'Ενας διάλογος του Καζαντζάκη με τον Πλάτωνα στις ραψωδίες M-O της «Οδύσσειας»
O ΟΔΥΣΣΕΑΣ της «Οδύσσειας» του N. Καζαντζάκη μετά την επιστροφή του στην Ιθάκη ξαναβγαίνει στο δρόμο. Δεν θέλει «να γεράσει μέσα στα αγαθά του· όσο γερνάει θα μάχεται σε νια να ανηφορίζει νιότη».
Με λίγους συντρόφους ξεκινάει πάλι από την Ιθάκη, αφού αποκατέστησε το «δίκιο» με το φόνο των μνηστήρων. Περνάει από τη Σπάρτη και την Κρήτη, τις βρίσκει γερασμένες και ξοφλημένους τους βασιλιάδες τους. Αποκαθιστά το «δίκιο» δίνοντας την εξουσία «στις ακμαίες δυνάμεις”, τους νεοφερμένους που έρχονται από τα βουνά, «το λιμασμένο σόι» και στα νόθα αγόρια της Σπάρτης, στους σκλάβους της Κρήτης και στους επιδρομείς από το Βορρά· συνεχίζει τώρα το ταξίδι στην Αίγυπτο, την άλλοτε ευνομούμενη. Τώρα κυβερνάει ένας ανίκανος Φαραώ· πολεμάει και εδώ για το «δίκιο», ως αρωγός των σκλάβων και των λαών της θάλασσας.
Μέχρι τώρα ο Οδυσσέας του Καζαντζάκη έρχεται ως Τιμητής (ραψωδίες Α-Λ).
Στις ραψωδίες Μ-Ο ο Οδυσσέας, χτίζει την Ιδανική Πολιτεία, «το κάστρο του Θεού», και γίνεται ο Νομοθέτης Νους της. «Το κάστρο του Θεού» αποτελεί τη συνισταμένη του μέχρι τότε αγώνα του ανθρώπου στη γη.
Στις ραψωδίες Π-Ω ο Οδυσσέας, ως Ασκητής πλέον, με τα όνειρα και τα οράματά του, «θα διαλεχθεί» -με την πλατωνική σημασία του όρου- με τις μεγάλες μορφές της Ιστορίας και αντιπροσωπευτικούς ήρωες της Λογοτεχνίας, τον Βούδα, τον Χριστό, τον αντιπροσωπευτικό άνθρωπο του δυτικού ευρωπαϊκού πολιτισμού, τον Faust τον πανεπιστήμονα, που βρίσκεται σε αδιέξοδο. Θα συναντήσει τον Δον Κιχώτη, που ξεκίνησε και αυτός να λευτερώσει τη γη, να φέρει ψωμί κι αγάπη στον κόσμο. Ο ήρωας του Θερβάντες, ο «βασιλιάς του ελαφρού αγέρα» που η τρέλα του μοιάζει μ’ αυτή του Οδυσσέα μπορεί να θεωρηθεί συμβολική μορφή του Κολόμβου, του πατέρα του Νέου Κόσμου. Στην ομώνυμη τραγωδία του Καζαντζάκη, λέει: «Και βέβαια είμαι τρελλός… η ψυχή πηδάει και γκρεμίζεται από καταρράχτη σε καταρράχτη. Κι ο στερνός καταρράχτης είναι ο Θεός!»
Στην έρημο κατανοτιάς «…κάθε ψυχή, για να σωθεί πρέπει να περάσει μιαν έρημο· κάθε λαός» («Χρ. Κολόμβος», Ν. Καζαντζάκη).
Νικημένος ο Οδυσσέας στην Αίγυπτο, με όσους προτίμησαν να τον ακολουθήσουν πορεύεται κατά μήκος της Αφρικής, «κατανοτιάς», προς τις ανεξερεύνητες πηγές του Νείλου. Στην Αίγυπτο έμεινε ο αρχηγός των εργατών, ο Νείλος, να συνεχίσει τον αγώνα για μια μαρξιστική Πολιτεία. Ο Οδυσσέας όμως έχει άλλο σκοπό:
Αυτοί θαρρούν πως μόνο με ψωμί χορταίνει ο νους του ανθρώπου – «καλό ‘ναι το ψωμί και το φαΐ, μια πιο καλά χορταίνει / μια φλόγα απάνθρωπη που ασκώνεται στα μαύρα σωθικά μας / κι αρέσει μου τη φλόγα εντός μου αυτή Θεό να ονοματίζω».
Οσοι ακολουθούν τον Οδυσσέα στην έρημο είναι «ψυχές ελεύτερες, χωρίς θεού, δαιμόνου ή αντρούς τρομάρα». Μοιάζουν με αυτούς που ακολούθησαν τον Κολόμβο1. Πολλοί όμως καθ’ οδόν αποχωρούν· δεν αντέχουν την κακοπέραση στην έρημο: «καλύτερα η σκλαβιά με τα πολλά καζάνια», φωνάζουν. Ο Οδυσσέας γνώριζε όμως πως αρέσει στο Θεό με απανωτές ψιλές, ψιλές κρισάρες να «ψιλοξεδιαλέγει» καρδιές και κορμιά.
Φτάνουν στις πηγές. Εκπληρούν το πρώτο χρέος. Σε ένα δάσος ο Οδυσσέας συναντάει μια λιόπαρδη που τον ακολουθεί αυτόν, «το μέγα λιόπαρδο» (Λιόπαρδη ονομάζει ο Καζαντζάκης τη Λογική, στην «Αναφορά»).
Θα ανεβεί στη συνέχεια στο βουνό, για να πάρει από τον Θεό, σαν άλλος Μωυσής, τους νόμους της άγιας πολιτείας που θα χτίσει. Εφτά μερόνυχτα μένει στο βουνό. Παρακαλεί τον Θεό να τον βοηθήσει να αντέξει τη Μοναξιά (θυμόμαστε «τη φυγή του φιλοσόφου» στον «Θεαίτητο» του Πλάτωνα: «Φυγή δε ομοίωσις Θεώ κατά το δυνατόν»).
Πάνω στο βουνό βυθίζεται σε διαλογισμό. Κάνει μια αναδρομή της ζωής του. H μνήμη όμως τον πάει και πιο πέρα, στις πρωτόγονες ρίζες. Ανακαλύπτει στο στοχασμό του πως η ψυχή του είναι η συνισταμένη όλων των προγόνων (πρβ. «Φαίδωνα» του Πλάτωνα: Οι ψυχές… πάλι έρχονται και γίνονται από εκείνους που έχουν αποθάνει). Στα σπλάχνα του ξύπνησαν οι γενιές των ανθρώπων (στον «Μένωνα» του Πλάτωνα η μάθηση είναι ανάμνηση, γνώση του παρελθόντος).
Μέσα στον Οδυσσέα ζει ο έρωτας της γης. Όλα για τον Οδυσσέα είναι αδέλφια: «Να σμίξουμε όλοι, συλλαβή σφιχτά με συλλαβή, να βρούμε το νόημα το κρουφό του ταξιδιού και το λαμπρό λιμάνι»,
Ο Οδυσσέας καλείται να βαδίσει πέρα από τις αντιθέσεις του κόσμου τούτου, το καλό και το κακό, το ναι και το όχι, στην 'Ενωση των πάντων. Ο Οδυσσέας δεν είναι ένας, δεν είναι μόνο η γενιά του, δεν είναι μόνο το ανθρωπόσογο. Οι ρίζες του φθάνουν βαθιά στα ζώα. Στις ζωγραφιές της σπηλιάς του βουνού που τον φιλοξενεί αναγνωρίζει τους προγόνους να χορεύουν χιλιάδες χρόνια «ένα στριφτό χορό ερωτικό» (πρβ. Πλ. «Πολιτεία» 490a: ο χορός της αλήθειας).
Μ’ αυτή την άμεση γνώση μέσα από το διαλογισμό, ο Οδυσσέας γνωρίζει τον εαυτό του, αλλά και το θεό του, που βρίσκεται σε κάθε φυτό, ζώο, στοιχείο. Ό,τι γεύεται ο ήρωας γίνεται Οδυσσέας. Έρωτας, Θεός, Χάρος είναι το ίδιο.
Μπροστά σε αναμμένη φωτιά ο Οδυσσέας χαράζει με μαχαίρι κυκλικά τη γης· τη χωρίζει με τέχνη· στη μέση καρφώνει το μαχαίρι του και εξηγεί: Τούτος είναι ο σπόρος του κάστρου· στη μέση στέκεται ο Θεός2· παντού η λάβρα θράκα, οι γυναίκες και οι άντρες οι ώριμοι στον καρπό τους· και οι νέοι πάνω στον ανθό τους. Αριστερά τα παιδιά, τα χλωρά κλαδιά που δεν άναψαν ακόμη· πέρα τα σβηστά αποκάρβουνα, οι γέροι. Γύρω από το κάστρο τα τείχη με τους πύργους τους.
Προσανατολισμός και θεμέλια: Στο ξημέρωμα της επόμενης μέρας ο Οδυσσέας θα χαράξει στον αγέρα με τη σαΐτα του τόξου του τα τείχη. Προσεύχεται στον Ηλιο. Ρίχνει τη σαΐτα σε Βορρά3, όπου «οι άσπροι άνθρωποι», Νοτιά, όπου «οι σγουροί άνθρωποι, οι μαύροι», σε Ανατολή και σε Δύση: «όπου ο Θεός, εκεί η πατρίδα μας, κι όλη ‘ναι η γης δική μας!»
Ανοίγονται τα θεμέλια. Ο Οδυσσέας σφάζει έξι κοκόρους κι έξι πουλάδες, τους δώδεκα Θεούς του Ολύμπου, τους δώδεκα παλιούς στοχασμούς του, στα θεμέλια. Τώρα λαχταράει άλλο Θεό. Ανοίγει και τη δική του φλέβα και χύνει το αίμα του στα θεμέλια: το πιο μεγάλο ξόρκι.
Μοιράζει το χρέος: Χωρισμένοι σε ομίλους (αρματαριές) άλλοι πελεκάν πέτρες, άλλοι ξύλα, άλλοι οικοδομούν, άλλοι βγαίνουν κυνήγι. Οι νιες ζυμώνουν, οι γριές πολεμούνε το φούρνο. Όλα γίνονται με το τραγούδι.
Έτσι σιγά σιγά υψώνονταν το κάστρο. Ξεχώριζαν οι «στέριοι χερομάχοι» με της δουλειάς τα σύνεργα στη γης, στα πέλαγα, στον αγέρα· απάνωθέ τους οι σκληροί «κονταρομάχοι» που κρατούν τα κλειδιά της ανδρείας και τη βούλα της τιμής. Στην κορφή, «οι μυαλομάχοι», ο καρπός ολόκληρου του αγώνα.
Στο νου του Οδυσσέα σαν κορμί συναρμογείτο το κάστρο: όλοι δούλευαν στο σπλάχνο τους τον αθώρητο μονάρχη, το Θεό.
Ως «άνθρωπος εν μεγάλω» η Πολιτεία στον Πλάτωνα αποτελείται από τρεις τάξεις: τους δημιουργούς, τους οποίους αποτελεί ο λαός και αντιστοιχούν στο επιθυμητικό της ψυχής· μεριμνούν για τα υλικά αγαθά της κοινωνικής ζωής: ξυλουργοί, σιδηρουργοί, οικοδόμοι, υφαντές, γεωργοί, θαλασσινοί, κ.λπ., δηλ. οι «χερομάχοι» του Καζαντζάκη. Οι φύλακες, για την περιφρούρηση και ανάπτυξη της πολιτείας. Πρέπει να είναι εκ φύσεως φιλόσοφοι, θυμοειδείς, γρήγοροι, δυνατοί. Οι «κονταρομάχοι» του Καζαντζάκη. Οι άρχοντες εκλέγονται από τους φύλακες, είναι οι άριστοι στις επιστήμες (γεωμετρία, αστρονομία, στερεομετρία, κ.λπ.), όσοι έγιναν ικανοί να ατενίσουν εκείνο που δίνει το φως, το καθαυτό αγαθό, πάνω στο οποίο θα ρυθμίζουν τα της Πολιτείας. Αυτοί είναι οι «μυαλομάχοι» του Καζαντζάκη.
«Πολιτεία ή περί δικαίου» είναι ο πλήρης τίτλος του πλατωνικού έργου. Θέμα του διαλόγου αυτού, η δικαιοσύνη, που ορίζεται από τον Σωκράτη ως αρμονία των τάξεων στην πλατωνική «Πολιτεία», όπως και των μερών της ψυχής στο άτομο. Πιο συγκεκριμένα, ορίζεται η δικαιοσύνη ως το «τα εαυτού πράττειν», το να κάνει καθείς τη δική του δουλειά· ό,τι δηλαδή ονομάζουμε κατανομή εργασίας και ειδίκευση των ικανοτήτων.
Το Κάστρο του Θεού της «Οδύσειας» είναι το αποτέλεσμα του μέχρι τώρα αγώνα για την αναζήτηση του Θεού.
«Αν είσαι αργάτης, δούλευε της γης, βόηθα τη να καρπίσει· / αν είσαι αγωνιστής, χωρίς σπλαχνιά να ρίχνεις το κοντάρι· / άλλοι πρεπό να συμπονούν, μα εσύ τον φόνον έχεις χρέος· / μες στον οχτρό σκλαβώνεται ο Θεός, πλαντάει και κράζει: “Βοήθα, / το σώμα ετούτο, γιε μου, σκότωσε, να βγω να πάω πιο πέρα!” / Γυναίκα αν είσαι, διάλεγε καλά, ξεδιάλεγε τους άντρες, / γελώντας κλαίγοντας τον πιο τρανό σκληρά να μου τον ζέψεις, / βόδι βαρύ, στο καρπερό κορμί να σπείρει τα παιδιά σου· / δεν τον διαλές εσύ, παρά ο Θεός ο θηλυκός εντός σου!»
Το κάστρο του Αρχηγού-Θεού λογαριάζεται σαν κάστρο του γιου που ξεπερνάει τον πατέρα του και τείνει να φτάσει στο Θεό. «Γιατί το κάστρο ετούτο, αδέλφια μου, κάστρο του γιου λογάται / του γιου που ξεπερνάει τον κύρη και στο Θεό ξαμώνει!»… «Κι εγώ το χρέος έκαμα του γιού, ξεπέρασα τον κύρη».
Χτίζουν το κάστρο του γιου, του μελλούμενου ανθρώπου, ο γιος ο άξιος ξεπερνάει το γονιό, πάει πιο πέρα τη ζωή, συντελεί στην εξέλιξη του είδους και τείνει να φτάσει στον Θεό, όπως ο δίκαιος της πλατωνικής «Πολιτείας» (Ποτέ δεν εγκαταλείπεται από τους Θεούς αυτός που θέλει να γίνει δίκαιος και ασκώντας την αρετή επιθυμεί να εξομοιωθεί με το Θεό -«ομοιούσθαι Θεώ»- όσο του είναι δυνατόν).
'Οσο είναι δυνατόν· ο άνθρωπος πάντα βρίσκεται στον ανηφορικό δρόμο, στο ταξίδι, κατά τη διάρκεια του οποίου ανακαλύπτει με τον αγώνα τη δύναμή του, ορίζει κάθε φορά το δίκαιο, τον Θεό, με τη νέα μέσα του αποκάλυψη. Πόσοι ορισμοί του δικαίου στην πλατωνική «Πολιτεία» από τους επτά4 συζητητές του διαλόγου, πόσοι ορισμοί Θεού από τον «εφτάψυχο» Οδυσσέα.
Παιδεία – Ιδιωτική ζωή – Νομοθεσία
Σ’ έναν ενιαύσιο κύκλο ζωής ο καζαντζακικός Οδυσσέας ορίζει τέσσερα πανηγύρια: για τον αμούστακο λεβεντονιό την άνοιξη, για τον γενάτο άντρα το καλοκαίρι, για τους γέρους το φθινόπωρο και για τους νεκρούς το χειμώνα. Η ζωή πρέπει να φαιδρύνεται με το χορό και το τραγούδι, με το παίξε γέλασε και τα βαθύ κανάκι. Ο σκοπός της ζωής ο Αγώνας, ώστε: «Πέτρες, νερό, φωτιά και χώματα να γίνουν όλα πνέμα». Η άνοιξη αφιερώνεται στη νιότη, στους γάμους στη θεοσπηλιά που θα διαρκέσουν τρεις μέρες. Την τέταρτη μέρα οι νιοι κι οι νιες θα αρχίσουν να χτίζουν το σπίτι των παιδιών. Ο Θεός δεν θέλει ξέχωρα νοικοκυριά, πόρτες μανταλωμένες· ελεύθερος ο έρωτας, χωριστά από τους γονείς να ζουν τα παιδιά και να προκόβουν.
Στην πλατωνική «Πολιτεία» κοινές είναι οι γυναίκες, κοινά τα παιδιά. Οι κατοικίες, τα συσσίτια κοινά. Στην εκπαίδευση μαζί ασκούνται τα δύο φύλα, γνωρίζονται και ζευγαρώνουν. Ορίζει ο νομοθέτης της «Πολιτείας» να θεσμοθετηθούν γιορτές, να γνωρίζονται οι γαμπροί και οι νύφες μέσα στη χαρούμενη ατμόσφαιρα της γιορτής. Στην «Οδύσεια» κάθε άγουρος κρατάει μια θεοφτέρουγα και κάθε κοπελιά μιαν άλλη: «στου σπήλιου τη βαθιά θα σμίξουν τις δυο φτερούγες του Θεού, να τον ελευτερώσουν» (πρβ. Πλ. «Συμπόσιον»).
Και η παιδεία είναι παιδιά στον Πλάτωνα. H παιδεία είναι η βάση της φιλοσοφίας, με τη γυμναστική (σώμα), τη μουσική (αρμονία), τα μαθηματικά. H φιλοσοφία χαρακτηρίζεται ως ανάβαση προς το φως. H ανάβαση δεν είναι κάτι διαφορετικό από τον «ανήφορο», το τραχύ, ατέλειωτο ανηφόρι του Θεού στον Καζαντζάκη.
Ο Οδυσσέας, στα βράχια γύρω από κάστρο, σκαλίζει τους Νόμους του Κάστρου:
«Βογκάει ο Θεός, σπαράζει την καρδιά και μου φωνάζει: Βόηθα! Πηδάει ο Θεός από τα μνήματα δεν τον χωράει το χώμα!
Πλαντάει ο Θεός στα ζωντανά, με οργή τα λαχπατάει και πάει!
Όλα τα ζωντανά δεξά ζερβά πιστοί του παραστάτες!
Αγάπα πια τον έρμο άνθρωπο, γιατί ‘σαι συ, παιδί μου!
Αγάπα πια τα ζα και τα φυτά, γιατί ’σουν συ, και τώρα στην άγρια μάχη σε ακλουθούν, πιστοί συντρόφοι σου και δούλοι. Αγάπα αλάκερη τη γης, νερά και χώματα και πέτρες· απάνω τους κρατιούμαι μη χαθώ, κι άλλο δεν έχω!
Ν’ αρνιέσαι τις χαρές, τα πλούτη σου, τις νίκες πάσα μέρα!
Δεν είναι η πιο τρανή αρετή στη γης ελεύτερος να γίνεις, παρά άσπλαχνα, άγρυπνα, ακατάλυτα, να θες ελευτερία!
Και το στερνό το βράχο αρπάει και μια χαράζει ορθή σαγίτα με διψασμένο το ραμφί να ορμάει ψηλά, κατά τον ήλιο· βουβή η στερνή εντολή τινάζουνταν μέσα στην άδεια πέτρα, κι ο δοξαράς εχάρη ως να ‘ριχνε στον ήλιο την ψυχή του!»
Οι τέσσερις πρώτοι νόμοι-εντολές αφορούν στην ιστορία της εξελίξης της ζωής στη γη: Μια εσωτερική ορμή για το καλύτερο κινεί τα όντα και τα κάνει να ζητούν τελειότερες μορφές (είδη). Στο χαμηλότερο σκαλοπάτι η άμορφη ύλη, που παίρνει μια πρώτη μορφή, γίνεται ανόργανο, πέτρα. Ένα σκαλοπάτι παραπάνω είναι το φυτό που οργανώνει το ανόργανο, του δίνει νέο είδος, τη ζωή. Το ζώο δίνει κάτι παραπάνω στο φυτό, την αίσθηση και την κίνηση. Τέλος ο άνθρωπος -ο στερνογιός της Γης, ο Οδυσσέας του Καζαντζάκη- δίνει στο ζώο το ανώτερο είδος, τη νόηση. Στο πάνω μέρος της σκάλας είναι το χωρίς ύλη είδος, το αγαθό, ο Θεός.
Ο Οδυσσέας, όπως η φύση, πασχίζει να γίνουν όλα πνέμα. Και έγιναν όλα πνέμα. Όταν ο Οδυσσέας τελειώσει το ταξίδι, ο Χάρος δεν θα βρει παρά ελάχιστα να πάρει: «Χάρο, κι ο δοξαράς, σε γέλασε, σπατάλεψε το βιος σου, / κι όλες της σάρκας, μάθε, τις σκουριές τις έλιωσε, πριν να ‘ρθεις, / έγιναν πνέμα και σου ξέφυγαν, και δε θα βρεις να πάρεις /παρά σβηστές φωτιές και κάρβουνα και σαρκοφροκαλίδια!
H ραψωδία Ο κλείνει με ένα επεισόδιο θανάτου. H πλατωνική «Πολιτεία», στο X’ βιβλίο, ασχολείται με το μύθο του Ηρός του Αρμενίου. Εμείς τελειώνουμε εδώ· το θέμα του θανάτου είναι τεράστιο και στους δύο συγγραφείς, αφού η φιλοσοφία ορίζεται ως μελέτη θανάτου από τον Πλάτωνα.
--------------
Σημειώσεις:
1. «…άγρια μούτρα, πολλοί κουρσάροι, φονιάδες, κλέφτες, τυχοδιώκτες» (ντεσπεράντος-απελπισμένοι). Καζαντζάκη, «Κολομβος».
2. Πλάτωνος «Νομοι»: ο νομοθέτης πρέπει να… χτίσει ναο της Εστίας, του Απόλλωνα και της Αθηνάς, να ονομαστούν Ακροπολη και να τα περιβάλει με τείχος.
3. Πλάτωνος, «Πολιτεία»: δεν πρέπει να μας διαφεύγει το θέμα του γεωγραφικού παράγοντα.
4. Σωκράτης, Γλαύκων, Πολέμαρχος, θρασύμαχος, Αδείμαντος, Κέφαλος, Κλειτοφών.
5. Λαχπατάω: λακτίζω και ποδοπατώ. Λεξιλόγιο «Οδύσειας», Ν. Καζαντζάκη.
2. Πλάτωνος «Νομοι»: ο νομοθέτης πρέπει να… χτίσει ναο της Εστίας, του Απόλλωνα και της Αθηνάς, να ονομαστούν Ακροπολη και να τα περιβάλει με τείχος.
3. Πλάτωνος, «Πολιτεία»: δεν πρέπει να μας διαφεύγει το θέμα του γεωγραφικού παράγοντα.
4. Σωκράτης, Γλαύκων, Πολέμαρχος, θρασύμαχος, Αδείμαντος, Κέφαλος, Κλειτοφών.
5. Λαχπατάω: λακτίζω και ποδοπατώ. Λεξιλόγιο «Οδύσειας», Ν. Καζαντζάκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου