Στην αρχαιότητα, ο Πυθαγόρας διέκρινε τη ζωή των ανθρώπων ανάλογα με τις εποχές του έτους σε τέσσερις περιόδους, διάρκειας περίπου 20 ετών εκάστη.
Ξεκινούσε από την αντιστοίχιση της άνοιξης με την παιδική ηλικία και κατέληγε στην αντιστοίχιση του χειμώνα με τα γηρατειά, προσδιοριζόμενα χρονικά από τα 60 έως τα 80 έτη ζωής του ανθρώπου.
Στη σύγχρονη εποχή, ο Laslet διέκρινε και αυτός τη ζωή σε τέσσερις περιόδους:
α) την πρώτη ηλικία, χαρακτηριζόμενη από εξάρτηση, ανωριμότητα και προσπάθειες κοινωνικοποίησης του ατόμου,
β) τη δεύτερη ηλικία, χαρακτηριζόμενη από ανεξαρτησία και ωριμότητα,
γ) την τρίτη ηλικία, την πλέον δημιουργική και παραγωγική ηλικία του ατόμου
δ) την τέταρτη ηλικία, αυτή του γήρατος, ως φυσική ακολουθία των προηγούμενων περιόδων, χαρακτηριζόμενη από εξασθένηση και εξάρτηση του ατόμου, με κατάληξη τον θάνατο.
Βέβαια, η οριοθέτηση της τρίτης ηλικίας επαναπροσδιορίζεται χρονικά και ηλικιακά, ανάλογα με τις επικρατούσες εκάστοτε αντιλήψεις, καθώς και τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, με αποτέλεσμα την αλλαγή αντιμετώπισης της τρίτης ηλικίας από την κοινωνία.
Διεθνώς, ως έναρξη των γηρατειών έχει προσδιοριστεί από την επιστημονική κοινότητα το 65οέτος της ηλικίας ως έτος έναρξης της συνταξιοδότησης αλλά και ως έτος αντιμετώπισης του ασθενούς 65 ετών ως γηριατρικού. Βέβαια, διάφοροι παράγοντες, όπως η κληρονομικότητα, ο τρόπος διαβίωσης, το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον κ.ά., συντελούν στη διαφορετική κατά άτομο ηλικία έναρξης του γήρατος, αναπτυσσομένων έτσι και διάφορων θεωριών περί της γήρανσης.
Ανάγκες και προβλήματα των ηλικιωμένων
Γενικά, οι ανάγκες των ατόμων της τρίτης ηλικίας δεν έχουν μεγάλες διαφορές από τις ανάγκες των προηγούμενων ηλικιακών ομάδων. Εκείνο όμως στο οποίο υπολείπονται είναι ότι η υλοποίηση των αναγκών αυτών απαιτεί τις περισσότερες φορές την κοινωνική στήριξη, κυρίως σε άτομα με προβλήματα υγείας και κινητικά προβλήματα. Αλλά και πολλοί υγιείς ηλικιωμένοι χρειάζονται τη βοήθεια άλλων για τη διεκπεραίωση των οικιακών εργασιών τους και τη μετακίνησή τους, αρκετές φορές δε και οικονομική βοήθεια λόγω πολλαπλασιασμού των αναγκών τους.
Δεν είναι όμως μόνο οι βιολογικές ανάγκες που θέλουν ικανοποίηση. Έντονες είναι οι ψυχικές ανάγκες, όπως η ανάγκη αποδοχής από το κοινωνικό σύνολο και οι ανάγκες αυτοεκτίμησης και δημιουργικότητας, ώστε ο ηλικιωμένος να μην αισθάνεται απογοήτευση και κυρίως να μην παραιτείται.
Κάθε άτομο που εισέρχεται στην τρίτη ηλικία μεταφέρει συνήθειες, κοινωνικούς δεσμούς από την μέχρι τότε ζωή του και χαρακτηριστικά αποκτηθέντα από την εκπαίδευση, το επάγγελμά του, την υγεία και την οικονομική του κατάσταση. Κατά συνέπεια, τα προκύπτοντα προβλήματα διακρίνονται σε προβλήματα υγείας, κοινωνικά, συναισθηματικά και περιβαλλοντικά.
Στα προβλήματα υγείας συμπεριλαμβάνονται τα προβλήματα όρασης, ακοής, εγκεφαλικές νόσοι και διάφορες μορφές καρκίνου.
Έντονο όμως παγκοσμίως είναι και το φαινόμενο της παχυσαρκίας στην ηλικία μεταξύ εξήντα και εβδομήντα ετών.
Στα συναισθηματικά προβλήματα συμπεριλαμβάνονται η μοναξιά, λόγω απώλειας κυρίως του ή της συζύγου, ο φόβος του θανάτου, η συναισθηματική αστάθεια και το άγχος, προερχόμενο από πιθανές ασθένειες και οτιδήποτε επηρεάζει την ποιότητα ζωής.
Τα κοινωνικά προβλήματα έχουν σχέση με τα οικονομικά, κυρίως λόγω μικρής σύνταξης, με μη επαρκείς υπηρεσίες υγείας, με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης, άρα και μειωμένα ενδιαφέροντα και τέλος με την αντιμετώπιση των ηλικιωμένων από την κοινωνία ως βάρος γι’ αυτήν. Τέλος, στα περιβαλλοντικά προβλήματαπεριλαμβάνονται οι μειωμένες δυνατότητες κίνησης και μεταφοράς των ηλικιωμένων είτε σε ιδιωτικό είτε σε δημόσιο χώρο, με επιπτώσεις στον συναισθηματικό τους κόσμο
Βέβαια, υπάρχουν και άτομα της τρίτης ηλικίας, τα οποία δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα όπως τα παραπάνω, με αποτέλεσμα να συνεχίζουν ανεξάρτητα και αυτοδύναμα τη ζωή τους και να βιώνουν τις χαρές της ηλικίας τους.
Κοινωνικές/διαπροσωπικές ανάγκες των ηλικιωμένων
Στους κοινωνικούς παράγοντες, οι οποίοι επηρεάζουν τον τρόπο ζωής των ηλικιωμένων, ανήκει η ικανότητα αυτοεξυπηρέτησής τους και εκτέλεσης εργασιών της καθημερινότητάς τους, όπως και η κοινωνικότητα, με την έννοια της κοινωνικοποίησης. Η αίσθηση ότι ο ηλικιωμένος ανήκει κάπου απομακρύνει την πιθανότητα περιθωριοποίησης, ο ίδιος δε συνδέεται με την ευτυχία και την ευζωία. Αντίθετα, η μοναξιά οδηγεί συχνά σε ψυχολογικές ασθένειες.
Καθοριστικής σημασίας είναι η υποστήριξη των ηλικιωμένων στον τομέα αυτό τόσο από οικογενειακό όσο και από κρατικό επίπεδο. Απαραίτητες είναι οι δομές με προγράμματα κοινωνικοποίησης ατόμων τρίτης ηλικίας, καθώς εκεί οι ηλικιωμένοι έρχονται σε επικοινωνία, ανταλλάσσουν απόψεις, αναπτύσσουν δραστηριότητες, αποκτούν χιούμορ και διάθεση για τη ζωή, βελτιωνόμενοι σωματικά και ψυχικά.
Σημαντικό στοιχείο για μια υγιή γήρανση είναι η συμμετοχή των ηλικιωμένων σε κοινωνικές δραστηριότητες, όπως η εργασία, και η ύπαρξη διαπροσωπικών σχέσεων. Εκτός αυτών, οι ηλικιωμένοι, λαμβάνοντες μέρος σε ομάδες εθελοντισμού, δέχονται τυπική και άτυπη βοήθεια, καθώς αποκτούν κοινωνικές συναναστροφές, στήριξη από το κοινωνικό περιβάλλον και αμειβόμενη απασχόληση.
Ποιότητα ζωής
Τον 4ο αιώνα π.Χ., ο Αριστοτέλης, προκειμένου ν’ αποδώσει τον όρο «ποιότητα ζωής» εισήγαγε στα Ηθικά Νικομάχεια τη λέξη «ευδαιμονία», την οποία αναλύει ως λογική – ψυχική ενέργεια.
Είκοσι τέσσερις αιώνες μετά –τέλη 19ου και αρχές 20ου αιώνα–, διενεργήθηκαν έρευνες στην Αμερική και την Ευρώπη, οι οποίες μετά το 1950 οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι το περιεχόμενο του όρου «ποιότητα ζωής» αλλάζει ανάλογα με τις επικρατούσες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, τη δομή και τις αξίες της κοινωνίας. Βέβαια, υπάρχουν και σταθερά χαρακτηριστικά του όρου, όπως η κοινωνικότητα και η φυσικότητα του ανθρώπου.
Στην προσπάθεια των ερευνητών ν’ αποδώσουν τον ορισμό της «ποιότητας ζωής», έχουμε διάφορες προσεγγίσεις.
Μεταξύ αυτών του McCall, που αφορά στην εξασφάλιση της ευτυχίας του ατόμου σε μια κοινωνία μέσω της πρόσβασης σε ανάλογες πτυχές της ζωής και την αντίθετη των Baker και συνεργατών, που αφορά στη σχέση της υποκειμενικής αντίληψης με την ποιότητα ζωής. Τις δύο αντίθετες αυτές αντικειμενικές και υποκειμενικές παραμέτρους ενώνουν οι Zautra και Goodhard, ορίζοντας την «ποιότητα ζωής» ως «καλή ζωή», με παράγοντες αυτής την καλή υγεία, το περιβάλλον, τη στέγαση, τη λειτουργικότητα του ατόμου και την αίσθηση ανεξαρτησίας αυτού, το οικονομικό επίπεδο, τους φίλους, τη συμμετοχή στην κοινωνία και τα κοινωνικά δίκτυα, παράγοντες ποιότητας ζωής και ψυχολογικής ευημερίας.
Συνοπτικά, ως «ποιότητα ζωής» μπορεί να οριστεί οτιδήποτε εξασφαλίζει στο άτομο τη σωματική και πνευματική ευτυχία και ευημερία του σώματος και του πνεύματος, όπως η υγεία, η κάλυψη των κοινωνικών αγαθών, η ανεξαρτησία του ατόμου, οι φιλικές σχέσεις και η στήριξη από την κοινωνία.
Ποιότητα ζωής στην τρίτη ηλικία
Σύμφωνα με τη Lemme, υπάρχουν έξι κριτήρια για τα «πετυχημένα ή καλά γηρατειά»:
- διάρκεια ζωής,
- βιολογική υγεία,
- ψυχική υγεία,
- γνωστική αποτελεσματικότητα,
- κοινωνική ικανότητα,
- ικανότητα ελέγχου της ζωής
- ικανοποίηση από τη ζωή.
Συχνά γίνεται αντιστάθμιση των υποκειμενικών εκτιμήσεων με τη δύσκολη αντικειμενική πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να αντλείται η ίδια ικανοποίηση από άτομα τρίτης ηλικίας, αν και ζουν κάτω από διαφορετικές συνθήκες ζωής.
Για παράδειγμα, συχνά ακούμε να λένε ηλικιωμένοι με κακή υγεία «θα μπορούσε να ήταν χειρότερα» ή «οι άλλοι υποφέρουν περισσότερο», αντλώντας έτσι ψυχική ικανοποίηση, πράγμα το οποίο όμως δεν αποτελεί επαρκή συνθήκη για επιτυχημένα και ιδανικά γηρατειά.
Ίσως είναι αναγκαία συνθήκη για την ψυχική ευφορία των ατόμων της τρίτης ηλικίας, αλλά δεν υπάρχει αντικειμενικότητα, προϋποθέσεις της οποίας είναι η προσφορά, η ποιότητα μνήμης και η αποτελεσματικότητα στην αντιμετώπιση των προβλημάτων και απαιτήσεων της ζωής.

Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου