Σοπενχάουερ – Α , βλέπω πιστεύετε αφελώς στις λαϊκές επαναστάσεις. Δύσκολα θα συνεννοηθούμε. Η επανάστασή σας είχε υπέροχες εξάρσεις κι ίσως γι' αυτό να απέτυχε. Εκείνη που επιχειρήσαμε εμείς εδώ, πριν από δέκα χρόνια, ήταν, θεωρώ, αρκετά κουτή, αρκετά αστική για να πετύχει: όλοι – το ξέρετε ήδη- τη λοιδόρησαν, ακόμα κι ο Μαντόυφφελ.
Ο χαρακτήρας των ατόμων δεν αλλάζει – ηθικά – ποτέ, πώς λοιπόν ν’ αλλάξει των λαών;
Ας αφήσουμε όμως τις ανθρωπιστικές προσδοκίες, που ‘χουν το πλεονέκτημα να δίνουν κίνητρο για ζωή, και ας έρθουμε σε κάτι πιο σοβαρό. Πιστεύετε, όπως ο Λάιμπνιτζ, ότι ο πραγματικός κόσμος είναι ο καλύτερος των δυνατών κόσμων;
Morin – Δυσκολεύομαι πολύ να γνωρίσω, έστω και στο ελάχιστο, τον πραγματικό κόσμο και δεν έχω την τιμή να γνωρίζω τους δυνατούς κόσμους. Δεν μπορώ επομένως να ξέρω, αν κατέχουμε στην ιεραρχία τους, την πρώτη ή τη δεύτερη θέση, ούτε αν σχηματίζουν καν ιεραρχία ή κλίμακα, όπως το ονειρεύτηκε ο Λάιμπνιτζ. Δεν είμαι ούτε αισιόδοξος ούτε απαισιόδοξος: αγνοώ.
Σοπενχάουερ – Ε, λοιπόν , εγώ είμαι πιο προχωρημένος ή λιγότερο σκεπτικιστής από εσάς και διακηρύσσω ότι ο κόσμος μας είναι ο χειρότερος των δυνατών κόσμων.
Morin – Και οι αποδείξεις σας παρακαλώ;
Σοπενχάουερ – Πιστεύετε ότι με φέρνετε σε αμηχανία; Καθόλου. Έχω ένα επιχείρημα ατράνταχτο. Κοιτάξτε εκεί, στην προβλήτα, απ’ το παράθυρο. Βλέπετε να περνούν πολυάσχολοι αστοί και σκυφτοί εργάτες με τα εργαλεία τους. Πείτε μου, τι στριφογυρνάει στα σκοτεινά βάθη του μυαλού τους; Βρίσκετε περίπλοκη την ερώτησή μου; Ε, μα τον Θεό, όχι! Η έγνοια που τους φέρει – την ξέρετε καλά όσο κι εγώ -, που τους ζεύει στη δουλειά απ’ το πρωί ίσαμε το σούρουπο, που τους τρυπάει αδιάκοπα το μυαλό – όσων βέβαια έχουν – είναι, απλούστατα και πεζά, να ζήσουν. Ναι, για ένα κομμάτι ψωμί, όλοι – ή σχεδόν όλοι – εξαντλούνται, στραγγίζουν μέχρι σταγόνας τις δυνάμεις τους.
Α, μου μιλούσατε πρωτίτερα για ποια κι εγώ δεν ξέρω υπέροχη αναζήτηση ενός υπέρτατου σκοπού δικαιοσύνης κι ελευθερίας! Παιδί μου, επιτέψτε μου να σας αποκαλώ έτσι, αφού θα μπορούσα να είμαι παππούς σας -, παιδί μου, αυτό πάντα το ζήτημα στ' ανθρώπινα, το καθολικό κι αμείλικτο, που από παντού ορθώνεται: πώς θα φάμε, εγώ κι οι δικοί μου;
Επιστήμη, πολιτική, βιομηχανία, γεωργία, πόλεμος, διπλωματία, όλα λίγο- πολύ σχετίζονται μ’ έναν χυδαίο και συνάμα τρομακτικό σκοπό: το φαΐ – για να μην πω το μασούλημα.
Η ανθρωπότητα, με τα εκατομμύρια χέρια της και τη βοήθεια των εκατομμυρίων μηχανών της, αγωνίζεται όλες τις ώρες, κάτω απ’ όλους τους ήλιους, ενάντια στην ανυπότακτη φύση, για να της αποσπάσει τι; Μια φορβή, που με το ζόρι φτάνει – όπως όπως- για το μισό του ανθρώπινου είδους, και σαν βρεθεί, το μεγάλο κοπάδι ορμάει λαίμαργο, τρελαμένο, έξαλλο, απειλώντας καθένας με το τσιγκέλι τον βιαστικό γείτονά του. “Δικό μου το χοιρομέρι τούτο – πρέπει να φάω!” ουρλιάζει κάθε έθνος και να: ο πόλεμος, ο γιος της ανάγκης, αιώνιος σαν την πείνα.
Και στο εσωτερικό κάθε έθνους: επαρχίες, τάξεις, πόλεις, οικογένειες υπακούν στην ίδια βίαιη βουκέντρα της κοιλιάς! Ω – malesuada fames! -, θα ‘θελαν όλοι να ριχτούν, όπως τα έθνη, ο ένας στον άλλον, μα αφού δεν μπορούν να σφαχτούν ανοιχτά, αλληλισκοτώνονται, θα λέγαμε, μυστικά, με μιαν αμοιβαία εκμετάλλευση, όπου καθένας θέλει να ζει από την ψίχα του διπλανού του. “Και υπάρχουν ανάμεσά τους”, λέει η Γραφή, “εκείνοι που τρώνε τους ανθρώπους όπως εμείς το ψωμί”.
Πάρτε τώρα το ζωικό βασίλειο: κι εκεί ο ίδιος φρικτός νόμος. Όλη η ύπαρξη του ζώου είναι στα τέσσερα τούτα: να σκοτώνεις, να τρως, να χωνεύεις και να κοιμάσαι. Να κοιμάσαι, δηλαδή να ανακτάς τις δυνάμεις της προηγουμένης ώστε την επομένη να σκοτώνεις. Όσο για το φυτό – παρά τη φαινομενική του αθωότητα – είναι ακόμα χειρότερο. Δεν μετακινείται, δεν έχει αισθήσεις. Συνεχώς καταναλώνει, τρώει, δηλαδή καταστρέφει, ασταμάτητα, γιατί δεν έχει παρά μόνο μία και μοναδική λειτουργία: τη θρέψη, καθώς η αναπαραγωγή είναι, κατά βάθος, μια μορφή της θρέψης.
Και μη νομίζετε αγαπητέ μου κύριε, ότι τα λέω όλα αυτά ως ελεγεία. Βλέπω την παγκόσμια εκμετάλλευση, την εκμετάλλευση όλων απ’ τον καθένα και του καθενός απ’ όλους. Όμως, δεν διαμαρτύρομαι. Το ξαναλέω: είναι αναπόφευκτο φαινόμενο της φύσης των πραγμάτων. Όλα τα ζωικά και φυτικά είδη, συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπινου, δεν έχουν τα μέσα για να είναι αυτάρκη- καταδικασμένα σε ορέξεις και βάσανα, αγωνίζονται αναγκαστικά για να αποσπάσει το ένα απότο άλλο, με νύχια και με δόντια, το δικό του κομμάτι ζωής.
Κι ο πόλεμος δεν είναι μόνο ανθρώπου με άνθρωπο και ζώου με ζώο – όχι: Στο ήρεμο δάσος που μοιάζει να ονειρεύεται πέρα μακριά στο λιβάδι που γαληνεύει το βλέμμα του ποιητή, τα πάντα είναι πόλεμος, αδυσώπητη εξόντωση δέντρου από δέντρο, βλασταριού από βλαστάρι, ανθού από ανθό.Κάθε ρίζα εκτείνεται σιωπηλάκαι υπόγεια για να κλέψει την τροφή από την διπλανή της. Τα βρύα κι κισσόςσφιχταγκαλιάζονται γύρω απ’τη βαλανιδιά για να ρουφήξουν τον χυμό της. Κοιτάξτε το κακόμοιρο ξεραμένο αυτό φυτό. Όσα το περιστοιχίζουν το ‘χουν πνίξει με τη ζήλεια τους – το ‘χουν σκοτώσει. Α, αγαπητέ μου κύριε, τα φυτά είναι πιο ανελέητα απ’ τον άνθρωπο. Δεν μπορώ να διασχίσω τα δάση χωρίς φρίκη …
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου