ΞΕΝ ΚΑναβ 5.5.7–5.5.12
Αποστολή πρέσβεων από τη Σινώπη
Επειδή ο αριθμός των πλοίων που κατόρθωσε να εξασφαλίσει ο Χειρίσοφος από τον Σπαρτιάτη ναύαρχο Αναξίβιο (βλ. ΞΕΝ ΚΑναβ 5.1.2–5.1.4) ήταν μικρός, οι Μύριοι επιβίβασαν σε αυτά μόνο τους τραυματίες, ενώ οι υπόλοιποι συνέχισαν βαδίζοντας ως τα Κοτύωρα. Κατά την παραμονή τους εκεί, φτάνουν απεσταλμένοι από τη Σινώπη.
[5.5.7] Ἐν τούτῳ ἔρχονται ἐκ Σινώπης πρέσβεις, φοβούμενοι
περὶ τῶν Κοτυωριτῶν τῆς τε πόλεως (ἦν γὰρ ἐκείνων καὶ
φόρον ἐκείνοις ἔφερον) καὶ περὶ τῆς χώρας, ὅτι ἤκουον
δῃουμένην. καὶ ἐλθόντες εἰς τὸ στρατόπεδον ἔλεγον· προη-
γόρει δὲ Ἑκατώνυμος δεινὸς νομιζόμενος εἶναι λέγειν·
[5.5.8] Ἔπεμψεν ἡμᾶς, ὦ ἄνδρες στρατιῶται, ἡ τῶν Σινωπέων
πόλις ἐπαινέσοντάς τε ὑμᾶς ὅτι νικᾶτε Ἕλληνες ὄντες βαρ-
βάρους, ἔπειτα δὲ καὶ ξυνησθησομένους ὅτι διὰ πολλῶν τε
καὶ δεινῶν, ὡς ἡμεῖς ἠκούσαμεν, πραγμάτων σεσωσμένοι
πάρεστε. [5.5.9] ἀξιοῦμεν δὲ Ἕλληνες ὄντες καὶ αὐτοὶ ὑφ’ ὑμῶν
ὄντων Ἑλλήνων ἀγαθὸν μέν τι πάσχειν, κακὸν δὲ μηδέν·
οὐδὲ γὰρ ἡμεῖς ὑμᾶς οὐδὲν πώποτε ὑπήρξαμεν κακῶς ποι-
οῦντες. [5.5.10] Κοτυωρῖται δὲ οὗτοι εἰσὶ μὲν ἡμέτεροι ἄποικοι, καὶ
τὴν χώραν ἡμεῖς αὐτοῖς ταύτην παραδεδώκαμεν βαρβάρους
ἀφελόμενοι· διὸ καὶ δασμὸν ἡμῖν φέρουσιν οὗτοι τεταγμένον
καὶ Κερασούντιοι καὶ Τραπεζούντιοι· ὥστε ὅ τι ἂν τούτους
κακὸν ποιήσητε ἡ Σινωπέων πόλις νομίζει πάσχειν. [5.5.11] νῦν
δὲ ἀκούομεν ὑμᾶς εἴς τε τὴν πόλιν βίᾳ παρεληλυθότας ἐνίους
σκηνοῦν ἐν ταῖς οἰκίαις καὶ ἐκ τῶν χωρίων βίᾳ λαμβάνειν
ὧν ἂν δέησθε οὐ πείθοντας. [5.5.12] ταῦτ’ οὖν οὐκ ἀξιοῦμεν· εἰ δὲ
ταῦτα ποιήσετε, ἀνάγκη ἡμῖν καὶ Κορύλαν καὶ Παφλαγόνας
καὶ ἄλλον ὅντινα ἂν δυνώμεθα φίλον ποιεῖσθαι.
***
Εν τω μεταξύ έρχονται εκ της Σινώπης πρέσβεις, φοβούμενοι και περί της πόλεως των Κοτυωριτών και περί της χώρας αυτών, διότι αύτη ήτο αποικία των Σινωπέων, οι δε Κοτυωρίται φόρου υποτελείς εις αυτούς, και διότι εμάνθανον ότι ελεηλατείτο από τους Έλληνας η χώρα των. Και ελθόντες εις το στρατόπεδον των Ελλήνων διεμαρτύροντο, ωμίλει δε εκ μέρους αυτών ο Εκατώνυμος, ο οποίος εφημίζετο ότι ήτο δεινός περί το λέγειν∙ «Έστειλεν ημάς, άνδρες στρατιώται, η πόλις των Σινωπέων και δια να σας επαινέσωμεν, διότι Έλληνες όντες νικάτε βαρβάρους, έπειτα δε και δια να σας συγχαρώμεν, διότι υπομείναντες πολλάς και φοβεράς στεναχωρίας, ως ημείς επληροφορήθημεν, εφθάσατε εδώ σώοι. Έχομεν δε την αξίωσιν, επειδή και ημείς είμεθα Έλληνες, να απολαύωμεν μεν ευεργεσίας τινάς εκ μέρους υμών, οι οποίοι είσθε Έλληνες, αλλά να μην πάσχωμεν κανέν κακόν. Διότι και ημείς ουδέποτε εκάμαμεν κακόν τι πρώτοι εις σας. Οι Κοτυωρίται δε ούτοι είναι πράγματι ιδικοί μας άποικοι, και την χώραν ταύτην ημείς έχομεν παραδώσει εις αυτούς, αφού την αφηρέσαμεν από τους βαρβάρους∙ δια τούτο δε και φόρον ωρισμένον πληρώνουν ούτοι εις ημάς, ωσαύτως δε και οι Κερασούντιοι και οι Τραπεζούντιοι. Ώστε ό,τι κακόν κάμετε εις αυτούς, η πόλις των Σινωπέων νομίζει, ότι το πράττετε εις αυτήν. Τώρα δε μανθάνομεν, ότι μερικοί από σας δια της βίας εισήλθον εις την πόλιν των Κοτυώρων και κατέλυσαν εις τας οικίας και ότι λαμβάνουν εκ των πέριξ όσα χρειάζεσθε, με την βίαν, και όχι με το καλό. Αυτά λοιπόν δεν τα εγκρίνομεν∙ εάν δε εξακολουθήσητε να πράττετε ταύτα, θα είμεθα ηναγκασμένοι να κάμωμεν συμμάχους τον Κορύλαν και τους Παφλαγόνας και όποιον άλλον ηθέλομεν δυνηθή».
Εν τω μεταξύ έρχονται εκ της Σινώπης πρέσβεις, φοβούμενοι και περί της πόλεως των Κοτυωριτών και περί της χώρας αυτών, διότι αύτη ήτο αποικία των Σινωπέων, οι δε Κοτυωρίται φόρου υποτελείς εις αυτούς, και διότι εμάνθανον ότι ελεηλατείτο από τους Έλληνας η χώρα των. Και ελθόντες εις το στρατόπεδον των Ελλήνων διεμαρτύροντο, ωμίλει δε εκ μέρους αυτών ο Εκατώνυμος, ο οποίος εφημίζετο ότι ήτο δεινός περί το λέγειν∙ «Έστειλεν ημάς, άνδρες στρατιώται, η πόλις των Σινωπέων και δια να σας επαινέσωμεν, διότι Έλληνες όντες νικάτε βαρβάρους, έπειτα δε και δια να σας συγχαρώμεν, διότι υπομείναντες πολλάς και φοβεράς στεναχωρίας, ως ημείς επληροφορήθημεν, εφθάσατε εδώ σώοι. Έχομεν δε την αξίωσιν, επειδή και ημείς είμεθα Έλληνες, να απολαύωμεν μεν ευεργεσίας τινάς εκ μέρους υμών, οι οποίοι είσθε Έλληνες, αλλά να μην πάσχωμεν κανέν κακόν. Διότι και ημείς ουδέποτε εκάμαμεν κακόν τι πρώτοι εις σας. Οι Κοτυωρίται δε ούτοι είναι πράγματι ιδικοί μας άποικοι, και την χώραν ταύτην ημείς έχομεν παραδώσει εις αυτούς, αφού την αφηρέσαμεν από τους βαρβάρους∙ δια τούτο δε και φόρον ωρισμένον πληρώνουν ούτοι εις ημάς, ωσαύτως δε και οι Κερασούντιοι και οι Τραπεζούντιοι. Ώστε ό,τι κακόν κάμετε εις αυτούς, η πόλις των Σινωπέων νομίζει, ότι το πράττετε εις αυτήν. Τώρα δε μανθάνομεν, ότι μερικοί από σας δια της βίας εισήλθον εις την πόλιν των Κοτυώρων και κατέλυσαν εις τας οικίας και ότι λαμβάνουν εκ των πέριξ όσα χρειάζεσθε, με την βίαν, και όχι με το καλό. Αυτά λοιπόν δεν τα εγκρίνομεν∙ εάν δε εξακολουθήσητε να πράττετε ταύτα, θα είμεθα ηναγκασμένοι να κάμωμεν συμμάχους τον Κορύλαν και τους Παφλαγόνας και όποιον άλλον ηθέλομεν δυνηθή».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου