Στους Παράκαιρους στοχασμούς ο Νίτσε τοποθετήθηκε σαφώς σε μια μεγάλη γερμανική παράδοση, που συνδυάζει την ιδέα της πνευματικής ελευθερίας με την παραδοχή, εκ μέρους του σοφού ή του στοχαστή, της εν ισχύει πολιτικής τάξης. Η μείζων ιδέα ήταν τότε εκείνη της διάκρισης των τάξεων [dinstinction des ordres], για την οποία ο Λούθηρος είχε δώσει μια θρησκευτική έκφραση, πριν την ξαναπιάσει η νεοτερική γερμανική σκέψη μέσα στο λαϊκό πλαίσιο που προέκυψε από την εμπειρία της "πεφωτισμένης δεσποτείας"· από τη μια μεριά, το "πνεύμα" και η "κουλτούρα" οφείλουν να διατηρήσουν την αυτονομία τους έναντι του κράτους (εξ ου και η απόρριψη του εθνικισμού), αλλά, από την άλλη, τα ελεύθερα πνεύματα οφείλουν να δεχτούν πρόθυμα ότι το κράτος είναι κυρίαρχο, έστω και για να εγγυάται την ηρεμία τους προστατεύοντάς τους από τις αναταραχές της πολιτικής.
Από το Ανθρώπινο, υπερβολικά ανθρώπινο και μετά, ο Νίτσε δέχεται, αντίθετα, ότι το "ελεύθερο πνεύμα" οφείλει να έχει ένα μίνιμουμ "ενεργού" ενδιαφέροντος για την πολιτική, επειδή η ακαταμάχητη κίνηση της νεοτερικής δημοκρατίας έχει αλλάξει εκ βάθρων την κατάσταση του στοχαστή· έτσι κάνει την εμφάνισή του στη σκέψη του Νίτσε το πρόβλημα της "μεγάλης πολιτικής", χαράζοντας από την αρχή τα όριά της: ο τελικός σκοπός παραμένει πάντα η διαφύλαξη της ελεύθερης σκέψης, χωρίς να αποκλείεται η παραδοχή αυστηρών καταναγκασμών, όταν αυτοί είναι απαραίτητοι για τη διαμόρφωση μεγάλων ατόμων.
Η διάκριση δύο ανταγωνιστικών ρευμάτων εντός του Διαφωτισμού έχει λοιπόν άμεσα πολιτικό νόημα: επιτρέπει την ανάκτηση του "νεοτερικού" ιδεώδους της αυτονομίας διαχωρίζοντάς το ριζικά από την ιδέα μιας θεμελιώδους ισότητας μεταξύ των ανθρώπων. Ο "ατομικισμός" του Νίτσε θα είναι λοιπόν ανοιχτά αριστοκρατικός ή "ελιτίστικος" (θεμελιωμένος στην αντίθεση ανάμεσα στο μεγάλο άτομο και τη μάζα), πράγμα που προϋποθέτει ότι πρέπει να σκεφτούμε την αυτονομία του υποκειμένου με βάση το πολιτικό μοντέλο της διακυβέρνησης των ανθρώπων: εκείνος που κυβερνά τον εαυτό του πρέπει να είναι ικανός να κυβερνήσει τους άλλους και, αντιστρόφως, μόνον εκείνος που είναι ικανός για κυριαρχία είναι αληθινά άξιος να είναι ελεύθερος.
Στον Πρόλογο του του 1886 στον πρώτο τόμο του έργου Ανθρώπινο, υπερβολικά ανθρώπινο ο Νίτσε περιγράφει καταπληκτικά τη διανοητική διαδρομή που τον οδήγησε να καταλάβει ότι το "πρόβλημα της ιεραρχίας" είναι εκείνο των "ελεύθερων πνευμάτων" (ό. π. § 7)· καθώς το πνεύμα γίνεται κύριος του εαυτού του, κύριος των ίδιων των αρετών του, καταλαβαίνει ότι η απελευθέρωσή του είναι αδιαχώριστη από την εδραίωση μιας ιεραρχίας: "Η δύναμη και η ορθότητα και η έκταση της προοπτικής αυξάνονται μαζί όσο ανεβαίνει κανείς" (αυτόθι, § 6). Αν όμως η ιεραρχία είναι πρόβλημα, δεν είναι από μόνη της λύση \ ο πολιτισμός απαιτεί ασφαλώς μια ελίτ προικισμένη συγχρόνως με την "τέχνη να ξέρει να διοικεί" και με την "τέχνη να υπακούει περήφανα" (Ανθρώπινο, υπερβολικά ανθρώπινο I, § 440), αλλά η ίδια η υπόταξη υπονομεύεται από τη νεοτερικότητα (αυτόθι, § 441), η οποία ορίζεται από την καθολικοποίηση του κριτικού λογικού (αυτόθι, § 438).
Αυτό που χαρακτηρίζει την πολιτική κατάσταση του νεωτερικού κόσμου είναι λοιπόν μια συστατική αβεβαιότητα ή απροσδιοριστία. Αυτή μεταφράζεται πρώτα από την αντίστιξη ανάμεσα σε "δύο συλλήψεις της διακυβέρνησης", την οποία ο Νίτσε περιγράφει με όρους πολύ κοντινούς με την αντίθεση μεταξύ ρομαντισμού και Διαφωτισμού: η παλιά σύλληψη, που θεωρεί ότι οι πολιτικές μορφές παράγονται από τη σχέση μεταξύ των δυνάμεων (ο Μπίσμαρκ θέλει να πετύχει ένα συμβιβασμό ανάμεσα στην "κυβέρνηση" και τον "λαό") έχει υπέρ της την ιστορία· η καινούργια, που ανάγει τη διακυβέρνηση στη βαθμίδα του "οργάνου του λαού", είναι ένα "καθαρό δημιούργημα του μυαλού". Η παρακμή όμως της παράδοσης κατέστρεψε το "λαϊκό" θεμέλιο του "ιστορικού δικαίου" και αυτό θα πρέπει να μεταφραστεί στην εγκαθίδρυση ενός αυθαίρετου δικαίου, το οποίο η αναγκαιότητά του το καθιστά πιο ορθολογικό από όσο θα ήταν ένα δίκαιο που θα προέκυπτε από τον αναστοχασμό (αυτόθι, § 459, βλ. Πέρα από το καλό και το κακό, § 242). Η πρόοδος της δημοκρατίας, που εκφράζει τον εξορθολογισμό των κοινωνικών σχέσεων, ζητά λοιπόν ως φυσικό αντιστάθμισμα την εγκαθίδρυση μιας "μεγάλης πολιτικής", η οποία δεν μπορεί να μην ανακαλύψει ξανά την αναγκαιότητα του πολέμου, της βίας και της ανισότητας· η ίδια η "μεγάλη πολιτική" έχει όμως τα "μειονεκτήματά" της που οδηγούν σε μια αληθινή απορία: η πολιτική ισχύος τείνει να υποτάξει όλες τις παρούσες δυνάμεις μέσα στην κοινωνία, και συνεπώς μπορεί να γίνει μείζον εμπόδιο στην επιτέλεση των πιο ευγενών έργων του πνεύματος (αυτόθι, § 481).
Στα έργα της ωριμότητας του Νίτσε, η σπουδαιότητα των θέσεων αυτών, που ανακαλύφθηκαν κατά τη "θετικιστική" περίοδο των έργων Ανθρώπινο, υπερβολικά ανθρώπινο και Χαραυγή, είναι ακόμη πιο ορατή, διότι εκφράζονται με μια μορφή ολοένα πιο προκλητική και συνοδεύονται από σαρκασμούς εναντίον όλων των ρευμάτων της νεοτερικής δημοκρατίας· ο Νίτσε προτείνει ως ήρωες κατακτητές ή και τύραννους (τον Καίσαρα Βοργία, τον Ναπολέοντα) (Πέρα από το καλό και το κακό, § 197 και 199), πλέκει το εγκώμιο του "εξαίσιου ξανθού κτήνους" (Γενεαλογία της ηθικής, I, 11), εξυμνεί τη σκληρότητα ενάντια στον ανθρωπισμό του ποινικού δικαίου (αυτόθι, II- πρβλ. Πέρα από το καλό και το κακό, § 229), βλέπει στη χειραφέτηση των γυναικών ένα από τα πιο σίγουρα σημάδια του "ασχημίσματος της Ευρώπης" (αυτόθι, § 232-239).
Ωστόσο, μένει να μάθουμε ποια είναι η ακριβής εμβέλεια των θέσεων αυτών, σε ένα συγγραφέα στον οποίο ξέρουμε ότι δεν βρίσκουμε διαβεβαίωση που να μη συνοδεύεται και από το αντίθετό της (Κ. Jaspers, 1986, σ. 18). Σε μια επιστολή στον Πέτερ Γκαστ, ο Νίτσε λέει ο ίδιος ότι το Πέρα από το καλό και το κακό (1886), όπου οι πολεμικές του είναι πανταχού παρούσες, είναι "ένα τρομακτικό βιβλίο"· στο τέλος του έργου, θυμίζει τη συνετή κρίση του "ερημίτη", που αμφιβάλλει αν ένας φιλόσοφος έχει εκφράσει "τις αληθινές και οριστικές γνώμες του" –ή ακόμη αν μπορεί να έχει τέτοιες γνώμες: "Μήπως δεν γράφουμε βιβλία για να κρύψουμε αυτό που έχουμε μέσα μας;" (αυτόθι, § 289). Σ' αυτό όμως ακριβώς είναι ο Νίτσε πολιτικός φιλόσοφος και όχι συγγραφέας: για να καταλάβουμε αυτό που έχει να μας πει, πρέπει να μάθουμε να ερμηνεύουμε τη σκέψη του, κι αυτό συνεπάγεται ότι λαμβάνουμε υπόψη μας την "τέχνη του να γράφει", που είναι αδιαχώριστη από τον τρόπο που έχει να σκέφτεται τη θέση του φιλοσόφου μέσα στην πολιτική τάξη.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου