Ο Αίσωπος, όπως μαθαίνουμε από τον Όμηρο, ήταν όχι μόνο αποκρουστικός στην εμφάνιση μα και βραδύγλωσσος. Παρόλα αυτά διακρινόταν για τη σοφία και την εξυπνάδα του που τον βοηθούσε να ξεφεύγει από τις άσχημες καταστάσεις. Επίσης για την ικανότητα να διδάσκει με τους μύθους του, η οποία ξεπερνούσε όχι μόνο τους διδασκάλους της εποχής του, αλλά και τους παλαιότερους.
Εύλογα αναρωτιέται κάποιος, πώς ένας βραδύγλωσσος μπορούσε να ασκεί το χάρισμα του διδασκάλου και μάλιστα με τόση δεινότητα; Την απορία αυτή επιχειρεί να λύσει η παρακάτω ιστορία.
Όταν ο Αίσωπος ήταν σκλάβος εκτελούσε αγόγγυστα τις πιο κοπιαστικές εργασίες. Μια μέρα ο αφέντης του τον έστειλε να σκάψει στο χωράφι. Καθώς ο Αίσωπος δούλευε, εμφανίστηκαν μπροστά του ιερείς από το ναό της Αρτέμιδας, οι οποίοι ακολουθούνταν από μια ομάδα ανθρώπων. Οι ιερείς του είπαν πως είχαν χάσει το δρόμο και του ζήτησαν να τους βοηθήσει. Ο Αίσωπος τους έδειξε την κατεύθυνση που έπρεπε να ακολουθήσουν, αφού πρώτα τους περιποιήθηκε προσφέροντάς τους φαγητό, νερό και δροσιά κάτω από ένα δέντρο με πυκνή σκιά. Οι ιερείς ευχαριστημένοι από τις περιποιήσεις του, πριν συνεχίσουν την πορεία τους, ύψωσαν τα χέρια τους προς τον ουρανό ζητώντας από τους θεούς να ανταμείψουν τον Αίσωπο για τη φιλοξενία του. Ύστερα έφυγαν και ο Αίσωπος συνέχισε τη δουλειά του.
Όταν ο ήλιος μεσουράνησε και άρχισε να τον καίει, αναζήτησε λίγη ξεκούραση κάτω από το δέντρο. Εξουθενωμένος καθώς ήταν γρήγορα τον πήρε ο ύπνος. Τότε είδε στο όνειρο του πως τον πλησίασε ένας άγνωστος, ο οποίος θεράπευσε τη γλώσσα του και του χάρισε την ικανότητα να πλάθει μύθους. Όταν ξύπνησε θυμήθηκε το όνειρό του. Άρχισε να μονολογεί και τότε διαπίστωσε πως μπορούσε να μιλά χωρίς δυσκολία. Σκέφτηκε πως αυτή ήταν η ανταμοιβή του από τους θεούς για τη βοήθεια του προς τους ιερείς. Χαρούμενος επέστρεψε στη δουλειά του, ενώ το μυαλό του άρχισε να πλάθει ιστορίες με αλεπούδες και κόρακες, λελέκια, λύκους και άλλα ζώα.
Σε λίγο ήρθε ο επιστάτης του αφέντη του, ο Ζηνάς, για να δει αν δουλεύει ή τεμπελιάζει. Και ενώ διαπίστωσε πως δούλευε, πήρε το ραβδί του και άρχισε να τον χτυπά. Τότε ο Αίσωπος άρχισε να του μιλά με ευφράδεια, να τον φοβερίζει πως τώρα που μπορούσε να μιλήσει, θα παραπονιόταν στον αφέντη τους που τον χτυπούσε άδικα. Ο επιστάτης όταν διαπίστωσε πως μπορούσε να μιλά, το έβαλε στα πόδια τρομαγμένος. Γύρισε στο σπίτι του άρχοντα και τον πληροφόρησε για τα νέα, όμως για να γλιτώσει την τιμωρία επειδή άδικα είχε χτυπήσει τον Αίσωπο, τον συκοφάντησε πως είχε βρίσει τους θεούς και εκείνον. Ο άρχοντας θύμωσε πολύ με τον Αίσωπο και είπε του επιστάτη πως τον παραδίδει στα χέρια του για να τον κάνει ότι θέλει. Την ίδια μέρα εμφανίστηκε στον Ζηνά ένας πλανόδιος έμπορος και του ζήτησε να αγοράσει ένα από τα υποζύγια του αρχοντικού. Ο Ζηνάς αντί για κάποιο ζώο του παρουσίασε τον Αίσωπο. Ο άνθρωπος τρόμαξε πολύ με το παρουσιαστικό του Αισώπου. Είπε στον Ζηνά πως τέτοιο πλάσμα, τόσο μαυριδερό και παραμορφωμένο που να δυσκολεύεται κάποιος να ξεχωρίσει αν είναι άνθρωπος ή ζώο, δεν είχε ξαναδεί και γύρισε να φύγει. Τότε ο Αίσωπος έτρεξε πίσω από τον έμπορο και τον παρακάλεσε να τον αγοράσει, βεβαιώνοντας τον πως δεν θα το μετάνιωνε, επειδή, λόγω του παρουσιαστικού του, μπορούσε να ημερεύει ακόμα και τα πιο άτακτα παιδιά. Ο γυρολόγος, που είχε δύο άτακτα παιδιά, πείστηκε και τον αγόρασε αντί της τιμής ενός αγγείου.
Όταν τον πήγε σπίτι του τα παιδιά του ημέρωσαν επειδή τον φοβούνταν, μα οι δούλοι του σπιτιού έδειξαν απέχθειά προς αυτόν. Του φόρτωναν τις πιο βαριές εργασίες και όταν κάποτε έφυγαν όλοι μαζί για το παζάρι του είπαν να φορτωθεί ένα από τα πράγματα που ήταν για πούλημα. Εκείνος επέλεξε το πιο βαρύ από όλα: ένα πανέρι γεμάτο ψωμιά νερό και φαγητά που προορίζονταν για το δρόμο, πράγμα που τους έκανε να τον κοροϊδεύουν. Στη διαδρομή γελούσαν μαζί του γιατί τα πόδια του έτρεμαν από το βαρύ φορτίο του. Όταν όμως σταματούσαν για ξεκούραση και φαγητό, το ψωμί και τα φαγητά λιγόστευαν, ώσπου πολύ γρήγορα το πανέρι ελάφρυνε και τότε όλοι κατάλαβαν τη μεγάλη εξυπνάδα του. Γιατί ενώ εκείνοι εξακολουθούσαν να γογγύζουν κάτω από το βάρος των δεμάτων που κουβαλούσαν, εκείνος ξαλάφρωνε λίγο-λίγο από το δικό του φορτίο, φτάνοντας στο τέλος της διαδρομής πιο ξεκούραστα από όλους.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου