Οι περισσότεροι ασθενείς αντιμετωπίζονται εσφαλμένα σαν να έχουν βιολογικά ελαττώματα. Στην πραγματικότητα οι περισσότεροι έχουν βρεθεί αντιμέτωποι με τραυματικά γεγονότα.
Έχει σημασία το πως σκεφτόμαστε και εκφραζόμαστε για την ψυχική νόσο. Μία λάθος αντίληψη και ο κόσμος μπορεί να παραπλανηθεί ή, ακόμη χειρότερα, να πληγωθεί. Την τελευταία εβδομάδα το BBC έπαιξε καλοπροαίρετα ένα ντοκιμαντέρ σε σχέση με την ψυχική υγεία, που δυστυχώς έδωσε μια εντελώς μονόπλευρη οπτική της ψυχιατρικής.
To κύριο ρόλο είχε ο Stephen Fry, ενώ ο τίτλος του ντοκιμαντέρ ήταν “H όχι και τόσο κρυφή ζωή ενός μανιοκαταθλιπτικού: 10 χρόνια μετά”. Όπως και οι περισσότεροι επαγγελματίες στο χώρο της ψυχικής υγείας, τρέφω τεράστιο σεβασμό απέναντι στην ειλικρίνεια, για την κατάσταση της ψυχικής του υγείας. Έχω και μια προσωπική συμπάθεια προς το πρόσωπο του: ήμασταν οικότροφοι στο σχολείο του Uppingham στο Rutland, τις αρχές της δεκαετίας του 70 (παρόλο που δεν έχει κάποιο ιδιαίτερο λόγο να με θυμάται). Οι δυσάρεστες εμπειρίες μας, πέραν καμίας αμφιβολίας, βοήθησαν στη διαμόρφωση των διαδρομών που ακολουθήσαμε από τότε, που συνέκλιναν αρκετά χρόνια αργότερα σ’ ένα κοινό ενδιαφέρον για την ψυχική υγεία, στη δική μου περίπτωση ως κλινικού ψυχολόγου και ερευνητή.
Το BBC επικεντρώθηκε κυρίως σε μια ακραία βιολογική προσέγγιση της ψυχιατρικής, που αμφισβητείται από πολλούς ψυχολόγους και ψυχιάτρους. Αυτή η προσέγγιση βλέπει τα ψυχιατρικά προβλήματα ως διακριτές εγκεφαλικές καταστάσεις, που σε μεγάλο βαθμό είναι γενετικά προκαθορισμένες και μόλις μετά βίας επηρεάζονται από δραματικά γεγονότα της καθημερινότητας. Σύμφωνα με αυτή την άποψη οι ψυχιατρικές παθήσεις εμφανίζονται από το πουθενά σε άτομα που είναι γενετικά ευάλωτα, είναι μη ελεγχόμενες, ισόβιες καταστάσεις και η μόνη κατάλληλη απάντηση είναι να βρεθεί η σωστή φαρμακευτική αγωγή. Αυτή η προσέγγιση δεν υποστηρίζεται από τη σύγχρονη έρευνα, η οποία μας λέει μια πιο περίπλοκη ιστορία.
Τώρα πια γνωρίζουμε με βεβαιότητα, ότι διαγνώσεις όπως η διπολική διαταραχή και η σχιζοφρένεια, δεν είναι διαχωρισμένες απόλυτα. Είναι αρκετά σύνηθες, ασθενείς να βιώνουν ένα μείγμα από συμπτώματα διπολικής διαταραχής και σχιζοφρένειας. Επιπλέον, μεγάλος αριθμός ανθρώπων καταφέρνει να ζήσει παραγωγικά παρά το ότι μπορεί να βιώνει σοβαρά ψυχιατρικά συμπτώματα αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της ζωής του και αυτό χωρίς να αναζητήσει βοήθεια. Υπάρχει, για παράδειγμα, ένα διεθνές δίκτυο για ανθρώπους που ακούνε φωνές. Πολλοί από αυτούς τα καταφέρνουν αρκετά καλά, χωρίς ψυχιατρική φροντίδα.
Τα αποτελέσματα των σοβαρών ψυχιατρικών παθήσεων είναι πολύ πιο μεταβλητά απ’ ότι πιστεύαμε παλαιότερα. H σύγχρονη έρευνα, μας δείχνει έναν εκπληκτικό αριθμό ανθρώπων που καταφέρνουν να αναρρώσουν πλήρως ή μερικώς, ακόμη και χωρίς τη χρήση φαρμακευτικής αγωγής, παρόλο που η λέξη “ανάρρωση” έχει διαφορετική σημασία για τον κάθε άνθρωπο. Ενώ οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας συνήθως εννοούν την απουσία συμπτωματολογίας, οι ασθενείς δίνουν συνήθως έμφαση στην αυτοεκτίμηση, στην ελπίδα για το μέλλον και στο να έχουν έναν σημαντικό ρόλο στην κοινωνία.
Φυσικά και τα γονίδια παίζουν ρόλο στην ευαλωτότητα κάποιων ανθρώπων απέναντι στην ψυχική νόσο, αλλά η ραγδαία πρόοδος της μοριακής γενετικής τα τελευταία χρόνια, μας δείχνει ότι τα ίδια γονίδια εμπλέκονται σε ανθρώπους που έχουν διαγνωστεί με σχιζοφρένεια, διπολική διαταραχή, ΔΕΠΥ (διαταραχή ελλειμματικής προσοχής), ακόμη και αυτισμό.
Ακόμη πιο σημαντικό είναι το ότι εκατοντάδες – πιθανότατα χιλιάδες – γονιδίων συμμετέχουν, με το καθένα από αυτά να προκαλεί μια απειροελάχιστη αύξηση του κινδύνου να αναπτύξεις κάποια ψυχική νόσο. Ως εκ τούτου όπως λέει και ο Αμερικάνος, γενετικός ερευνητής Kenneth Kendler:«Ο γενετικός κίνδυνος για τη σχιζοφρένεια, είναι ευρέως διανεμημένος στους ανθρώπινους πληθυσμούς σε τέτοιο βαθμό, που όλοι διατρέχουμε κάποιον κίνδυνο». Όλοι όσοι διαβάζουν αυτό το άρθρο θα έχουν κάποια γονίδια που ενοχοποιούνται για την σχιζοφρένεια, φυσικά κάποιοι θα έχουν περισσότερα σε σχέση με άλλους.
Το γεγονός ότι τόσα πολλά γονίδια συμμετέχουν, υποδηλώνει ότι είναι απίθανο η μελέτη τους να μας οδηγήσει σύντομα σε θεραπευτικές λύσεις. (Σκεφτείτε τη νόσο του Χάντιγκτον, μια τρομερή νευροεκφυλιστική, γενετική διαταραχή που προκαλείται από ένα κυρίαρχο γονίδιο, με γνωστή βιολογική λειτουργία. Χρόνια μετά την ανακάλυψη αυτού του γονιδίου, δεν υπάρχει κάποια φαρμακευτική θεραπεία, για μια από τις απλούστερες γενετικές νόσους).
Πρόσφατες μελέτες, έχουν δείξει ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών και περιβαλλοντικών παραγόντων, που αυξάνουν τον κίνδυνο του να νοσήσει κάποιος ψυχικά. Αυτοί συμπεριλαμβάνουν: τη φτώχεια στην παιδική ηλικία, την κοινωνική ανισότητα, τη πρώιμη έκθεση σε αστικά περιβάλλοντα. Η μετανάστευση, το να ανήκεις σε μια εθνική μειονότητα , ο πρώιμος αποχωρισμός από τους γονείς, η σεξουαλική, σωματική και συναισθηματική βία μαζί με τον εκφοβισμό στα σχολεία, αποτελούν παράγοντες κινδύνου.
Σε μια επισκόπηση του συνόλου της έρευνας πάνω στο παιδικό τραύμα και την ψύχωση, οι συνεργάτες μου και εγώ βρήκαμε ότι: Η έκθεση σε οποιαδήποτε από αυτές τις τραυματικές εμπειρίες τριπλασιάζει τον κίνδυνο ν’ αναπτύξει κάποιος ψυχωσική συμπτωματολογία, με αυτούς που είχαν πολλαπλές τραυματικές εμπειρίες, να βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο. Στην πραγματικότητα τα στοιχεία που συνδέουν την παιδική δυστυχία με τον κίνδυνο του να νοσήσει κάποιος ψυχικά στο μέλλον είναι τόσο ισχυρά στατιστικά, όσο τα στοιχεία που συνδέουν το κάπνισμα, με την πιθανότητα του να νοσήσει κάποιος από καρκίνο των πνευμόνων.
Υπάρχουν, επίσης, ισχυρές αποδείξεις ότι τέτοιου είδους εμπειρίες, επηρεάζουν τη δομή του εγκεφάλου, εξηγώντας πολλά από τα μη φυσιολογικά ευρήματα νευροαπεικόνισης που συναντάμε σε ασθενείς. Και φυσικά υπάρχουν μυριάδες αντιξοότητες στην ενήλικη ζωή που μπορεί να συμβάλλουν στην κακή ψυχική υγεία, όπως το να έχει κάποιος χρέη,να βρίσκεται σ’ ένα δυστυχισμένο γάμο, σε ένα υπερβολικά απαιτητικό περιβάλλον εργασίας ή και ν’ αντιμετωπίζει τον κίνδυνο του να μείνει άνεργος. Αναμφισβήτητα η μεγαλύτερη αιτία της ανθρώπινης δυστυχίας, είναι οι άθλιες σχέσεις με άλλους ανθρώπους, που διεξάγονται μέσα σε άθλιες συνθήκες.
Γιατί όλα αυτά είναι τόσο σημαντικά;
Αρχικά, πολλοί ασθενείς ψυχιατρικών δομών στη Βρετανία πιστεύουν ότι, πολύ συχνά, αυτές οι δομές αγνοούν τις ιστορίες τους. Παραθέτοντας την ακτιβίστρια ψυχικής υγείας Eleanor Longden: «Πάντα ρωτούν τι πάει λάθος με εσάς και ποτέ το τι σας συνέβη». Στους ασθενείς συνήθως δίνονται ισχυρά φάρμακα (που έχουν σαφώς θέση, αλλά βοηθούν μόνο κάποιους ασθενείς) αλλά πολύ σπάνια ψυχολογικές θεραπείες που μπορεί να τους βοηθήσουν να συμβιβαστούν με τέτοιου είδους εμπειρίες ή ακόμη και πρακτικές συμβουλές (για παράδειγμα, υπηρεσίες συμβουλευτικής χρέους, έχουν θέση στη θεραπεία της κατάθλιψης).
H «στενή» ιατρική προσέγγιση υπήρξε εξαιρετικά ανεπιτυχής, παρά την άποψη που έχουν αρκετοί άνθρωποι. Παρόλο που τα ποσοστά ανάρρωσης και επιβίωσης από σοβαρές παθολογικές καταστάσεις, όπως ο καρκίνος και η καρδιακή νόσος, βελτιώθηκαν δραματικά από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα ποσοστά ανάρρωσης από σοβαρές ψυχικές ασθένειες δεν άλλαξαν καθόλου. Οι χώρες που δαπανούν λιγότερα χρήματα για ψυχιατρικές υπηρεσίες έχουν τα καλύτερα αποτελέσματα απέναντι στις ψυχικές ασθένειες σε αντίθεση με εκείνες τις χώρες που, ενώ ξοδεύουν τα περισσότερα, έχουν τα υψηλότερα ποσοστά αυτοκτονιών.
Ακόμη πιο απογοητευτικά είναι τα αποτελέσματα των ερευνών που δείχνουν ότι μια αποκλειστικά βιολογική προσέγγιση τείνει ν’ αυξάνει το στιγματισμό αυτών που νοσούν ψυχικά. Όσο περισσότερο οι άνθρωποι νομίζουν ότι η ψυχική νόσος είναι μια γενετικά προκαθορισμένη ασθένεια του εγκεφάλου και όχι μια αντίδραση σε δυσάρεστα γεγονότα της ζωής, τόσο πιο πολύ θα περιθωριοποιούνται οι άνθρωποι που νοσούν ψυχικά. Μια αποκλειστικά βιολογική προσέγγιση κάνει αρκετά εύκολο το να πιστέψουμε ότι οι ανθρώπινες υπάρξεις, μπορούν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες: αυτούς που νοσούν και τους ψυχικά υγιείς.
Eν τέλει, μια ρηχή βιοιατρική προσέγγιση, αγνοεί εντελώς τη διάσταση της δημόσιας υγείας. Λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία, θα πρέπει να είμαστε σε θέση να μειώσουμε δραματικά τον επιπολασμό των προβλημάτων ψυχικής υγείας αν, για παράδειγμα, αντιμετωπίσουμε την παιδική φτώχεια και ανισότητα, αν καταλάβουμε ποιες πτυχές του αστικού περιβάλλοντος είναι τοξικές (δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι το να ζεις κοντά σε ένα πάρκο φαίνεται να παρέχει μια κάποια προστασία απέναντι στην ψυχική ασθένεια) και στοχεύοντας να διασφαλίσουμε, ότι όλα τα παιδιά, θα μπορούν να έχουν μια όσο το δυνατόν πιο ευτυχισμένη παιδική ηλικία. Ορισμένες πιθανές επιδράσεις στην ψυχική υγεία (π.χ. Ο τρόπος οργάνωσης των σχολείων μας) δεν έχουν μελετηθεί αρκετά. Δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε έναν ψυχικά υγιέστερο κόσμο, αν αφιερώνουμε όλο μας τον χρόνο κοιτάζοντας δοκιμαστικούς σωλήνες.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι βιολογικές προσεγγίσεις δεν έχουν καμία αξία ή ότι η έρευνα πάνω στη γενετική και τη νευροεπιστήμη των ψυχιατρικών διαταραχών δεν έχει θέση. Έχω πάρει και εγώ μέρος σε βιολογικές μελέτες. Αλλά το να προβάλλουμε την ψυχική νόσο ως απλά μια εγκεφαλική νόσο, το μόνο που καταφέρνει να κάνει είναι: να αυξήσει των στιγματισμό των ανθρώπων που νοσούν ψυχικά , να απομακρύνει την προσοχή μας από άλλους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να βοηθήσουμε τους ασθενείς, να μας αποτρέψει από το να χτίσουμε έναν υγιέστερο κόσμο και να ενθαρρύνει την αποξένωση, την απαισιοδοξία και τη βαθιά θλίψη των ασθενών.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου