815 ΧΟ. — ἔα ἔα·
ἆρ᾽ ἐς τὸν αὐτὸν πίτυλον ἥκομεν φόβου,
γέροντες, οἷον φάσμ᾽ ὑπὲρ δόμων ὁρῶ;
— φυγῆι φυγῆι
νωθὲς πέδαιρε κῶλον, ἐκποδὼν ἔλα.
820 — ὦναξ Παιάν,
ἀπότροπος γένοιό μοι πημάτων.
ΙΡΙΣ
θαρσεῖτε Νυκτὸς τήνδ᾽ ὁρῶντες ἔκγονον
Λύσσαν, γέροντες, κἀμὲ τὴν θεῶν λάτριν
Ἶριν· πόλει γὰρ οὐδὲν ἥκομεν βλάβος,
825 ἑνὸς δ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὸς δώματα στρατεύομεν,
ὅν φασιν εἶναι Ζηνὸς Ἀλκμήνης τ᾽ ἄπο.
πρὶν μὲν γὰρ ἄθλους ἐκτελευτῆσαι πικρούς,
τὸ χρή νιν ἐξέσωιζεν οὐδ᾽ εἴα πατὴρ
Ζεύς νιν κακῶς δρᾶν οὔτ᾽ ἔμ᾽ οὔθ᾽ Ἥραν ποτέ·
830 ἐπεὶ δὲ μόχθους διεπέρασ᾽ Εὐρυσθέως,
Ἥρα προσάψαι κοινὸν αἷμ᾽ αὐτῶι θέλει
παῖδας κατακτείναντι, συνθέλω δ᾽ ἐγώ.
ἀλλ᾽ εἶ᾽ ἄτεγκτον συλλαβοῦσα καρδίαν,
Νυκτὸς κελαινῆς ἀνυμέναιε παρθένε,
835 μανίας τ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ τῶιδε καὶ παιδοκτόνους
φρενῶν ταραγμοὺς καὶ ποδῶν σκιρτήματα
ἔλαυνε κίνει, φόνιον ἐξίει κάλων,
ὡς ἂν πορεύσας δι᾽ Ἀχερούσιον πόρον
τὸν καλλίπαιδα στέφανον αὐθέντηι φόνωι
840 γνῶι μὲν τὸν Ἥρας οἷός ἐστ᾽ αὐτῶι χόλος,
μάθηι δὲ τὸν ἐμόν· ἢ θεοὶ μὲν οὐδαμοῦ,
τὰ θνητὰ δ᾽ ἔσται μεγάλα, μὴ δόντος δίκην.
***
(Έρχεται η Λύσσα (Λύττα) ξαφνικά, ακολουθούμενη από την Ίρη).
ΧΟ. Ωιμένα, ωιμέ!
πάλι στην ίδια ταραχή ήρθαμε του φόβου;
τί φάντασμα, ω γερόντοι, πα στο σπίτι βλέπω;
Δρόμο, δρόμο,
τα αργά μέλη σήκωσε κα κρύψου!
820 Ω βασιλιά μου Απόλλωνα,
τις συμφορές απόδιωξέ μου!
ΙΡΙΣ
Θάρρος, ω γέροι, βλέποντας τη Λύσσα, γέννα
της Νύχτας, και την Ίριδα μένα, υπηρέτρα
των θεών· δεν ήρθαμε να βλάψουμε την πόλη,
σ᾽ ενού εκστρατεύομε μονάχα το παλάτι,
που λένε ότι είναι γιος του Διός και της Αλκμήνης.
Πριν να τελειώσει τους πικρούς του άθλους, το χρέος
τον έσωζε· ο πατέρας του Δίας ούτ᾽ εμένα
άφηνε να τον βλάψουμεν ούτε την Ήρα.
830 Τώρα που ξέκαμε τους άθλους του Ευρυσθέα,
με συγγενικό αίμα θέλ᾽ η Ήρα να τον βάψει
κι εγώ, σκοτώνοντας ο ίδιος τα παιδιά του.
Αλλά μπρος, κάμνοντας άσπλαχνη την καρδιά σου,
ω εσύ παρθέν᾽ ανύπαντρη της μαύρης Νύχτας,
τρέλα στον άντρ᾽ αυτόν και σάλεμα του νου του
παιδοχτόνο και τινάγματα των ποδιών του
φέρε του κι άπλωσε το φονικό σχοινί σου
κι απ᾽ τον Αχέροντα περνώντας το στεφάνι
της καλής νίκης των παιδιώνε του, που ο ίδιος
840 θα τα σκοτώσει, ας μάθει την οργή της Ήρας
και τη δική μου· αλλιώς πια τίποτε δεν είναι
οι θεοί και δύναμη έχουν οι άνθρωποι μεγάλη.
ἆρ᾽ ἐς τὸν αὐτὸν πίτυλον ἥκομεν φόβου,
γέροντες, οἷον φάσμ᾽ ὑπὲρ δόμων ὁρῶ;
— φυγῆι φυγῆι
νωθὲς πέδαιρε κῶλον, ἐκποδὼν ἔλα.
820 — ὦναξ Παιάν,
ἀπότροπος γένοιό μοι πημάτων.
ΙΡΙΣ
θαρσεῖτε Νυκτὸς τήνδ᾽ ὁρῶντες ἔκγονον
Λύσσαν, γέροντες, κἀμὲ τὴν θεῶν λάτριν
Ἶριν· πόλει γὰρ οὐδὲν ἥκομεν βλάβος,
825 ἑνὸς δ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὸς δώματα στρατεύομεν,
ὅν φασιν εἶναι Ζηνὸς Ἀλκμήνης τ᾽ ἄπο.
πρὶν μὲν γὰρ ἄθλους ἐκτελευτῆσαι πικρούς,
τὸ χρή νιν ἐξέσωιζεν οὐδ᾽ εἴα πατὴρ
Ζεύς νιν κακῶς δρᾶν οὔτ᾽ ἔμ᾽ οὔθ᾽ Ἥραν ποτέ·
830 ἐπεὶ δὲ μόχθους διεπέρασ᾽ Εὐρυσθέως,
Ἥρα προσάψαι κοινὸν αἷμ᾽ αὐτῶι θέλει
παῖδας κατακτείναντι, συνθέλω δ᾽ ἐγώ.
ἀλλ᾽ εἶ᾽ ἄτεγκτον συλλαβοῦσα καρδίαν,
Νυκτὸς κελαινῆς ἀνυμέναιε παρθένε,
835 μανίας τ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ τῶιδε καὶ παιδοκτόνους
φρενῶν ταραγμοὺς καὶ ποδῶν σκιρτήματα
ἔλαυνε κίνει, φόνιον ἐξίει κάλων,
ὡς ἂν πορεύσας δι᾽ Ἀχερούσιον πόρον
τὸν καλλίπαιδα στέφανον αὐθέντηι φόνωι
840 γνῶι μὲν τὸν Ἥρας οἷός ἐστ᾽ αὐτῶι χόλος,
μάθηι δὲ τὸν ἐμόν· ἢ θεοὶ μὲν οὐδαμοῦ,
τὰ θνητὰ δ᾽ ἔσται μεγάλα, μὴ δόντος δίκην.
***
(Έρχεται η Λύσσα (Λύττα) ξαφνικά, ακολουθούμενη από την Ίρη).
ΧΟ. Ωιμένα, ωιμέ!
πάλι στην ίδια ταραχή ήρθαμε του φόβου;
τί φάντασμα, ω γερόντοι, πα στο σπίτι βλέπω;
Δρόμο, δρόμο,
τα αργά μέλη σήκωσε κα κρύψου!
820 Ω βασιλιά μου Απόλλωνα,
τις συμφορές απόδιωξέ μου!
ΙΡΙΣ
Θάρρος, ω γέροι, βλέποντας τη Λύσσα, γέννα
της Νύχτας, και την Ίριδα μένα, υπηρέτρα
των θεών· δεν ήρθαμε να βλάψουμε την πόλη,
σ᾽ ενού εκστρατεύομε μονάχα το παλάτι,
που λένε ότι είναι γιος του Διός και της Αλκμήνης.
Πριν να τελειώσει τους πικρούς του άθλους, το χρέος
τον έσωζε· ο πατέρας του Δίας ούτ᾽ εμένα
άφηνε να τον βλάψουμεν ούτε την Ήρα.
830 Τώρα που ξέκαμε τους άθλους του Ευρυσθέα,
με συγγενικό αίμα θέλ᾽ η Ήρα να τον βάψει
κι εγώ, σκοτώνοντας ο ίδιος τα παιδιά του.
Αλλά μπρος, κάμνοντας άσπλαχνη την καρδιά σου,
ω εσύ παρθέν᾽ ανύπαντρη της μαύρης Νύχτας,
τρέλα στον άντρ᾽ αυτόν και σάλεμα του νου του
παιδοχτόνο και τινάγματα των ποδιών του
φέρε του κι άπλωσε το φονικό σχοινί σου
κι απ᾽ τον Αχέροντα περνώντας το στεφάνι
της καλής νίκης των παιδιώνε του, που ο ίδιος
840 θα τα σκοτώσει, ας μάθει την οργή της Ήρας
και τη δική μου· αλλιώς πια τίποτε δεν είναι
οι θεοί και δύναμη έχουν οι άνθρωποι μεγάλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου