Πάντα αναρωτιόμουν πώς ένας μικρός πάσσαλος κι ένα σχοινί κατάφερνε να περιορίσει ένα τεράστιο και δυνατό ζώο όπως ο ελέφαντας. Μα γιατί δεν το ξηλώνει απλώς και να τρέξει να φύγει; Μεγαλώνοντας κατάλαβα ότι δεν είναι ο πάσσαλος που περιορίζει τον ελέφαντα, αλλά η κεκαλυμμένη βούλησή του. Όταν τον περιόρισαν μικρό, πάλευε με τις ώρες να ξεφύγει, αλλά δεν είχε τη δύναμη. Ύστερα από αλλεπάλληλες μάταιες προσπάθειες, έμαθε ότι είναι ανήμπορος να αλλάξει την κατάστασή του και συμμορφώθηκε με αυτήν. Δεν ξαναπροσπάθησε να ξεφύγει. Τώρα τα ίδια αυτά δεσμά που θα μπορούσε να είχε αποτινάξει εν ριπή οφθαλμού, φαντάζουν αξεπέραστο εμπόδιο κι έχουν υποτάξει την ρώμη τεσσάρων τόνων.
«Learned helplessness» ονομάστηκε αυτό το φαινόμενο, εννοώντας μαθημένη αβοηθησία, επίκτητη αδυναμία. Ένα αντιδεοντολογικό ψυχολογικό πείραμα που διεξήχθη το 1967 από τον Martin Seligman ρίχνει φως σε αυτή τη θεωρία. O Seligman πήρε κάποια σκυλιά και τα χώρισε σε τρεις ομάδες. Τα σκυλιά της πρώτης ομάδας (ομάδα ελέγχου) τα έκλεισε απλώς σ’ ένα κουτί. Αυτά της δεύτερης, κλεισμένα σ’ ένα άλλο κουτί δέχονταν ήπια ηλεκτροσόκ, τα οποία όμως μπορούσαν να αποτρέψουν πατώντας με τη μύτη τους ένα κουμπί. Η τρίτη ομάδα δεν ήταν τόσο τυχερή, καθώς ήταν δεμένη χωρίς κανένα τρόπο να αποφύγει τα τυχαία ηλεκτροσόκ.
Στη δεύτερη φάση του πειράματος, λοιπόν, οι συνθήκες ήταν ίδιες και για τις τρεις ομάδες, ωστόσο οι αντιδράσεις των σκύλων εκ διαμέτρου αντίθετες. Πλέον το κουτί είχε ένα χώρισμα στη μέση. Δέκα δευτερόλεπτα πριν το ηλεκτροσόκ τα φώτα χαμήλωναν προειδοποιώντας για το τι θα επακολουθήσει. Τα σκυλιά μπορούσαν εύκολα να πηδήξουν από το χώρισμα στην μη ηλεκτροφόρα μεριά, γλιτώνοντας το ηλεκτροσόκ. Τα σκυλιά των δύο πρώτων ομάδων γρήγορα έμαθαν να επιβιώνουν, ενώ τα σκυλιά της τρίτης ομάδας υπέμεναν πειθήνια και παθητικά τα σοκ. Παρόλο που οι συνθήκες είχαν αλλάξει, τα σκυλιά ήταν πεπεισμένα ότι δεν είχαν έλεγχο στο τι τους συνέβαινε. Η λύση ήταν μπροστά στα μάτια τους, αλλά η απελπισία από την προηγούμενη εμπειρία τους τα τύφλωνε. Νικημένα κι αφημένα στη μοίρα τους, απλώς κλαψούριζαν ακούνητα χωρίς καν να ψάχνουν να αποδράσουν.
Κι ο άνθρωπος δεν πήγε πίσω σε παρόμοιο πείραμα. Τρία γκρουπ ανθρώπων κλήθηκαν με πρόφαση να απαντήσουν σε κάποιες ερωτήσεις. Στο δωμάτιο του πρώτου γκρουπ δεν υπήρχε θόρυβος, ενώ σε αυτά του δεύτερου και του τρίτου ακουγόταν πού και πού ένας διαπεραστικός ενοχλητικός ήχος, με τη διαφορά ότι στο δεύτερο δωμάτιο υπήρχε δυνατότητα να σταματήσει ο θόρυβος με τις ενέργειες των υποκειμένων, ενώ στο τρίτο δε σταματούσε ό,τι κι αν έκαναν. Όταν στο δεύτερο σκέλος του πειράματος όλα τα γκρουπ τοποθετήθηκαν σε άλλο δωμάτιο, τα άτομα του πρώτου και του δεύτερου έψαξαν κι εύκολα ανακάλυψαν το μηχανισμό που σταματούσε τον αποσυντονιστικό ήχο, ενώ του τρίτου γκρουπ απλώς σιχτίριζαν για το κακό που τους βρήκε προσπαθώντας να συγκεντρωθούν στην εργασία τους.
Πολύ συχνά εμείς παγιδεύουμε τους εαυτούς μας σε μια κατάσταση κι όχι η ίδια η κατάσταση. Πόσες φορές λόγω αποτυχημένων παρελθοντικών σου αποπειρών ή λόγω αποθαρρυντικού περιβάλλοντος, κατέληξες να πιστεύεις πως δεν μπορείς; Οι συνθήκες άλλαξαν, οι δυνατότητες σου άλλαξαν, το μόνο που έμεινε στάσιμο είναι η αίσθηση ότι δεν μπορείς να τα καταφέρεις. Και κάπως έτσι, εν τέλει δεν έκανες απολύτως τίποτα. Έχοντας δεδομένη την ανημποριά σου, βυθίστηκες στην απραξία. Απέκτησες παρωπίδες. Δεν είδες τις ευκαιρίες που σου παρουσιάστηκαν, δεν είδες την εξέλιξή σου, δεν ξαναπροσπάθησες καν. Μια ακινησία. Μια παθητικότητα.
Αν νομίζεις ότι είσαι ανίκανος για κάτι, αν νομίζεις ότι είναι πέραν του ελέγχου σου, τότε έχεις δίκιο, είναι. Τη στιγμή που θα πιστέψεις κάτι τέτοιο, το 'χασες το παιχνίδι. Όσο βάζεις αυτήν την ταμπέλα τόσο επιβεβαιώνεσαι, ακριβώς επειδή δένεις ο ίδιος τα χέρια σου. Τι κίνητρο να έχει κάποιος που έχει προδικάσει κάθε προσπάθεια ως απέλπιδα και τι αλλαγή μπορεί να συμβεί έτσι;
Κι αν λοιπόν ήσουν στα άτυχα γκρουπ, αν έφαγες τα μούτρα σου, αν έφαγες χαστούκια, η πραγματική πρόκληση είναι να τα μετατρέψεις σε δύναμη, σε προσαρμοστικότητα κι όχι σε απόγνωση κι απάθεια. Κι όταν η συνέχεια γίνεται ζόρικη, οι ζόρικοι συνεχίζουν. Το χθες μένει στο χθες. Σήμερα, πάρε τον έλεγχο, πίστεψε στον εαυτό σου και μπορεί να εκπλαγείς. Εσύ σε ποιον πάσσαλο δίνεις την εξουσία να σε κρατάει καρφωμένο;
«Learned helplessness» ονομάστηκε αυτό το φαινόμενο, εννοώντας μαθημένη αβοηθησία, επίκτητη αδυναμία. Ένα αντιδεοντολογικό ψυχολογικό πείραμα που διεξήχθη το 1967 από τον Martin Seligman ρίχνει φως σε αυτή τη θεωρία. O Seligman πήρε κάποια σκυλιά και τα χώρισε σε τρεις ομάδες. Τα σκυλιά της πρώτης ομάδας (ομάδα ελέγχου) τα έκλεισε απλώς σ’ ένα κουτί. Αυτά της δεύτερης, κλεισμένα σ’ ένα άλλο κουτί δέχονταν ήπια ηλεκτροσόκ, τα οποία όμως μπορούσαν να αποτρέψουν πατώντας με τη μύτη τους ένα κουμπί. Η τρίτη ομάδα δεν ήταν τόσο τυχερή, καθώς ήταν δεμένη χωρίς κανένα τρόπο να αποφύγει τα τυχαία ηλεκτροσόκ.
Στη δεύτερη φάση του πειράματος, λοιπόν, οι συνθήκες ήταν ίδιες και για τις τρεις ομάδες, ωστόσο οι αντιδράσεις των σκύλων εκ διαμέτρου αντίθετες. Πλέον το κουτί είχε ένα χώρισμα στη μέση. Δέκα δευτερόλεπτα πριν το ηλεκτροσόκ τα φώτα χαμήλωναν προειδοποιώντας για το τι θα επακολουθήσει. Τα σκυλιά μπορούσαν εύκολα να πηδήξουν από το χώρισμα στην μη ηλεκτροφόρα μεριά, γλιτώνοντας το ηλεκτροσόκ. Τα σκυλιά των δύο πρώτων ομάδων γρήγορα έμαθαν να επιβιώνουν, ενώ τα σκυλιά της τρίτης ομάδας υπέμεναν πειθήνια και παθητικά τα σοκ. Παρόλο που οι συνθήκες είχαν αλλάξει, τα σκυλιά ήταν πεπεισμένα ότι δεν είχαν έλεγχο στο τι τους συνέβαινε. Η λύση ήταν μπροστά στα μάτια τους, αλλά η απελπισία από την προηγούμενη εμπειρία τους τα τύφλωνε. Νικημένα κι αφημένα στη μοίρα τους, απλώς κλαψούριζαν ακούνητα χωρίς καν να ψάχνουν να αποδράσουν.
Κι ο άνθρωπος δεν πήγε πίσω σε παρόμοιο πείραμα. Τρία γκρουπ ανθρώπων κλήθηκαν με πρόφαση να απαντήσουν σε κάποιες ερωτήσεις. Στο δωμάτιο του πρώτου γκρουπ δεν υπήρχε θόρυβος, ενώ σε αυτά του δεύτερου και του τρίτου ακουγόταν πού και πού ένας διαπεραστικός ενοχλητικός ήχος, με τη διαφορά ότι στο δεύτερο δωμάτιο υπήρχε δυνατότητα να σταματήσει ο θόρυβος με τις ενέργειες των υποκειμένων, ενώ στο τρίτο δε σταματούσε ό,τι κι αν έκαναν. Όταν στο δεύτερο σκέλος του πειράματος όλα τα γκρουπ τοποθετήθηκαν σε άλλο δωμάτιο, τα άτομα του πρώτου και του δεύτερου έψαξαν κι εύκολα ανακάλυψαν το μηχανισμό που σταματούσε τον αποσυντονιστικό ήχο, ενώ του τρίτου γκρουπ απλώς σιχτίριζαν για το κακό που τους βρήκε προσπαθώντας να συγκεντρωθούν στην εργασία τους.
Πολύ συχνά εμείς παγιδεύουμε τους εαυτούς μας σε μια κατάσταση κι όχι η ίδια η κατάσταση. Πόσες φορές λόγω αποτυχημένων παρελθοντικών σου αποπειρών ή λόγω αποθαρρυντικού περιβάλλοντος, κατέληξες να πιστεύεις πως δεν μπορείς; Οι συνθήκες άλλαξαν, οι δυνατότητες σου άλλαξαν, το μόνο που έμεινε στάσιμο είναι η αίσθηση ότι δεν μπορείς να τα καταφέρεις. Και κάπως έτσι, εν τέλει δεν έκανες απολύτως τίποτα. Έχοντας δεδομένη την ανημποριά σου, βυθίστηκες στην απραξία. Απέκτησες παρωπίδες. Δεν είδες τις ευκαιρίες που σου παρουσιάστηκαν, δεν είδες την εξέλιξή σου, δεν ξαναπροσπάθησες καν. Μια ακινησία. Μια παθητικότητα.
Αν νομίζεις ότι είσαι ανίκανος για κάτι, αν νομίζεις ότι είναι πέραν του ελέγχου σου, τότε έχεις δίκιο, είναι. Τη στιγμή που θα πιστέψεις κάτι τέτοιο, το 'χασες το παιχνίδι. Όσο βάζεις αυτήν την ταμπέλα τόσο επιβεβαιώνεσαι, ακριβώς επειδή δένεις ο ίδιος τα χέρια σου. Τι κίνητρο να έχει κάποιος που έχει προδικάσει κάθε προσπάθεια ως απέλπιδα και τι αλλαγή μπορεί να συμβεί έτσι;
Κι αν λοιπόν ήσουν στα άτυχα γκρουπ, αν έφαγες τα μούτρα σου, αν έφαγες χαστούκια, η πραγματική πρόκληση είναι να τα μετατρέψεις σε δύναμη, σε προσαρμοστικότητα κι όχι σε απόγνωση κι απάθεια. Κι όταν η συνέχεια γίνεται ζόρικη, οι ζόρικοι συνεχίζουν. Το χθες μένει στο χθες. Σήμερα, πάρε τον έλεγχο, πίστεψε στον εαυτό σου και μπορεί να εκπλαγείς. Εσύ σε ποιον πάσσαλο δίνεις την εξουσία να σε κρατάει καρφωμένο;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου