Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2020

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Οι ήχοι της γλώσσας

2.4.4 Οι τρόποι με τους οποίους αρθρώνονται τα σύμφωνα


Λίγα λόγια τώρα για τα σύμφωνα, τον σιαμαίο σύντροφο των φωνηέντων στον σχηματισμό των συλλαβών. Είπαμε ότι τα φωνήεντα δημιουργούνται με την ανεμπόδιστη διαδρομή του αέρα προς την έξοδο από το φωνητικό κανάλι, ενώ η παραγωγή των συμφώνων οφείλεται στα εμπόδια που παρεμβάλλονται σε αυτή τη διαδρομή. Έτσι π.χ. για το σύμφωνο της λέξης εδώ η άκρη της γλώσσας ακουμπά πάνω στα δόντια.

Τα σύμφωνα (και αυτό το έχουμε ήδη δει) μπορεί να είναι ηχηρά ή άηχα, να παράγονται δηλαδή με ή χωρίς παλμική κίνηση των φωνητικών χορδών. Θυμηθείτε τις δύο λέξεις πήρα και μπίρα. Η διαφορά της σημασίας γεννιέται από τη διαφορά των αρχικών συμφώνων ως προς αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό: το πρώτο σύμφωνο του πήρα [pira] είναι άηχο· το πρώτο σύμφωνο του μπίρα [bira] είναι ηχηρό. Κατά τα άλλα είναι ίδια, είναι διχειλικά, σχηματίζονται με τη συνάντηση των χειλιών.

Επίσης τα σύμφωνα μπορεί να είναι κλειστά ή εξακολουθητικά. 

Κλειστά λέμε τα σύμφωνα που σχηματίζονται με τη δημιουργία απόλυτου κλεισίματος σε κάποιο σημείο της στοματικής κοιλότητας. Διακόπτεται δηλαδή το ρεύμα του αέρα που έρχεται από τους πνεύμονες και δημιουργείται πίεση. Με το άνοιγμα του στόματος παράγεται μια απότομη έξοδος του αέρα. 

Στα παραπάνω παραδείγματα (πήρα και μπίρα) τα πρώτα σύμφωνα των δύο λέξεων, π [p] και μπ [b], είναι κλειστά. 

Εξακολουθητικά είναι τα σύμφωνα που δεν σχηματίζονται με απόλυτο κλείσιμο, αλλά όταν αφήνεται ένα μικρό άνοιγμα από όπου διαφεύγει ο αέρας που έρχεται από τους πνεύμονες. Τέτοια σύμφωνα είναι το φ [f] όπως στη λέξη φόνος, το δ [δ] όπως στη λέξη δένω, το σ [s] όπως στη λέξη σωρός.

Ξεχωρίζουμε, τέλος, τα σύμφωνα με βάση τη θέση της άρθρωσής τους, με βάση δηλαδή τα όργανα ή τα ανατομικά στοιχεία που συμμετέχουν στην παραγωγή τους. Έχουμε ήδη μιλήσει για τα διχειλικά, όπως στα παραδείγματα πες/μπες, πήρα/μπίρα. 

Τα χειλοδοντικά δημιουργούνται φέρνοντας το κάτω χείλος προς τα πάνω δόντια: φως/βαρύ. Και τα δύο είναι εξακολουθητικά, γιατί τα δόντια δεν δημιουργούν ερμητικό κλείσιμο - ο αέρας διαφεύγει. 

Μεσοδοντικά σύμφωνα παράγονται όταν η άκρη της γλώσσας βρίσκεται ανάμεσα στα δόντια, αγγίζει τα πάνω δόντια και προεξέχει: θεός, δέμα. Με την άκρη της γλώσσας στο πίσω μέρος των πάνω δοντιών παράγονται τα οδοντικά σύμφωνα, όπως στις λέξεις τότε, νταντά (το πρώτο άηχο, το δεύτερο ηχηρό).

Τα φατνιακά σύμφωνα (φατνία είναι τα οστέινα κοιλώματα των σαγονιών μέσα στα οποία είναι στερεωμένα τα δόντια, με τις ρίζες τους) παράγονται όταν η άκρη της γλώσσας πλησιάζει στα πάνω φατνία, χωρίς όμως να δημιουργείται απόλυτο κλείσιμο: [s]/[z] όπως στις λέξεις σώο/ζώο. Με τη ράχη της γλώσσας στο σκληρό μέρος του ουρανίσκου παράγονται τα ουρανικά σύμφωνα: κιλό/γκίνια (και τα δύο κλειστά, το πρώτο άηχο, το δεύτερο ηχηρό), χυμός/γίνεται (και τα δύο εξακολουθητικά, το πρώτο άηχο, το δεύτερο ηχηρό). 

Υπερωικά λέγονται τα σύμφωνα που παράγονται με το πίσω μέρος της γλώσσας στο μαλακό τμήμα του ουρανίσκου, την υπερώα: κρεμάω/γκρεμός, χώμα/γόμα.

Τα ρινικά σύμφωνα έχουν το χαρακτηριστικό ότι ο αέρας περνά μερικά ή ολικά από τη ρινική κοιλότητα. Ρινικό (διχειλικό στην άρθρωσή του) σύμφωνο είναι αυτό που αποδίδεται με το γράμμα μ. 

Τα υγρά αποδίδονται με τα γράμματα λ και ρ. Αν η άκρη της γλώσσας πάει στα πάνω φατνία και δημιουργήσει κλείσιμο στο κέντρο, ενώ ο αέρας μπορεί να διαφύγει από το πλάι ή από τα δύο πλάγια, έχουμε το πλευρικό υγρό σύμφωνο της λέξης λέω. Αν η άκρη της γλώσσας αγγίζει χαλαρά τα πάνω φατνία ώστε να πάλλεται από το ρεύμα του αέρα, έχουμε το παλλόμενο σύμφωνο της λέξης ώρα.

Ημίφωνα ονομάζονται οι φθόγγοι που είναι κάτι ανάμεσα στα σύμφωνα και τα φωνήεντα, χωρίς να είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Έτσι λ.χ. στις λέξεις καράβια, βοριάς ο ήχος που δηλώνεται με το γράμμα ι τείνει να γίνει, ιδίως σε γρήγορη προφορά, κάτι ανάμεσα σε σύμφωνο και σε φωνήεν: [karávya], [voryás] (το [y] όπως στο αγγλικό you 'εσύ'). Το ίδιο ισχύει και στη λέξη παιδιά [peδyá].

Και για να κλείσουμε αυτή τη διαδρομή στον κόσμο των ήχων της γλώσσας, δίφθογγοι είναι οι συνδυασμοί φθόγγων όπου πλάι σε ένα φωνήεν υπάρχει ένα ημίφωνο. Έτσι στις λέξεις χάιδεψε, γάιδαρος πλάι στο «καθαρό» φωνήεν [a] των συλλαβών χάι, γάι υπάρχει ένας φθόγγος που δεν είναι ένα «καθαρό» [ί] αλλά έχει «μικρύνει» σε ημίφωνο. Όταν λοιπόν δύο φωνήεντα ανήκουν μαζί σε μια συλλαβή, μπορεί το ένα να «μικρύνει» - να γίνει ημίφωνο. Έτσι δημιουργούνται οι δίφθογγοι .

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου