Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2020

ΠΛΑΤΩΝ: Πολιτεία: (600a-601c)

[600a] Ἀλλὰ δή τις πόλεμος ἐπὶ Ὁμήρου ὑπ᾽ ἐκείνου ἄρχοντος ἢ συμβουλεύοντος εὖ πολεμηθεὶς μνημονεύεται;
Οὐδείς.
Ἀλλ᾽ οἷα δὴ εἰς τὰ ἔργα σοφοῦ ἀνδρὸς πολλαὶ ἐπίνοιαι καὶ εὐμήχανοι εἰς τέχνας ἤ τινας ἄλλας πράξεις λέγονται, ὥσπερ αὖ Θάλεώ τε πέρι τοῦ Μιλησίου καὶ Ἀναχάρσιος τοῦ Σκύθου;
Οὐδαμῶς τοιοῦτον οὐδέν.
Ἀλλὰ δὴ εἰ μὴ δημοσίᾳ, ἰδίᾳ τισὶν ἡγεμὼν παιδείας αὐτὸς ζῶν λέγεται Ὅμηρος γενέσθαι, οἳ ἐκεῖνον ἠγάπων ἐπὶ [600b] συνουσίᾳ καὶ τοῖς ὑστέροις ὁδόν τινα παρέδοσαν βίου Ὁμηρικήν, ὥσπερ Πυθαγόρας αὐτός τε διαφερόντως ἐπὶ τούτῳ ἠγαπήθη, καὶ οἱ ὕστεροι ἔτι καὶ νῦν Πυθαγόρειον τρόπον ἐπονομάζοντες τοῦ βίου διαφανεῖς πῃ δοκοῦσιν εἶναι ἐν τοῖς ἄλλοις;
Οὐδ᾽ αὖ, ἔφη, τοιοῦτον οὐδὲν λέγεται. ὁ γὰρ Κρεώφυλος, ὦ Σώκρατες, ἴσως, ὁ τοῦ Ὁμήρου ἑταῖρος, τοῦ ὀνόματος ἂν γελοιότερος ἔτι πρὸς παιδείαν φανείη, εἰ τὰ λεγόμενα περὶ Ὁμήρου ἀληθῆ. λέγεται γὰρ ὡς πολλή τις ἀμέλεια περὶ [600c] αὐτὸν ἦν ἐπ᾽ αὐτοῦ ἐκείνου, ὅτε ἔζη.
Λέγεται γὰρ οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ. ἀλλ᾽ οἴει, ὦ Γλαύκων, εἰ τῷ ὄντι οἷός τ᾽ ἦν παιδεύειν ἀνθρώπους καὶ βελτίους ἀπεργάζεσθαι Ὅμηρος, ἅτε περὶ τούτων οὐ μιμεῖσθαι ἀλλὰ γιγνώσκειν δυνάμενος, οὐκ ἄρ᾽ ἂν πολλοὺς ἑταίρους ἐποιήσατο καὶ ἐτιμᾶτο καὶ ἠγαπᾶτο ὑπ᾽ αὐτῶν, ἀλλὰ Πρωταγόρας μὲν ἄρα ὁ Ἀβδηρίτης καὶ Πρόδικος ὁ Κεῖος καὶ ἄλλοι πάμπολλοι δύνανται τοῖς ἐφ᾽ ἑαυτῶν παριστάναι ἰδίᾳ συγγιγνόμενοι [600d] ὡς οὔτε οἰκίαν οὔτε πόλιν τὴν αὑτῶν διοικεῖν οἷοί τ᾽ ἔσονται, ἐὰν μὴ σφεῖς αὐτῶν ἐπιστατήσωσιν τῆς παιδείας, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ σοφίᾳ οὕτω σφόδρα φιλοῦνται, ὥστε μόνον οὐκ ἐπὶ ταῖς κεφαλαῖς περιφέρουσιν αὐτοὺς οἱ ἑταῖροι· Ὅμηρον δ᾽ ἄρα οἱ ἐπ᾽ ἐκείνου, εἴπερ οἷός τ᾽ ἦν πρὸς ἀρετὴν ὀνῆσαι ἀνθρώπους, ἢ Ἡσίοδον ῥαψῳδεῖν ἂν περιιόντας εἴων, καὶ οὐχὶ μᾶλλον ἂν αὐτῶν ἀντείχοντο ἢ τοῦ χρυσοῦ καὶ [600e] ἠνάγκαζον παρὰ σφίσιν οἴκοι εἶναι, ἢ εἰ μὴ ἔπειθον, αὐτοὶ ἂν ἐπαιδαγώγουν ὅπῃ ᾖσαν, ἕως ἱκανῶς παιδείας μεταλάβοιεν;
Παντάπασιν, ἔφη, δοκεῖς μοι, ὦ Σώκρατες, ἀληθῆ λέγειν.
Οὐκοῦν τιθῶμεν ἀπὸ Ὁμήρου ἀρξαμένους πάντας τοὺς ποιητικοὺς μιμητὰς εἰδώλων ἀρετῆς εἶναι καὶ τῶν ἄλλων περὶ ὧν ποιοῦσιν, τῆς δὲ ἀληθείας οὐχ ἅπτεσθαι, ἀλλ᾽ ὥσπερ νυνδὴ ἐλέγομεν, ὁ ζωγράφος σκυτοτόμον ποιήσει δοκοῦντα [601a] εἶναι, αὐτός τε οὐκ ἐπαΐων περὶ σκυτοτομίας καὶ τοῖς μὴ ἐπαΐουσιν, ἐκ τῶν χρωμάτων δὲ καὶ σχημάτων θεωροῦσιν;
Πάνυ μὲν οὖν.
Οὕτω δὴ οἶμαι καὶ τὸν ποιητικὸν φήσομεν χρώματα ἄττα ἑκάστων τῶν τεχνῶν τοῖς ὀνόμασι καὶ ῥήμασιν ἐπιχρωματίζειν αὐτὸν οὐκ ἐπαΐοντα ἀλλ᾽ ἢ μιμεῖσθαι, ὥστε ἑτέροις τοιούτοις ἐκ τῶν λόγων θεωροῦσι δοκεῖν, ἐάντε περὶ σκυτοτομίας τις λέγῃ ἐν μέτρῳ καὶ ῥυθμῷ καὶ ἁρμονίᾳ, πάνυ εὖ δοκεῖν λέγεσθαι, ἐάντε περὶ στρατηγίας ἐάντε περὶ ἄλλου [601b] ὁτουοῦν· οὕτω φύσει αὐτὰ ταῦτα μεγάλην τινὰ κήλησιν ἔχειν. ἐπεὶ γυμνωθέντα γε τῶν τῆς μουσικῆς χρωμάτων τὰ τῶν ποιητῶν, αὐτὰ ἐφ᾽ αὑτῶν λεγόμενα, οἶμαί σε εἰδέναι οἷα φαίνεται. τεθέασαι γάρ που.
Ἔγωγ᾽, ἔφη.
Οὐκοῦν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἔοικεν τοῖς τῶν ὡραίων προσώποις, καλῶν δὲ μή, οἷα γίγνεται ἰδεῖν ὅταν αὐτὰ τὸ ἄνθος προλίπῃ;
Παντάπασιν, ἦ δ᾽ ὅς.
Ἴθι δή, τόδε ἄθρει· ὁ τοῦ εἰδώλου ποιητής, ὁ μιμητής, φαμέν, τοῦ μὲν ὄντος οὐδὲν ἐπαΐει, τοῦ δὲ φαινομένου· οὐχ [601c] οὕτως;
Ναί.
Μὴ τοίνυν ἡμίσεως αὐτὸ καταλίπωμεν ῥηθέν, ἀλλ᾽ ἱκανῶς ἴδωμεν.
Λέγε, ἔφη.
Ζωγράφος, φαμέν, ἡνίας τε γράψει καὶ χαλινόν;
Ναί.
Ποιήσει δέ γε σκυτοτόμος καὶ χαλκεύς;
Πάνυ γε.
Ἆρ᾽ οὖν ἐπαΐει οἵας δεῖ τὰς ἡνίας εἶναι καὶ τὸν χαλινὸν ὁ γραφεύς; ἢ οὐδ᾽ ὁ ποιήσας, ὅ τε χαλκεὺς καὶ ὁ σκυτεύς, ἀλλ᾽ ἐκεῖνος ὅσπερ τούτοις ἐπίσταται χρῆσθαι, μόνος ὁ ἱππικός;
Ἀληθέστατα.
Ἆρ᾽ οὖν οὐ περὶ πάντα οὕτω φήσομεν ἔχειν;
Πῶς;

***
[600a] Αλλά μήπως τάχα μνημονεύεται κανένας πόλεμος στα χρόνια του Ομήρου που έγινε καλά ή μ᾽ εκείνον αρχηγό ή σύμφωνα με τις συμβουλές του;
Κανείς.
Αλλά μήπως, αφού ήταν άνθρωπος σοφός, αναφέρονται πολλές εφευρέσεις δικές του στις τέχνες και άλλες ευκολίες ωφέλιμες στα διάφορα επαγγέλματα, όπως λέγονται για τον Θαλή τον Μιλήσιο και τον Σκύθη Ανάχαρση;
Τίποτα απολύτως δεν λέγεται γι᾽ αυτόν.
Αλλ᾽ αν δεν πρόσφερε ο Όμηρος καμιά τέτοια υπηρεσία στην κοινωνία, μήπως λέγεται ότι διηύθυνε, όταν ζούσε, την παιδεία μερικών ανθρώπων που αγαπούσαν [600b] τη συναναστροφή του και παράδωσαν στους μεταγενέστερους έναν τρόπο ζωής Ομηρικό, όπως παραδείγματος χάρη ο Πυθαγόρας αγαπήθηκε ιδιαίτερα γι᾽ αυτό τον λόγο και οι οπαδοί του ακόμη και σήμερα διακρίνονται ανάμεσα σ᾽ όλους τους ανθρώπους για τον ξεχωριστό τρόπο της ζωής τους, που οι ίδιοι τον ονομάζουν Πυθαγόρειο;
Ούτε τίποτα τέτοιο αναφέρεται· γιατί ο Κρεώφυλος, Σωκράτη, ο φίλος του Ομήρου, θα φαινότανε ίσως κατά την παιδεία του γελοιότερος και απ᾽ αυτό το όνομά του, αν αληθεύουν όσα λέγονται για τη διαγωγή του απέναντι στον Όμηρο· λέγουν δηλαδή ότι έδειξε [600c] σ᾽ αυτόν, ενόσω ζούσε, μιαν αχαρακτήριστη αμέλεια.
Πραγματικά αναφέρεται κάτι τέτοιο· αλλά πιστεύεις, Γλαύκων, ότι αν όντως ο Όμηρος ήταν ικανός να εκπαιδεύει τους ανθρώπους και να τους κάνει καλύτερους, επειδή μπορούσε να γνωρίζει κατά βάθος αυτά τα πράγματα και όχι να τα απομιμείται, δεν θα αποκτούσε πολλούς φίλους που θα τον τιμούσαν και θα τον αγαπούσαν; Ο Πρωταγόρας έξαφνα ο Αβδηρίτης και ο Πρόδικος ο Κείος και πάμπολλοι άλλοι έχουν αρκετήν επιρροή απάνω στο πνεύμα των συγχρόνων τους, ώστε να τους πείθουν, στις ιδιαίτερες συνομιλίες τους, [600d] ότι ούτε το σπίτι ούτε την πατρίδα τους θα μπορέσουν να διοικήσουν, αν δεν αναλάβουν αυτοί τη διεύθυνση της παιδείας τους· και γι᾽ αυτή τη σοφία τους τόσο πολύ τους αγαπούν και τους εκτιμούν, ώστε μόνο που δεν τους σηκώνουν να τους γυρνούν απάνω στα κεφάλια τους οι οπαδοί τους. Τον Όμηρο και τον Ησίοδο οι σύγχρονοί τους θα τους άφηναν να γυρίζουν τον κόσμο απαγγέλλοντας τις ραψωδίες τους, αν μπορούσαν να ωφελήσουν τους ανθρώπους με αληθινά διδάγματα αρετής; Και δεν θα κολλούσαν απάνω τους περισσότερο απ᾽ όσο οι άνθρωποι κολλούν απάνω στο χρυσάφι, και [600e] δεν θα έκαναν τα δυνατά τους να τους κρατήσουν κοντά τους, ή, αν δεν το κατόρθωναν, δεν θα τους παρακολουθούσαν οι ίδιοι όπου κι αν πήγαιναν, σαν πιστοί μαθητές, έως ότου αποκτήσουν αρκετή παιδεία απ᾽ αυτούς;
Μου φαίνεται ότι λες εντελώς την αλήθεια, Σωκράτη.
Να ειπούμε λοιπόν γενικά για όλους τους ποιητές, αρχίζοντας από τον Όμηρο, ότι είναι απλώς μιμητές των ειδώλων της αρετής και των άλλων που πραγματεύονται στα ποιήματά τους, την αλήθεια όμως ούτε καν προσεγγίζουν, αλλ᾽ όπως λέγαμε τώρα δα, ο ζωγράφος μπορεί να κάμει έναν παπουτσή να μοιάζει [601a] τόσο πολύ, ώστε όσοι τον βλέπουν από τα χρώματα και τα σχήματα να νομίσουν ότι βλέπουν αληθινό παπουτσή, αν και ο ίδιος δεν έχει καμιά γνώση απ᾽ αυτό το επάγγελμα;
Βεβαιότατα.
Έτσι, νομίζω, και ο ποιητής, αφού δεν γνωρίζει τίποτ᾽ άλλο παρά ν᾽ απομιμείται, έχει την ικανότητα να επιχρωματίζει με κάτι τέτοια χρώματα, με τις λέξεις δηλαδή και τις εκφράσεις, κάθε τέχνη, ώστε, είτε για την τέχνη του παπουτσή μιλεί με μέτρο και ρυθμό και αρμονία, είτε για τη στρατηγική, είτε για οποιοδήποτε άλλο πράγμα, οι ακροατές από τα λόγια του να σχηματίζουν την εντύπωση ότι γνωρίζει κατά βάθος όλ᾽ αυτά που λέγει· [601b] τόσο μεγάλη γοητεία ασκεί από τη φύση της αυτή τη διακόσμηση. Γιατί γνωρίζεις, υποθέτω, πώς φαίνονται αυτά καθαυτά τα κατασκευάσματα των ποιητών, άμα απογυμνωθούν από τον μουσικό χρωματισμό τους· βέβαια θα το έχεις και συ παρατηρήσει.
Μάλιστα.
Δεν μοιάζουν με τα πρόσωπα εκείνων που βρίσκονται στο άνθος της νεότητάς τους, χωρίς όμως και να είναι ωραίοι, και που ξέρεις δα πώς φαίνονται όταν χάσουν αυτό το άνθος;
Εντελώς.
Πρόσεξε τώρα παρακάτω· ο ποιητής του ειδώλου, ο μιμητής δηλαδή, δεν έχει καμιάν ακριβή γνώση του όντος αλλά του φαινομένου· δεν είν᾽ [601c] έτσι;
Μάλιστα.
Ας μην αφήσομε όμως μισοειπωμένο το πράγμα, αλλ᾽ ας το εξετάσομε κατά βάθος.
Λέγε.
Ο ζωγράφος, λέμε, θα ζωγραφίσει γκέμια και χαλινάρι;
Ναι.
Τα ίδια πράγματα θα κατασκευάσει επίσης ο σκυτοτόμος και ο χαλκιάς;
Βεβαιότατα.
Άραγε ξέρει ο ζωγράφος πώς πρέπει να είναι τα γκέμια και το χαλινάρι; Ή μήπως δεν το ξέρει αυτό ούτε εκείνος που τα κατασκευάζει, ο χαλκιάς και ο σκυτοτόμος, αλλά μόνο εκείνος που γνωρίζει και να τα μεταχειριστεί, δηλαδή ο ιππέας;
Αυτό είναι εντελώς αλήθεια.
Και δεν θα παραδεχτούμε ότι το ίδιο συμβαίνει και με όλα τ᾽ άλλα;
Πώς;

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου