7.4. Η κατωιταλιωτική κεραμική
7.4.1. Απουλικός ελικωτός κρατήρας με παράσταση του Ορέστη στους Δελφούς
7.4.1. Απουλικός ελικωτός κρατήρας με παράσταση του Ορέστη στους Δελφούς
Αναφέραμε ήδη ότι από το τέλος του 5ου αιώνα π.Χ. άρχισε στην Κάτω Ιταλία η παραγωγή ερυθρόμορφων αγγείων όμοιων με τα αττικά, με συνέπεια τον περιορισμό των αττικών εξαγωγών. Τα εργαστήρια που παρήγαν τα αγγεία αυτά τα δημιούργησαν πιθανότατα Αθηναίοι κεραμείς, οι οποίοι έφυγαν από την πόλη τους και εγκαταστάθηκαν στην Κάτω Ιταλία για να βρίσκονται πιο κοντά στις κύριες αγορές των προϊόντων τους. Τα πρώτα κατωιταλιωτικά αγγεία δύσκολα διακρίνονται από τα αττικά. Η κυριότερη διαφορά τους είναι ότι το μαύρο γάνωμά τους δεν έχει τη στιλπνότητα που χαρακτηρίζει εκείνο των προϊόντων του αττικού Κεραμεικού. Με την πάροδο του χρόνου τα εργαστήρια της Κάτω Ιταλίας (και αργότερα της Σικελίας) ανέπτυξαν το καθένα τη δική του χαρακτηριστική τεχνοτροπία.
Το πιο παραγωγικό από τα εργαστήρια αυτά ήταν το απουλικό, εγκατεστημένο στον Τάραντα, του οποίου η επίδραση στα υπόλοιπα είναι εμφανής, ιδιαίτερα μετά τα μέσα του 4ου αιώνα. Τα παλαιότερα απουλικά ερυθρόμορφα αγγεία χρονολογούνται στη δεκαετία 430-420 π.Χ.· είναι συνήθως μικρού μεγέθους και οι παραστάσεις τους είναι απλές, ενώ οι αγγειογράφοι αποφεύγουν τη χρήση πρόσθετων χρωμάτων. Από το τέλος του 5ου αιώνα όμως αρχίζουν να εμφανίζονται μεγάλα σχήματα, ιδιαίτερα κρατήρες, που διακοσμούνται με μεγάλες πολυπρόσωπες συνθέσεις, από τις οποίες δεν λείπουν τα πρόσθετα χρώματα, όπως το λευκό, το κίτρινο και το ιώδες. Ενδιαφέρον έχουν επίσης τα πλούσια φυτικά μοτίβα που κοσμούν κενές περιοχές στην επιφάνεια των αγγείων καθώς και τα αρχιτεκτονικά στοιχεία, τα οποία αποδίδονται με τη χρήση της προοπτικής.
Απουλικός ελικωτός κρατήρας με παράσταση του Ορέστη στους Δελφούς
Ένας μεγάλος ελικωτός κρατήρας, που προέρχεται από το Ruvo της Απουλίας και φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Νεάπολης, έχει ύψος (μαζί με το καπάκι) 0,90 m και χρονολογείται γύρω στο 380 π.Χ. Στην κύρια όψη εικονίζεται μια μυθολογική σκηνή, εμπνευσμένη ίσως από τις Ευμενίδες του Αισχύλου. Πρέπει να πούμε ότι στα κατωιταλιωτικά αγγεία τα θεατρικά θέματα είναι συχνότερα από ό,τι στα αττικά. Βλέπουμε τον νεαρό Ορέστη σχεδόν γυμνό (το μόνο του ένδυμα είναι ένα μικρό ιμάτιο που πέφτει στα σκέλη του), με σανδάλια στα πόδια και με εγχειρίδιο στο δεξί του χέρι, να έχει καταφύγει στον ομφαλό των Δελφών (που καλύπτεται από ένα μάλλινο δίχτυ, το αγρηνόν) κυνηγημένος από τις Ερινύες μετά τον φόνο της μητέρας του της Κλυταιμνήστρας και του Αιγίσθου. Δίπλα στον ομφαλό διακρίνεται το ιερό δέντρο του Απόλλωνα, η δάφνη.
Ο Απόλλωνας, στεφανωμένος με δάφνη και με το τόξο στο αριστερό του χέρι, απλώνει το δεξί για να σταματήσει την απειλητική μαύρη Ερινύα επάνω αριστερά, που καταδιώκει τον Ορέστη κρατώντας ένα φίδι. Μπροστά στον Απόλλωνα και κάτω από την Ερινύα εικονίζεται η ηλικιωμένη ιέρεια, η Πυθία, με το χαρακτηριστικό της γνώρισμα, το κλειδί του ναού, στο πλάι, να φεύγει υψώνοντας έντρομη τα χέρια. Στο δεξιό άκρο της παράστασης το άγαλμα της Άρτεμης, της θεάς του κυνηγιού, φαίνεται να παρακολουθεί από μακριά όσα συμβαίνουν. Η σκηνή εκτυλίσσεται μέσα στον ναό των Δελφών, όπως δηλώνουν οι τρεις λευκοί ιωνικοί κίονες που στηρίζουν ένα επιστύλιο. Οι χάλκινοι τρίποδες ανάμεσα στις μορφές καθώς και η υδρία την οποία έχει αναποδογυρίσει ο Ορέστης με το ορμητικό του τρέξιμο είναι αναθήματα στον Απόλλωνα· το ίδιο και οι τροχοί αρμάτων και τα κράνη που κρέμονται στο βάθος. Ο λαιμός του αγγείου διακοσμείται με μια σειρά από ανθέμια και άνθη λωτού, ενώ στο καπάκι (που δεν είναι βέβαιο ότι ανήκει στο αγγείο) εικονίζεται μια καθιστή Μούσα που παίζει λύρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου