«Υπάρχει άραγε εξουσία, είπε ο πρώτος τυφλός; Δε φαντάζομαι, αλλά και να υπάρχει, θα είναι μια εξουσία τυφλών που θέλουν να κυβερνούν τυφλούς, σαν να λέμε το τίποτα θέλει να οργανώσει το τίποτα.» Αν έχετε διαβάσει José Saramago, σίγουρα θα έφτασε στα χέρια σας το βιβλίο του «Περί τυφλότητος». Για κάποιους θεωρήθηκε ένα βιβλίο φιλοσοφίας, για άλλους πάλι, μια ιστορία επιστημονικής φαντασίας ή ακόμα και μια πολιτική αλληγορία για τη σταδιακή τύφλωση της κοινωνίας.
Μια χώρα που πέφτει σιγά-σιγά στο σκοτάδι. Ένας-ένας οι κάτοικοι χάνουν την όρασή τους και τα διάφορα κρούσματα της «λευκής τυφλότητος» πολλαπλασιάζονται. Οι συνθήκες διαβίωσης αλλάζουν. Λειτουργούν τα ένστικτα και η αρχέγονη ανάγκη της επιβίωσης, ενώ οι έννομες συνθήκες παγώνουν.
Όταν διάβασα το συγκεκριμένο βιβλίο, εκτός του ότι επιβεβαίωσα πως ο συγγραφέας του, ήταν ένας έξοχος κοινωνικός παρατηρητής, σκεφτόμουν πως επί της ουσίας είμαστε κι εμείς μια κοινωνία υπό τύφλωση. Δυστυχώς όμως, η παγίδα είναι πως δεν έχουμε αντιληφθεί ότι τυφλωνόμαστε. Οι παράγοντες που μας ωθούν και μας μετατρέπουν σιγά-σιγά σε «τυφλούς» είναι οι κρίκοι μιας μεγάλης αλυσίδας.
Αρχικά, μια από τις πιο επικίνδυνες αρρώστιες για την επερχόμενη «τύφλωσή» μας είναι η ημιμάθεια. Ένας παράγοντας που για πολλούς κυριαρχεί σ’ όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων τους. Νομίζουμε ότι ξέρουμε τα πάντα, ενώ επί της ουσίας υποστηρίζουμε μια σχετικότητα της γνώσης. Αυτήν τη σχετικότητα τη στηρίζουμε με κάθε μέσο και σε κάθε στιγμή. Υψώνουμε «λάβαρα» και σημαίες για χάρη της, άκριτα. Αν εν τέλει ως αρρώστια, μας κερδίσει κι επιφέρει την «τύφλωση» θα μας κάνει δογματικούς. Κι έτσι οι περήφανοι και αδαείς «τυφλοί» θα επικρατήσουν στους δρόμους της κοινωνίας.
Ένας δεύτερος παράγοντας που αλλοιώνει όσα βλέπουμε, είναι η απληστία μας. Δεν είμαστε ικανοποιημένοι στην κατάσταση της αυτάρκειας, οπότε αναζητάμε το περισσότερο. Θα κάνουμε τα πάντα για να το αποκτήσουμε και κάποιοι θα πατήσουν «επί πτωμάτων». Έτσι κι αλλιώς, δεν «βλέπουν» πού και πώς πηγαίνουν. Το επιπλέον έγινε αυτοσκοπός και τυφλά θα το υπακούσουν μέχρι να το αποκτήσουν. Κι ύστερα θα ζητήσουν κάτι περισσότερο κι απ’ αυτό. Ποτέ δε θα μπουν στη διαδικασία να δουν και να εκτιμήσουν όσα έχουν, αφού πάντα θα κυνηγούν όσα δε βλέπουν.
Η απληστία ως κρίκος της μεγάλης αλυσίδας, συνδέεται με το φθόνο. Ένα συναίσθημα το οποίο προκαλείται απλώς και μόνο επειδή οι άλλοι νιώθουν καλά. Ή ακριβέστερα, επειδή νιώθουν καλύτερα από εμάς. Αποτελεί μέρος της καθημερινότητάς μας και στην πιο ακραία μορφή του, μπορεί να κατακλύσει τη σκέψη και τη ζωή μας. Μας ωθεί στο σκοτάδι, αφού δε μας επιτρέπει να δούμε την αυθεντική εικόνα ή τα κεκτημένα μας. Ειδικά στη σύγχρονη ναρκισσιστική κοινωνία, όπου ένα μεγάλο κομμάτι ανθρώπων επιζητούν να είναι το επικέντρο προσοχής, γίνεται ακόμα πιο απειλητικός.
Όλοι αυτοί οι κρίκοι που γίνονται δεσμά σ’ αυτήν την αλυσίδα, συνδέονται με ακόμα δύο πιο ισχυρούς. Το μίσος και την αγάπη. Η δεύτερη, όταν δεν είναι στην υγιή μορφή της, αφού βρίσκεται κάτω από την επήρεια των άλλων παραγόντων, μεταμορφώνεται. Είναι ικανή να μας κάνει να πιστεύουμε ότι όντως νιώθουμε, ότι προστατεύουμε, προχωράμε, βλέπουμε την αλήθεια. Περιορίζοντας την όρασή μας και επιφέροντας μια «επιλεκτική» τύφλωση, μας οδηγεί σιγά-σιγά στο πρώτο, το μίσος. Κάτω απ’ το «φως» της ημιμάθειας και του ιδιοτελούς συμφέροντος μισούμε ό,τι νομίζουμε πως απειλεί τη δική μας ευδαιμονία. Έτσι τυφλωμένοι από λανθασμένα ένστικτα υψώνουμε τείχη και παρωπίδες, με μόνο αποτέλεσμα τη δική μας στασιμότητα.
Σε κάθε κοινωνία, λοιπόν, θα υπάρχουν πολλά «χαμογελαστά» φώτα που είναι ικανά να τυφλώσουν και να επαναφέρουν ένα σύγχρονο σκοταδισμό. Το κλειδί σε όλη αυτήν την κατάσταση είναι να επιδιώκουμε να βλέπουμε πάντα την αλήθεια. Ακόμα κι αν έχουν καταφέρει οι συνθήκες να τοποθετήσουν καλύμματα στα μάτια μας, η λύση είναι το ίδιο το μυαλό μας. Να επιλέγει να βλέπει την ουσία και όχι να κλείνει τα μάτια σε όποια εικόνα δεν του αρέσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου