Γνωρίζουμε τη μεγάλη σημασία της διονυσιακής λατρείας στη Μακεδονία, όπου ανακρατούνταν έντονα τα στοιχεία του μαιναδισμού. Ποια όμως είναι η προέλευσή του; Είναι μια παράδοση που μεταφέρθηκε από βορρά προς νότο, με τη διέλευση του Διόνυσου από Θράκη και Μακεδονία και την κάθοδό του στη Θήβα; Ή, αντίστροφα, ήταν μια παράδοση που μεταφυτεύτηκε εκεί από μυκηναίους έποικους; Δεν αποκλείεται βέβαια να ταυτίστηκε και με επιχώριες πράξεις.
Από κείμενα (Σχόλια εις Λυκόφρων 1237* [E. Sheer], Λυκόφρων Αλεξάνδρα 1236-1239** [E. Sheer]) σχετικά με το θέμα συγκεντρώνουμε τις εξής πληροφορίες:
Λαφύστιες < λαφύσσω = μετά ποιού ήχου, αναρροφώ, λάπτω, απλήστως καταπίνω, καταβροχθίζω, σπαράσσω, μεταφορ., επί του πυρός, καταναλίσκω, αφανίζω, κατακαίω…, απλήστως εσθίω, τρώγω λαιμάργως… (Liddel – Scott, Μέγα Λεξικόν, λ. λαφύσσω). Λαφύστιος = λαίμαργος (Σούδα)
Μιμαλλών = «αι βάκχαι και βοηδρόμοι, ήτοι αι μετά βοής και εκπλήξεως, δια το κάτοχοι είναι, προϊούσαι δρόμωι» (Μέγα Ετυμολογικόν Λεξικόν = Λαμπροπούλου (1999, 658).
Κλώδωνες < κλώζω = κρώζω…, εκβάλλω όμοιον ήχον εις σημείον αποδοκιμασίας, συρίττω (Liddel – Scott, Μέγα Λεξικόν, λ. Κλώζω).
Μακέται: «αι Μακέται, αι καλούμενοι Μιμαλλόνες και Βασσάραι και Λυδαί, κατακεχυμέναι τας τρίχας και εστεφανωμέναι τινες μεν όφεσιν, αι δε μίλακι και αμπέλωι και κισσώι· κατείχον δε ταις χερσίν αι μεν εγχειρίδια, αι δε όφεις» (Λαμπροπούλου 1999, 659).
Βασσάραι = χιτών των εν Θράκηι βακχών, πιθανώς πεποιημένος εκ δέρματος αλώπεκος. Βασσαρικός = βακχικός (Liddel – Scott, Μέγα Λεξικόν, λ. βασσάρα. Πρβλ. το δράμα του Αισχύλου Βασσάραι ή Βασσαρίδες, όπου οι γυναικείοι χοροί ταυτίζονται με τις Μαινάδες που σπαράζουν τον Ορφέα).
----------------------------
*Σχόλια εις Λυκόφρων 1237
** Λυκόφρων Αλεξάνδρα 1236-1239
Ο Ευριπίδης έγραψε την τραγωδία Βάκχες κατά την παραμονή του στη Μακεδονία. Η τραγωδία, βέβαια, απευθυνόταν σε αθηναϊκό κοινό (στ. 266-272), ωστόσο δεν αποκλείεται το γεγονός ο Ευριπίδης να είδε πράγματι Μαινάδες να επιδίδονται σε «όργια» στα βουνά της Μακεδονίας, ενώ σε τέτοιου είδους τελετουργίες στη νότια Ελλάδα είχαν περιοριστεί οι αγριότητες κάτω από την τέλεσή τους υπό την αιγίδα της πόλης.
1. Μέσα βακχείας. α) Ενδυμασία: στ. 23-26, 105-113, 136, 150, 180, 696, 821-836, 910-945 (τομάρια ελαφιού, θύρσος, στεφάνια κισσού, κλαδιά δρυός ή ελάτου, στο κεφάλι μαλλί λευκότριχων βοστρύχων –Βασσάραι)· β) μουσική: στ. 120-133 (τύμπανα, αυλοί). Η αλλαγή στην ενδυμασία δείχνει την απομάκρυνση από την καθημερινή ζωή. Γνωστή είναι και η σημασία της μουσικής και του χορού στη συντροφικότητα και την ομαδικότητα, αλά και σε μια υπέρβαση σωματικών και πνευματικών ορίων (στ. 183-189 –ως και οι γέροντες χοροπηδούν), που εκδηλώνεται με την ορειβασία (Μιμαλλόνες), την αψήφιση του κρύου, του φόβου (λ.χ. από το κράτημα των φιδιών, στ. 698, 768 –Μακέται) και του πόνου –φωτιά καίει στα μαλλιά των βακχευτών χωρίς να νιώθουν κάψιμο (στ. 757).
2. Ο μαιναδισμός είναι ερωτικός και γυναικείος (στ. 217-232).
3. Επιφέρει μιαν ειρηνική συνύπαρξη με τη φύση, ακόμη και με τις άγριες πλευρές της (στ. 72-86, 143-168, 676-714, 1051-1056 –ο Διόνυσος παρέχει αφθονία σε υγρές τροφές, γάλα, κρασί, μέλι, που είναι βέβαια και οι προσφορές στους νεκρούς).
4. Υπάρχει και η βίαιη, «πολεμική» πλευρά του μαιναδισμού ως τιμωρία του θεού προς τους αρνητές του (στ. 135-141, 729-769, 1125-1147, 1170-1191, 1202-1302). Όσο διαρκεί, οι βακχευτές δεν αντιλαμβάνονται πόνο, η δύναμή τους πολλαπλασιάζεται, διαμελίζουν με τα χέρια ζώα και επιδίδονται σε ωμοφαγία (λαφύστιες) και αιματοποσία.
Από κείμενα (Σχόλια εις Λυκόφρων 1237* [E. Sheer], Λυκόφρων Αλεξάνδρα 1236-1239** [E. Sheer]) σχετικά με το θέμα συγκεντρώνουμε τις εξής πληροφορίες:
- Στη Βοιωτία υπάρχει όρος που ονομάζεται Λαφύστιον.
- Λατρεύεται ο Διόνυσος με το επίθετο Λαφύστιος ή Λαφυστίας.
- Στο όρος Κισσός της Μακεδονίας οι Μαινάδες ονομάζονται Λαφύστιες.
- Οι Λαφύστιες Μαινάδες κερατοφορούν μιμούμενες τον Διόνυσο πρόκειται μάλλον για κέρατα ταύρου, μια και ο Διόνυσος ενδύεται πολλές φορές τη μορφή του ταύρου.
Λαφύστιες < λαφύσσω = μετά ποιού ήχου, αναρροφώ, λάπτω, απλήστως καταπίνω, καταβροχθίζω, σπαράσσω, μεταφορ., επί του πυρός, καταναλίσκω, αφανίζω, κατακαίω…, απλήστως εσθίω, τρώγω λαιμάργως… (Liddel – Scott, Μέγα Λεξικόν, λ. λαφύσσω). Λαφύστιος = λαίμαργος (Σούδα)
Μιμαλλών = «αι βάκχαι και βοηδρόμοι, ήτοι αι μετά βοής και εκπλήξεως, δια το κάτοχοι είναι, προϊούσαι δρόμωι» (Μέγα Ετυμολογικόν Λεξικόν = Λαμπροπούλου (1999, 658).
Κλώδωνες < κλώζω = κρώζω…, εκβάλλω όμοιον ήχον εις σημείον αποδοκιμασίας, συρίττω (Liddel – Scott, Μέγα Λεξικόν, λ. Κλώζω).
Μακέται: «αι Μακέται, αι καλούμενοι Μιμαλλόνες και Βασσάραι και Λυδαί, κατακεχυμέναι τας τρίχας και εστεφανωμέναι τινες μεν όφεσιν, αι δε μίλακι και αμπέλωι και κισσώι· κατείχον δε ταις χερσίν αι μεν εγχειρίδια, αι δε όφεις» (Λαμπροπούλου 1999, 659).
Βασσάραι = χιτών των εν Θράκηι βακχών, πιθανώς πεποιημένος εκ δέρματος αλώπεκος. Βασσαρικός = βακχικός (Liddel – Scott, Μέγα Λεξικόν, λ. βασσάρα. Πρβλ. το δράμα του Αισχύλου Βασσάραι ή Βασσαρίδες, όπου οι γυναικείοι χοροί ταυτίζονται με τις Μαινάδες που σπαράζουν τον Ορφέα).
ἕτερος δὲ περὶ τούτων ἐστὶ λόγος͵ ὡς πᾶσαι μὲν αἱ τῇδε γυναῖκες ἔνοχοι τοῖς Ὀρφικοῖς οὖσαι καὶ τοῖς περὶ τὸν Διόνυσον ὀργιασμοῖς ἐκ τοῦ πάνυ παλαιοῦ͵ Κλώδωνές τε καὶ Μιμαλλόνες ἐπωνυ μίαν ἔχουσαι͵ πολλὰ ταῖς Ἠδωνίσι καὶ ταῖς περὶ τὸν 2.8 Αἷμον Θρῄσσαις ὅμοια δρῶσιν· ἀφ΄ ὧν δοκεῖ καὶ τὸ θρησκεύειν ὄνομα ταῖς κατακόροις γενέσθαι καὶ περιέργοις 2.9 ἱερουργίαις· ἡ δ΄ Ὀλυμπιὰς μᾶλλον ἑτέρων ζηλώσασα τὰς κατοχάς͵ καὶ τοὺς ἐνθουσιασμοὺς ἐξάγουσα βαρβαρικώ τερον͵ ὄφεις μεγάλους χειροήθεις ἐφείλκετο τοῖς θιάσοις͵ οἳ πολλάκις ἐκ τοῦ κιττοῦ καὶ τῶν μυστικῶν λίκνων παραναδυόμενοι καὶ περιελιττόμενοι τοῖς θύρσοις τῶν γυναικῶν καὶ τοῖς στεφάνοις͵ ἐξέπληττον τοὺς ἄνδρας.Η ετυμολογία αποκαλύπτει στοιχεία της διονυσιακής λατρείας, γνωστά και από τις πηγές, και που περιλαμβάνουν ως μέσα βακχείας την ενδυμασία και την κόμμωση, τη μουσική και τις άναρθρες κραυγές, την ορειβασία και μια ελευθερία σωματική, το κράτημα φιδιών, την ωμοφαγία. Τα στοιχεία αυτά τα βρίσκουμε συγκεντρωμένα στις Βάκχες*** του Ευριπίδη.
(Πλουτ. Αλέξ. 2.7.1-2.9.6)
[Μετάφραση]
Άλλη παράδοση σχετική με αυτά λέει πως όλες οι γυναίκες αυτές της περιοχής που ενέχονται στα ορφικά και στα διονυσιακά όργια από πολύ παλιά και έχουν την επωνυμία Κλώδωνες και Μιμαλλόνες, κάνουν πολλά πράγματα όμοια με τις Ηδωνίδες γυναίκες και τις Θρακιώτισσες που ζουν στην περιοχή του Αίμου· φαίνεται ότι απ’ αυτές και η θρησκευτική λατρεία έγινε συνώνυμο των οργιαστικών και αλλόκοτων τελετουργιών· η Ολυμπιάδα, λοιπόν, δείχνοντας ζήλο μεγαλύτερο από άλλους για την καταληψία και εξωθώντας την έκσταση σε πιο βαρβαρικούς τρόπους, έφερε στους βακχικούς θιάσους μεγάλα φίδια εξημερωμένα, τα οποία πολλές φορές έβγαιναν από τον κισσό και από τα κρυμμένα κάνιστρα, και καθώς τυλίγονταν γύρω από τις ράβδους των γυναικών και τα στεφάνια, τρόμαζαν τους άνδρες.
----------------------------
*Σχόλια εις Λυκόφρων 1237
Λαφύστιος ὁ Διόνυσος ἀπὸ τοῦ ἐν Βοιωτίᾳ Λαφυστίου όρους καὶ Λαφυστίας· ὁ Διόνυσος, ἀπὸ Λαφυστίου όρους Βοιωτίας, ὃθεν Λαφύστιαι αἱ ἐν Μακεδονίᾳ βάκχαι αἱ καὶ μιμαλόνες ἐκαλούντο διὰ τὸ μιμείσθαι αυτὰς τὸν Διόνυσον· κερατοφορούσι γάρ καὶ αύται κατά μίμησιν Διονύσου· ταυρόκρανος γὰρ φαντάζεται καὶ ζωγραφείται καὶ Ευριπίδης καὶ τωι κέρατι κρατί προσπεφυκέναι, κερατοφόρος δε αυτὸς εστιν, επειδή ὁ οίνος πινόμενος πολύς τους άνδρας εκμαίνει προς τας ετέρων γυναίκας εισέρχεσθαι. Και τας γυναίκας δε τας φιλοίνους οἱ άνδρες γνωρίζοντες επειδή εύρωσι κορεσθείσας, πέμπουσι μετ’ αυτών, ή κερασφόρος ὃτι τοις φιλοίνοις ἡ ἀλογία προσκείται δίκην τετραπόδων ζώων.
[Μετάφραση]
Ο Διόνυσος επονομάζεται Λαφύστιος, και Λαφυστίας, από το Λαφύστιο όρος που βρίσκεται στη Βοιωτία· ο Διόνυσος, από το Λαφύστιο όρος της Βοιωτίας, γι’ αυτό και προσαγορεύονταν Λαφύστιες οι Βάκχες στη Μακεδονία, οι οποίες καλούνταν και Μιμαλόνες, επειδή μιμούνταν τον Διόνυσο· γιατί φέρουν και αυτές κέρατα μιμούμενες τον Διόνυσο· γιατί και τον Ευριπίδη τον φαντάζονται και τον ζωγραφίζουν με κεφαλή ταύρου και ότι στο κεφάλι του φυτρώνει ένα κέρατο, και έχει αυτός το κέρατο, επειδή όταν οι άνδρες πίνουν πολύ κρασί καταλαμβάνονται από μανία και ορμάνε στις γυναίκες των άλλων. Και καθώς οι άνδρες γνωρίζουν τις γυναίκες που αγαπούν το κρασί, όταν τις βρουν μεθυσμένες, τις στέλνουν να πάνε με αυτούς, ή λέγεται κερασφόρος, επειδή όσοι αγαπάνε το κρασί, χάνουν τα λογικά τους και γίνονται σαν τετράποδα ζώα.
** Λυκόφρων Αλεξάνδρα 1236-1239
Όστις πρώτον μεν την νυν Αίνου πόλιν Μακεδονίας καλουμένην οικήσει παραγενόμενος ο Αινείας Μακεδονίας όρους παρά την εξοχήν Λαφύστιος ο Διόνυσος από τόπου εξ ου Λαφυστίας λέγει τας Βακχικάς τας κέρατα φορούσας γυναίκας Βάκχας εκ πόλεως, ή όνομα τόπου Μακεδονίας.*** Βάκχες
Ο Ευριπίδης έγραψε την τραγωδία Βάκχες κατά την παραμονή του στη Μακεδονία. Η τραγωδία, βέβαια, απευθυνόταν σε αθηναϊκό κοινό (στ. 266-272), ωστόσο δεν αποκλείεται το γεγονός ο Ευριπίδης να είδε πράγματι Μαινάδες να επιδίδονται σε «όργια» στα βουνά της Μακεδονίας, ενώ σε τέτοιου είδους τελετουργίες στη νότια Ελλάδα είχαν περιοριστεί οι αγριότητες κάτω από την τέλεσή τους υπό την αιγίδα της πόλης.
1. Μέσα βακχείας. α) Ενδυμασία: στ. 23-26, 105-113, 136, 150, 180, 696, 821-836, 910-945 (τομάρια ελαφιού, θύρσος, στεφάνια κισσού, κλαδιά δρυός ή ελάτου, στο κεφάλι μαλλί λευκότριχων βοστρύχων –Βασσάραι)· β) μουσική: στ. 120-133 (τύμπανα, αυλοί). Η αλλαγή στην ενδυμασία δείχνει την απομάκρυνση από την καθημερινή ζωή. Γνωστή είναι και η σημασία της μουσικής και του χορού στη συντροφικότητα και την ομαδικότητα, αλά και σε μια υπέρβαση σωματικών και πνευματικών ορίων (στ. 183-189 –ως και οι γέροντες χοροπηδούν), που εκδηλώνεται με την ορειβασία (Μιμαλλόνες), την αψήφιση του κρύου, του φόβου (λ.χ. από το κράτημα των φιδιών, στ. 698, 768 –Μακέται) και του πόνου –φωτιά καίει στα μαλλιά των βακχευτών χωρίς να νιώθουν κάψιμο (στ. 757).
2. Ο μαιναδισμός είναι ερωτικός και γυναικείος (στ. 217-232).
3. Επιφέρει μιαν ειρηνική συνύπαρξη με τη φύση, ακόμη και με τις άγριες πλευρές της (στ. 72-86, 143-168, 676-714, 1051-1056 –ο Διόνυσος παρέχει αφθονία σε υγρές τροφές, γάλα, κρασί, μέλι, που είναι βέβαια και οι προσφορές στους νεκρούς).
4. Υπάρχει και η βίαιη, «πολεμική» πλευρά του μαιναδισμού ως τιμωρία του θεού προς τους αρνητές του (στ. 135-141, 729-769, 1125-1147, 1170-1191, 1202-1302). Όσο διαρκεί, οι βακχευτές δεν αντιλαμβάνονται πόνο, η δύναμή τους πολλαπλασιάζεται, διαμελίζουν με τα χέρια ζώα και επιδίδονται σε ωμοφαγία (λαφύστιες) και αιματοποσία.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου