Η βικτοριανή Αγγλία είχε νιώσει τον ούριο άνεμο της προόδου και της αισιοδοξίας του τέλους του 19ου αιώνα. Διάχυτη στην ατμόσφαιρα ήταν η αίσθηση ότι τα πράγματα καλυτέρευαν κι έτσι ήταν απόλυτα φυσικό να μην υπάρχουν πολλές αφορμές για ενοχλητικά ερωτήματα σχετικά με τη φύση του ταξιδιού. Κι έτσι η βικτοριανή άνθηση γέννησε μια σειρά από αποσαφηνιστές, ανθρώπους που θα μελετούσαν με κάθε λεπτομέρεια τη λειτουργία του συστήματος, όχι όμως ανθρώπους που θα εξέφραζαν επιφυλάξεις για τις βασικές του αξίες ή θα έκαναν ανησυχητικές προγνώσεις για την κατάληξή του. Μια καινούργια ομάδα καθηγητών κυριάρχησε στην κεντρική ζωή της οικονομικής σκέψης. Η συμβολή τους ήταν συχνά σημαντική, όχι όμως ζωτική. Γιατί στη σκέψη ανθρώπων όπως ο Άλφρεντ Μάρσαλ, ο Στάνλεϊ Τζέβονς, ο Τζον Μπέιτς Κλαρκ και το πολλαπλασιαζόμενο επιστημονικό προσωπικό που τους περιστοίχιζε, δεν υπήρχαν πλέον λύκοι στον οικονομικό κόσμο και συνεπώς ούτε δραστηριότητες ζωτικής σημασίας για να τις αποσαφηνίσει η οικονομική θεωρία. Ο κόσμος όλος απαρτιζόταν από ευχάριστα, αν και φανταστικά, πρόβατα.
Αυτά τα πρόβατα ποτέ δεν είχαν περιγραφεί πιο ξεκάθαρα απ’ όσο σ’ ένα μικρό τόμο με τίτλο Μαθηματική ψυχολογία (Mathematical Psychics), ο οποίος εμφανίστηκε το 1881, μόλις δύο χρόνια πριν πεθάνει ο Μαρξ. Δεν γράφτηκε από τον σπουδαιότερο των ακαδημαϊκών, αλλά ίσως από τον πιο αποκαλυπτικό — έναν παράξενο, ντροπαλό καθηγητή ονόματι Φράνσις Ισίντρο Έτζγουορθ, ανιψιό εκείνης της Μαρίας Έτζγουορθ που κάποτε έπαιζε παντομίμες με τον Ρικάρντο.
Ο Έτζγουορθ υπήρξε αναμφίβολα ένας εξαίρετος επιστήμονας. Στις τελικές του εξετάσεις στην Οξφόρδη, όταν του έκαναν μια ιδιαίτερα δυσνόητη ερώτηση, ρώτησε τους εξεταστές του: «Να απαντήσω εν συντομία ή εν εκτάσει;» κι έπειτα ρητόρευε επί μισή ώρα, διανθίζοντας την απάντησή του με παρεκβάσεις στα ελληνικά, ενώ οι εξεταστές του τον παρακολουθούσαν μ’ ανοιχτό το στόμα.
Ωστόσο, τον ‘Ετζγουορθ δεν τον ενδιέφεραν τα οικονομικά επειδή αιτιολογούσαν ή εξηγούσαν ή καταδίκαζαν τον κόσμο, ούτε επειδή άνοιγαν καινούργιους ορίζοντες, λαμπερούς ή ζοφερούς, στο μέλλον. Αυτή η ιδιόρρυθμη ψυχή γοητεύθηκε επειδή τα οικονομικά ασχολούνταν με ποσότητες και γιατί ό,τι είχε σχέση με ποσότητες μπορούσε να μεταφραστεί σε μαθηματικά! Η διαδικασία της μετάφρασης απαιτούσε την εγκατάλειψη εκείνου του γεμάτου ένταση κόσμου των προγενέστερων οικονομολόγων, αλλά έδινε σε αντάλλαγμα έναν κόσμο τέτοιας απόλυτης ακρίβειας και εξαίσιας μεθοδικότητας που σε αποζημίωνε και με το παραπάνω για την απώλεια.
Για να φτιαχτεί ένας τέτοιος μαθηματικός καθρέφτης της πραγματικότητας, ήταν προφανές πως ο κόσμος έπρεπε να απλοποιηθεί. Η απλοποίηση του ‘Ετζγουορθ συνοψιζόταν στην εξής υπόθεση: ο κάθε άνθρωπος είναι μια μηχανή απόλαυσης. Ο Τζέρεμι Μπένθαμ είχε συλλάβει πρώτος αυτή την ιδέα στις αρχές του 19ου αιώνα και την είχε ονομάσει «Λογισμός δημιουργίας ευτυχίας» (Felicifιc Calculus), μια φιλοσοφική θεώρηση της ανθρωπότητας σαν ένα πλήθος από ζωντανές αριθμομηχανές για τον υπολογισμό κερδών και ζημιών, μηχανές που η καθεμιά δεν κάνει τίποτα άλλο απ’ το να επιδιώκει τη μεγιστοποίηση της απόλαυσης. Σ’ αυτή τη γενική φιλοσοφία, ο ‘Ετζγουορθ πρόσθεσε τώρα την ακρίβεια των μαθηματικών για να δημιουργήσει ένα είδος ουτοπίας κατά το πρότυπο του Παγγλώσσου του Βολτέρου — τον καλύτερο απ’ όλους τους δυνατούς κόσμους.
Απ’ όλους όσοι θα μπορούσαν να υιοθετήσουν μια τέτοια άποψη της κοινωνίας, ο ‘Ετζγουορθ μοιάζει η πιο απίθανη περίπτωση. Ο ίδιος ήταν η πιο κακοφτιαγμένη μηχανή απόλαυσης που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί. Νευρωτικά συνεσταλμένος, συνήθιζε ν’ αποφεύγει τις χαρές της ανθρώπινης συναναστροφής, προτιμώντας την απομόνωση της λέσχης του- δυστυχής με το βάρος των υλικών αγαθών, απολάμβανε ελάχιστες από τις χαρές που δίνουν στους περισσότερους ανθρώπους τα υπάρχοντα. Τα δωμάτιά του ήταν λιτά, η βιβλιοθήκη του ήταν η δημόσια βιβλιοθήκη και το απόθεμα του υλικού πλούτου του δεν συμπεριλάμβανε πιατικά, χαρτικά ή έστω γραμματόσημα. ‘Ισως η μεγαλύτερη γι’ αυτόν πηγή απόλαυσης βρισκόταν στην κατασκευή μιας υπέροχης οικονομικής ουτοπίας.
Άσχετα όμως από τα κίνητρά του, η υπόθεση του ‘Ετζγουορθ για τη μηχανή απόλαυσης απέδωσε θαυμαστούς πνευματικούς καρπούς. Γιατί, αν η οικονομική επιστήμη οριζόταν ως η μελέτη των ανθρώπινων μηχανισμών απόλαυσης που ανταγωνίζονται για το μερίδιό τους από το συνολικό απόθεμα απόλαυσης της κοινωνίας, τότε Θα μπορούσε να καταδειχτεί -με όλο το αδιάσειστο βάρος του διαφορικού λογισμού- ότι σ’ έναν κόσμο τέλειου ανταγωνισμού κάθε μηχανή απόλαυσης θα επιτύγχανε τη μέγιστη ποσότητα απόλαυσης που μπορεί να απονείμει η κοινωνία. Με άλλα λόγια, αν αυτός δεν ήταν ακόμα ο καλύτερος απ’ όλους τους δυνατούς κόσμους, θα μπορούσε να γίνει. Δυστυχώς, ο κόσμος δεν ήταν οργανωμένος σαν ένα παιχνίδι τέλειου ανταγωνισμού- οι άνθρωποι είχαν την αξιοθρήνητη συνήθεια να αλληλοϋποστηρίζονται αγνοώντας ηλιθιωδώς τις ευεργετικές συνέπειες που θα προέκυπταν αν ακολουθούσαν πεισματικά αυτό που τους υπαγόρευε το ατομικό τους συμφέρον- τα εργατικά συνδικάτα, για παράδειγμα, παραβίαζαν την αρχή «ο καθένας για τον εαυτό του» και το αναμφισβήτητο γεγονός των ανισοτήτων του πλούτου και της κοινωνικής θέσης έκαναν το σημείο εκκίνησης του παιχνιδιού κάτι λιγότερο από εντελώς ουδέτερο.
Δεν πειράζει όμως, έλεγε ο ‘Ετζγουορθ. Το φρόντισε κι αυτό η φύση. Ενώ τα εργατικά συνδικάτα ίσως κέρδιζαν βραχυπρόθεσμα μέσα από την κοινή δράση, μπορούσε να αποδειχτεί ότι μακροπρόθεσμα σίγουρα θα έχαναν – δεν ήταν παρά μια προσωρινή ατέλεια στο ιδεώδες πλάνο των πραγμάτων. Κι αν η αριστοκρατική καταγωγή και ο μεγάλος πλούτο, έμοιαζαν στην αρχή να προδικάζουν το αποτέλεσμα του οικονομικού παιχνιδιού, κι αυτό επίσης μπορούσε να συμφιλιωθεί με τη μαθηματική ψυχολογία. Γιατί ενώ όλα τα άτομα ήταν μηχανές απόλαυσης, κάποιες ήταν καλύτερες από τις άλλες. Οι άντρες, για παράδειγμα, ήταν καλύτερα εξοπλισμένοι από τις γυναίκες να γεμίζουν τους ψυχικούς τραπεζικούς λογαριασμούς τους και οι λεπτεπίλεπτες ευαισθησίες της «αριστοκρατίας της δεξιοτεχνίας και του ταλέντου» ήταν πιο δεκτικές στις ηδονές του ευ ζην από τις χοντροκομμένες μηχανές απόλαυσης των εργατικών τάξεων. Ως εκ τούτου, ο λογισμός των ανθρώπινων μαθηματικών μπορούσε ακόμα να λειτουργήσει πλεονεκτικά- και μάλιστα, δικαίωνε απόλυτα τους διαχωρισμούς φύλου και κοινωνικής θέσης που παρατηρεί κανείς στον κόσμο γύρω του.
Μα η μαθηματική ψυχολογία έκανε κάτι περισσότερο από το να εκλογικεύσει τις δοξασίες του συντηρητισμού. Ο Έτζγουορθ πίστευε πραγματικά ότι η αλγεβρική του διόραση στις ανθρώπινες δραστηριότητες θα μπορούσε ίσως να αποφέρει χρήσιμα αποτελέσματα στον πραγματικό κόσμο. Η ανάλυσή του περιείχε όρους όπως οι εξής:
«Σκέψεις τόσο αφηρημένες», έγραφε ο Έτζγουορθ, «που φυσικά θα ήταν γελοίο να τις ρίξει κανείς στην πλημμυρίδα της πρακτικής πολιτικής. ‘Ισως όμως δεν είναι εκτός τόπου όταν επανερχόμαστε στα μικρά ρυάκια του συναισθήματος και στις μυστικές πηγές των κινήτρων, απ’ όπου πρέπει να προέρχεται κάθε πορεία δράσης».
«Μικρά ρυάκια συναισθήματος» – αν είναι δυνατόν! Τι Θα σκεφτόταν άραγε ο Άνταμ Σμιθ γι’ αυτή τη μεταμόρφωση των πιεστικών εμπόρων του, των άπληστων τεχνιτών του και των πολλαπλασιαζόμενων εργατικών του τάξεων σε όλες αυτές τις κατηγορίες αποχαυνωμένων κυνηγών απόλαυσης; Μάλιστα, ο Χένρι Σίτζγουικ, σύγχρονος του ‘Ετζγουορθ και μαθητής του Τζον Μιλλ, ανακοίνωσε οργισμένος ότι έτρωγε το δείπνο του όχι επειδή είχε αθροίσει τις ικανοποιήσεις που θα απολάμβανε από την τροφή, αλλά επειδή πεινούσε. Ωστόσο, οι διαμαρτυρίες ήταν ανώφελες: η θεωρία της μαθηματικής ψυχολογίας ήταν τόσο νοικοκυρεμένη, τόσο γοητευτική, τόσο απαλλαγμένη από προβληματικές ανθρώπινες αδιαλλαξίες και τόσο ανόθευτη από στοχασμούς περί της ανθρώπινης προσπάθειας και της κοινωνικής σύγκρουσης, ώστε η επιτυχία της υπήρξε άμεση.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου