαρία του νου που σε χωρίζει από τη στιγμή. Σε αυτή την παρουσία, η αντίληψη διαλύεται και αυτό που απομένει δεν είναι μια θέαση, αλλά μια ύπαρξη. Δεν παρατηρείς το ποτάμι—γίνεσαι το ποτάμι. Δεν αναζητάς την αιωνιότητα—συνειδητοποιείς ότι ποτέ δεν την εγκατέλειψες.

Αυτό είναι το μεγάλο παράδοξο: η πραγματικότητα είναι πέρα από την αντίληψη, κι όμως, είναι πιο κοντά κι από την αναπνοή σου. Δεν είναι κρυμμένη στους ουρανούς, ούτε θαμμένη στα βάθη—είναι το ίδιο το έδαφος της ύπαρξής σου, η σιωπηλή επίγνωση που σε παρακολουθεί καθώς διαβάζεις αυτές τις λέξεις. Να ζεις αυτή την αλήθεια σημαίνει να αποβάλλεις την ψευδαίσθηση του διαχωρισμού, να δεις πως το «εγώ» που αντιλαμβάνεται και ο «κόσμος» που γίνεται αντιληπτός δεν είναι δύο, αλλά ένα. Σε αυτή την ενότητα, ο χρόνος διαλύεται, η ιστορία ξεθωριάζει και η αιωνιότητα λάμπει—όχι ως ιδέα, αλλά ως ο ζωντανός παλμός της ύπαρξής σου.

Γίνοντας Αιωνιότητα

Το να ζεις την αιωνιότητα δεν σημαίνει να δραπετεύεις από τον κόσμο, αλλά να τον αγκαλιάζεις πλήρως—να βλέπεις το ιερό μέσα στο συνηθισμένο, το άπειρο μέσα στο εφήμερο. Το φθινοπωρινό φύλλο που πέφτει, το κλάμα ενός παιδιού, η ζεστασιά του ήλιου πάνω στο δέρμα σου—δεν είναι απλώς γεγονότα μέσα στον χρόνο, αλλά πύλες προς το άχρονο. Όταν τα συναντάς με πλήρη παρουσία, με τη γυμνή επίγνωση της ρέουσας στιγμής, αποκαλύπτουν την αληθινή τους φύση ως εκφράσεις του Ενός, της αιώνιας πραγματικότητας που φορά χίλιες μάσκες, μα παραμένει πάντα η ίδια.

Αυτή είναι η ζωή του μύστη: όχι μια φυγή από τον κόσμο, αλλά μια κατάδυση μέσα του, ένας ερωτικός χορός με το τώρα. Είναι να περπατάς στην αγορά και να ακούς τη σιωπή κάτω από τον θόρυβο, να αγγίζεις το χέρι ενός άλλου και να νιώθεις τον παλμό του απείρου, να γελάς και να κλαις και να γνωρίζεις πως κάθε δάκρυ και κάθε χαμόγελο είναι μια νότα στο τραγούδι της αιωνιότητας. Είναι να γίνεσαι αυτό που ήδη είσαι—όχι ένα θραύσμα παρασυρμένο στον χρόνο, αλλά το Όλον, άθραυστο, να λάμπει σε κάθε στιγμή.

Και έτσι, η πρόσκληση παραμένει: κάνε το βήμα πέρα από τη φυλακή της αντίληψης, πέρα από τις ιστορίες του «εγώ» και του «δικό μου», πέρα από το χτύπημα των ρολογιών και το βάρος της ιστορίας. Μπες μέσα στη ρέουσα στιγμή, εδώ, τώρα, όπου η πραγματικότητα περιμένει—όχι ως ένα μυστήριο που πρέπει να λυθεί, αλλά ως μια αλήθεια που πρέπει να βιωθεί. Σε αυτή την παράδοση, δεν χάνεις τον εαυτό σου—τον βρίσκεις. Δεν πεθαίνεις για τον κόσμο—ξυπνάς σε αυτόν. Και σε αυτή την αφύπνιση, γίνεσαι η ίδια η αιωνιότητα, μια φλόγα που καίει χωρίς αρχή και τέλος, ένα φως που δεν χρειάζεται πηγή, γιατί είναι η ίδια του η λάμψη.

Η Άπειρη Σιωπή: Η Μήτρα της Πραγματικότητας

Στην αρχή, δεν υπήρχε λέξη, ούτε ήχος, ούτε κανένα κύμα διαταραχής. Υπήρχε η Σιωπή—όχι η απουσία θορύβου, αλλά η παρουσία μιας άπειρης ηρεμίας, ενός απέραντου κενού εγκύου με όλα όσα θα μπορούσαν ποτέ να υπάρξουν. Αυτή η Σιωπή δεν είναι κενή· είναι η κούνια της ύπαρξης, η αιώνια θάλασσα από την οποία αναδύονται όλα τα κύματα και στην οποία επιστρέφουν. Η πραγματικότητα, η ύπαρξη, η ζωή—όλα όσα γνωρίζουμε και όλα όσα δεν μπορούμε να συλλάβουμε—αναπαύονται πάνω σε αυτή τη Σιωπή. Είναι το άπατο έδαφος, η αόρατη ρίζα κάθε εκδήλωσης, το άρρητο τραγούδι που αντηχεί κάτω από τη βοή της ζωής.

Το να μιλήσει κανείς για τη Σιωπή είναι σαν να χορεύει γύρω από τις παρυφές της, διότι οι λέξεις είναι μόνο φευγαλέες σκιές που ρίχνει το φως της. Η πραγματικότητα δεν είναι κάτι που μπορούμε να κατανοήσουμε· είναι κάτι μέσα στο οποίο κολυμπάμε, κάτι που μας ξεδιπλώνει καθώς το ξεδιπλώνουμε. Η ζωή, με την αδιάκοπη ροή της, είναι η ανάσα αυτής της Σιωπής, ο ρυθμός της ακινησίας της που γίνεται έκδηλος. Όπως τα κύματα δεν είναι τίποτα άλλο από τη θάλασσα που αναδεύεται σε μορφή, έτσι και κάθε σκέψη, κάθε αίσθηση, κάθε φευγαλέα στιγμή ύπαρξης είναι ένα κύμα πάνω στην άπειρη έκταση της Σιωπής.

Η Θάλασσα και τα Κύματα

Φαντάσου τη θάλασσα—απέραντη, βαθιά, απερίγραπτα ζωντανή. Η επιφάνειά της χορεύει με κύματα, το καθένα κορυφώνεται και σβήνει, το καθένα διακηρύσσει την παροδική του μοναδικότητα προτού διαλυθεί ξανά στο σύνολο. Το κύμα πιστεύει πως είναι ξεχωριστό, κάτι δικό του, και όμως ποτέ δεν αποχωρίζεται από τη θάλασσα. Η άνοδός του είναι η άνοδος της θάλασσας· η πτώση του είναι η πτώση της θάλασσας. Έτσι είναι και με εμάς. Είμαστε τα κύματα της ύπαρξης, αναδυόμενοι από τα Σιωπηλά βάθη, φανταζόμενοι πως είμαστε διακριτοί, ενώ στην πραγματικότητα είμαστε αδιάρρηκτα δεμένοι με τον ωκεανό του Είναι.

Αυτό είναι το μυστήριο της ζωής: δεν έχει δική της ύπαρξη. Κάθε ήχος, κάθε εικόνα, κάθε άγγιγμα είναι δανεισμένο από τη Σιωπή όπου προϋπάρχει. Το τραγούδι του πουλιού αιωρείται στον αέρα μόνο επειδή η Σιωπή το κρατά εκεί. Το βουνό στέκει αγέρωχο μόνο επειδή η Σιωπή στηρίζει το βάρος του. Ακόμα και οι πιο εσωτερικές μας σκέψεις, αυτά τα ανήσυχα ρεύματα του νου, κυματίζουν πάνω στα ήρεμα νερά του απείρου. Χωρίς τη Σιωπή, δεν υπάρχει σκηνή για το έργο της ύπαρξης· χωρίς ακινησία, δεν υπάρχει κίνηση για να τη δούμε.

Η Διεύρυνση της Αντίληψης

Τι είναι λοιπόν η Πραγματικότητα; Δεν είναι κάτι που μπορεί να κρατηθεί, ούτε μια έννοια που μπορεί να οριστεί. Η πραγματικότητα είναι η εμπειρία της αντίληψης που εκτείνεται προς τα έξω, φτάνοντας πέρα από τα όρια του γνωστού, μόνο για να βρει πως δεν υπάρχει όριο, δεν υπάρχει τέλος. Είναι η στιγμή που ο νους ησυχάζει, όταν η φλυαρία του "εγώ" και του "δικό μου" εξαφανίζεται, και αυτό που απομένει δεν είναι περιεχόμενο—ούτε ιστορία, ούτε πεποίθηση—αλλά μια απεραντοσύνη που αψηφά κάθε όνομα.

Αυτή είναι η μυστικιστική καρδιά της ζωής: η αναγνώριση πως αυτό που αναζητούμε δεν είναι έξω από εμάς, ούτε καν μέσα μας, αλλά είναι το ίδιο το ύφασμα της ύπαρξής μας, υφασμένο από νήματα Σιωπής.

Το να βιώσεις αυτό σημαίνει να σταθείς στο χείλος του απερίγραπτου. Σημαίνει να αισθανθείς τον εαυτό να διαλύεται σαν αλάτι στο νερό, να νιώσεις τα όρια του "εγώ" να μαλακώνουν και να θολώνουν μέχρι να μην υπάρχει πλέον "εγώ" για να προσκολληθεί, παρά μόνο η ατελείωτη ροή αυτού που είναι. Αυτό δεν είναι μια απόδραση από τον κόσμο, αλλά μια βύθιση σε αυτόν—μια όραση πως ο κόσμος και η Σιωπή δεν είναι δύο, αλλά ένα. Το δέντρο που λυγίζει στον άνεμο, το γέλιο του παιδιού, ο πόνος της απώλειας—όλα είναι εκφράσεις της ίδιας Σιωπηλής πηγής, όλα είναι η θάλασσα που αναδεύεται σε κύματα.

Το Απερίγραπτο Τραγούδι

Και όμως, πώς μπορούμε να μιλήσουμε γι’ αυτό; Οι μύστες κάθε εποχής έχουν προσπαθήσει, οι λέξεις τους σαν φαναράκια κρατημένα ψηλά στον νυχτερινό ουρανό—όμορφα, αλλά ανεπαρκή. Δείχνουν προς το φεγγάρι αλλά δεν είναι το φεγγάρι· τραγουδούν για τη Σιωπή αλλά δεν είναι η Σιωπή. Διότι η Σιωπή δεν είναι κάτι που μπορεί να συλληφθεί· είναι ο χώρος μέσα στον οποίο λαμβάνει χώρα κάθε σύλληψη. Είναι η παύση ανάμεσα στις ανάσες, η ηρεμία κάτω από τον χτύπο της καρδιάς, το κενό που γεμίζει όλες τις μορφές.

Το να ζεις με επίγνωση αυτής της Σιωπής σημαίνει να βαδίζεις έναν δρόμο χωρίς μονοπάτι. Σημαίνει να βλέπεις πως κάθε βήμα, κάθε παραπάτημα, κάθε θρίαμβος είναι μια νότα σε ένα απερίγραπτο τραγούδι—ένα τραγούδι που δεν χρειάζεται ακροατή, γιατί τραγουδιέται από μόνο του. Ο Σούφι περιστρέφεται σε έκσταση, ο Ζεν μοναχός κάθεται σε ζαζέν, ο ποιητής χύνει μελάνι στο χαρτί—όλοι προσπαθούν να αγγίξουν την ίδια άρρητη αλήθεια: ότι η πραγματικότητα δεν βρίσκεται στη βοή της γένεσης, αλλά στην ακινησία του Είναι.

Το Αιώνιο Τώρα

Ο Χρόνος, επίσης, είναι ένα κύμα πάνω σε αυτή τη θάλασσα. Μιλάμε για παρελθόν και μέλλον, για τις τύψεις του χθες και τις ελπίδες του αύριο, όμως πού υπάρχουν όλα αυτά, αν όχι μέσα στη Σιωπηλή στιγμή του τώρα; Τη στιγμή που διαβάζεις αυτές τις λέξεις, τη στιγμή που αναπνέεις, τη στιγμή που νιώθεις το βάρος της ίδιας σου της ύπαρξης—όλα κρατιούνται μέσα στο άπειρο παρόν, ένα παρόν δίχως όρια, δίχως αρχή, δίχως τέλος. Η Σιωπή δεν μας περιμένει σε κάποιο μακρινό φωτισμό· είναι εδώ, κάτω από την επιφάνεια κάθε φευγαλέας σκέψης, κάθε παροδικής χαράς ή λύπης.

Το να αναπαύεσαι μέσα σε αυτή τη Σιωπή δεν σημαίνει να εγκαταλείπεις τη ζωή, αλλά να την αγκαλιάζεις πλήρως. Σημαίνει να βλέπεις το ιερό μέσα στο καθημερινό—στον τρόπο που το φως χύνεται μέσα από ένα παράθυρο, στον τρόπο που τα μάτια ενός ξένου συναντούν τα δικά σου, στον τρόπο που η γη σε κρατά χωρίς προσπάθεια. Σημαίνει να γνωρίζεις πως τίποτα δεν είναι ξεχωριστό, πως ο χορός της ύπαρξης είναι μια ενιαία κίνηση, μια ενιαία ανάσα που ανασύρεται από τα βάθη του απείρου.

Η Επιστροφή στη Σιωπή

Και έτσι, επιστρέφουμε εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε—στη Σιωπή. Όχι ως ένα τέλος, αλλά ως μια αρχή που ποτέ δεν παύει. Η ζωή εκδηλώνεται, ανθίζει, μαραίνεται και επιστρέφει, όμως η Σιωπή παραμένει, ανέγγιχτη, αιώνια. Δεν χρειάζεται να την αναζητήσουμε, γιατί δεν μπορούμε να τη χάσουμε. Δεν χρειάζεται να την κατανοήσουμε, γιατί είναι πέρα από την κατανόηση. Χρειάζεται μόνο να ακούσουμε—όχι με τα αυτιά μας, αλλά με την ίδια μας την ύπαρξη—και να αφουγκραστούμε την ησυχία που πάντοτε μας κρατούσε.

Η πραγματικότητα, η ύπαρξη, η ζωή—είναι Σιωπή. Όχι μια σιωπή που εκκωφαντικά αδειάζει, αλλά μια Σιωπή που τραγουδά. Όχι ένα κενό που στερεί, αλλά μια πληρότητα που ξεχειλίζει. Είναι το άπειρο που επιτρέπει σε όλα τα πράγματα να υπάρξουν, η θάλασσα που ονειρεύεται τον εαυτό της ως κύματα, η απερίγραπτη εμπειρία του να είσαι ζωντανός. Και μέσα σε αυτή τη Σιωπή, δεν είμαστε χαμένοι, αλλά ευρεθέντες—όχι χωριστοί, αλλά πλήρεις.

Το Μονοπάτι Χωρίς Μονοπάτι: Κοινωνία Πέραν των Λόγων

Ένας διαλογισμός για την Ζωντανή Πραγματικότητα που αναπνέει μέσα στη σιωπή


Η Ερώτηση που Διαλύει Όλες τις Ερωτήσεις

Ποιος αναζητά; Ποιο μάτι στρέφεται προς τα μέσα για να αντικρίσει τη δική του θέαση; Στον καθεδρικό αυτής της στιγμής—αυτού του αιώνιου Τώρα που ούτε η αυγή ούτε το σούρουπο μπορούν να αγγίξουν—μια ερώτηση ανέρχεται σαν πρωινή ομίχλη από ήσυχα νερά: Πώς κοινωνούμε με Εκείνο που δεν έχει όνομα, μορφή, αρχή;

Οι αναζητητές συγκεντρώνονται στους ναούς της σκέψης τους, υφαίνοντας υφαντά θεολογίας, κατασκευάζοντας γέφυρες δόγματος προς το Άπειρο. Αλλά το Άπειρο δεν χρειάζεται γέφυρα. Είναι το ίδιο το έδαφος κάτω από τα πόδια μας, η αναπνοή ανάμεσα στις αναπνοές μας, η σιωπή που κρατά όλους τους ήχους.

Η Αλήθεια δεν είναι προορισμός. Η Αλήθεια είναι—φωτεινή, άμεση, πιο κοντά από τον παλμό στο λαιμό σου.

Η Ιδέα-Θεός και ο Ζωντανός Θεός

Δες πώς το μυαλό χτίζει τους βωμούς του—χρυσές έννοιες που λάμπουν στο αγιαστήριο της διάνοιας. Εδώ κατοικεί η Ιδέα-Θεός: προβλέψιμη, περιορισμένη, ασφαλώς στεγασμένη στο μέγαρο της πίστης. Αυτή η θεότητα μιλά μέσα από την γραφή, κινείται μέσα από το τελετουργικό, απαντά στην προσευχή σαν ένας κοσμικός υπηρέτης που φροντίζει τις πνευματικές μας ανάγκες.

Αλλά πέρα από τα τείχη του ναού, πέρα από την εμβέλεια του μακρύτερου βραχίονα της σκέψης, ο Ζωντανός Θεός αναπνέει στον άνεμο που δεν γνωρίζει κατεύθυνση. Αυτός ο Θεός δεν εξυπηρετείται—Αυτός ο Θεός εξυπηρετεί, χύνοντας τον Εαυτό Του σε κάθε κόκκο άμμου, σε κάθε δάκρυ χαράς, σε κάθε σκιά που ρίχνει ο χορός του φωτός με τη μορφή.

Ο Ζωντανός Θεός δεν ζητά τίποτα γιατί δεν του λείπει τίποτα. Προσφέρει τα πάντα επειδή είναι τα πάντα. Το ερώτημα δεν είναι αν ο Θεός υπάρχει, αλλά αν εμείς υπάρχουμε—αληθινά υπάρχουμε—σαν συνειδητά ανοίγματα μέσα από τα οποία το Θείο κοιτάζει το δικό του μυστηριώδες πρόσωπο.

Ο Δρόμος των Θεωριών, ο Δρόμος της Πραγματικότητας

Δύο μονοπάτια χωρίζουν στο δάσος της ανθρώπινης λαχτάρας. Το ένα είναι καλοπατημένο, σημειωμένο με πινακίδες δόγματος και δοξασίας, στρωμένο με τις πέτρες των εμπειριών άλλων. Αυτός είναι ο δρόμος του άνετου προσκυνήματος, όπου η Αλήθεια έρχεται προσυσκευασμένη, με ετικέτα, ασφαλής για πνευματική κατανάλωση.

Αλλά υπάρχει άλλος δρόμος—ή μάλλον, καθόλου δρόμος. Είναι το μονοπάτι χωρίς μονοπάτι που εμφανίζεται μόνο καθώς το περπατάς, διαλυόμενο πίσω από κάθε βήμα σαν αποτυπώματα σε νερό που ρέει. Εδώ, οι χάρτες γίνονται άνευ σημασίας. Εδώ, πρέπει να εμπιστευτείς την πυξίδα της δικής σου βαθύτερης γνώσης, εκείνο το εσωτερικό φως που δεν χρειάζεται φλόγα για να ανάψει.

Πόσοι τολμούν αυτό το αμονοπάτητο έδαφος; Πόσοι είναι πρόθυμοι να χαθούν τόσο τελείως ώστε το ευρέσκειν να γίνει αδύνατον—επειδή δεν υπάρχει πια ξεχωριστός εαυτός να βρεθεί;

Η Τέχνη του Ιερού Κενώματος

Ο Θεός είναι Πνεύμα, ψιθυρίζει η αρχαία γνώση. Αλλά τι είναι το Πνεύμα παρά καθαρή επίγνωση, απεριόριστη από τους φράκτες που η σκέψη στήνει γύρω από την εμπειρία; Σαν τον ουρανό που περιέχει όλα τα σύννεφα αλλά δεν συλλαμβάνεται από κανένα, το Πνεύμα επεκτείνεται πέρα από κάθε ορίζοντα που η συνείδηση μπορεί να ονειρευτεί.

Το να λατρεύεις στο Πνεύμα σημαίνει να γίνεσαι ο ίδιος χώρος—όχι το δοχείο, αλλά η ίδια η κενότητα που επιτρέπει σε όλα τα πράγματα να ανέρχονται και να παρέρχονται. Αυτή είναι η άγια φτώχεια που δεν κατέχει τίποτα αλλά δεν της λείπει τίποτα, η ιερή κενότητα έγκυος με άπειρη δυνατότητα.

Πώς επιτυγχάνει κανείς τέτοιο κένωμα; Όχι μέσω προσπάθειας—η προσπάθεια μόνο γεμίζει τον χώρο με τον θόρυβο του προσπαθείν. Το κένωμα συμβαίνει μέσα από ένα είδος θείας εξάντλησης, όταν ο αναζητητής επιτέλους σταματά να αναζητεί και ανακαλύπτει ότι αυτό που αναζητούσε δεν έλειπε ποτέ.

Άφησε τη λαβή. Άσε τη γνώση να πέσει σαν φθινοπωρινά φύλλα. Επίτρεψε στις επιθυμίες να διαλυθούν σαν αλάτι στον ωκεανό. Παρατήρησε καθώς οι σκέψεις ανέρχονται και διασκορπίζονται σαν σύννεφα στον απεριόριστο ουρανό της επίγνωσης. Σε αυτή τη μεγάλη άφεση, Κάτι παραμένει—Κάτι που δεν κρατήθηκε ποτέ, δεν αρπάχτηκε ποτέ, δεν κατείχε ποτέ.

Το Πρόσωπο Πίσω από Όλα τα Πρόσωπα

Ο Θεός είναι Παρουσία—όχι τοποθετημένος κάπου αλλού, όχι κατοικών σε μακρινούς παραδείσους, αλλά άμεσος σαν την επόμενη αναπνοή σου. Πιο κοντά από τον χώρο ανάμεσα στις σκέψεις, πιο οικείος από το χτύπημα της καρδιάς σου.

Αυτή η Παρουσία δεν έχει χαρακτηριστικά αλλά φορά κάθε πρόσωπο. Δεν μιλά καμία γλώσσα αλλά προφέρει κάθε λέξη. Δεν εκτελεί θαύματα αλλά είναι το θαύμα—το αδύνατον γεγονός ότι κάτι υπάρχει καθόλον αντί για τίποτα.

Το να αισθάνεσαι αυτή την Παρουσία δεν σημαίνει να αποκτάς κάτι νέο αλλά να αναγνωρίζεις αυτό που δεν έλειψε ποτέ. Σαν ψάρι που ξαφνικά παρατηρεί το νερό στο οποίο κολυμπά πάντα, η επίγνωση ξυπνά στη δική της ωκεάνια φύση.

Το Παράδοξο της Ελευθερίας

Ο Θεός είναι Ελευθερία—όχι ελευθερία από κάτι, αλλά η ίδια η Ελευθερία, ο ίδιος ο χώρος μέσα στον οποίο όλοι οι περιορισμοί εμφανίζονται και διαλύονται. Αυτή δεν είναι η ελευθερία να διαλέγεις αυτό παρά εκείνο, αλλά η ελευθερία που υπερβαίνει την επιλογή αναγνωρίζοντας κανέναν επιλέγοντα.

Το παράδοξο: Για να γευτείς αυτή την Ελευθερία, πρέπει να παραδώσεις κάθε αντίληψη ελευθερίας που το μυαλό μπορεί να συλλάβει. Πρέπει να πεθάνεις στην ιδέα ενός ελεύθερου εαυτού για να αναγεννηθείς ως η ίδια η Ελευθερία. Πρέπει να χάσεις τη φυλακή της προσωπικής θέλησης για να ανακαλύψεις την απέραντη αθελησία που κινεί όλα τα πράγματα.

Σε αυτή τη θεία παράδοση, η δράση συμβαίνει μέσα σου αλλά όχι από εσένα. Γίνεσαι το φλάουτο μέσα από το οποίο η Θεία Πνοή παίζει το αιώνιο τραγούδι της. Η μελωδία είναι πάντα τέλεια επειδή δεν υπάρχει ξεχωριστός παίκτης να κάνει λάθη.

Η Αλχημεία της Ενότητας

Ο Θεός είναι Ενότητα—όχι η ενότητα που προκύπτει από το να φέρνεις ξεχωριστά μέρη μαζί, αλλά η Ενότητα που δεν χωρίστηκε ποτέ. Σαν κύματα που ανακαλύπτουν ότι είναι ωκεανός, σαν ακτίνες που συνειδητοποιούν ότι είναι ήλιος, η συνείδηση ξυπνά στη δική της αδιαίρετη φύση.

Αυτή η Ενότητα είναι το βαθύτερο μυστικό της Αγάπης. Όχι αγάπη ως συναίσθημα, όχι αγάπη ως αίσθημα, αλλά Αγάπη ως ο ίδιος ο ιστός της ύπαρξης—η δύναμη που κρατά τους γαλαξίες στον κοσμικό τους χορό και τα άτομα στο αόρατο βαλς τους.

Στην Ενότητα, ο εραστής και η αγαπημένη ανακαλύπτουν ότι είναι η ίδια η αγάπη. Αυτός που αναζητά την Αλήθεια συνειδητοποιεί ότι είναι η Αλήθεια που αναζητά να γνωρίσει τον εαυτό της μέσα από το πέπλο του φαινομενικού χωρισμού. Ο λάτρης και ο λατρευόμενος συγχωνεύονται στη λατρεία που δεν έχει αρχή, τέλος, αντικείμενο παρά το δικό της θείο παιχνίδι.

Ζώντας τους Καρπούς

Αλήθεια, Ζωή, Παρουσία, Ελευθερία, Ενότητα, Αγάπη—αυτά δεν είναι έννοιες που πρέπει να κατανοηθούν αλλά πραγματικότητες που πρέπει να βιωθούν. Είναι τα φυσικά αρώματα μιας ζωής ευθυγραμμισμένης με τη δική της βαθύτερη φύση, η αυθόρμητη έκφραση της συνείδησης ξύπνιας στο δικό της άπειρο βάθος.

Το να ζεις αυτούς τους καρπούς σημαίνει να περπατάς στον κόσμο ως ταυτόχρονα πλήρως άνθρωπος και μυστηριωδώς θείος. Να μιλάς με λόγια που κουβαλούν σιωπή, να ενεργείς από μια ακινησία που δεν χάνει τίποτα, να αγαπάς με μια καρδιά τόσο κενή που μπορεί να κρατήσει τα πάντα.

Η Πρόσκληση

Αυτή η στιγμή—αυτή ακριβώς η στιγμή καθώς διαβάζεις αυτά τα λόγια—είναι ο ναός. Η επίγνωσή σου, τώρα, είναι ο βωμός. Η ερώτηση που σε έφερε εδώ είναι η προσευχή που ήδη απαντήθηκε.

Σταμάτα να αναζητάς. Άρχισε να είσαι. Σταμάτα να γνωρίζεις. Άρχισε να απορείς. Σταμάτα να αρπάζεις. Άρχισε να δέχεσαι.

Ο Ζωντανός Θεός δεν περιμένει κάπου αλλού να γίνεις άξιος. Ο Ζωντανός Θεός είναι η ίδια σου η ικανότητα να διαβάζεις αυτά τα λόγια, να αισθάνεσαι ό,τι αισθάνεσαι, να είσαι παρών σε αυτή τη στιγμή που δεν θα ξανάρθει.

Στη σιωπή ανάμεσα σε αυτά τα λόγια, στον χώρο ανάμεσα στις σκέψεις, στην παύση ανάμεσα στις αναπνοές—εκεί. Πάντα εκεί. Ποτέ όχι εκεί.

Το μονοπάτι χωρίς μονοπάτι αρχίζει όπου κι αν βρίσκεσαι. Η κοινωνία που αναζητάς είναι η ίδια η συνείδηση μέσα από την οποία την αναζητάς.

Καλώς ήρθες στο σπίτι.

Στο τέλος, δεν υπάρχουν λόγοι επαρκείς για την Πραγματικότητα προς την οποία προσπαθούν να δείξουν. Αυτοί οι λόγοι διαλύονται, όπως πρέπει να διαλύονται όλοι οι λόγοι, στη Σιωπή από την οποία ανέτειλαν—εκείνη την έγκυο Σιωπή που μιλά πιο δυνατά από τον κεραυνό, τραγουδά πιο γλυκά από οποιοδήποτε τραγούδι, και κρατά πιο τρυφερά από οποιαδήποτε αγκαλιά το μυστήριο αυτού που πραγματικά είσαι.

Οι πληγές μας ορίζουν τη ζωή μας. Αλήθεια ή Ψέμα;

Οι 5 μύθοι για την θεραπεία:

Πρώτος μύθος: Η ζωή μου ορίζεται απο το τραύμα μου

Δεύτερος μύθος: Υγιής σημαίνει μόνος

Τρίτος μύθος: Να νιώθεις πόνο σημαίνει να καταστρέφεσαι από αυτόν

Τέταρτος μύθος: Κάθε ασθένεια είναι το αποτέλεσμα της αρνητικής ενέργειας, και όλοι κρύβουμε κακία στον πυρήνα μας

Πέμπτος μύθος: Η πραγματική αλλαγή είναι αδύνατη

Πρώτος μύθος: Η ζωή μου ορίζεται από το τραύμα μου

Είναι πρακτικά αδύνατον να μην επηρεαστεί κανείς από τα συναισθηματικά ή τα ψυχολογικά τραύματά του. Κυριολεκτικά και μεταφορικά, τα τραύματα διαπερνούν το αίμα και το σώμα μας. Η βιογραφία μας γίνεται σε μεγάλο η βιολογία μας.

Τα τραύματα είναι σαν αποστραγγιστικά κανάλια που τραβούν το νερό και το πνεύμα από το ποτάμι της ζωής μας. Όσο πιο πολλά τραύματα έχουμε, τόσο πιο μεγάλη προσπάθεια πρέπει να καταβάλουμε για να ανακαλέσουμε την ενέργειά μας, να σταματήσουμε τις ενεργειακές διαρροές και κινήσουμε με άλλους τρόπους για τη διαδικασία της θεραπείας μας. Όσο κι αν είναι το πλήθος και το βάθος αυτών των εκτροπών, η θεραπεία προϋποθέτει την επιστροφή της προσωπικής μας δύναμης στην ίδια μας τη ζωή.

Πολλοί άνθρωποι, όμως, φτάνουν να πιστέψουν ότι η ζωή τους είναι μία αλληλουχία ψυχολογικών τραυμάτων, για τα οποία πιστεύουν ότι δεν μπορούν να κάνουν και πολλά. Όταν κάποιος τους λέει ότι μπορούν να απελευθερωθούν από τα τραύματά τους, εκείνοι συχνά απαντούν: “Δεν με καταλαβαίνεις! Μετά απ’ αυτή την εμπειρία δεν είμαι πια ο ίδιος. Πώς μπορώ να το αλλάξω αυτό τώρα;”

Μόλις βιώσουν μια τραυματική ή τραγική εμπειρία, αυτοί οι άνθρωποι αποκτούν την τάση να βλέπουν κάθε νέα εμπειρία μέσα από το φακό του τραύματος που υπέστησαν. Προβάλλουν τις εμπειρίες του παρελθόντος πάνω σε καθετί που συμβαίνει στη ζωή τους. Ξεκινούν κάθε καινούρια σχέση με την υποψία ότι η εμπειρία θα επαναληφθεί. Προειδοποιούν κάθε καινούριο άνθρωπο που μπαίνει στη ζωή τους ότι ποτέ δεν θα μπορέσουν να τον εμπιστευτούν απόλυτα εξαιτίας της προηγούμενης εμπειρίας τους. Και περιγράφουν τη ζωή τους ως ενα συνεχές προσωπικών και επαγγελματικών καταστροφών που δεν μπορούν να διορθωθούν, επειδή το τραυματισμένο τους παρελθόν τους έκλεψε κάθε καλή ευκαιρία που θα μπο­ρούσαν ή θα έπρεπε να έχουν.

Αν και αυτός ο τρόπος σκέψης είναι θλιβερός, περιοριστι­κός και ηττοπαθής, κάποιοι άνθρωποι αντλούν μεγάλη δύνα­μη υιοθετώντας τον, επειδή τους δίνει το δικαίωμα να κάνουν μια ζωή με ελάχιστες προσδοκίες και περιορισμένες ευθύνες. Τους επιτρέπει να βασίζονται στους άλλους για βοήθεια και να παίζουν με τις τύψεις τους για να διατηρούν τη συμπαρά­στασή τους.
 
Μιλούν με λύπη ή πικρία για δημιουργικούς στό­χους που δεν μπορούν να πραγματοποιήσουν, ούτε τώρα ούτε ποτέ, εξαιτίας του ιστορικού της συναισθηματικής ή σωματικής κακοποίησής τους. Αναζητούν ένα περιβάλλον που να τους στηρίζει και να τους προσφέρει ένα ασφαλές κοινωνι­κό πεδίο, ανθρώπους που πάντα θα δείχνουν συμπόνια για τα τραύματά τους χωρίς ποτέ να τους καλούν να τα ξεπεράσουν. Μια και κανένας δεν περιμένει τίποτα από μια τραυματισμένη προσωπικότητα, δεν υπάρχει περίπτωση να αποτύχουν.

Όσο τα χρόνια περνούν κι αυτοί οι άνθρωποι συνηθίζουν σε αυτό το είδος της δύναμης και της αυτοπροστασίας, το βρίσκουν όλο και πιο δύσκολο να αλλάξουν. Όσο μεγαλώνουμε, τόσο δυσκολευόμαστε να περάσουμε από τα τραύματά μας σε μια άλλη θεώρηση της ζωής. Ωστόσο, γεγονός είναι ότι το να δίνεις έμφαση στο τραύμα σου μπορεί να βλάψει τον ψυχισμό σου όσο και το ίδιο το αρχικό τραύμα.
 
Η εμμονή σε ένα τραύμα είναι, για την ακρίβεια, ένα είδος αυτοτραυματισμού, μια αυτο­μαστίγωση, κατά την οποία η συνείδηση επικεντρώνεται πάντα στην αδυναμία, ποτέ στη θεραπεία. Επιπλέον, μια ψυχή που πι­στεύει στην ίδια της τη συναισθηματική και ψυχολογική τρωτότητα, το μόνο που μπορεί να δημιουργήσει είναι ένα σώμα που να αντανακλά αυτή την πεποίθηση. Αν φοβάστε τη δύναμη και την ανεξαρτησία, θα δυσκολευτείτε πολύ να διατηρήσετε ή να βελτιώσετε την υγεία σας.

Δεν υποτιμώ τη δυσκολία του να απελευθερωθείτε από την αντίληψη ότι η ζωή σας ορίζεται και πάντα θα ορίζεται από τα τραύματά σας. Αυτός ο μύθος είναι εξαιρετικά δύσκολο να εγκαταλειφθεί, επειδή είναι πολύ βολικός. Μας επιτρέπει να πι­στεύουμε ότι για κάθε αποτυχία ή έλλειψη επιτυχίας από μέρους μας ευθύνεται κάποιος άλλος. Ο μόνος τρόπος να σπάσετε τον κλοιό αυτού του μύθου γύρω από την ψυχή σας είναι να αναλάβετε μεγαλύτερη ευθύνη για την ποιότητα ζωής σας.

Αντί να λέτε ότι θα θέλατε να σπου­δάσετε, πηγαίνετε να σπουδάσετε. Αρχίστε παίρνοντας ένα μάθημα τη φορά, δι’ αλληλογραφίας αν είναι απαραίτητο, αλλά αρχίστε.
 
Αντί να εύχεστε να ζυγίζατε είκοσι κιλά λιγότερο, αρ­χίστε να περπατάτε κι αλλάξτε τη διατροφή σας, ακόμη κι αν περπατάτε μόνο ένα χιλιόμετρο την ημέρα και “διαγράψετε” μόνο λίγα παχυντικά φαγητά.
 
Όταν πιάνετε τον εαυτό σας να λέει ή να σκέφτεται, “Θα μπορούσα να είχα γίνει... αλλά το τραυματισμένο μου παρελθόν με εμπόδισε να τα καταφέρω”, αναλάβετε δράση για να πραγματοποιήσετε ακριβώς αυτό τον “αδύνατο” στόχο.

Ερωτήσεις για Προσωπική Εξέταση

♦ Επινοείτε δικαιολογίες για το ότι δεν κάνετε περισσότερα θετικά πράγματα στη ζωή σας;
♦ Συγκρίνετε το τραυματικό σας ιοτορικό με εκείνο άλλων ανθρώπων; Αν ναι, γιατί;
♦ Αν νιώθετε πιο τραυματισμένοι από κάποιον άλλο, αυτό σας κάνει να νιώθετε υπεροχή;

Επίκουρος Θεομάχος

Επίκουρος Θεομάχος
Κατά τη μεγαλύτερη περίοδο της αρχαιότητας, αν ρωτούσες κάποιον: «ποιοι είναι οι άθεοι;», θα σου απαντούσε αμέσως: «οι επικούρειοι!». Η σημερινή λέξη στα εβραϊκά για τον άθεο, apikoros, μαρτυρά τη διάρκεια του εν λόγω συσχετισμού.

Γύρω στο 360 π.Χ. ο Επίκουρος (το όνομά του σημαίνει «βοηθός») πήγε από το νησί της Σάμου στην Αθήνα, όπου και αγόρασε ένα κομμάτι γης έξω ακριβώς από τα τείχη της πόλης, όχι πολύ μακριά από την Ακαδημία του Πλάτωνα. Το κομμάτι αυτό γης θα γινόταν γνωστό ως Κήπος, και έγινε σύμβολο της φιλοσοφίας του Επίκουρου. Στόχος του επικουρισμού ήταν να αφαιρέσει από τις ζωές των ανθρώπων την ψυχική ενόχληση και να επιτύχει την αταραξία. Οι επικούρειοι δεν επεδίωκαν τη σωματική ηδονή, όπως δηλώνει σήμερα η αγγλική λέξη epicurean, αν και πολλοί από τους εχθρούς τους στην αρχαιότητα τους κατηγορούσαν ακριβώς γι’ αυτό. Αντιθέτως, επεδίωκαν να αποφεύγουν κάθε δραστηριότητα που επέφερε άγχος και οδηγούσε στη σύγκρουση -λάθε βιώσας ήταν το διάσημο μότο τους-, καθώς και να προσαρμόζουν τις συνήθειές τους ώστε να απομακρύνουν από την ψυχή τους κάθε είδους όχληση και φόβο. Οι έγνοιες και τα άγχη, όπως δίδασκε ο Επίκουρος, είχαν ως πηγή τους τις κενοδοξίες, τις κενές ουσίας αντιλήψεις μας για τον κόσμο.

Κεντρική θέση ανάμεσα σε αυτές τις λαθεμένες απόψεις έχουν για τον Επίκουρο οι εσφαλμένες μας αντιλήψεις για το υπερφυσικό. Οι επικούρειοι ήταν αυστηρά προσκολλημένοι σε φυσικές αρχές. Αναπτύσσοντας τα διδάγματα των ατομικών φιλοσόφων του 5ου αιώνα π.Χ., Λεύκιππου και Δημόκριτου, διατείνονταν ότι τα πάντα στο σύμπαν αποτελούνται από έναν άπειρο αριθμό άφθαρτων και αδιάσπαστων σωματιδίων, τα άτομα, τα οποία βρίσκονται συνεχώς σε κίνηση -αν και η κίνηση αυτή δεν μπορεί πάντοτε να προβλεφθεί (εξαιτίας της γνωστής αρχής της «παρέκκλισης»)- καθώς και από άπειρο κενό. Δεν υπάρχει κάτι πέραν του σύμπαντος (καθώς το σύμπαν δε γνωρίζει όρια). Η ανθρώπινη ψυχή, επίσης, αποτελείται από άτομα, λεπτεπίλεπτα σωματίδια που μοιάζουν με φωτιά και αέρα. Όταν πεθαίνουμε, οι ψυχές μας αποσυντίθενται κατευθείαν, όπως και το σώμα μας με τον καιρό. Επομένως, δεν υπάρχει μετά θάνατον ζωή.

Η συγκεκριμένη θεωρία της ύλης συνδέεται με τον ευρύτερο στόχο του επικουρισμού να εξασφαλίσει αταραξία, καθώς οι παρανοήσεις των ανθρώπων σε ό,τι αφορά τη φύση του θανάτου αποτελούν τη μεγαλύτερη πηγή άγχους στη ζωή μας. «Ο θάνατος δεν μας αφορά» έγραψε ο Επίκουρος «καθώς ό,τι αποσυντίθεται παύει να αισθάνεται, και αυτό που παύει να αισθάνεται δεν μας αφορά». Ο θάνατος δεν προκαλεί πόνο, εφόσον οι νεκροί δεν είναι σε θέση να αισθανθούν τίποτε. Ο θάνατος είναι απλώς η αποσύνθεση ενός συγκεκριμένου συνόλου ατόμων.

Και τι συμβαίνει με τους θεούς; Εκ πρώτης όψεως, η επικούρεια αντίληψη του κόσμου δεν έχει ανάγκη από την έννοια της θεότητας, καθώς τα πάντα μπορούν να εξηγηθούν με απόλυτα υλιστικούς όρους. Παρ’ όλα αυτά, ο Επίκουρος επέμενε ότι οι θεοί υπάρχουν και ασκούσε δριμεία κριτική στους άθεους. «Πρώτα απ’ όλα, να έχεις στον νου σου ότι ο θεός είναι μία άφθαρτη και ευτυχισμένη οντότητα... μην του αποδίδεις καμιά ιδιότητα που αντιφάσκει με τις έννοιες της αφθαρσίας και της ευτυχίας». (Ο «θεός», για την ακρίβεια, δεν υποδηλώνει μονοθεϊσμό σε αυτό το σημείο. Πρόκειται απλά για μία συνηθισμένη φιλοσοφική συντόμευση για την αναφορά στο θείο εν γένει.).

Αλλά, συνεχίζει, οι θεοί δεν είναι αυτό που οι περισσότεροι νομίζουν. Ουσιαστικά, είναι περισσότερο ασεβές να πιστεύει κανείς στους θεούς της λαϊκής παράδοσης από το να αρνείται την ύπαρξή τους. Η πλέον καταστροφική παρανόηση έχει να κάνει με την πεποίθηση ότι οι θεοί αναμειγνύονται στις υποθέσεις των ανθρώπων. Δεν ήταν οι θεοί αυτοί που δημιούργησαν το σύμπαν και αυτοί που το κυβερνούν. Μπορούμε να καταλάβουμε τη φύση μόνο εφόσον αντιληφθούμε τους φυσικούς νόμους που διέπουν τον κόσμο. Και όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι περνούν τη ζωή τους, θα πρέπει να αναλαμβάνουμε την αποκλειστική ευθύνη των επιλογών που κάνουμε, χωρίς να κρυβόμαστε πίσω από την δικαιολογία ότι μία εξωτερική δύναμη ήταν αυτή που μας ανάγκασε να δράσουμε όπως δράσαμε. Οι θεοί ζουν μακριά μας και δεν έχουν το παραμικρό ενδιαφέρον για τη ζωή μας.

Ο Επίκουρος πίστευε ότι ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο γύρω μας είναι ακριβής. Οι αισθήσεις μας οφείλονται στη ροή ατόμων που καταλήγουν στα αισθητηριακά μας όργανα και τα άτομα, μαζί με το κενό, συνιστούν την πραγματικότητα.

Η απώλεια βασικών έργων του Επίκουρου καθιστά δύσκολη οποιαδήποτε βεβαιότητα σχετικά με τις απόψεις του. Από τα πολλά γραπτά του, τα μόνα που διασώζονται είναι τρεις συνοπτικές επιστολές και ένα εγχειρίδιο «βασικών αρχών» (κύριαι δόξαι), καθώς και παραθέματα και αναφορές σε ύστερους συγγραφείς. Ακόμη κι έτσι, μας σώζεται αρκετός Επίκουρος για να μπορέσουμε να ανασυγκροτήσουμε μία γενική εικόνα των θρησκευτικών του πεποιθήσεων. Σίγουρα πίστευε ότι οι συμβατικές θρησκευτικές τελετουργίες ήταν χάσιμο χρόνου. Η λατρεία των θεών, η προσευχή, το να ορκίζεσαι στο όνομά τους και να τους κάνεις αγάλματα πίστευε ότι δεν οδηγούσαν πουθενά. Πρέπει να τα κάνουμε αυτά τα πράγματα διότι, εν μέρει, η ευτυχία μας εξαρτάται από την αγαστή συνύπαρξη με τους συμπολίτες μας, αλλά δεν πρέπει να ξοδεύουμε πάρα πολλή από την πολύτιμη συναισθηματική μας ενέργεια γι’ αυτά τα ζητήματα. Ο Επίκουρος, επομένως, φαίνεται να πίστευε ότι οι λαϊκές δοξασίες περί θείου είναι ακίνδυνες, αν και εσφαλμένες. Οι σοφότεροι από εμάς, λέει, έχουν κατακτήσει την πραγματική αλήθεια για τους θεούς - αλλά, δυστυχώς, δεν μας λέει ποια είναι αυτή η αλήθεια.

Όλα τα παραπάνω υποδεικνύουν ότι τα γραπτά του Επίκουρου υπήρξαν διφορούμενα πάνω στο ζήτημα των θεών, σε βαθμό ασάφειας. Η συμβατική θρησκεία είναι εσφαλμένη, αλλά πρέπει να την ακολουθούμε. Πρέπει να πιστεύουμε στους θεούς, αλλά όχι έτσι όπως τους εννοούν οι πολλοί. Οι θεοί υπάρχουν αλλά όχι στον φυσικό κόσμο, έτσι όπως τον αντιλαμβανόμαστε. Παραμένει, επομένως, μυστήριο ο λόγος για τον οποίο ο Επίκουρος επιμένει να διατείνεται ότι οι θεοί υπάρχουν, τη στιγμή που οι θεωρίες του για την πραγματικότητα όχι μόνο δεν τους έχουν ανάγκη, αλλά δυσκολεύονται κιόλας να τους εντάξουν στο σύστημά τους.

Μέρος της εξήγησης μπορεί να σχετίζεται με το πολιτισμικό πλαίσιο. Ακόμη και έναν αιώνα μετά, η δίκη του Σωκράτη δεν είχε ξεχαστεί. Η κατηγορία της «μη πίστης στους θεούς» θα μπορούσε να βλάψει έναν φιλόσοφο, όπως διαπίστωσε και ο Θεόδωρος από την Κυρήνη όταν εξορίστηκε από την Αθήνα προς τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ.. Ίσως να είναι τόσο απλό: διακρίνοντας τις πιθανές θεολογικές επιπτώσεις του υλιστικού μοντέλου του για τον κόσμο, ο Επίκουρος διαπίστωσε ότι θα ήταν καλύτερο να προστατεύσει τον εαυτό του από αντιδράσεις όπως αυτές που είχαν προηγουμένως εξοντώσει στοχαστές όπως ο Διαγόρας από τη Μήλο και ο Σωκράτης.

Οι ιστορικοί της κλασικής φιλοσοφίας έχουν την τάση να απορρίπτουν εξηγήσεις αυτού του είδους, εν μέρει επειδή παραμένουν υποθετικές και δεν σχετίζονται ιδιαιτέρως με διανοητικά κίνητρα και εν μέρει επειδή υπονοούν ότι η πεζή πολιτική πραγματικότητα είχε μολύνει τον κόσμο του πνεύματος. Οι κλασικοί φιλόλογοι έχουν επενδύσει πολύ στην ιδέα ότι τα κείμενα που εξετάζουν είναι προϊόντα καθαρής σκέψης και ότι οι αρχαίες πόλεις αποτελούσαν χώρους ελεύθερης διακίνησης ιδεών. Ακούγεται πολύ παράταιρο σε αυτό το πλαίσιο να υποστηρίξει κανείς ότι ο μεγάλος Επίκουρος μπορεί και να είχε ως κίνητρό του τον φόβο της δίωξης, αλλά αυτό δεν αποτελεί λόγο να αποκλείσουμε αυτήν την πιθανότητα.

Υπάρχει όμως και ένας άλλος τρόπος να ερμηνεύσει κανείς τις θεωρίες του Επίκουρου περί του θείου. Σύμφωνα με μία σύγχρονη σχολή κριτικής, οι θεοί στους οποίους πίστευε δεν ήταν πραγματικές θεότητες, αλλά εξιδανικευμένες αφαιρέσεις που συμβόλιζαν την ευτυχία στην οποία όλοι στοχεύουμε. Το θείο αντιπροσωπεύει μία νοητή εικόνα αταραξίας και ηρεμίας, την οποία ο φιλόσοφος φιλοδοξεί να εξασφαλίσει και ο ίδιος - και τίποτα παραπάνω. Σίγουρα η άποψη αυτή δεν ήταν αυτό που είχαν στο μυαλό τους οι μεταγενέστεροι οπαδοί του Επίκουρου, οι οποίοι αντιλαμβάνονταν τους θεούς ως υπαρκτά όντα που ζούσαν σε χώρους μεταξύ των διαφόρων κόσμων. Μπορεί όμως και να παρερμήνευσαν τα λόγια του ηγέτη τους.

Ο Επίκουρος φαίνεται να αντιλαμβανόταν τη θεϊκή υπόσταση ως κάτι που μπορεί να κατακτηθεί απ’ τους θνητούς.

Αλλά φαίνεται, τελικά, μάλλον απίθανο ο Επίκουρος να πίστευε ότι οι θεοί δεν είναι τίποτα παραπάνω από παραδείγματα προς μίμηση για τους θνητούς. Όταν γράφει ότι «ο θεός είναι ένα άφθαρτο και ευλογημένο ον», η διατύπωση αυτή υπαινίσσεται κάτι το υπεράνθρωπο, κάτι το θεϊκό με τη συμβατική σημασία του όρου. Θα πρέπει να αποδεχτούμε ότι ο ρόλος του θείου στη σκέψη του ήταν μάλλον αμφίσημος - ίσως πράγματι, όπως είπαμε, επειδή είχε προβλέψει τις δοκιμασίες που περίμεναν κάθε φιλόσοφο που θα τολμούσε να αρνηθεί κατηγορηματικά την ύπαρξη των θεών.

Παρά την ασάφειά του, όμως, πάνω στο θέμα των θεών, υπήρχαν αρκετά σημεία στη σκέψη του Επίκουρου που τον κατέστησαν διάσημο κατά την αρχαιότητα για την αθεΐα του. Όπως ο Σαλμονέας και ο Κήυκας στον επικό Κατάλογο γυναικών, ή ο Βελλεροφόντης στο δράμα του Ευριπίδη, ο Επίκουρος θεωρούνταν θεομάχος, «πολεμιστής ενάντια στους θεούς».

Πουθενά δεν εμφανίζεται περισσότερο έντονα με αυτήν του την ιδιότητα απ’ ό,τι στο μεγάλο έργο του Λουκρήτιου "Περί της φύσεως των πραγμάτων". Γραμμένο στη Ρώμη την εποχή των εμφυλίων πολέμων του 1ου αιώνα π.Χ., το έργο αυτό αποτελεί το πιο πρώιμο, πλήρως σωζόμενο επικό ποίημα που γράφτηκε στα λατινικά (επικό με την έννοια ότι ο Λουκρήτιος κάνει χρήση του εξάμετρου στίχου). Άσκησε τεράστια επιρροή, ήδη από την αρχαιότητα, όχι μόνο εξαιτίας της υψηλής ποιητικής του τέχνης, αλλά και για το πώς ενσωματώνει τα διδάγματα της επικούρειας φιλοσοφίας.

Ο Stephen Greenblatt έχει κάνει την περίφημη δήλωση ότι η ανάκτηση του χειρογράφου του ποιήματος είναι υπεύθυνη για την εκκοσμίκευση και την Αναγέννηση στην Ευρώπη. Κατά τον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα αναγνωριζόταν ως ο θεμέλιος λίθος της ευρωπαϊκής διανοητικής παράδοσης, καθώς στηριζόταν στην επιστήμη και στην παρατήρηση και όχι σε προτάγματα θεοκρατικού χαρακτήρα.

Ο Επίκουρος κάνει μία εντυπωσιακή είσοδο στο ποίημα του Λουκρήτιου, και περιγράφεται με τρόπο που θα έκανε τους παλμούς κάθε ανθρωπιστή αναγνώστη να ανέβουν:

Ενώ η ανθρώπινη ζωή σερνόταν άθλια πάνω στη γη
μπροστά στα μάτια όλων,
τσακισμένη από το βάρος της θρησκείας
που έδειχνε το πρόσωπό της πάνω από τον ουρανό
με όψη φριχτή και απειλούσε τους θνητούς,
τότε πρώτος ένας Έλληνας τόλμησε να της αντισταθεί.
Δεν τον σταμάτησαν ούτε οι θρύλοι των θεών,

ούτε οι βροντές, ούτε ο ουρανός με το απειλητικό του μούγκρισμα. Αντίθετα, δυνάμωσαν το θάρρος της ψυχής του, ώστε να επιθυμήσει να παραβιάσει, πρώτος αυτός, τις κλειδαριές από τις θύρες της φύσης.

Έτσι η ζωντανή δύναμη του πνεύματός του νίκησε και προχώρησε μακριά, πέρα από τα φλεγόμενα τείχη του ουρανού,
και με το πνεύμα και τη σκέψη διέσχισε το απέραντο σύμπαν.
Από εκεί επέστρεψε νικητής, για να μας πει τι μπορεί να γεννηθεί, τι δεν μπορεί, τέλος, με ποιον τρόπο καθορίζεται η δύναμη στο καθετί και τα ακλόνητα όριά του.
Έτσι, η θρησκεία, με τη σειρά της, ποδοπατημένη συντρίβεται, κι εμάς η νίκη μάς ανεβάζει στον ουρανό.

Όπως ακριβώς ο Βελλεροφόντης του Ευριπίδη, ο Λουκρήτιος φαντάζεται τον Επίκουρο να ηγείται μίας στρατιωτικής επίθεσης κατά της θρησκείας (religio). Η εικονοποιία σε αυτό το σημείο στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε έργα σχετικά με την πολιορκητική τέχνη. Στο πρώτο μισό του κειμένου, η θρησκεία περιγράφεται να ορθώνεται πάνω από την καταπιεσμένη ανθρωπότητα, σαν ένα τρομακτικό οχυρό, όπως αυτά που έχτιζαν οι Ρωμαίοι για να εμπνεύσουν φόβο στους υποτελείς τους. Τα όπλα που χρησιμοποιεί για να κρατήσει τους ανθρώπους υπό τον έλεγχό της είναι οι μύθοι, τα τελετουργικά και οι συμβάσεις. Σε αυτό το σημείο η εικόνα αντιστρέφεται και ο Επίκουρος απεικονίζεται όχι σαν επιτιθέμενος αλλά σαν πολιορκούμενος, που ηγείται της απόδρασης από τα «στενά όρια» και προελαύνει πέρα από τα «φλεγόμενα τείχη του κόσμου».

Τι εννοεί ο Λουκρήτιος με τη λατινική λέξη religio; Σίγουρα όχι τη θρησκεία όπως την εννοούμε εμείς, δηλαδή το θεσμικό πλαίσιο μέσα από το οποίο προάγεται ένας συγκεκριμένος τρόπος λατρείας των θεών. Η σημασία της λέξης φαίνεται να έχει να κάνει περισσότερο με την έννοια της ευσεβούς αφοσίωσης, μιας ηθικής ποιότητας. Ο Λουκρήτιος θεωρεί ότι ο εχθρός της ανθρώπινης ελευθερίας είναι τα ψυχολογικά δεσμά. (Η λέξη δεσμά πράγματι αρμόζει στα συμφραζόμενα: σε άλλο σημείο, ο Λουκρήτιος κάνει λόγο για την «απελευθέρωση του μυαλού από τα πιεστικά δεσμά της θρησκείας», υπαινισσόμενος προφανώς ότι το religio προέρχεται από το religare, «δένω».)

Ο Επίκουρος του Λουκρήτιου δεν είναι τόσο ένας σταυροφόρος ενάντια στις τελετουργίες και στους κρατικούς θεσμούς, όσο ενάντια στις εσφαλμένες αντιλήψεις που μας καταπιέζουν με τον φόβο του θανάτου, την τιμωρία, και τη μετά θάνατον ζωή. Η απελευθέρωση από αυτόν τον φόβο δε θα προκύψει, από την απόρριψη της οργανωμένης θρησκείας (κανείς επικούρειος δεν ισχυρίστηκε ποτέ κάτι τέτοιο), αλλά από την άρνηση της παραδεδομένης, μυθικής αντίληψης για πράγματα που δεν ασκούν απολύτως καμία επιρροή στις ζωές μας.

Ο πόλεμος του Επίκουρου ενάντια στη θρησκεία δεν είχε στόχο να προωθήσει την εκκοσμίκευση σε κρατικό επίπεδο. Αλλά, ακόμη κι έτσι, η ριζοσπαστικότητά του είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι συχνά του αναγνωρίζεται. Η άρνηση της έννοιας της θρησκευτικής αλήθειας έχει βαθιές και σημαντικές συνέπειες. Ο Λουκρήτιος, μετά την περιγραφή του Επίκουρου, συνεχίζει με ένα παράδειγμα των καταστροφικών συνεπειών που μπορεί να έχουν αυτού του είδους οι θρησκευτικές αντιλήψεις. «Η θρησκεία στάθηκε η αφορμή για εγκληματικές και ανόσιες πράξεις» ισχυρίζεται (δίνοντας, περιπαιχτικά, άλλο νόημα στη λέξη «ανόσιος», προκειμένου να περιγράψει τις πράξεις εκείνων που πιστεύουν, και όχι των εχθρών τους).

Ως παράδειγμα χρησιμοποιεί τη μυθολογική ιστορία του Αγαμέμνονα και της θυσίας της κόρης του Ιφιάνασσας (περισσότερο γνωστής με το όνομα Ιφιγένεια) προς τιμή της Άρτεμης στην Αυλίδα. Σύμφωνα με τον μύθο, ο στόλος του είχε καθηλωθεί από την άπνοια -τιμωρία που είχε επιβληθεί στον Αγαμέμνονα επειδή είχε σκοτώσει ένα ελάφι σε έναν χώρο αφιερωμένο στη θεά Άρτεμη. «Τόσο μεγάλη ήταν η επιρροή της θρησκείας σε πράξεις φριχτές» καταλήγει ο Λουκρήτιος: Tantum religio potuit suadere malorum, ένας από τους πιο διάσημους στίχους του ποιητή (ο Βολταίρος, για παράδειγμα, τον έστειλε στον Φρειδερίκο Β' της Πρωσίας το 1737 για να τονίσει την ανάγκη για εκκοσμίκευση).

Αυτό που θέλει να τονίσει ο Λουκρήτιος είναι ότι η εσφαλμένη αντίληψη μας για τη μεταβαλλόμενη φύση του ανέμου (την οποία εξηγεί σε άλλο σημείο με καθαρά υλιστικούς όρους) δεν είναι απλώς ένα λάθος. Όταν αποτυγχάνουμε να αντιληφθούμε την αλήθεια για τη φύση, και πιο συγκεκριμένα όταν υποκαθιστούμε την επιστημονική με τη θρησκευτική εξήγηση, αυτό μπορεί να έχει τρομερές συνέπειες. Είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό ότι ο Λουκρήτιος επιλέγει ως παράδειγμά του μία θυσία - το βασικό συστατικό του θρησκευτικού τελετουργικού στην αρχαιότητα: αν και φυσικά η απεχθής διάσταση της συγκεκριμένης θυσίας έχει να κάνει με το ότι το θύμα είναι άνθρωπος, οι επιπρόσθετες συνδηλώσεις είναι ότι οποιοδήποτε είδος αιματηρής θυσίας δεν είναι απλώς αναποτελεσματική αλλά ενδέχεται επίσης να προκαλεί σωματικό και ψυχικό πόνο. Χωρίς να το λέει ξεκάθαρα, ο Λουκρήτιος αφήνει να φανεί ότι καταστροφικές πράξεις που επιτελούνται στο όνομα των θεών θα ήταν ολωσδιόλου καταδικαστέες σε άλλες εκφάνσεις της ζωής μας.

Επομένως, το διακύβευμα των ορθών και των εσφαλμένων αντιλήψεων δεν περιορίζεται στον ψυχολογικό πόνο. Οι εσφαλμένες αντιλήψεις έχουν συνέπειες, μερικές φορές αιματηρές. Ο Λουκρήτιος γνωρίζει καλά ότι με το να επισημαίνει την ασέβεια που χαρακτηρίζει τις συμβατικές δοξασίες περί θεών αντιπαραθέτει τη δική του αλήθεια, με τρόπο δυναμικό, απέναντι σε μία εδραιωμένη θεολογία. Καθώς απευθύνεται στον αποδέκτη του ποιήματος του Μέμμιο, προβλέπει ότι:

Θα έρθει μια μέρα που κι εσύ ο ίδιος,
επηρεασμένος από τα τρομακτικά λόγια των ιερέων,
θα ζητήσεις να αποσυρθείς από την κοινότητά μας.
Γιατί, πραγματικά, πολλές ονειροφαντασίες
μπορούν να επινοήσουν, ικανές να ανατρέψουν
τον ρυθμό της ζωής σου και να ταράξουν με τον φόβο
κάθε σου ευτυχία. Και δικαιολογημένα.

Γιατί αν οι άνθρωποι έβλεπαν πως υπάρχει ένα καθορισμένο τέλος
στα βάσανά τους, θα είχαν τη δύναμη να αντισταθούν
με κάποιον τρόπο στις προβλέψεις και στις απειλές των ιερέων.


Το διακύβευμα εδώ είναι ποιος μπορεί να μιλάει με εγκυρότητα για τους θεούς. Ποιος λέει την αλήθεια, οι ιερείς ή οι φιλόσοφοι; Η λέξη ιερέας (vates) στα λατινικά καλύπτει σημασιολογικά ως όρος τόσο εκείνους που εξειδικεύονται σε μια συγκεκριμένη λατρεία όσο και τους παραδοσιακούς ποιητές. Η επίθεση του Λουκρήτιου, επομένως, έχει ως στόχο τόσο τις εδραιωμένες δομές της κρατικής θρησκείας όσο και το σύνολο των παραδοσιακών μύθων. Οι ιστορίες είναι όπλα που «απειλούν τις θρησκευτικές δοξασίες» στις οποίες ο αληθινός φιλόσοφος πρέπει να «εναντιώνεται». Ο Λουκρήτιος εδώ ακούγεται πιο μοντέρνος από ποτέ, καθώς παρουσιάζει τον επιστημονικό υλισμό ως μία πιο ακριβή και περισσότερο ανοιχτόμυαλη από κοινωνική άποψη εναλλακτική σε σύγκριση με τα «όνειρα» που επινοεί η παραδοσιακή θρησκεία.

Ο Λουκρήτιος ήταν διάσημος στην αρχαιότητα για τις μεγαλειώδεις αποτυπώσεις της επιβλητικής δύναμης της φύσης (όπως αυτές του Turner), αλλά αυτό που βρίσκει κανείς σε αυτά τα φανταχτερά αποσπάσματα δεν είναι απλώς μία ζωηρή επίδειξη των ποιητικών του ικανοτήτων: ήθελε με τον στίχο του να συλλάβει τη μαγεία του κόσμου γύρω μας και να μας διδάξει ότι πρέπει να αναζητήσουμε το «θείο» στην ύλη και όχι σε κάποιον φανταστικό θεό.

Ήταν άθεοι οι επικούρειοι, όπως τους θεωρούσαν οι αντίπαλοί τους; Σίγουρα η αθεΐα αποτελούσε τη λογική εξέλιξη της κοσμοθεωρίας τους και σίγουρα αντιλαμβάνονταν ότι βρίσκονταν σε αντιπαράθεση με τη συμβατική θρησκεία. Αλλά για κάποιον λόγο αδυνατούσαν να απελευθερωθούν πλήρως από τα δεσμά της.

Μπ. Ράσελ: Πιστεύω πώς όταν πεθάνω θα σαπίσω και τίποτα από το εγώ μου δεν θα επιζήσει

Μπ. Ράσελ – Πιστεύω πώς όταν πεθάνω θα σαπίσω και τίποτα από το εγώ μου δεν θα επιζήσει
Η θρησκεία, μιας και πηγάζει από τον φόβο, έχει εξάρει ορισμένους φόβους και έκανε τούς ανθρώπους να μην τους θεωρούν μισητούς. Σ’ αυτό έβλαψε πολύ τήν ανθρωπότητα, γιατί κάθε φόβος είναι κακός.

Πιστεύω πώς όταν πεθάνω θα σαπίσω και τίποτα από το εγώ μου δεν θα επιζήσει. δεν είμαι νέος και αγαπώ τή ζωή, δεν καταδέχομαι όμως να τρέμω από φόβο στή σκέψη της εκμηδένισης μου.

Η ευτυχία δεν είναι λιγότερο γνήσια επειδή κάποτε τελειώνει, ούτε ο στοχασμός και η αγάπη χάνουν τήν άξια τους γιατί δεν διαρκούν αιώνια.

Πολλοί άνθρωποι φέρθηκαν περήφανα στο ικρίωμα, και η ίδια αυτή περηφάνια πρέπει να μας διδάξει να σκεφτόμαστε σωστά για τή θέση του ανθρώπου στον κόσμο. Ακόμα κι όταν τ’ ανοιχτά παράθυρα της επιστήμης μας κάνουν να αναρριγούμε όσο κι από τή βολική κλεισούρα τών, παραδοσιακών, ενανθρωπιστικών μύθων, στο τέλος, δροσερός αέρας θα μας δυναμώσει και οι ανοιχτοί χώροι θα έχουν ένα δικό τους μεγαλείο,

Η φιλοσοφία της φύσης είναι ένα πράγμα, και η φιλοσοφία αξιών ένα άλλο. Η σύγχυσή τους, μονάχα βλάβη μπορεί να προκαλέσει. Αυτό πού θεωρούμε καλό, αυτό πού αρέσει, δεν έχει καμιά σχέση μ’ αυτό πού είναι, μέ το πρόβλημα δηλαδή πού απασχολεί τή φιλοσοφία της φύσης. Από τήν άλλη μεριά, κανένας δεν μπορεί να μας απαγορεύσει να εκτιμούμε ετούτο ή εκείνο, μέ το πρόσχημα πώς ο μη ανθρώπινος κόσμος δεν το εκτιμά, ούτε είναι δυνατό να μας υποχρεώσουν να θαυμάζουμε οτιδήποτε, γιατί είναι «νόμος της φύσης». δεν υπάρχει αμφιβολία πώς είμαστε μέρος της Φύσης, πού δημιούργησε τούς πόθους μας, τις ελπίδες και τούς φόβους μας» σύμφωνα μέ νόμους πού οι φυσικοί αρχίζουν ν’ ανακαλύπτουν.

Με τήν έννοια τούτη, είμαστε ένα μέρος της Φύσης, δηλαδή είμαστε υποταγμένοι σ’ αυτήν και στους νόμους της, και, τελικά, τα θύματά της.

Η φιλοσοφία της Φύσης δεν πρέπει να είναι υπερβολικά γήινη. Γιατί η Γή είναι ένας μονάχα από τούς πιο μικρούς πλανήτες, πού ανήκουν σ’ έναν από τούς μικρότερους αστέρες τού Γαλαξία. Θα ήταν γελοίο να εξωθούμε τή φιλοσοφία της Φύσης σέ τρόπο πού τ’ αποτελέσματα της να είναι ευχάριστα. στά απειροελάχιστα παράσιτα του ασήμαντου αυτού πλανήτη.

Ο βιταλισμός σα φιλοσοφία και η θεωρία της εξέλιξης δείχνουν, από τήν άποψη αύτη, έλλειψη αίσθησης αναλογιών και λογικής σημασίας. Ατενίζουν τα γεγονότα της ζωής, πού μας ενδιαφέρουν προσωπικά, σα να έχουν συμπαντική σημασία, και όχι μιά σημασία πού περιορίζεται στήν επιφάνεια της Γής. Η αισιοδοξία και η απαισιοδοξία, σαν συμπαντικές φιλοσοφίες, δείχνουν τον ίδιο αφελή ανθρωπομορφισμό.

Το μεγάλο Σύμπαν, στο μέτρο πού το γνωρίζουμε, δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό και δεν ενδιαφέρεται να μας κάνει ευτυχισμένους ή δυστυχισμένους. Όλες οι τέτοιες φιλοσοφίες προκύπτουν από τήν έπαρση μας και διορθώνονται κατά τον καλύτερο τρόπο μέ λίγη αστρονομία.

Στή φιλοσοφία άξιων όμως, η κατάσταση είναι διαφορετική. Η Φύση είναι ένα μέρος μονάχα αυτών πού μπορούμε να φαντασθούμε. το κάθε τί, πραγματικό ή φανταστικό·, μπορεί να εκτιμηθεί από μας και δεν υπάρχουν εξωτερικά σταθμά πού να αποδείχνουν πώς η αξιολόγησή μας αύτη είναι λαθεμένη.

Εμείς οι ίδιοι είμαστε οι τελεσίδικοι κριτές των αξιών και στον κόσμο των αξιών η Φύση είναι ένα μόνο μέρος του. Έτσι, σέ τούτον τον κόσμο είμαστε μεγαλύτεροι από τή Φύση. Στον κόσμο των αξιών η Φύση είναι ουδέτερη, ούτε καλή είναι ούτε κακή, ούτε άξια θαυμασμού, ούτε άξια καταδίκης. Εμείς είμαστε εκείνοι πού δημιουργούμε τις αξίες και οι πόθοι μας είναι εκείνοι πού αξιολογούν.

Στο βασίλειο αυτό είμαστε βασιλιάδες και εξευτελίζουμε σίγουρα την ηγεμονία μας, αν σκύβουμε το κεφάλι μπροστά στή Φύση. Σέ μας εναπόκειται να καθορίσουμε τί είναι, καλή ζωή, όχι στή Φύση — ούτε καν αν τήν προσωποποιήσουμε σα θεό.

Μπ. Ράσσελ, Μετά τη γνώση

Η ιερότητα της γυναικείας φύσης, και η κατανόηση του σύμπαντος

Το μεγαλύτερο θαύμα, συνιστάται σε ατό αυτό της ζωής, θαύμα που ουσιαστικά αποτελεί και το μεγαλύτερο «μυστικό» του σύμπαντος. Η γυναικεία φύση ως η μήτρα της ζωής, αποτελεί κατ' αυτόν τον τρόπο το Α και το Ω της ζωής.

Μέσα από τους πόνους της κύησης, προκύπτει όχι μόνο η ύπαρξη, αλλά και η πιο ανιδιοτελής αγάπη. Ίσως για αυτό οι γυναίκες σκέφτονται με την καρδιά και την ψυχή, περισσότερο από ότι εμείς οι άντρες. Δύσκολο να καταλάβεις κάτι εάν δεν το έχεις βιώσει. Κάποια πράγματα δεν λέγονται, βιώνονται, και εμείς οι άντρες δεν το έχουμε βιώσει.

Λένε πως κάπως έτσι ξεκίνησαν οι ανθρωποθυσίες στον αρχαίο κόσμο. Όταν από την μητριαρχία περάσαμε στην πατριαρχία, οι άντρες είχαν παρατηρήσει την σχέση εμμηνόρροιας , της σύλληψης και της γέννας που ουσιαστικά διαιώνιζε την ύπαρξης της φυλής. Ο άντρας υπερτερούσε σε φυσική δύναμη αλλά δίχως την γυναικεία μητρότητα η δύναμη του ήταν ανώφελη.

Εκλαμβάνοντας το θαύμα εμμηνόρροιας και της γέννησης ως μαγεία (η μαγεία ήταν κάτι σύνηθες στην μητριαρχία), συνεπώς και την απώλεια αίματος δίχως ουσιαστικές επιπτώσεις για την υγεία της γυναίκας, οι πρακτικοί άντρες προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν «παράδοξα» την «μαγική» δύναμη του δύναμη αίματος, τελώντας ανθρωποθυσίες και πολέμους, και έτσι πάμε έως σήμερα, με πιο πολιτισμένες δικαιολογίες βέβαια.

Το πρόβλημα είναι πως πλέον οι γυναίκες έχουν απολέσει την γυναικεία φύση τους, και προσπαθούν να ενταχθούν επί ίσοις όροις στον αντρικό ανταγωνιστικό σκληρό κόσμο, χάνοντας τα φυσικά προτερήματα της γυναικείας φύσης. Η γυναίκα, οφείλει να μετουσιώνει όλα τα χαρακτηριστικά του κοσμικού της Αρχέτυπου: δεκτικότητα, πάθος, συναισθηματισμό, φρούρηση των ρυθμών της ζωής κατ’ αντιστοιχία της Σελήνης, συντηρητής των δομών της ζωής κατ’ αντιστοιχίας της Γαίας, και θεματοφύλακας της μεγαλύτερης κοσμικής δύναμης και ενέργειας στο σύμπαν την μετουσίωσης σε ανθρώπινο επίπεδο της ανιδιοτελούς αγάπης. Σε αυτό συνίσταται η ισχύς της γυναίκας.

Για τον άνδρα η έννοια της δημιουργίας και της ανάπτυξης είναι ένα εξωτερικό συμβάν που απλά συμβαίνει στον κόσμο. Αντίθετα για τη γυναίκα το μυστήριο της ανάπτυξης γίνεται αντιληπτό μέσα από το ίδιο της το σώμα λόγω της εμπειρίας της κύησης. Η γυναίκα νοιώθει δηλαδή κάτι να γεννιέται και να αναπτύσσεται στο εσωτερικό του βιολογικού της οργανισμού, κάτι με το οποίο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη και με το οποίο αποτελεί μια οργανική ενότητα.

Κανένας άνδρας δεν έχει αυτή την εμπειρία, που είναι τόσο καταλυτική έτσι ώστε να καθορίζει και την αντίληψη μας για τη λειτουργία του Κόσμου. Αυτό είναι ένα γεγονός που δεν μπορούμε να υποτιμήσουμε. Πρόκειται για μια βασική αρχή που θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε όχι μόνο τον διαφορετικό τρόπο αντίληψης του αρσενικού από το θηλυκό αλλά και τις διαφορετικές αρχές και τρόπους λειτουργίας πάνω στους οποίους χτίστηκε η Μητριαρχική και η πατριαρχική κοσμοαντίληψη και κοινωνία.

Αν προεκτείνουμε τους δύο αυτούς τρόπους αντίληψης στην κοινωνία αλλά και στην θεολογική αντίληψη, θα παρατηρήσουμε ότι ξεκινούν από εντελώς διαφορετικές αρχές και οδηγούν σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Η θηλυκή συνείδηση για παράδειγμα, εμποτισμένη από την εμπειρία της κύησης αντιλαμβάνεται την παγκόσμια ζωή σαν κάτι που αναπτύσσεται οργανικά από το εσωτερικό προς το εξωτερικό, όπως ο σπόρος που βλασταίνει από τη Γη.

Η αντίληψη αυτή επικεντρώνεται στην πρωταρχική έννοια της «Αυτογονίας» και υφαίνει τις νοητικές συλλήψεις γύρω από την εικόνα ενός Σύμπαντος όπου τα πάντα φυτρώνουν και αυτο-οργανώνονται αυθόρμητα σύμφωνα με τις ανάγκες τους. Στην κοσμοθέαση αυτή δεν υπάρχει κάποιος εξωτερικός παράγοντας ο οποίος της επιβάλει ένα ρυθμό ή την διατάζει να οργανώσει τις λειτουργίες της κι αυτό γιατί δεν υφίσταται κάποιος αρχικός διαχωρισμός ανάμεσα σε μια αρχή που διατάσσει και σε ένα λειτουργικό σύνολο που υπακούει στις διαταγές. Δεν υπάρχει καν διαχωρισμός ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο καθώς το έμβρυο και η μητέρα αποτελούν ένα αδιάσπαστο σύνολο το οποίο μεταβάλλεται διαρκώς, εξελίσσεται και αναπτύσσεται.

Αντίθετα για τον άνδρα η έννοια «δημιουργία» έχει ένα εντελώς διαφορετικό νόημα. Μην έχοντας την εμπειρία της κύησης ο άνδρας επενεργεί εξωτερικά πάνω στη Φύση. Κατά τη διάρκεια της «δημιουργίας» του το υποκειμενικό του «εγώ» επενεργεί και μεταβάλλει ένα αντικειμενικό «κάτι» που βρίσκεται έξω και πέρα από αυτόν. Ο άντρας, για παράδειγμα, κατασκευάζει ένα τραπέζι, φτιάχνει ένα μηχάνημα, μεταφέρει και τακτοποιεί έναν όγκο υλικών από ένα σημείο σε ένα άλλο κτίζοντας έτσι ένα οικοδόμημα.

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός ανάμεσα στο «εγώ» του που επενεργεί και το σωρό των εξωτερικών υλικών που υπόκεινται το αποτέλεσμα της πρόθεσης ή της επιθυμίας του. Ο άντρας δεν γίνεται ποτέ ένα με το τραπέζι που κατασκευάζει, δεν το νοιώθει σαν προέκταση του σώματος του ζυμωμένο από τη σάρκα ή το αίμα του. Η σχέση του μαζί του είναι και παραμένει εξωτερική.

Μια δεύτερη μεγάλη διαφορά ανάμεσα στα δύο αυτά είδη εμπειριών είναι ότι η γυναίκα αντιλαμβάνεται την εγκυμοσύνη, την περίοδο δηλαδή δημιουργίας ενός νέου ανθρώπινου όντος, σαν κάτι το ανεξάρτητο και ανεπηρέαστο από τη θέληση της. Κατά τη διάρκεια των εννέα μηνών που διαρκεί η κύηση, η γυναίκα είναι απλά παρατηρητής μιας μυστηριώδους μεταβολής, ενός είδους αλχημικής μετουσίωσης που συμβαίνει μέσα στο ίδιο της το σώμα.

Η γυναίκα νοιώθει πως αποτελεί γόνιμο έδαφος όπου ο σπόρος αφήνεται να μεγαλώσει, μια μαγική χύτρα στην οποία η ζωή υφαίνει τον ιστό της ύπαρξης. Αντίθετα για τον άνδρα η εμπειρία της δημιουργίας είναι εντελώς διαφορετική. Η πραγματικότητα του Σύμπαντος μπορεί να μεταβληθεί μόνο αν επενεργήσει πάνω της μια ενέργεια. Ο άντρας είναι αυτός που προκαλεί την κατασκευή πραγμάτων και φαινομένων. Η οποιαδήποτε δημιουργία εξαρτάται από τη δική του συνειδητή απόφαση. Ο κόσμος μπορεί να λειτουργήσει μόνο μέσα από μια σειρά εξωτερικών παρεμβάσεων.Γι αυτό και στις πατριαρχικές θρησκείες, ο κόσμος "κατασκευάζεται" σαν αποτέλεσμα της θέλησης ενός προϋπάρχοντος εξωκόσμιου πνεύματος.

Μια ακόμα διαφορά είναι ότι στην εμπειρία της γυναίκας τα πράγματα θέλουν το δικό τους χρόνο για να ωριμάσουν και να ολοκληρωθούν. Οι μήνες της κύησης είναι συγκεκριμένοι και οφείλει να του σεβαστεί. Το ίδιο και ο χρόνος που παρεμβάλλεται από τη στιγμή που θα φυτέψει το σπόρο μέχρι την ώρα που θα αντικρίσει το πρώτο βλαστάρι να ξεπροβάλει από τη Γη. Στην αντρική δημιουργία αντίθετα ο χρόνος είναι σε συνάρτηση με το ποσό της προσπάθειας που καταβάλλεται. Ένα αρχιτεκτονικό κατασκεύασμα μπορεί να γίνει σε λίγο ή σε πολύ χρόνο ανάλογα το πόσοι εργάτες δουλεύουν και πόση προσπάθεια καταβάλει ο καθένας. Στην αρσενική αντίληψη το ιδεώδες είναι η κατάργηση του χρόνου, η στιγμιαία δημιουργία.

Στην Αρχαία Ελλάδα ο όρος "Φύσις" ήταν ο θεμελιωτής και πρωταρχικός όρος ολόκληρης της Φιλοσοφίας και Επιστήμης. Δεν υπάρχει, για την Ελληνική φιλοσοφία ειδικότερα και για τον Ελληνικό στοχασμό γενικότερα, έννοια πιο σημαντική και πιο ιδιάζουσα από αυτή την έννοια. Αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι όλοι σχεδόν οι φιλόσοφοι έγραψαν έργα «Περι Φύσεως» ή αφιέρωσαν μεγάλο μέρος του έργου τους στη μελέτη της «Φύσεως», ήσαν «οι περί Φύσεως τε καί του όλου διαλεγόμενοι και γράφοντες» σύμφωνα με τον Πλάτωνα». Η Φύση, σαν Μεγάλη Μητέρα είναι η αρχή της Ζωής, και η μελλοντική επιβίωση μας σε αυτό τον πλανήτη εξαρτάται από το πόσο γρήγορα θα το κατανοήσουμε.

Διαμέσου της μητρότητας, το γυναικείο φύλο μπορεί να εκδηλώσει και να εκπληρώσει τη θεϊκή πλευρά της φύσης του, ως η "μεγάλη μητέρα".

Η Μεγάλη Μητέρα λατρεύτηκε για χιλιάδες χρόνια από τους προϊστορικούς λαούς με διαφορετικά ονόματα, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Η μεγάλη μητέρα στον Ελληνικό χώρο, ως πότνια θεά, η κάτοχος των μυστικών η μεγάλη ιέρεια που γεννά το θεό βρέφος. Η Άρτεμις, η Δήμητρα, η Αθηνά ακολουθούν. Από χθόνιες θεές ανεβαίνουν στον Όλυμπο. Η μεγάλη μητέρα η θηλυκή αρχή, υποβιβάστηκε στην πατριαρχική κοινωνία, την υποβιβάσαμε και την κακομεταχειριστήκαμε, εξυψώσαμε το λογικό νου και θάψαμε την έμπνευση, θεοποιήσαμε την τεχνολογία και περιφρονήσαμε τη φύση και τους νόμους της, σεβαστήκαμε τον Πατέρα και ρίξαμε όλα τα αμαρτήματα στη γυναίκα.

Η ιδέα της Παρθένου συνδέεται επίσης με την υψηλή ιδέα της θυσίας, ένα ιδανικό που πραγματικά λείπει από τη σύγχρονη αντίληψή μας για τη ζωή, αν και ήταν η βάση για τις πιο μεγάλες λατρείες που εμφανίστηκαν στον πλανήτη. Διαστρέβλωση αυτής της θυσιαστικής όψης της Παρθένας, που παραμέριζε τον εαυτό της για να γίνει ενσάρκωση της Ίσιδας και έτσι να φέρει τη θεά κοντά στον άντρα, ήταν οι βάρβαρες ανθρωποθυσίες νεαρών κοριτσιών. Η μητρική της όψη εκφράζεται στην προσπάθεια της να κάνει αθάνατο το γιο μιας βασίλισσας, στην οποία εμφανίστηκε σαν κοινή θνητή. Το αρχέτυπο της θα «ζει» πάντα, μέσα από κάθε γυναίκα.

Η αρσενική φύση θέλει να κυριαρχεί· Η θηλυκή φύση θέλει να περικλείει και να συμπεριλαμβάνει. Η αρσενική φύση λειτουργεί με την ύλη και το νου· η θηλυκή φύση λειτουργεί με τα συναισθήματα και τη διαίσθηση. Η αρσενική φύση λειτουργεί με τη δύναμη της θέλησής· η θηλυκή φύση λειτουργεί με τη δύναμη της αγάπης. Η αρσενική φύση είναι το μονοπάτι· η θηλυκή φύση είναι το πεδίο. Η αρσενική φύση απαιτεί· η θηλυκή φύση δίνει. Η αρσενική φύση κάνει ερωτήσεις και βρίσκει απαντήσεις· η θηλυκή φύση αισθάνεται και διαισθητικά μαθαίνει. Η αρσενική φύση διαιρεί και διαχωρίζει· η θηλυκή φύση συνθέτει. Ο άνδρας και η γυναίκα είναι ακριβώς όπως τα δύο πόδια στο μονοπάτι της εξέλιξης: το καθένα έχει το δικό του πάνω και κάτω, και το καθένα είτε οδηγεί ή ακολουθεί.

Η γυναίκα σταδικά αλλοιώθηκε και αλλοίωσε τη σχέση της με τον άντρα και τη φύση της. Σε κοινωνίες που τελούν εν πλήρη σύγχυση, εκεί όπου βαφτίζεται το παράλογο λογικό και κανείς δεν αντιδρά, η γυναίκα χάνει τον προσανατολισμό της και τον σκοπό της, όπως της έχει υποδειχθεί από τη φύση. Μεταμορφώνεται σε ανδρογύνο, απαρνιέται τη φύση της και κλείνεται στον εαυτό της.

Καλλιεργεί το κέντρο της λογικής σε βάρος της διαίσθησης, επιδίωξε την ανεξαρτησία,την χειραφέτηση και την ατομικότητατης, στον κόσμο της επιβολής, της δύναμης, της σύγκρισης . Απαρνήθηκε την μητρότητα προς όφελος της επαγγελματικής σταδιοδρομίας, μετρώντας όπως οι άντρες την ευτυχία με τις κατακτήσεις, κυνηγώντας, το «έχειν» εις βάρος του «είναι» ψάχνοντας την ευτυχία έξω από τον εαυτό της , ξεχνώντας πως μέσα της γεννιέται η ζωή….!

Αν δεν αναλάβουν οι γυναίκες τον ρόλο τους, και δεν ισορροπήσει η κοινωνία ανάμεσα στον Άρη και την Αφροδίτη, ο ΕΡΩΣ δεν πρόκειται να υπάρξει….Και φυσικά δεν είναι τυχαίο πως ο Έρως είναι τέκνο της Αφροδίτης και του Άρη, αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα.

Ως επίλογο θα χρησιμοποιήσω ένα απόσπασμα από τον Χρήστο Μαλεβίτση:

«...Τη θηλυκή αντίληψη της υπάρξεως μόνο το γένος των γυναικών μπορεί να την συλλάβει,να την αναπτύξει και να την εδραιώσει. ΄Η τουλάχιστον να την αντιτάξει με σφοδρότητα προς την κοσμοαντίληψη του γένους των ανδρών. Που σπαταλάει λοιπόν η σύγχρονη γυναίκα τους ροδώνες της ψυχής της; Και μάλιστα με τόσο πάθος; Στους αγκαθερούς κήπους των ανδρών. Ο πολιτισμός μας που αποτυχαίνει είναι δημιούργημα των ανδρών. Οι γυναίκες θα πρέπει κάποτε να λάβουν τις αποστάσεις τους από αυτόν τον πολιτισμό,ο οποίος δεν έχει τίποτε άλλο να προσφέρει παρά τεχνολογία.Ας σώσει τη ψυχή του το γένος των γυναικών.

...Ο φεμινισμός ενδεχομένως να βοήθησε στην κοινωνική απελευθέρωση της γυναίκας,όμως είναι βέβαιο πως την υποδούλωσε στον πνευματικό κόσμο του άντρα...και όμως δεν μπορούμε να μιλήσουμε για το τέλος της θηλυκής αξιολογικής κλίμακας μέσα στην ιστορία. Διότι πίσω από τα ιστορικά ρεύματα και πίσω από την εκάστοτε επικαιρότητα που εξαπολύουν παταγωδώς οι άντρες λουφάζει το βαθύ θηλυκό μυστήριο, την κάθε στιγμή και τώρα και πάντοτε. Δεδομένου ότι πρόκειται για ανώτερο στοιχείο της υπάρξεως. ...Το θηλυκό αρχέτυπο είναι ανυπότακτο...»

Καβειρικόν Πυρ: Η Ιερά σφύρα του Εαυτού

Είμαι ο Κάβειρος. Ο Αφανής Εργάτης του Φωτός. Εκείνος που μιλά αλληγορικά μέσα από τη φλόγα και μορφοποιεί το Άμορφο. Ο αγγελιοφόρος των Θεών και των Δαιμόνων. Είμαι ο Σιδηρουργός της Ψυχής.

Γεννήθηκα από τη Γαία, στα έγκατά της, εκεί όπου το φως δεν είναι ήλιος αλλά σπινθήρας. Εκεί όπου τα μυστικά του κόσμου δεν γράφονται σε παπύρους και πέτρες, αλλά χαράσσονται με καλέμι πάνω στο μετάλλευμα της εμπειρίας. Πατέρας μου είναι ο Ήφαιστος, ο πρώτος που έπλασε με φωτιά και τιθάσευσε το άλογο πυρ. Από εκείνον έμαθα να μετατρέπω το βάρος σε ουσία, την ύλη σε ιδέα, το ασήμαντο σε ιερό.

Εργάζομαι στις στοές του αοράτου κόσμου, όπου η πέτρα μεταμορφώνεται σε χρυσό, όχι εξωτερικό, αλλά εσωτερικό. Σμιλεύω τα μέταλλα όπως σμιλεύεται η ψυχή στον καμίνι του βίου. Οι λαβίδες μου δεν κρατούν απλώς το πυρωμένο σίδερο. Κρατούν τα ακατέργαστα πάθη, τις άμορφες σκέψεις, τις θολές επιθυμίες. Το αμόνι μου δεν ηχεί μόνο για τα υλικά πράγματα. Είναι ο παλμός της μύησης· κάθε του χτύπος, ένα βήμα προς την ανάβαση.

Με αποκαλούν Κάβουρα, διότι βαδίζω πλάγια, μυστικά, αθέατα. Δεν με αναγνωρίζεις στην πρώτη όψη. Δεν με αγγίζεις χωρίς φωτιά. Οι διδασκαλίες μου είναι συγκαλυμμένες, όπως τα κοιτάσματα βαθιά στη γη. Ο εργάτης πρέπει να ιδρώσει για να τις φέρει στην επιφάνεια.

Όμως δεν τεχνουργώ μόνο το μέταλλο. Τεχνουργώ το Είναι. Η εργασία μου δεν τελειώνει στον σίδηρο. Συνεχίζεται στο βλέμμα σου, στον λόγο σου, στην απόφασή σου να βαδίσεις τον εσωτερικό δρόμο. Δεν πλάθω απλώς όπλα και εργαλεία. Πλάθω τον άνθρωπο ως Ιερό Έργο.

Όσοι επιλέξουν να κατέλθουν στο εσωτερικό εργαστήριο, πρέπει πρώτα να περάσουν από τον καπνό και την σκουριά των παθών τους. Να δουν κατάματα τον ίσκιο που σέρνουν μέσα τους, τα κατάλοιπα του ανέγνωστου βίου. Και τότε, μόνο τότε, το Ιερό Πυρ θα αρχίσει να τα καθαίρει, να αποκαθιστά την καθαρότητα του μετάλλου, το φως του πνεύματος.

Η Καθαρτήριος Φωτιά δεν καίει για να καταστρέψει. Καίει για να αποκαλύψει.

Το νέο Φως δεν έρχεται εξ ουρανού μόνον. Αναδύεται και από τα έγκατα. Από τη Λήμνο και τη Χαλυβουργό Μήτηρ, από τα άδυτα του Όρους και το σπήλαιο της ανάπλασης. Εκεί όπου οι Καβείριοι τελούν την Ιερή Ένωση: το φως του Απόλλωνα από τη Δήλο, καθαρό, διαυγές, νοητικό· και το φως του Ηφαίστου, βαθύ, πυρωμένο, μεταμορφωτικό· σμίγουν εντός του ανθρώπου, όπως ενώνονται το Πνεύμα με την Ύλη, το Θείο με το Θνητό, η Σκέψη με το Βίωμα.

Αυτός είναι ο Ιερός Γάμος, το μυστικό των Καβείρων· όχι θεωρία· όχι εξωτερική τελετή· αλλά πράξη σμίλευσης, εσωτερική θυσία, αναγέννηση εντός του καμινιού του Όντος.

Μην με αναζητάς στις επιγραφές. Μην με ψάχνεις σε λόγια ή δόγματα. Ο Κάβειρος μιλά μέσα σου, όταν χτυπήσεις το δικό σου αμόνι, όταν αρπάξεις τις δικές σου λαβίδες,και φωτίσεις μόνος σου το μονοπάτι εκείνο, που οδηγεί όχι από έξω προς τα μέσα, αλλά από το Κέντρο προς το Παν.

Περί Αληθείας, Μυστηρίων και του Κύκλου της Φύσεως

Πρωτότυπο σύγχρονο δοκίμιο με την μορφή διαλόγου, μεταξύ του Ρωμαίου νεοπλατωνικου φιλοσόφου Σαλούστιου, του μαθητή του Φαβωρίνου, και του Κέλτη ιερέα Μόργκαν μακ Λιρ.

Ήταν μια νύχτα καθαρή, στις υπώρειες του λόφου, όπου οι τρεις ταξιδιώτες είχαν ανάψει φωτιά. Η γη ανέδιδε τη σιγή των προαιώνιων μυστηρίων, και τ’ άστρα τους άκουγαν.

Σαλούστιος:
Ας αρχίσουμε απ’ την αρχή, Φαβωρίνε. Τι είναι η μύηση;

Φαβωρίνος:
Ένα πέρασμα, διδάσκαλε. Μια αποκάλυψη της αλήθειας.

Σαλούστιος:
Ορθά. Η μύηση δεν είναι άλλο από την προετοιμασία της ψυχής να γνωρίσει το πραγματικό. Η ψευδαίσθηση φθείρει, ενώ η αλήθεια θεραπεύει. Γι’ αυτό οι Έλληνες, όπως και εμείς, δεν μυούνται για να πιστέψουν, αλλά για να ερευνήσουν. Αναζητούμε, όχι για να κατέχουμε, μα για να είμαστε σε δρόμο.

Μόργκαν μακ Λιρ (αγγίζοντας το έδαφος):
Κι εμείς, στον βορρά, λέμε πως ο δρόμος προς την αλήθεια περνά από τη γη και όχι από τα λόγια. Δεν μυούμαστε με λόγια, αλλά με πράξεις, με κύκλους φωτιάς, με ρίζες και αστραπές. Όποιος περπατήσει γυμνός μες στη νύχτα, θα δει την ψυχή του καθαρή σαν νερό πηγής.

Φαβωρίνος:
Και η αλήθεια; Τι είναι τελικά;

Σαλούστιος:
Ούτε η γνώμη, ούτε η δοξασία, ούτε η θρησκευτική βεβαιότητα. Είναι ο ίδιος ο θεός· ο θεός ως καθαρή ύπαρξη, πέρα από μορφή. Τον ονομάσαμε Δία, μα αυτό είναι σύμβολο. Μία είναι η κορυφή του Όρους. Αλλά οι ατραποί πολλές.

Μόργκαν:
Οι δρυΐδες δεν ονόμασαν ποτέ τον θεό τους. Διότι το όνομα είναι όριο. Ό,τι έχει όνομα μπορεί να σπάσει· μα το Αιώνιο δεν χωρά σε φωνή. Μονάχα στην αναπνοή της σιωπής.

Φαβωρίνος (ύστερα από παύση):
Και η ψυχή; Ποιος είναι ο προορισμός της;

Σαλούστιος:
Η επιστροφή στην καθαρότητα. Ο Πλάτων μίλησε για κάθαρση: η ψυχή πρέπει να απελευθερωθεί από το σώμα, να πάψει να υπηρετεί την ύλη και να ζήσει με τον εαυτό της. Ο θάνατος είναι διαχωρισμός. Αλλά οι αληθινοί φιλόσοφοι πεθαίνουν πριν τον θάνατο. Ζουν ελεύθεροι.

Μόργκαν:
Ο θάνατος είναι το τίμημα της ζωής. Και η ζωή, ο καθρέφτης του άλλου κόσμου. Όποιος ζήσει εσωτερικά, δεν φοβάται να πεθάνει, διότι έχει ήδη επιστρέψει.

Φαβωρίνος:
Τότε η φιλοσοφία είναι τέχνη λύτρωσης;

Σαλούστιος:
Και αυτογνωσίας. Μαζί. Η ζωή είναι δεδομένη· αλλά το να ζεις, είναι τέχνη. Όπως ένα άγαλμα χρειάζεται μορφή, έτσι κι η ζωή χρειάζεται νόημα. Πρέπει να την θελήσεις, να την φανταστείς, να την σμιλέψεις.

Μόργκαν:
Και μέσα στη φύση, μαθαίνεις πώς. Εκείνος που ακούει τον άνεμο, δεν έχει ανάγκη γραμμάτων. Η σοφία δεν διδάσκεται· μεταγγίζεται με το φως της σελήνης και τον ήχο των φύλλων.

Σαλούστιος:
Δεν λησμονώ ότι κι εμείς οι Ρωμαίοι, πολλά χρωστάμε στην σοφία των Ελλήνων. Όχι μονάχα στη γραφή ή στους λόγους, αλλά στο ήθος της αναζήτησης. Στην ελευθερία να αμφισβητούμε. Στην αναγνώριση ότι δεν κατέχουμε την αλήθεια, μα βαδίζουμε προς αυτήν.

Φαβωρίνος:
Και οι βάρβαροι, όπως λες, διδάσκουν κάτι που οι Ρωμαίοι έχουν ξεχάσει;

Σαλούστιος:
Οι βάρβαροι, όπως τους ονομάζουμε, φέρνουν μια δύναμη που δεν είναι λογική· είναι βιωματική. Γονιμοποίησαν την Ρώμη όχι με συστήματα, αλλά με μνήμη. Με εικόνες, με τελετές, με την παρουσία του ιερού μέσα στην καθημερινότητα. Δεν είναι κατώτεροι· είναι άλλοι. Μα το διαφορετικό δεν είναι εχθρικό, όταν οδηγεί στην ίδια κορυφή.

Μόργκαν (χαμογελώντας):
Ο θεός μιλά και στη γλώσσα του νερού και στη γλώσσα της φωτιάς. Κι όποιος ακούσει χωρίς αυτιά, τον καταλαβαίνει.

Σαλούστιος:
Κι έτσι, τελικά, από την Ελλάδα στη Ρώμη, κι από τα άγρια βουνά ως τις Σχολές των φιλοσόφων, ο σκοπός είναι κοινός: να γνωρίσουμε τον εαυτό μας ως μέρος του Όλου. Και να περάσουμε από την επιβίωση στη ζωή.

Φαβωρίνος (σηκώνοντας το βλέμμα στα άστρα):
Με τα μάτια κλειστά, βλέπεις αυτό που τα μάτια ανοιχτά δεν μπορούν. Ίσως εκεί να βρίσκεται το μυστήριο: όχι στην ανακάλυψη, αλλά στη μνήμη του ανείπωτου.