Εθισμός
Κύριο χαρακτηριστικό της αποτελεί η φαινομενική απώλεια ελέγχου αυτονομίας στη συμπεριφορά του ατόμου. Σε αρκετές περιπτώσεις άτομα εθισμένα σε χρήση ουσιών, αντιλαμβανόμενα τις σοβαρές επιπτώσεις σε κοινωνικό, ψυχολογικό και σωματικό επίπεδο έχουν την επιθυμία να απεξαρτηθούν αλλά οι προσπάθειες τους αποβαίνουν άκαρπες.
Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκού Κέντρου Παρακολούθησης Ναρκωτικών και Τοξικομανίας (EMCDDΑ) εκτιμάται ότι το τελευταίο χρόνο 17,4 εκατομμύρια νεαροί ενήλικες (ηλικίας 15-34 ετών) έκαναν χρήση ουσιών.
Ο αριθμός των ανδρών (21,6%) είναι σχεδόν διπλάσιος εκείνου των γυναικών (12,1%). Η κατάχρηση ουσιών χαρακτηρίζεται ως ένα περίπλοκο, πολυεπίπεδο και πολυπαραγοντικό φαινόμενο καθώς εμπλέκονται ψυχοκοινωνικοί, γενετικοί και νευροβιολογικοί παράγοντες.
Οι Volkow, Michaelides και Baler (2019) αναφέρουν ότι έρευνες με εφαρμογή νευροεπιστημονικών τεχνολογιών στον άνθρωπο αλλά και σε ζώα έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει η μελέτη και κατανόηση των νευροβιολογικών βάσεων του εθισμού.
Νευροβιολογική ματιά στην εξάρτηση
Νευροβιολογικά μοντέλα υποδεικνύουν ότι η εξάρτηση είναι αποτέλεσμα αλλαγών στη λειτουργία νευρικών κυκλωμάτων. Πιο συγκεκριμένα, μελέτες σε άτομα εξαρτημένα από ουσίες έχουν δείξει απορρυθμισμένη έκκριση ντοπαμίνης στις περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με το αίσθημα ανταμοιβής και τη λήψη αποφάσεων, τον επικλινή πυρήνα και προμετωπιαίο φλοιό, αντίστοιχα (Volkow, et al., 2019).
Η ντοπαμίνη αποτελεί έναν από τους βασικότερους νευροδιαβιβαστές στον ανθρώπινο εγκέφαλο και δρα σαν μια ουσία που χρησιμοποιείται από τα νευρικά κύτταρα για να επικοινωνούν μεταξύ τους. Η ντοπαμίνη παράγεται στους ντοπαμινεργικούς νευρώνες οι οποίοι ξεκινούν κυρίως από περιοχές του μέσου εγκέφαλου και των βασικών γαγγλίων και φτάνουν έως το προμετωπιαίο φλοιό (Wise, 2008).
Οι ντοπαμινεργικοί νευρώνες εμπλέκονται σε πολλές σημαντικές λειτουργίες του ατόμου. Κάποιες από αυτές είναι η προσοχή, η μνήμη εργασίας, η συμπεριφορά, η κίνηση, τα κίνητρα, ο ύπνος, τα όνειρα, η διάθεση, και φυσικά η ανταμοιβή.
Η απορρύθμιση που προκαλείται από τη χρήση ουσιών οδηγεί σε αυξημένη δραστικότητα των ντοπαμιενεργών νευρώνων στον επικλινή πυρήνα, ο οποίος αποτελεί μια μικρή εγκεφαλική δομή και είναι τμήμα των βασικών γαγγλίων του εγκεφάλου. Ο επικλινής πυρήνας βρίσκεται στα «κέντρα επιβράβευσης» του εγκεφάλου και παίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη εθιστικών συμπεριφορών.
Η ντοπαμίνη εκλύεται στις περιοχές του εγκεφάλου όταν μια εμπειρία ανταμοιβής μία απρόσμενη ευφορία. Η έκλυση αυτή έχει ως αποτέλεσμα να βοηθήσει το άτομο να διατηρήσει στη μνήμη του τα σημάδια που αναγγέλλουν την ανταμοιβή αυτή. Με τη χρήση ουσιών το σύστημα ντοπαμίνης υπερδιεγείρεται και έτσι η επιθυμία επανάληψης της συγκεκριμένης εμπειρίας κυριαρχεί (Vοlkow, Fowler, Wang, Telang & Baler, 2010)
Εκτός από τον επικλινή πυρήνα, οι εξαρτησιογόνες ουσίες προκαλούν και παρόμοιες αλλοιώσεις, που εκφράζονται όμως ως μειωμένη νευρωνική δραστηριότητα στον προμετωπιαίο φλοιό και στο πρόσθιο τμήμα της έλικας του προσαγωγίου.
Εκτελεστικές λειτουργίες εγκεφάλου και εξαρτησιογόνες ουσίες
Οι περιοχές αυτές είναι υπεύθυνες για τις αποκαλούμενες «εκτελεστικές λειτουργίες».
Στις εκτελεστικές λειτουργίες συμπεριλαμβάνονται μεταξύ άλλων ο αυτοέλεγχος (αντίσταση σε παρορμήσεις και πειρασμούς), η επιλεκτική προσοχή και γνωσιακή αναστολή, η μνήμη εργασίας, καθώς και η γνωσιακή ευελιξία (συμπεριλαμβανομένης της αντίληψης ερεθισμάτων και γεγονότων από διαφορετικές σκοπιές καθώς και της ταχείας προσαρμογής σε αλλαγές) (Diamond, 2013).
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο προμετωπιαίος φλοιός είναι εκείνος που βάζει «φρένο» στις παρορμητικές συμπεριφορές του ατόμου. Οι εκτελεστικές λειτουργίες βοηθούν γενικά στην λήψη αποφάσεων που απαιτούν υπολογισμό των βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων συνεπειών της συμπεριφοράς (Goldstein, R. Z., & Volkow, 2011).
Σύμφωνα με τα παραπάνω, η συνεχής χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών οφείλεται τόσο σε μια αυξημένη ευαισθησία του συστήματος της ευχαρίστησης (επικλινής πυρήνας) όσο και σε μια ελαττωμένη δραστηριότητα του συστήματος ελέγχου (προμετωπιαίος φλοιός), καταστάσεις που τελικά εκφράζονται ως διαταραχή της ισορροπίας ανάμεσα στο σύστημα ανταμοιβής.
Η σύγχρονη έρευνα με τη χρήση νευροαπεικονιστικών τεχνικών του εγκεφάλου, όπως αυτή της τομογραφίας εκπομπής ποζιτρονίων [ΡΕΤ] και της λειτουργικής μαγνητικής τομογραφίας [fMRI], σε εξαρτημένα άτομα αποδεικνύει ότι οι διαταραχές της νευρομεταβίβασης της ντοπαμίνης στον επικλινή πυρήνα και η μειωμένη δραστηριότητα του προμετωπιαίου φλοιού όχι μόνο συνυπάρχουν αλλά έχουν και μία σχέση αιτίου αποτελέσματος (Vοlkow et al., 2010).
Στους χρήστες ουσιών παρατηρήθηκαν λιγότεροι υποδοχείς ντοπαμίνης στον επικλινή πυρήνα γεγονός που οδηγεί σε υπερευαισθησία στην ντοπαμίνη, καθώς και σε μειωμένη δραστηριότητα του προμετωπιαίου φλοιού, η οποία με τη σειρά της οδηγεί σε απώλεια του ανασταλτικού ελέγχου (Βolloni, Badas, Corona, & Diana, 2018).
Συμπερασματικά, οι παθολογικές αυτές αλλοιώσεις στον εγκέφαλο που σχετίζονται με τη μακροχρόνια χρήση των εξαρτησιογόνων ουσιών έχουν εδραιώσει την άποψη ότι η εξάρτηση αποτελεί μια ασθένεια του εγκεφάλου, όπως ακριβώς αποτελούν οι υπόλοιπες ασθένειες που δημιουργούν αλλοιώσεις σε άλλα όργανα τους ανθρώπινου σώματος (Leshner, 1997).
Όμως, το γεγονός ότι οι ανωτέρω εγκεφαλικές δυσλειτουργίες σε επικλινή πυρήνα και προμετωπιαίο φλοιό, έχουν παρατηρηθεί σε άτομα ήδη εξαρτημένα, μας οδηγεί στο εύλογο ερώτημα αν οι σχετικές βλάβες οφείλονται στη δράση των ουσιών ή προϋπάρχουν της εξάρτησης και αποτελούν παράγοντες ευπάθειας (Παπάντος & Καφετζόπουλος, 2019).
Αυτοέλεγχος και εξαρτήσεις
Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι η συνεχής και επαναλαμβανόμενη χρήση ναρκωτικών ουσιών προκαλεί ελλείμματα στον ανασταλτικό έλεγχο. Αποτελέσματα όμως από μελέτες σε οικογένειες δείχνουν ότι ο μειωμένος ανασταλτικός έλεγχος μπορεί να προϋπάρχει και να αποτελεί γενετικό παράγοντα κινδύνου του εθισμού.
Πιο συγκεκριμένα, παιδιά που είναι λιγότερο ικανά να ρυθμίσουν τη συμπεριφορά τους φαίνεται να διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν μια διαταραχή χρήσης ουσιών αργότερα στη ζωή τους.
Αγόρια τριών ετών που χαρακτηρίστηκαν ως μη-ελεγχόμενα, ευερέθιστα και παρορμητικά είχαν περισσότερες πιθανότητες να διαγνωστούν με εξάρτηση από το αλκοόλ στην ηλικία των 21 ετών από τα «καλά προσαρμοσμένα» παιδιά (Caspi, Moffitt, Newman & Silva, 1996).
Επίσης, η αδυναμία αυτοελέγχου αγοριών στην ηλικία 10-12 ετών αποδεικνύεται ότι μπορεί να προβλέψει διαταραχές χρήσης ουσιών στην ηλικία των 19 ετών (Tarter et al., 2003). Τέλος, οι Ersche et al. (2012) σε πρόσφατη μελέτη τους χρησιμοποίησαν τεχνικές απεικονίσεις εγκεφάλου σε 50 ζεύγη διδύμων που σε κάθε ζεύγος ο ένας ήταν χρήστης κοκαΐνης ενώ ο άλλος δεν είχε ιστορικό χρήσης.
Τα αποτελέσματά υπέδειξαν εγκεφαλικές ανωμαλίες που σχετίζονται με τον αυτοέλεγχο και στους δύο διδύμους σε σχέση με ένα φυσιολογικό πληθυσμό ελέγχου, γεγονός που υποστηρίζει την ύπαρξη γενετικών παραγόντων. Πιο συγκεκριμένα, οι ανωμαλίες αυτές καθιστούσαν λιγότερο αποτελεσματική την επικοινωνία ανάμεσα στις συναισθηματικές περιοχές και στις περιοχές του ανασταλτικού ελέγχου του εγκεφάλου.
Συνοψίζοντας, λοιπόν, όλα τα παραπάνω δεδομένα που αφορούν τους νευροβιολογικούς μηχανισμούς της εξάρτησης, είναι αναγκαίο να αναφερθεί ότι η μακροχρόνια χρήση των εξαρτησιογόνων ουσιών προκαλεί σημαντικές αλλοιώσεις σε περιοχές του εγκεφάλου, που συνδέονται με το σύστημα ανταμοιβής και τον αυτοέλεγχο (Ersche et al, 2020).
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η συμπεριφορά να κλίνει υπέρ της ευχαρίστησης/ανταμοιβής και κατά του ανασταλτικού ελέγχου της παρόρμησης για χρήση της ουσίας.
Έτσι, το άτομο συνεχίζει να λαμβάνει την ουσία παρά τις αρνητικές συνέπειες που γνωρίζει, βιώνει ή φαντάζεται (Παπάντος & Καφετζόπουλος, 2019).
Τέλος, υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι η μείωση της δραστηριότητας του προμετωπιαίου φλοιού μπορεί να προϋπάρχει της εξάρτησης και σε συνδυασμό με ψυχοκοινωνικούς παράγοντες μπορεί να αποτελεί παράγοντες πρόβλεψης εθιστικών συμπεριφορών.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου