Είναι αλήθεια πως σε τελευταία ανάλυση ο κάθε άνθρωπος είναι μόνος στη ζωή. Άσχετα με το πόσο πολλοί άνθρωποι είναι γύρω του, ή πόσο διάσημος μπορεί να είναι, στις πιο σημαντικές στιγμές της ζωής του είναι το πιο πιθανό ότι θα βρεθεί μόνος.
Η στιγμή της γέννησης είναι ένας κόσμος «μοναξιάς», όπως είναι κι η στιγμή του θανάτου. Στο μεταξύ διάστημα αυτών των πιο σημαντικών στιγμών είναι μια μοναξιά δακρύων, στιγμές αγώνα για αλλαγή, στιγμές για απόφαση. Αυτές τις στιγμές ο άνθρωπος είναι μόνος απέναντι στον εαυτό του. Γιατί κανένας άλλος δεν μπορεί αληθινά να καταλάβει τα δάκρυά του, τους αγώνες του, ή το πλέγμα των κινήτρων που βρίσκονται πίσω από τις αποφάσεις του. Κάθε φορά που παίρνουμε μια απόφαση, όσο ασήμαντη κι αν φαίνεται, είμαστε απλά το ίδιο αληθινά μόνοι.
Η αντίληψη της μοναξιάς γίνεται ακόμη πιο φρικτή όταν εξομοιώνουμε τη «μοναξιά» με τη «μοναχικότητα». Αυτά τα δύο, φυσικά, είναι δύο ριζικά διαφορετικά πράγματα. Μπορεί κάποιος να είναι μόνος και να μη νιώθει μοναξιά, κι αντίστροφα μπορεί να είναι κάποιος μόνος ακόμη κι όταν βρίσκεται ανάμεσα σε ανθρώπους. Όλοι έχουμε βιώσει βαθμούς μοναξιάς. Και δεν ήταν πάντα τρομαχτική. Κάποιες φορές μάλιστα ανακαλύπτουμε ότι η μοναχικότητα όχι μόνο είναι αναγκαία, αλλά και γοητευτική, διαφωτιστική, ακόμη και χαρούμενη. Έχουμε ανάγκη να μείνουμε μόνοι με τον εαυτό μας να επανασυσχετιστούμε με τον εαυτό μας, σε μια πιο βαθύτερη έννοια. Χρειαζόμαστε χρόνο για να σκεφτούμε, να βρούμε κάποια λύση σ’ ένα πρόβλημα, να κατανοήσουμε τη σύγχυσή μας, ή απλά να παραδοθούμε στα όνειρά μας. Έχουμε ανακαλύψει ότι συχνά αυτά τα πράγματα τα κάνουμε όταν είμαστε μόνοι. Ο ‘Αλμπερτ Σβάιτσερ το τόνισε αυτό συγκινητικά, σχολιάζοντας ότι ο σύγχρονος άνθρωπος έχει καταστεί τόσο πολύ ένα τμήμα του όχλου, ώστε ν’ αποζητά με πάθος μια προσωπική μοναξιά.
Οι περισσότεροι άνθρωποι μοιάζουν ικανοί να αποδεχτούν τη γνώση ότι το να’ ναι κάποιος μόνος είναι μία μοναδική πρόκληση. Αλλά δεν επιλέγουν τη μοναξιά σαν μια μόνιμη κατάσταση. Ο άνθρωπος από τη φύση του είναι ένα κοινωνικό πλάσμα. Ανακαλύπτει ότι νιώθει πιο άνετα μέσα στη μοναξιά του στο βαθμό που μπορεί θεληματικά να αναμιγνύεται με τους άλλους. Ανακαλύπτει ότι με την κάθε βαθιά σχέση έρχεται πιο κοντά στον εαυτό του, ότι οι άλλοι τον βοηθούν ν’ αποκτήσει προσωπική δύναμη κι ότι αυτή η δύναμη, με τη σειρά της, τον κάνει πιο δυνατό ν’ αντιμετωπίσει τη μοναξιά του. Έτσι, ο άνθρωπος αγωνίζεται συνειδητά να βρεθεί κοντά σε άλλους και να φέρει τους άλλους πιο κοντά του. Το κάνει αυτό ως το βαθμό που είναι ικανός, κι ως το βαθμό με τον οποίο γίνεται αποδεκτός.
Όσο πιο πολύ μπορεί να ταυτιστεί με όλα τα πράγματα, ακόμη και με το θάνατο, και να συμμαχήσει μαζί τους, τόσο λιγότερο φοβερή του γίνεται η μοναξιά. Γι’ αυτούς τους λόγους ο άνθρωπος δημιούργησε το γάμο, την οικογένεια, τις κοινότητες.
Έχουμε συσσωρευμένες αποδείξεις ότι υπάρχει ουσιαστικά μια εσώτερη ανάγκη για τη συντροφικότητα, για την ανθρώπινη αλληλόδραση, για την αγάπη. Φαίνεται ότι χωρίς αυτούς τους στενούς δεσμούς με τ’ άλλα ανθρώπινα πλάσματα ένα νεογέννητο βρέφος, λόγου χάρη, μπορεί να οπισθοδρομήσει εξελικτικά, αναπτυξιακά, να χάσει τη συνειδητοποίηση, να καταντήσει ηλίθιο και να πεθάνει. Μπορεί να συμβεί αυτό ακόμη κι αν βρίσκεται σ’ ένα τέλειο φυσικό περιβάλλον, ακόμη κι αν τρέφεται υπέροχα, και ζει μέσα σε άψογες υγιεινές συνθήκες. Όλ’ αυτά δε μοιάζουν να είναι αρκετά για τη συνεχόμενη φυσική και διανοητική του ανάπτυξη. Το ποσοστό βρεφικής θνησιμότητας σε πολύ καλά εξοπλισμένα, αλλά χωρίς ικανοποιητικό αριθμό προσωπικού, ιδρύματα υπήρξε εκπληκτική, μέσα στην περασμένη δεκαετία. Στις προηγούμενες δυο δεκαετίες, πριν από την κατανόηση της επίπτωσης της ανθρώπινης παρουσίας για την ανάπτυξη του παιδιού, οι στατιστικές σχετικά με τη βρεφική θνησιμότητα στα ιδρύματα υπήρξαν πιο τρομακτικές.
Ο δρ. Γκρίφιθ Μπάνιγκ, σε μια μελέτη πάνω σε 800 παιδιά στον Καναδά, αναφέρει ότι σε μια κατάσταση όπου παιδιά είχαν χωρισμένους γονείς, πεθαμένους, ή σε διάσταση κι όπου το συναίσθημα της αγάπης και της τρυφερότητας έλειπε, αυτή η γνώση έκανε περισσότερο κακό στα παιδιά αυτά απ’ όσο οι αρρώστιες, κι ήταν κάτι πολύ σοβαρό για την υγεία τους απ’ όσο όλοι οι άλλοι παράγοντες μαζί.
Ο Σκήηλς, ένας διάσημος ψυχολόγος κι εκπαιδευτικός, ανάφερε πρόσφατα σε μια από τις πιο δραματικές μακροπρόθεσμες μελέτες του, που έκανε πάνω σε ορφανά παιδιά, ότι η μόνη σωτηρία ήταν η ανθρώπινη αγάπη κι η φροντίδα. Μια ομάδα δώδεκα παιδιών έμεναν μόνιμα σ’ ένα ορφανοτροφείο. Άλλη μια ομάδα από δώδεκα πάλι παιδιά μεταφέρονταν καθημερινά και τα φρόντιζαν κάποιοι ενήλικες, ακόμη κι ένα καθυστερημένο διανοητικά κορίτσι, σ’ ένα άλλο κοντινό ίδρυμα. Ο Σκήηλς ύστερα από είκοσι χρόνια μελέτης ανακάλυψε ότι τα παιδιά της πρώτης ομάδας που έμεναν μόνιμα στο ορφανοτροφείο, χωρίς προσωπική αγάπη, είχαν τώρα, είτε πεθάνει, είτε βρίσκονταν σε ιδρύματα για διανοητικά καθυστερημένα άτομα, ή σε ψυχιατρικές κλινικές. Από τα άλλα παιδιά, της δεύτερης ομάδας, που δέχονταν αγάπη και φροντίδα, όλα ήταν ύστερα από είκοσι χρόνια, φυσιολογικά ανεξάρτητα άτομα, πολλά είχαν τελειώσει τη μέση εκπαίδευση κι όλα είχαν κάνει ευτυχισμένους γόμους, μ ένα μόνο διαζύγιο. Οι ανακαλύψεις του έμειναν κλασικές στη σχετική βιβλιογραφία. Κι η στατιστική του αυτή ήταν πραγματικά εκπληκτική!
Στην πόλη της Νέας Υόρκης, ο δρ. Ρενέ Σπίτζ, την περασμένη δεκαετία, μελέτησε παιδιά που ζούσαν σε δυο διαφορετικά αλλά, από φυσική άποψη, κατάλληλα ιδρύματα. Τα ιδρύματα διέφεραν κυρίως ως προς την προσέγγισή τους στα καθήκοντά τους, σε ποσοστό φυσικής επαφής και φροντίδας που δέχονταν τα παιδιά. Στο ένα ίδρυμα το παιδί ερχόταν σ’ επαφή με κάποιο ανθρώπινο πρόσωπο, συνήθως τη μητέρα του, καθημερινά. Στο δεύτερο ίδρυμα υπήρχε μόνο μια νοσοκόμα υπεύθυνη για οχτώ ως δώδεκα παιδιά. Ο δρ. Σπιτζ μελέτησε το κάθε παιδί από πλευράς παραγόντων της ανάπτυξής του, ιατρικά και ψυχολογικά. Ασχολήθηκε με το Διανοητικό Περιεχόμενο του παιδιού, που συμπεριελάμβανε τέτοιες σημαντικές πλευρές της προσωπικότητας, όπως η ευφυΐα, η αντίληψη, η μνήμη, η μιμητική ικανότητα κ.τ.λ. Καθώς όλα τ’ άλλα ήταν συγκριτικά ίσα στα παιδιά που είχαν τη φροντίδα και το ενδιαφέρον της προσωπικής ανθρώπινης επαφής, το διανοητικό περιεχόμενό τους έφτανε από 101,5 ως 105, κι έδειχναν μια τάση αδιάκοπης ανόδου.
Εκείνα τα παιδιά που στερήθηκαν την ανθρώπινη φροντίδα άρχιζαν μ’ ένα μέσο όρο διανοητικού περιεχομένου 124 και κατά τη δεύτερη χρόνια της μελέτης έπεφτε εκπληκτικά στο 45!
Υπάρχουν μερικές άλλες μελέτες από τους δρ. Φριτς Ρίντελ, Νταίηβιντ Γουΐνεμαν και Καρλ Μένιγκερ, που όλες τους φανερώνουν μια θετική αλληλόσχεση ανάμεσα στο ανθρώπινο ενδιαφέρον και τη συντροφικότητα και στην ανθρώπινη ωρίμανση κι ανάπτυξη. Μια πολύ ενδιαφέρουσα και πιο λεπτομερειακή ανάλυση αυτών των μελετών πολλών άλλων με παρόμοιο χαρακτήρα υπάρχει σ ένα γοητευτικό άρθρο που δημοσίευσε ο Άσλεϋ Μόνταγκιου στο περιοδικό PHI DELTA KAPPAΝ το Μάη του 1970.
Έτσι φαίνεται ότι το βρέφος δεν ξέρει, ή δεν καταλαβαίνει τη λεπτή δυναμική της αγάπης, αλλά κιόλας έχει μια τόσο ισχυρή ανάγκη γι’ αγάπη, ώστε η έλλειψή της μπορεί να επηρεάσει την ωρίμανση και την ανάπτυξή του κι ακόμη να επιφέρει το θάνατό του. Σε πολλές περιπτώσεις η ανάγκη για συντροφικότητα κι αγάπη γίνεται η κύρια παρόρμηση κι ο αντικειμενικός σκοπός στη ζωή ενός ατόμου. Είναι γνωστό ότι η έλλειψη αγάπης αποτελεί την κύρια αιτία σοβαρών νευρώσεων και ψυχώσεων κατά την εφηβεία.
Χρειαζόμαστε τους άλλους. Έχουμε ανάγκη τους άλλους για ν’ αγαπήσουμε και χρειαζόμαστε τους άλλους για ν’ αγαπηθούμε. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως χωρίς αυτό κι εμείς το ίδιο, όπως τα βρέφη που μένουν μόνα, θα πάψουμε να ωριμάζουμε, θα πάψουμε ν’ αναπτυσσόμαστε, και θα διαλέξουμε την τρέλα ή το θάνατο.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου