Παρμενίδης: περίπου 515-440 π.Χ.
Να σκέπτεσαι και να μιλάς
§1
I
Αρχαίο κείμενο
Απόσπασμα 3
τὸ γὰρ αὐτὸ νοεῖν ἐστίν τε καὶ εἶναι.
Απόσπασμα 8, 34-41
Ταὐτὸν δ΄ ἐστὶ νοεῖν τε καὶ οὕνεκεν ἔστι νόημα.
Οὐ γὰρ ἄνευ τοῦ ἐόντος, ἐν ᾧ πεφατισμένον ἐστίν,
εὑρήσεις τὸ νοεῖν.
ΙΙ
Μετάφραση
Απόσπασμα 3
Γιατί το ίδιο είναι το Νοείν και το Είναι.
Απόσπασμα 8, 34-37
Το ίδιο είναι το νοείν και η σκέψη ότι αυτό είναι
[ή: το ίδιο .. και η αιτία που το σκέπτεται].
Γιατί χωρίς το ον, μέσα στο οποίο είναι εκφρασμένο,
δεν θα βρεις το νοείν.
§2
Ερμηνεία-σχολιασμός
Απ.3]: Όλο το οντολογικό επιχείρημα του Παρμενίδη ανάγει το θεμέλιό του σε τούτο το απόσπασμα. Πρόκειται για το περίφημο εκείνο απόσπασμα, του οποίου η μετάφραση αλλά και η ερμηνεία περικλείει διαφορότροπες ορισμένως δυνατότητες, με συνέπεια κάθε ερμηνεία ως τώρα να συνιστά μόνο μια συμβολή στην περαιτέρω έρευνα. Η πιο πάνω μεταφραστική του απόδοση λογίζεται κατά κανόνα ως η καθιερωμένη και εντάσσεται στο πνεύμα των μεθόδων έρευνας που μας υποδείχνει ο Παρμενίδης. Με βάση τη μεθοδολογική του αποσαφήνιση, η μέθ-οδος που οδηγεί στην αλήθεια είναι η οδός του Είναι. Αυτή είναι η οδός που πείθει, καθώς είναι στοχαστική οδός. Η άλλη είναι μια κίβδηλη μέθ-οδος που δεν οδηγεί πουθενά, καθώς δεν μας επιτρέπει να γνωρίσουμε το Είναι (εόν) ούτε να αποφανθούμε γι’ αυτό, παρά παραπέμπει αναγκαστικά στην παραδοχή ότι υπάρχει το μη-Είναι (μη εόν). Είναι κίβδηλη, μη γνήσια, μη αυθεντική, αυτή η οδός, γιατί παραγνωρίζει πως το Νοείν και το Είναι είναι το ίδιο πράγμα (απ. 3). Όταν το σκέπτεσθαι πέφτει μέσα στο Είναι, όπως μας λέει εδώ ο Παρμενίδης αλλά και στο απ. 8, 34-36, τότε το ουκ εστίν δεν μπορεί να βρίσκει ρίζωμα μέσα στο σκέπτεσθαι: δεν μπορούμε δηλαδή να το σκεφτόμαστε και να το λέμε, να το εκφράζουμε με τη γλώσσα.
§3
Η ανθρώπινη σκέψη, ενόσω τροφοδοτείται με την έμπνευση της θεάς Αλήθειας, είναι σε θέση να συλλαμβάνει καθοριστικά και μόνο αυτό που είναι, γιατί αντλεί την ύπαρξή της από το Είναι: έχει τη ρίζα της μέσα στο Είναι. Ως εκ τούτου, η μεταφραστική-ερμηνευτική απόδοση του απ. 3 δεν περιορίζεται στην πιο πάνω καθιερωμένη της εκδοχή, δηλαδή στην απόφανση που ταυτίζει απλώς το Νοείν και το Είναι, αλλά, ακολουθώντας την οδό της αλήθειας, προχωρεί βαθύτερα και μπορεί να αναδιατυπωθεί ως εξής: Γιατί αυτό τούτο το Νοείν είναι Είναι. Ετούτη η μεταφραστική πρόταση του Γ. Τζαβάρα συνιστά ένα διεισδυτικό εγχείρημα, που το συναντάμε, με τις αναγκαίες προσαρμογές, και σε αντίστοιχες ερμηνευτικές προσπάθειες στη διεθνή βιβλιογραφία. Προπάτορας αυτής της πρωτοποριακής ερμήνευσης, στη νεωτερική εποχή, είναι ο Μ. Χάιντεγκερ. Ξεκινά από την κοινή ερμηνεία ότι το ίδιο το νοείν είναι κι αυτό ένα ανάμεσα στα πολλά εκείνα όντα που έχουμε μπροστά μας [πρό-χειρα (vorhanden)] και τα οποία ταξινομούνται ως τέτοια μέσα στο όλο του Όντος. Πηγαίνει ωστόσο πιο πέρα και από τις νεωτερικές ερμηνείες, κατά τις οποίες το νοείν συλλαμβάνεται ως ο τόπος που ανυψώνεται το Είναι (Χέγκελ κ.α.), για να αποφανθεί πως το Είναι είναι παρ-Όν ως περισυλλογή όλων των καθέκαστων όντων, μαζί και του νοείν (Χάιντεγκερ: Vorträge und Aufsätze, σ. 232). Το απ. 3, συνακόλουθα, μας λέει πως το Νοείν ανήκει στο Είναι (ό.π., σ. 233) και δεν είναι απλώς εξωτερικά ταυτό. Με ποιο τρόπο όμως ανήκει στο Είναι;
§4
Μια εύστοχη απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα προϋποθέτει απάντηση στο ερώτημα: πώς πρέπει να σκεφτόμαστε το Είναι, στο οποίο ανήκει το Νοείν (ό.π., σ. 234); Πριν απ’ όλα, το Είναι ως παρ-όν αξιώνει τη σκέψη, καθιστά ζωτική την αναγκαιότητά της. Είναι έτσι το περι-συλ-λέγον, το Εόν, μέσα στο οποίο εκφράζεται η σκέψη (απ. 8, 35). Το νοείν, η νόηση ή η σκέψη, κατ’ αυτό τον βηματισμό, ανήκει στο Είναι, με την έννοια ότι είναι πια ένα εκφρασμένο-Είναι, δηλαδή το Είναι που έχει λόγο, που λέγει και λέγεται. Το νοείν, ως προκύπτει, συνυφαίνεται με το εόν, καθώς έχει το θεμέλιό του στο λέγειν και αναπτύσσεται στην ουσία του με βάση τούτο το λέγειν. Η σκέψη [:το νόημα στο αρχαίο κείμενο] είναι λοιπόν «ένα λεγόμενον του λέγειν» (ό.π., σ. 235). Το λέγειν όμως εδώ δεν έχει απλώς και μόνο το νόημα του κατονομάζειν, της ομιλητικής, ήτοι ηχητικής σήμανσης ενός σημαινόμενου, αλλά σημαίνει και κάτι βαθύτερο: προσ(ς)-άγει το παρόν ον σε παρ-ουσία και μέσω αυτής το κάνει να εμφανίζεται, να κείτεται μπροστά μας, να άγεται προς εμάς, δηλαδή στην προφάνεια. Το νοείν εν τέλει ιδιάζει στο Είναι ως το λεγόμενον, δηλαδή ως το αγόμενο στην προφάνεια. Ανήκει συνεπώς στην περι-συλ-λογή αυτού του Είναι: δηλαδή είναι εκείνο που επιτελεί την εν λόγω περισυλλογή, ανταποκρινόμενο στην κλήση που του απευθύνει αυτό τούτο το Ον. Απ’ αυτή την άποψη, το νοείν, η ανθρώπινη σκέψη ανήκει στο Είναι: η ίδια τώρα δεν είναι απλώς ένα επί πλέον παρόν ον μέσα στην παρουσία των όντων, αλλά εκείνη η εμπνευσμένη θεά της αλήθειας, που χορηγεί σ’ αυτά τα όντα το Φάος [=Φως], το ξέφωτο της παρουσίας, τη φωτεινότητα σε θνητούς και αθανάτους.
Η αίσθηση (εννοώ το «αίσθημα», ως το «αποτύπωμα» μέσα μας -δηλαδή στο ον μας, στην ουσία μας, στο είναι και νοείν μος- της «ύλης» του αντικειμένου που μας προκαλεί την «αίσθηση») είναι κάτι ανάμεσα στο υποκείμενο-φορέα/δέκτη της αίσθησης και στο αντικείμενο-πομπό της. Η αίσθηση είναι παθητική όσον αφορά την «εισβολή» του αντικειμένου (είναι το έδαφος που πέφτει ο σπόρος) αλλά ενεργητική όσον αφορά το πώς ο σπόρος φυτρώνει και αναπτύσσεται, δηλαδή φαίνεται/παρίσταται στην αίσθηση. Άρα η αίσθηση θέλει εμένα, ως πάσχοντα, και την παρουσία (παράσταση) αυτού που μου προκαλεί την αίσθηση. Δεν ξέρω αν έχει νόημα εδώ να σημειώσουμε πως κατά την αίσθηση, το αντικείμενο που την προκαλεί, παρίσταται δια της αίσθησης, δεν αναπαρίσταται. Υπ' αυτή την έννοια, καθαρή παράσταση της παρουσίας δεν μπορεί να υπάρξει, παρά μόνο κατ' αίσθηση ακόμα και αν το αντικείμενο της παρουσίας ταυτίζεται με το υποκείμενό της (είμαι, για μένα, δια των αισθήσεών μου). Αν δεν ίσχυε αυτό, τότε κάθε αίσθησή μας θα ήταν παραίσθηση/ψευδαίσθηση. Το πώς και πόσο δύναται να εντοπίσει το υποκείμενο της αίσθησης την παρουσία-παράσταση του αντικειμένου μέσα στην ίδια του την αίσθηση, είναι επίσης μια ενεργητική ιδιότητα του αισθάνεσθαι, αν και το ενέργημα εδώ διερευνά την παράσταση του αντικειμένου μέσα στην πάσχουσα από το αντικείμενο περιοχή της αίσθησης. Γι' αυτό η αίσθηση προέρχεται πάντα από τον άλλον αλλά προκύπτει από τη δική μας ικανότητα να βλέπουμε τον άλλον (την παρουσία του) μέσα σε ό,τι βλέπουμε. Τούτη δε η ικανότητα, εκτείνεται στο να μπορεί κανείς να δει την παράσταση του άλλου υπερβαίνοντας την όποια αναπαράστασή του. Για παράδειγμα, ο ρεαλισμός, στην αναπαραστατική ζωγραφική, δεν υπερβαίνεται από άλλους -ισμούς/ανατροπείς της αναπαράστασης, παρά μόνο στο εννοιολογικό πεδίο. Ο εξπρεσιονισμός, εννοιολογικώς και μόνο ανατρέπει τον ρεαλισμό. Υιοθετεί άλλη τακτική (μέθοδο) αναπαράστασης, διακηρύσσοντας πως τούτη η μέθοδος, είναι η οδός. Όλα τα κινήματα τέχνης διακηρύσσουν πως η μέθοδός τους είναι η οδός. Η δε σύγχρονη (ιδίως η εννοιολογική) τέχνη, βαυκαλίζεται πως η ίδια παρίσταται/παριστά, έναντι της παλιάς τέχνης που μόνο αναπαρίσταται/αναπαριστά. Στο πεδίο της αίσθησης, ωστόσο, η αναπαράσταση υπερβαίνεται μόνο δια της παράστασης αυτού που παρίσταται μέσα στην αναπαράστασή του, δίχως να διαχωρίζεται από αυτήν. Κάθε εικόνα αναπαριστά αυτό που παρίσταται εντός της και παριστά αυτό που αναπαρίσταται εντός της. Ωστόσο εμείς είμαστε οι ζωγράφοι κάθε εικόνας μας κι έγκειται σ' εμάς να δούμε τι δείχνει κάθε εικόνα μας. Τα μάτια βλέπουν αυτό που ο νους δεν μπορεί να δει.
Ο νους όμως, μπορεί εξαίσια να κατανοήσει κάτι, ακόμα και αν δεν μπορεί να το δει ο ίδιος αλλά τα μάτια. Οι μάντεις-προφήτες, αν και τυφλοί, έβλεπαν από τον πυθμένα του φρέατος της οράσεως. Από βαθύ πηγάδι, σε κάποιους ζωγραφικούς πίνακες, βγαίνει και η εμπνευσμένη θεά της αλήθειας.
Γιατί όμως ο νους και οι αισθήσεις αναζητούν με σκοπό να εντοπίσουν την παράσταση του άλλου, μέσα στις τόσες αναπαραστάσεις του; Και είναι μια και μόνη αναπαράσταση που φέρει μέσα της και την παράσταση (παρ-ουσία, εδώ περί την ουσία, και περί της ουσίας είναι το σχήμα της, άρα = η ουσία) ή μήπως όλες; Η αιτία είναι το «προς τον Άλλον», δηλαδή η αλήθεια είναι ο άλλος, ως ο σπόρος μου, αυτός που με γονιμοποιεί, που γονιμοποιεί (θέτει σε λειτουργία και τροφοδοτεί) τον νου και τις αισθήσεις μου καθιστώντας με είναι, ον, ρέον και νοείν.
Είναι, ον, ρέον και νοείν. Τρεις δισύλλαβες και μία διγράμματη λέξη. Το ένα ενώνει = έπεται του δύο. Πώς θα υπάρξει το ένα, αν δεν προηγείται αυτού το δύο; Ζευς άλλωστε είναι αυτός που φέρει σε ζεύξη το δύο, γενική του Διός.
Ακόμα και αν θέλω να αυτοκτονήσω, οφείλω να επιθυμώ κάποιον άλλον, πέραν του εαυτού μου, ακόμα και αν αυτός είναι η έννοια του μη-εαυτού. Η έννοια του μη εαυτού, δεν είναι ο εαυτός, αλλά κάτι άλλο. Πρέπει να επιθυμώ αυτόν τον άλλον, για να επιτύχω το μηδέν. Άρα και το μηδέν προκύπτει από το δύο.
Όπως κάθε αριθμός προκύπτει από την ένωση δύο άλλων, έτσι και ο αριθμός μηδέν προκύπτει από την ένωση δύο αριθμών, όταν ο ένας είναι ο αρνητικός του άλλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου