Κυριακή 3 Οκτωβρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Οἰδίπους Τύραννος (950-999)

950 ΟΙ. ὦ φίλτατον γυναικὸς Ἰοκάστης κάρα,
τί μ᾽ ἐξεπέμψω δεῦρο τῶνδε δωμάτων;
ΙΟ. ἄκουε τἀνδρὸς τοῦδε, καὶ σκόπει κλύων
τὰ σέμν᾽ ἵν᾽ ἥκει τοῦ θεοῦ μαντεύματα.
ΟΙ. οὗτος δὲ τίς ποτ᾽ ἐστὶ καὶ τί μοι λέγει;
955 ΙΟ. ἐκ τῆς Κορίνθου, πατέρα τὸν σὸν ἀγγελῶν
ὡς οὐκέτ᾽ ὄντα Πόλυβον, ἀλλ᾽ ὀλωλότα.
ΟΙ. τί φής, ξέν᾽; αὐτός μοι σὺ σημήνας γενοῦ.
ΑΓ. εἰ τοῦτο πρῶτον δεῖ μ᾽ ἀπαγγεῖλαι σαφῶς,
εὖ ἴσθ᾽ ἐκεῖνον θανάσιμον βεβηκότα.
960 ΟΙ. πότερα δόλοισιν, ἢ νόσου ξυναλλαγῇ;
ΑΓ. σμικρὰ παλαιὰ σώματ᾽ εὐνάζει ῥοπή.
ΟΙ. νόσοις ὁ τλήμων, ὡς ἔοικεν, ἔφθιτο.
ΑΓ. καὶ τῷ μακρῷ γε συμμετρούμενος χρόνῳ.
ΟΙ. φεῦ φεῦ, τί δῆτ᾽ ἄν, ὦ γύναι, σκοποῖτό τις
965 τὴν Πυθόμαντιν ἑστίαν, ἢ τοὺς ἄνω
κλάζοντας ὄρνεις, ὧν ὑφηγητῶν ἐγὼ
κτενεῖν ἔμελλον πατέρα τὸν ἐμόν; ὃ δὲ θανὼν
κεύθει κάτω δὴ γῆς· ἐγὼ δ᾽ ὅδ᾽ ἐνθάδε
ἄψαυστος ἔγχους, εἴ τι μὴ τὠμῷ πόθῳ
970 κατέφθιθ᾽· οὕτω δ᾽ ἂν θανὼν εἴη ᾽ξ ἐμοῦ.
τὰ δ᾽ οὖν προδόντα συλλαβὼν θεσπίσματα
κεῖται παρ᾽ Ἅιδῃ Πόλυβος ἄξι᾽ οὐδενός.
ΙΟ. οὔκουν ἐγώ σοι ταῦτα προύλεγον πάλαι;
ΟΙ. ηὔδας· ἐγὼ δὲ τῷ φόβῳ παρηγόμην.
975 ΙΟ. μή νυν ἔτ᾽ αὐτῶν μηδὲν ἐς θυμὸν βάλῃς.
ΟΙ. καὶ πῶς τὸ μητρὸς οὐκ ὀκνεῖν λέχος με δεῖ;
ΙΟ. τί δ᾽ ἂν φοβοῖτ᾽ ἄνθρωπος ᾧ τὰ τῆς τύχης
κρατεῖ, πρόνοια δ᾽ ἐστὶν οὐδενὸς σαφής;
εἰκῇ κράτιστον ζῆν, ὅπως δύναιτό τις.
980 σὺ δ᾽ ἐς τὰ μητρὸς μὴ φοβοῦ νυμφεύματα·
πολλοὶ γὰρ ἤδη κἀν ὀνείρασιν βροτῶν
μητρὶ ξυνηυνάσθησαν. ἀλλὰ ταῦθ᾽ ὅτῳ
παρ᾽ οὐδέν ἐστι, ῥᾷστα τὸν βίον φέρει.
ΟΙ. καλῶς ἅπαντα ταῦτ᾽ ἂν ἐξείρητό σοι,
985 εἰ μὴ ᾽κύρει ζῶσ᾽ ἡ τεκοῦσα· νῦν δ᾽ ἐπεὶ
ζῇ, πᾶσ᾽ ἀνάγκη, κεἰ καλῶς λέγεις, ὀκνεῖν.
ΙΟ. καὶ μὴν μέγας ‹γ᾽› ὀφθαλμὸς οἱ πατρὸς τάφοι.
ΟΙ. μέγας, ξυνίημ᾽· ἀλλὰ τῆς ζώσης φόβος.
ΑΓ. ποίας δὲ καὶ γυναικὸς ἐκφοβεῖσθ᾽ ὕπερ;
990 ΟΙ. Μερόπης, γεραιέ, Πόλυβος ἧς ᾤκει μέτα.
ΑΓ. τί δ᾽ ἔστ᾽ ἐκείνης ὑμὶν ἐς φόβον φέρον;
ΟΙ. θεήλατον μάντευμα δεινόν, ὦ ξένε.
ΑΓ. ἦ ῥητόν; ἢ οὐχὶ θεμιτὸν ἄλλον εἰδέναι;
ΟΙ. μάλιστά γ᾽· εἶπε γάρ με Λοξίας ποτὲ
995 χρῆναι μιγῆναι μητρὶ τἠμαυτοῦ, τό τε
πατρῷον αἷμα χερσὶ ταῖς ἐμαῖς ἑλεῖν.
ὧν οὕνεχ᾽ ἡ Κόρινθος ἐξ ἐμοῦ πάλαι
μακρὰν ἀπῳκεῖτ᾽· εὐτυχῶς μέν, ἀλλ᾽ ὅμως
τὰ τῶν τεκόντων ὄμμαθ᾽ ἥδιστον βλέπειν.

***
950 ΟΙΔ. Ιοκάστη, αγάπη μου, μάτια μου,
γιατί με φώναξες να βγω;
ΙΟΚ. Τί λέει αυτός ο άνθρωπος ν᾽ ακούσεις
και να σκεφτείς κατόπιν
πού καταντούν των θεών οι σεβαστοί χρησμοί.
ΟΙΔ. Ποιός είν᾽ αυτός; Τί νέα φέρνει;
ΙΟΚ. Από την Κόρινθο το μήνυμα μας φέρνει
πως ο πατέρας σου ο Πόλυβος
δεν είναι ζωντανός,
πως χάθηκε.
ΟΙΔ. Τί είπες;
Ξένε.
Θέλω να τ᾽ ακούσω να το λες εσύ.
ΑΓΓ. Αν πρέπει πρώτο να το πω
χωρίς περιστροφές,
μάθε λοιπόν πως πήγε του θανάτου.
960 ΟΙΔ. Αρρώστησε βαριά ή τον δολοφόνησαν;
ΑΓΓ. Με το παραμικρό τα γέρικα κορμιά
σωριάζονται στην κλίνη.
ΟΙΔ. Αρρώστησε
κι έσβησε λίγο-λίγο.
ΑΓΓ. Λογάριασε και τα πολλά τα χρόνια
που τον βάραιναν.
ΟΙΔ. Αλίμονο!
Τί να σκεφτεί κανείς;
Τη μαντική εστία της Πυθίας;
Τους οιωνούς, τα όρνεα
που περιίπτανται στους ουρανούς
και κράζουν;
Μας γεμίσαν παραμύθια
πως ήτανε γραφτό
να θανατώσω τον πατέρα μου.
Εκείνος πέθανε και βρήκε τάφο μες στη γη
κι εγώ χωρίς ν᾽ αγγίξω ξίφος
βρίσκομαι εδώ.
Εκτός αν υποθέσουμε
πως λαχταρούσε να με δει
κι από μαράζι πέθανε
με τον καημό μου.
970 Έτσι μονάχα μπορεί να τον σκότωσα!
Ο Πόλυβος στον Άδη κείτεται·
μαζί του θάφτηκαν κι οι κούφιες προφητείες.
ΙΟΚ. Δε στα ᾽λεγα, τόσον καιρό;
ΟΙΔ. Ναι, τα ᾽λεγες.
Όμως με τύφλωνε μεγάλος φόβος.
ΙΟΚ. Τώρα θα ξαλαφρώσεις την ψυχή σου.
ΟΙΔ. Δεν πρέπει να φοβάμαι πια
μήπως με τη μητέρα μου σμίξω;
ΙΟΚ. Ο άνθρωπος δεν πρέπει να φοβάται.
Η τύχη κυβερνά παντού.
Και ποιός θα ριψοκινδυνεύσει
το μέλλον να προβλέψει με σαφήνεια;
Όποιος μπορεί, διακυβεύει
και τη ζωή του χαίρεται.
980 Μην τρέμεις μήπως σμίξεις
με τη μάνα σου.
Πολλά παιδιά στον ύπνο τους
μέσα στ᾽ όνειρο
κοιμήθηκαν τη μάνα τους.
Μα ποιός σκοτίζεται γι᾽ αυτά τα πράγματα,
όταν ανέφελη ζωή περνά;
ΟΙΔ. Με μία όμως προϋπόθεση
πως ζωντανή η μάνα μου δεν θα ᾽ταν.
Μα τώρα ζει
κι όσο κι αν έχεις δίκιο, ανάγκη πάντα να φυλάγομαι.
ΙΟΚ. Ο τάφος του πατέρα σου τεκμήριο δεν είναι;
ΟΙΔ. Μεγάλο· όμως φοβάμαι τη ζωντανή.
ΑΓΓ. Για ποιά γυναίκα τρέμεις τόσο;
990 ΟΙΔ. Για τη Μερόπη, γέροντα.
Ο Πόλυβος μαζί της ζούσε.
ΑΓΓ. Αυτή κι ο φόβος σου πώς δένουν;
ΟΙΔ. Με δένει μια δεινή
θεόσταλτη μαντεία, ξένε.
ΑΓΓ. Λέγεται; Ή μήπως είναι απόρρητη;
ΟΙΔ. Λέγεται. Χρησμός του Λοξία
μου μήνυσε κάποτε
πως είναι πεπρωμένο
με τη μητέρα μου να κοιμηθώ
και με τα χέρια μου
το αίμα του πατέρα μου να χύσω.
Γι᾽ αυτό έφυγα από την Κόρινθο.
Ευτύχησα σ᾽ αυτό τον τόπο.
Μα νιώθεις πάντα τρυφερότητα,
όταν τα μάτια των γονιών σου βλέπεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου