ΧΟ. ἔα ἔα·
φίλαι, βοῆς ἠκούσατ᾽, ἢ δοκὼ κενὴ
ὑπῆλθέ μ᾽, ὥστε νερτέρας βροντῆς Διός;
ἰδού, τάδ᾽ οὐκ ἄσημα πνεύματ᾽ αἴρεται.
750 δέσποιν᾽, ἄμειψον δώματ᾽, Ἠλέκτρα, τάδε.
ΗΛ. φίλαι, τί χρῆμα; πῶς ἀγῶνος ἥκομεν;
ΧΟ. οὐκ οἶδα πλὴν ἕν· φόνιον οἰμωγὴν κλύω.
ΗΛ. ἤκουσα κἀγώ, τηλόθεν μὲν ἀλλ᾽ ὅμως.
ΧΟ. μακρὰν γὰρ ἕρπει γῆρυς, ἐμφανής γε μήν.
755 ΗΛ. Ἀργεῖος ὁ στεναγμὸς ἢ φίλων ἐμῶν;
ΧΟ. οὐκ οἶδα· πᾶν γὰρ μείγνυται μέλος βοῆς.
ΗΛ. σφαγὴν ἀυτεῖς τῆιδέ μοι· τί μέλλομεν;
ΧΟ. ἔπισχε, τρανῶς ὡς μάθηις τύχας σέθεν.
ΗΛ. οὐκ ἔστι· νικώμεσθα· ποῦ γὰρ ἄγγελοι;
760 ΧΟ. ἥξουσιν· οὔτοι βασιλέα φαῦλον κτανεῖν.
ΑΓΓΕΛΟΣ
ὦ καλλίνικοι παρθένοι Μυκηνίδες,
νικῶντ᾽ Ὀρέστην πᾶσιν ἀγγέλλω φίλοις,
Ἀγαμέμνονος δὲ φονέα κείμενον πέδωι
Αἴγισθον· ἀλλὰ θεοῖσιν εὔχεσθαι χρεών.
765 ΗΛ. τίς δ᾽ εἶ σύ; πῶς μοι πιστὰ σημαίνεις τάδε;
ΑΓ. οὐκ οἶσθ᾽ ἀδελφοῦ μ᾽ εἰσορῶσα πρόσπολον;
ΗΛ. ὦ φίλτατ᾽, ἔκ τοι δείματος δυσγνωσίαν
εἶχον προσώπου· νῦν δὲ γιγνώσκω σε δή.
τί φήις; τέθνηκε πατρὸς ἐμοῦ στυγνὸς φονεύς;
770 ΑΓ. τέθνηκε· δίς σοι ταὔθ᾽, ἃ γοῦν βούληι, λέγω.
ΗΛ. ὦ θεοί, Δίκη τε πάνθ᾽ ὁρῶσ᾽, ἦλθές ποτε.
ποίωι τρόπωι δὲ καὶ τίνι ῥυθμῶι φόνου
κτείνει Θυέστου παῖδα; βούλομαι μαθεῖν.
***
ΧΟΡ. — Α, άα!
Φίλες, ακούσατε βοή σα να ᾽ταν
βροντή του Δία από της γης τα βάθη;
Ή κούφια φαντασία με ξεγελάει;
Νά, φέρνει καθαρές φωνές ο αγέρας.
750 Κυρά μου Ηλέκτρα, βγες από το σπίτι.
(Βγαίνει η Ηλέκτρα.)
ΗΛΕ. Καλές μου, τί συμβαίνει; Πώς τα πάμε;
ΧΟΡ. Δεν ξέρω· βογκητά θανάτου ακούω.
ΗΛΕ. Τ᾽ ακούω κι εγώ μακριάθε, μα τ᾽ ακούω.
ΧΟΡ. Σέρνεται απόμακρη φωνή, ξεκάθαρη όμως.
ΗΛΕ. Αναστενάζει Αργίτης ή δικός μου;
ΧΟΡ. Πολλές φωνές ανάκατες· δεν ξέρω.
ΗΛΕ. Μου λες πως θα πεθάνω· τί προσμένω;
ΧΟΡ. Στάσου να δεις την τύχη σου καθάρια.
ΗΛΕ. Πάει· μας νίκησαν· πού είν᾽ οι μαντατοφόροι;
760 ΧΟΡ. Θα φτάσουν· δύσκολο βασιλιά να σφάξεις.
(Έρχεται ο αγγελιαφόρος.)
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Δόξα και νίκη, κόρες της Μυκήνας.
Σ᾽ όλους τους φίλους φέρνω το μαντάτο
της νίκης του Ορέστη. Είναι στο χώμα
του Αγαμέμνονα ο φονιάς σφαγμένος,
ο Αίγισθος· τους θεούς δοξολογάτε.
ΗΛΕ. Ποιός είσαι συ; Και πώς μου λες αλήθεια;
ΑΓΓ. Δεν με γνωρίζεις; Του αδερφού σου ο δούλος.
ΗΛΕ. Καλέ μου, από τον φόβο δεν μπορούσα
να σε γνωρίσω· λοιπόν τώρα σε θυμάμαι.
Τί λες; Έχει στ᾽ αλήθεια του γονιού μου
ο πολυμίσητος φονιάς πεθάνει;
770 ΑΓΓ. Σκοτώθηκε· σ᾽ το ξαναλέω αφού το θέλεις.
ΗΛΕ. Ω! θεοί, κι εσύ που όλα τα βλέπεις Δίκη,
έφτασες επιτέλους. Με ποιόν τρόπο
και με τί φόνο σκότωσε του Θυέστη
τον γιο; Ζητάω να μάθω τώρα ετούτο.
φίλαι, βοῆς ἠκούσατ᾽, ἢ δοκὼ κενὴ
ὑπῆλθέ μ᾽, ὥστε νερτέρας βροντῆς Διός;
ἰδού, τάδ᾽ οὐκ ἄσημα πνεύματ᾽ αἴρεται.
750 δέσποιν᾽, ἄμειψον δώματ᾽, Ἠλέκτρα, τάδε.
ΗΛ. φίλαι, τί χρῆμα; πῶς ἀγῶνος ἥκομεν;
ΧΟ. οὐκ οἶδα πλὴν ἕν· φόνιον οἰμωγὴν κλύω.
ΗΛ. ἤκουσα κἀγώ, τηλόθεν μὲν ἀλλ᾽ ὅμως.
ΧΟ. μακρὰν γὰρ ἕρπει γῆρυς, ἐμφανής γε μήν.
755 ΗΛ. Ἀργεῖος ὁ στεναγμὸς ἢ φίλων ἐμῶν;
ΧΟ. οὐκ οἶδα· πᾶν γὰρ μείγνυται μέλος βοῆς.
ΗΛ. σφαγὴν ἀυτεῖς τῆιδέ μοι· τί μέλλομεν;
ΧΟ. ἔπισχε, τρανῶς ὡς μάθηις τύχας σέθεν.
ΗΛ. οὐκ ἔστι· νικώμεσθα· ποῦ γὰρ ἄγγελοι;
760 ΧΟ. ἥξουσιν· οὔτοι βασιλέα φαῦλον κτανεῖν.
ΑΓΓΕΛΟΣ
ὦ καλλίνικοι παρθένοι Μυκηνίδες,
νικῶντ᾽ Ὀρέστην πᾶσιν ἀγγέλλω φίλοις,
Ἀγαμέμνονος δὲ φονέα κείμενον πέδωι
Αἴγισθον· ἀλλὰ θεοῖσιν εὔχεσθαι χρεών.
765 ΗΛ. τίς δ᾽ εἶ σύ; πῶς μοι πιστὰ σημαίνεις τάδε;
ΑΓ. οὐκ οἶσθ᾽ ἀδελφοῦ μ᾽ εἰσορῶσα πρόσπολον;
ΗΛ. ὦ φίλτατ᾽, ἔκ τοι δείματος δυσγνωσίαν
εἶχον προσώπου· νῦν δὲ γιγνώσκω σε δή.
τί φήις; τέθνηκε πατρὸς ἐμοῦ στυγνὸς φονεύς;
770 ΑΓ. τέθνηκε· δίς σοι ταὔθ᾽, ἃ γοῦν βούληι, λέγω.
ΗΛ. ὦ θεοί, Δίκη τε πάνθ᾽ ὁρῶσ᾽, ἦλθές ποτε.
ποίωι τρόπωι δὲ καὶ τίνι ῥυθμῶι φόνου
κτείνει Θυέστου παῖδα; βούλομαι μαθεῖν.
***
ΧΟΡ. — Α, άα!
Φίλες, ακούσατε βοή σα να ᾽ταν
βροντή του Δία από της γης τα βάθη;
Ή κούφια φαντασία με ξεγελάει;
Νά, φέρνει καθαρές φωνές ο αγέρας.
750 Κυρά μου Ηλέκτρα, βγες από το σπίτι.
(Βγαίνει η Ηλέκτρα.)
ΗΛΕ. Καλές μου, τί συμβαίνει; Πώς τα πάμε;
ΧΟΡ. Δεν ξέρω· βογκητά θανάτου ακούω.
ΗΛΕ. Τ᾽ ακούω κι εγώ μακριάθε, μα τ᾽ ακούω.
ΧΟΡ. Σέρνεται απόμακρη φωνή, ξεκάθαρη όμως.
ΗΛΕ. Αναστενάζει Αργίτης ή δικός μου;
ΧΟΡ. Πολλές φωνές ανάκατες· δεν ξέρω.
ΗΛΕ. Μου λες πως θα πεθάνω· τί προσμένω;
ΧΟΡ. Στάσου να δεις την τύχη σου καθάρια.
ΗΛΕ. Πάει· μας νίκησαν· πού είν᾽ οι μαντατοφόροι;
760 ΧΟΡ. Θα φτάσουν· δύσκολο βασιλιά να σφάξεις.
(Έρχεται ο αγγελιαφόρος.)
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Δόξα και νίκη, κόρες της Μυκήνας.
Σ᾽ όλους τους φίλους φέρνω το μαντάτο
της νίκης του Ορέστη. Είναι στο χώμα
του Αγαμέμνονα ο φονιάς σφαγμένος,
ο Αίγισθος· τους θεούς δοξολογάτε.
ΗΛΕ. Ποιός είσαι συ; Και πώς μου λες αλήθεια;
ΑΓΓ. Δεν με γνωρίζεις; Του αδερφού σου ο δούλος.
ΗΛΕ. Καλέ μου, από τον φόβο δεν μπορούσα
να σε γνωρίσω· λοιπόν τώρα σε θυμάμαι.
Τί λες; Έχει στ᾽ αλήθεια του γονιού μου
ο πολυμίσητος φονιάς πεθάνει;
770 ΑΓΓ. Σκοτώθηκε· σ᾽ το ξαναλέω αφού το θέλεις.
ΗΛΕ. Ω! θεοί, κι εσύ που όλα τα βλέπεις Δίκη,
έφτασες επιτέλους. Με ποιόν τρόπο
και με τί φόνο σκότωσε του Θυέστη
τον γιο; Ζητάω να μάθω τώρα ετούτο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου