Η μοίρα των ανθρώπων είναι φτιαγμένη από ευτυχισμένες στιγμές, όλων η ζωή τις έχει, αλλά όχι από ευτυχισμένες εποχές
Η ευτυχία είναι εύθραυστη και φευγαλέα, επειδή μπορεί να τη ζήσει κανείς μόνο σε ορισμένες στιγμές.
Αν μπορούσαμε να την απολαμβάνουμε αδιάκοπα, θα έχανε όλη την αξία της, αφού μπορούμε να την αντιληφθούμε μονάχα ως αντίθεση.
Έπειτα από μια εβδομάδα με συννεφιά, η ηλιόλουστη μέρα μας φαίνεται σαν θαύμα της Δημιουργίας.
Κατά τον ίδιο τρόπο, αισθανόμαστε τη χαρά πιο λαμπερή όταν βγαίνουμε από το πηγάδι της θλίψης.
Tα δυο συναισθήματα αλληλοσυμπληρώνονται και χρειάζονται το ένα το άλλο, γιατί ούτε η μελαγχολία είναι αιώνια ούτε θα μπορούσαμε να υποφέρουμε εκατό χρόνια ευτυχία.
Ένας από τους παράγοντες του στρες της σύγχρονης κοινωνίας είναι ακριβώς αυτό: το να πιστεύουμε ότι έχουμε την υποχρέωση να είμαστε ευτυχισμένοι πάντα και παντού.
Η άρνηση της θλίψης προκαλεί τη διάδοση της κατανάλωσης αντικαταθλιπτικών και των θεραπειών, όπως και τη σπατάλη σε πράγματα που δε χρειαζόμαστε. μοιάζει σαν να πρέπει να νιώθουμε ντροπή αν δεν έχουμε ένα μόνιμο χαμόγελο χαραγμένο στο πρόσωπό μας.
Aντίθετα προς αυτή την ψευδή και παιδαριώδη οπτική γωνία, ο Νίτσε μας υπενθυμίζει πως η ευτυχία δίνεται μόνο σε αναλαμπές, κι όταν εμείς προσπαθούμε να τη διαιωνίσουμε καταστρέφουμε ακόμα και τις στιγμές αυτές, που μας βοηθούν να προχωράμε στον μακρύ και βασανιστικό δρόμο της ζωής.
Το γεγονός ότι νιώθουμε τόσο ευχάριστα στη φύση οφείλεται στο ότι αυτή δεν έχει γνώμη για μας
Οι άνθρωποι του 21ου αιώνα είμαστε ξεκομμένοι από τη φύση κι αυτό συχνά μας κάνει να αισθανόμαστε σαν εξωγήινοι στον ίδιο μας τον πλανήτη.
Aκόμα κι αν πιστεύουμε ότι η παιδεία και ο πολιτισμός έχουν αναπληρώσει το πιο ζωώδες και ενστικτώδες μέρος του εαυτού μας, εξακολουθούμε να χρειαζόμαστε την επαφή με το φυσικό μας περιβάλλον.
Για να σβήσουμε εικόνες άγχους που οφείλονται στην υπερβολική εργασία και σε αρκετά παρατεταμένη παραμονή στη ζούγκλα της πόλης, μια απόδραση δύο τριών ημερών κοντά στη φύση μπορεί να είναι περισσότερο αποτελεσματική από το να στουμπωθούμε με φάρμακα.
Με την ευωδιά της εξοχής, τον καθαρό αέρα, την ησυχία τη διακοπτόμενη μόνο από μικρά πλασματάκια που βουίζουν και τιτιβίζουν τριγύρω μας, ξαναβρίσκουμε τη δική μας φύση, την εγκαταλειμμένη πολύ μακριά.
Κι όπως τονίζει ο Νίτσε, στην πόλη οφείλουμε να υποδυόμαστε κάποιο ρόλο, επειδή μας ενδιαφέρει πολύ το τι σκέφτονται οι άλλοι για μας. αντίθετα, όταν επιστρέφουμε στη φύση, μπορούμε να επιτρέπουμε στον εαυτό μας την πολυτέλεια να είμαστε εμείς οι ίδιοι.
Δε χρειάζεται να ντυνόμαστε, να μιλάμε ή να ενεργούμε με έναν ιδιαίτερο τρόπο. αρκεί το να αφηνόμαστε να μας οδηγεί εκείνη στον πυρήνα του εαυτού μας, όπου μας περιμένει μια πηγή ηρεμίας.
Οφείλει κανείς να πληρώσει για την αθανασία, κι οφείλει να πεθάνει πολλές φορές ενώ συνεχίζει να ζει.
Ο Νίτσε μας υπενθυμίζει ότι δεν υπάρχει ένας μόνο θάνατος κατά τη διάρκεια της ύπαρξης ενός ανθρώπου.
Κατά τη διάρκεια της ζωής, ολοκληρώνουμε φάσεις και είναι χρήσιμο να πεθαίνουμε –συμβολικά– για να μπορούμε να γεννιόμαστε στο επόμενο στάδιο.
Αυτά τα άλματα από τη μια ζωή στην επόμενη, οι φυλές που είναι πιο προσκολλημένες στη γη τα αποκαλούν «διαβατήριες τελετές», μια στιγμή μετάβασης που ο πολιτισμός μας σήμερα πάει να τη χάσει.
O ανθρωπολόγος Ζουζέπ Mαρία Φερίκγκλα σχολιάζει επ’ αυτού:
«Η πρώτη κοινωνία, πέρα από θρησκευτικό ζήτημα, ήταν παραδοσιακά μια μυητική τελετουργία: μια συμβολική πύλη που οδηγούσε από την παιδική ηλικία στην εφηβεία. με την πρώτη κοινωνία των αγοριών, τους αγόραζαν τα πρώτα τους μακριά παντελόνια, κι αυτό τα μεταμόρφωνε πλέον σε μικρούς άντρες. συνέπιπτε δε με τις πρώτες άδειες να βγαίνουν έξω μόνα τους, παρόλο που ήταν μονάχα για να αγοράσουν ψωμί. για τον ίδιο λόγο, ο νονός συνήθιζε να τους ανοίγει έναν τραπεζικό λογαριασμό.
Επίσης, κατά την πρώτη κοινωνία, χάριζαν στα παιδιά το πρώτο τους ρολόι, πράγμα που σήμαινε ενήλικο έλεγχο του χρόνου».
Μια καλή άσκηση για να συνειδητοποιήσουμε τις ζωές που υπάρχουν μέσα σε αυτήν τη ζωή είναι να καταγράψουμε σε ένα χαρτί τις διάφορες φάσεις που ολοκληρώσαμε και αν υπήρξε κάποια διαβατήρια τελετή από τη μια φάση στην άλλη.
Κι έπειτα μπορούμε να κάνουμε στον εαυτό μας τη μεγάλη ερώτηση: Ποια είναι η επόμενη ζωή στην οποία θέλω να γεννηθώ;
Συνδέουμε τη δυστυχία με τόση ευγένεια (σαν να ήταν το να νιώθουμε ευτυχισμένοι σημάδι χυδαιότητας, έλλειψης φιλοδοξίας) που, αν πούμε σε κάποιον «Μα τι ευτυχισμένος που είστε!», κατά γενικό κανόνα θα διαμαρτυρηθεί
Δεν είναι κοινοτοπία αν πούμε ότι οι φαινομενικά πιο πρωτόγονοι λαοί εμφανίζουν έναν ζωτικό ρυθμό πιο υψηλό απ’ ό,τι η δυτική κοινωνία του σήμερα.
Πολλοί αναρωτιούνται γιατί αυτοί που δεν έχουν τίποτα, ή σχεδόν τίποτα, μπορούν να είναι σε καλύτερη ψυχική διάθεση από εκείνους που συγκεντρώνουν κοπιαστικά περιουσίες κάθε είδους.
Μήπως η διαμαρτυρία, όπως επισημαίνει ο Νίτσε, είναι διακριτικό του πολιτισμού μας;
Στις τυπικές συζητήσεις σε εργασιακά κέντρα, στα καφενεία και στις τραπεζαρίες, τα παράπονα δεν τελειώνουν: Βλέπουμε τη δυστυχία στην άνοδο των επιτοκίων, στο κόστος της ζωής, στον θόρυβο και στη ρύπανση που μαστίζει τις πόλεις. μπορεί να μην κάνουμε τίποτα για να τα διορθώσουμε όλα αυτά, αλλά μας αρέσει να ασκούμαστε στο άθλημα του παραπόνου.
Κι αυτό καταλήγει να μεταφράζεται σε άγχος και στρες.
Μια ενδιαφέρουσα επισήμανση: το στρες δεν το δημιουργούν οι εξωτερικές περιστάσεις που βιώνουμε αλλά η ερμηνεία που δίνουμε στις περιστάσεις αυτές.
Ίσως το μυστικό της ευτυχίας να είναι αυτό: Να πάψουμε να ανησυχούμε από παράγοντες και στατιστικές που δεν εξαρτώνται από μας και να το ρίχνουμε πιο πολύ στην πλάκα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου