Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Κύκλωψ (163-202)

ΣΙ. δράσω τάδ᾽, ὀλίγον φροντίσας γε δεσποτῶν.
ὡς ἐκπιών γ᾽ ἂν κύλικα μαινοίμην μίαν,
165 πάντων Κυκλώπων ἀντιδοὺς βοσκήματα
ῥίψας τ᾽ ἐς ἅλμην Λευκάδος πέτρας ἄπο
ἅπαξ μεθυσθεὶς καταβαλών τε τὰς ὀφρῦς.
ὡς ὅς γε πίνων μὴ γέγηθε μαίνεται·
ἵν᾽ ἔστι τουτί τ᾽ ὀρθὸν ἐξανιστάναι
170 μαστοῦ τε δραγμὸς καὶ †παρεσκευασμένου†
ψαῦσαι χεροῖν λειμῶνος ὀρχηστύς θ᾽ ἅμα
κακῶν τε λῆστις. εἶτ᾽ ἐγὼ ‹οὐ› κυνήσομαι
τοιόνδε πῶμα, τὴν Κύκλωπος ἀμαθίαν
κλαίειν κελεύων καὶ τὸν ὀφθαλμὸν μέσον;
175 ΧΟ. ἄκου᾽, Ὀδυσσεῦ· διαλαλήσωμέν τί σοι.
ΟΔ. καὶ μὴν φίλοι γε προσφέρεσθε πρὸς φίλον.
ΧΟ. ἐλάβετε Τροίαν τὴν Ἑλένην τε χειρίαν;
ΟΔ. καὶ πάντα γ᾽ οἶκον Πριαμιδῶν ἐπέρσαμεν.
ΧΟ. οὔκουν, ἐπειδὴ τὴν νεᾶνιν εἵλετε,
180 ἅπαντες αὐτὴν διεκροτήσατ᾽ ἐν μέρει,
ἐπεί γε πολλοῖς ἥδεται γαμουμένη,
τὴν προδότιν, ἣ τοὺς θυλάκους τοὺς ποικίλους
περὶ τοῖν σκελοῖν ἰδοῦσα καὶ τὸν χρύσεον
κλωιὸν φοροῦντα περὶ μέσον τὸν αὐχένα
185 ἐξεπτοήθη, Μενέλεων ἀνθρώπιον
λῶιστον λιποῦσα; μηδαμοῦ γένος ποτὲ
φῦναι γυναικῶν ὤφελ᾽, εἰ μὴ ᾽μοὶ μόνωι.
ΣΙ. ἰδού· τάδ᾽ ὑμῖν ποιμνίων βοσκήματα,
ἄναξ Ὀδυσσεῦ, μηκάδων ἀρνῶν τροφαί,
190 πηκτοῦ γάλακτός τ᾽ οὐ σπάνια τυρεύματα.
φέρεσθε· χωρεῖθ᾽ ὡς τάχιστ᾽ ἄντρων ἄπο,
βότρυος ἐμοὶ πῶμ᾽ ἀντιδόντες εὐίου.
οἴμοι· Κύκλωψ ὅδ᾽ ἔρχεται· τί δράσομεν;
ΟΔ. ἀπολώλαμέν τἄρ᾽, ὦ γέρον· ποῖ χρὴ φυγεῖν;
195 ΣΙ. ἔσω πέτρας τῆσδ᾽, οὗπερ ἂν λάθοιτέ γε.
ΟΔ. δεινὸν τόδ᾽ εἶπας, ἀρκύων μολεῖν ἔσω.
ΣΙ. οὐ δεινόν· εἰσὶ καταφυγαὶ πολλαὶ πέτρας.
ΟΔ. οὐ δῆτ᾽· ἐπεί τἂν μεγάλα γ᾽ ἡ Τροία στένοι,
εἰ φευξόμεσθ᾽ ἕν᾽ ἄνδρα, μυρίον δ᾽ ὄχλον
200 Φρυγῶν ὑπέστην πολλάκις σὺν ἀσπίδι.
ἀλλ᾽, εἰ θανεῖν δεῖ, κατθανούμεθ᾽ εὐγενῶς
ἢ ζῶντες αἶνον τὸν πάρος συσσώσομεν.

***
ΣΙΛ. Στις διαταγές σας! Και σκασίλα μου, ξέρεις, για τον αφέντη!
Χαρά να μου κεραύνωνε τον νου μια κούπα μόνο,
κι ας έδινα για πληρωμή χίλια μύρια κοπάδια
165 —όσο το πράμα και το βιός όλωνε των Κυκλώπων—
κι έπειτα να ᾽δινα βουτιά στα κύματ᾽ απ᾽ τα βράχια,
αρκεί λίγο να μέθαγα, τα μάτια να γλαρώναν.
Τρελός αυτός που πίνει και δεν χαίρεται η ψυχή του.
Τότε να δεις που τούτο δω μου στέκεται ολόρθο
(δείχνει τον δερμάτινο φαλλό που φορεί),
170 τότε βυζιά χαϊδολογώ, περβόλια κλαδεμένα·
χορεύω κιόλας, και ξεχνώ όλες μου τις σκοτούρες.
Ε, πώς μετά τέτοιο ποτό να μην το προσκυνήσω;
Βρε, στα τσακίδια και ο Κύκλωπας ο άξεστος κι η ματάρα
που᾽ χει πάνω στο κούτελο!...
(Ο Σιληνός μπαίνει στη σπηλιά. Στη σκηνή μένουν μόνο ο Χορός των Σατύρων και ο Οδυσσέας με λίγους συντρόφους του.).
175 ΧΟΡ. Άκουσε, Οδυσσέα μας, που ᾽χουμε να σου πούμε.
ΟΔΥ. Βεβαίως!
Φίλοι εσείς, φίλος κι εγώ, σε φίλο σας μιλάτε.
ΧΟΡ. Την Τροία την επήρατε; Πιάσατε την Ελένη;
ΟΔΥ. Κι ολάκερο κουρσέψαμε το σπίτι του Πριάμου.
ΧΟΡ. Κι όταν τη βάλατε τη δεσποινίς στο χέρι, τότε όλοι
180 την κανονίσατε με τη σειρά; Βλέπεις, αυτή γουστάρει
να παίρνεται με μπόλικους η άπιστη — που σάστισε,
σαν είδε τ᾽ αλλουνού (του Πάρη, ντε) τις παρδαλές τις βράκες
και την χρυσή καδένα του που ᾽χε στον λαιμουδάκο,
185 κι έφτυσε τον Μενέλαο, τέτοιο χρυσό ανθρωπάκι.
Καλύτερα, μου φαίνεται, των γυναικών η ράτσα
ποτέ να μην εφύτρωνε — παρά για μένα μόνο!
ΣΙΛ. (Βγαίνει από τη σπηλιά.)
Ορίστε, βασιλιά Δυσσέα, αρνάκια απ᾽ το κοπάδι,
που τ᾽ αναθρέψαν φωνακλούδες προβατίνες· και τυράκι
190ορίστε, πάρτε, μπόλικο, πηχτό. — Τρεχάτε τώρα
να φύγετε μακριά ᾽πό δω! Πληρώστε με μονάχα
του Βάκχου το γλυκό πιοτό.
(Ακούγονται κρότοι· ο Κύκλωπας μπαίνει στη σπηλιά από είσοδο αόρατη στους θεατές.)
Αμάαν! Έρχεται ο Κύκλωπας! Και τώρα τί θα κάνουμε;
ΟΔΥ. Πάμε χαμένοι, γέροντα. Πώς να τη σκαπουλάρουμε;
195ΣΙΛ. Πίσω απ᾽ τον βράχο ελάτε γρήγορα: είναι καλή κρυψώνα.
ΟΔΥ. Τί λες μωρέ! Στου δράκοντα το στόμα θα μας στείλεις;
ΣΙΛ. «Τί λέω μωρέ;» Έχει κρυψώνες μπόλικες στα βράχια.
ΟΔΥ. Ε λοιπόν όχι! Θα χαράμιζα την τρωική μου δόξα
στα πόδια τώρα αν το ᾽βαζα μπρος σ᾽ ένα μόνο εχθρό
—εγώ που αντιμετώπισα τόσες χιλιάδες Τρώες
200βαστώντας την ασπίδα μου. Αν είναι να πεθάνω,
θενα πεθάνω δοξασμένα· κι αν είναι να σωθώ,
μαζί μου θα ᾽χω σώσει τη λαμπρήν υπόληψή μου.
(Ο Σιληνός τρέχει να κρυφτεί μέσα στο σπήλαιο.)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου