Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2020

ΔΡΑΜ. ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ - Κύκλωπας (41-81)

ΧΟΡΟΣ

παῖ γενναίων μὲν πατέρων [στρ.]
γενναίων δ᾽ ἐκ τοκάδων,
πᾶι δή μοι νίσηι σκοπέλους;
οὐ τᾶιδ᾽ ὑπήνεμος αὔ-
45 ρα καὶ ποιηρὰ βοτάνα,
δινᾶέν θ᾽ ὕδωρ ποταμῶν
ἐν πίστραις κεῖται πέλας ἄν-
τρων, οὗ σοι βλαχαὶ τεκέων;

ψύττ᾽· οὐ τᾶιδ᾽, οὔ; [μεσῳδ.]
50 οὐ τᾶιδε νεμῆι κλειτὺν δροσεράν;
ὠή, ῥίψω πέτρον τάχα σου·
ὕπαγ᾽ ὦ ὕπαγ᾽ ὦ κεράστα
‹πρὸς› μηλοβότα στασιωρὸν
Κύκλωπος ἀγροβάτα.

55 σπαργῶντας μαστοὺς χάλασον· [ἀντ.]
δέξαι θηλὰς πορίσασ᾽
οὓς λείπεις ἀρνῶν θαλάμοις.
ποθοῦσί σ᾽ ἁμερόκοι-
τοι βλαχαὶ σμικρῶν τεκέων.
60 εἰς αὐλὰν πότ᾽ †ἀμφιβαίνεις†
ποιηροὺς λιποῦσα νομοὺς
Αἰτναίων εἴσω σκοπελῶν;

οὐ τάδε Βρόμιος, οὐ τάδε χοροὶ [ἐπῳδ.]
Βάκχαι τε θυρσοφόροι,
65 οὐ τυμπάνων ἀλαλαγμοί,
67 οὐκ οἴνου χλωραὶ σταγόνες
66 κρήναις παρ᾽ ὑδροχύτοις·
68 οὐδ᾽ ἐν Νύσαι μετὰ Νυμ-
φᾶν ἴακχον ἴακχον ὠι-
70 δὰν μέλπω πρὸς τὰν Ἀφροδί-
ταν, ἃν θηρεύων πετόμαν
Βάκχαις σὺν λευκόποσιν.
†ὦ φίλος ὦ φίλε Βακχεῖε
ποῖ οἰοπολεῖς
75 ξανθὰν χαίταν σείεις;†
ἐγὼ δ᾽ ὁ σὸς πρόπολος
Κύκλωπι θητεύω
τῶι μονοδέρκται δοῦλος ἀλαίνων
80 σὺν τᾶιδε τράγου χλαίναι μελέαι
σᾶς χωρὶς φιλίας.

***
ΧΟΡΟΣ ΣΑΤΥΡΩΝ

(Οι Σάτυροι μιλούν στα πρόβατα, που τα φέρνουν πίσω στο μαντρί τους.)

Για πού το ᾽βαλες εσύ; [Στροφή]
Ο πατέρας σου από σόι, από σόι κι η μαμά σου·
κι εσύ το ᾽βαλες για πού; Στα κατσάβραχα γραμμή;
Μη δεν έχει εδωπέρα
45 αγεράκι ανάλαφρο, χορταράκι δροσερό,
κι οι ποτίστρες σου γεμάτες με νεράκι ποταμίσιο,
στρουφιχτό, δίπλα στη στάνη, στη σπηλιά, όπου βελάζουν
προβατάκια — τα μωρά σου;

Πρρρρρρ! Ψιτ ψιτ! Έλα δω, βρε, εδώ, εδώ! [Μεσωδός]
50 Έλα βρε δω και βόσκησε στη δροσερή ραχούλα.
Όι όι όι! Χόι χόι χόι! Θενα σού ᾽ρθει καμιά πέτρα!
Άιντε, βρε χοντροκέρατε, προχώρα για τη στάνη
του Κύκλωπα του τσέλιγκα, που λείπει στο κυνήγι.

55 Σπαργωμένο το μαστάρι, [Αντιστροφή]
δώσ᾽ το για να ξαλαφρώσει, να βυζάξουνε τ᾽ αρνάκια
π᾽ άφησες μες στον κοιτώνα· βάλε τα στο ρωγοβύζι.
Σε προσμένουν όλη μέρα
τα μικρά σου τα παιδάκια· ξύπνησαν και σου βελάζουν.
60 Έλα, έμπα πια στη στάνη,
κι άφησε τα βοσκοτόπια με το δροσερό χορτάρι
που᾽ ναι στη σκιά της Αίτνας.

Αχ! [Επωδός]
65 Πού᾽ ναι οι Βάκχες με τον θύρσο —τύμπανα κι αλαλαγμοί—
67 του κρασιού οι σταλαματιές
66 κι οι βρυσούλες που κυλούσε το νεράκι; Πάνε πια!
68 Ούτε με τις Νύμφες τώρα στου Διόνυσου τα μέρη
το τραγούδι πια δεν ψάλλω —«Ίακχέ μου, Ίακχέ μου»—,
70 που ᾽λεγα της Αφροδίτης, κι ύστερα την κυνηγούσα,
φτερωτός, δίπλα στις Βάκχες που ᾽χουν πόδια κάτασπρα.
Βάκχε, λατρευτέ μου φίλε,
τάχα πού βακχεύεις τώρα, μοναχός; Πού ν᾽ ανεμίζεις
75 την ολόξανθή σου χαίτη;
Κι ο θεράποντάς σου εγώ
του μονόφθαλμου είμαι τώρα του Πολύφημου υπηρέτης·
80 και φορώ τούτην την έρμη, τούτη την τραγίσια χλαίνα,
και πλανιέμ᾽ εξορισμένος, δίχως πια τη συντροφιά σου.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου