Τρίτη 14 Απριλίου 2020

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Ρητορική (1416a-1416b)

[XV] Περὶ δὲ διαβολῆς ἓν μὲν τὸ ἐξ ὧν ἄν τις ὑπόληψιν δυσχερῆ ἀπολύσαιτο (οὐθὲν γὰρ διαφέρει εἴτε εἰπόντος τινὸς εἴτε μή, ὥστε τοῦτο καθόλου)· ἄλλος τόπος ὥστε πρὸς τὰ ἀμφισβητούμενα ἀπαντᾶν, ἢ ὡς οὐκ ἔστιν, ἢ ὡς οὐ βλαβερὸν ἢ οὐ τούτῳ, ἢ ὡς οὐ τηλικοῦτον, ἢ οὐκ ἄδικον ἢ οὐ μέγα, ἢ οὐκ αἰσχρὸν ἢ οὐκ ἔχον μέγεθος· περὶ γὰρ τοιούτων ἡ ἀμφισβήτησις, ὥσπερ Ἰφικράτης πρὸς Ναυσικράτην· ἔφη γὰρ ποιῆσαι ὃ ἔλεγεν καὶ βλάψαι, ἀλλ᾽ οὐκ ἀδικεῖν. ἢ ἀντικαταλλάττεσθαι ἀδικοῦντα, εἰ βλαβερόν, ἀλλ᾽ οὖν καλόν, εἰ λυπηρόν, ἀλλ᾽ ὠφέλιμον, ἤ τι ἄλλο τοιοῦτον. ἄλλος τόπος ὡς ἐστὶν ἁμάρτημα ἢ ἀτύχημα ἢ ἀναγκαῖον, οἷον Σοφοκλῆς ἔφη τρέμειν οὐχ ὡς ὁ διαβάλλων ἔφη, ἵνα δοκῇ γέρων, ἀλλ᾽ ἐξ ἀνάγκης· οὐ γὰρ ἑκόντι εἶναι αὑτῷ ἔτη ὀγδοήκοντα. καὶ ἀντικαταλλάττεσθαι τὸ οὗ ἕνεκα, ὅτι οὐ βλάψαι ἐβούλετο ἀλλὰ τόδε, καὶ οὐ τοῦτο ὃ διεβάλλετο ποιῆσαι, συνέβη δὲ βλαβῆναι· «δίκαιον δὲ μισεῖν, εἰ ὅπως τοῦτο γένηται ἐποίουν.» ἄλλος, εἰ ἐμπεριείληπται ὁ διαβάλλων, ἢ νῦν ἢ πρότερον, ἢ αὐτὸς ἢ τῶν ἐγγύς τις. ἄλλος, εἰ ἄλλοι ἐμπεριλαμβάνονται οὓς ὁμολογοῦσιν μὴ ἐνόχους εἶναι τῇ διαβολῇ, οἷον εἰ, ὅτι καθάριος, ὁ ‹δεῖνα› μοιχός, καὶ ὁ δεῖνα ἄρα. ἄλλος, εἰ ἄλλους διέβαλεν ἢ ἄλλος ‹ἢ› αὐτός, ἢ ἄνευ διαβολῆς ὑπελαμβάνοντο ὥσπερ αὐτὸς νῦν, οἳ πεφήνασιν οὐκ ἔνοχοι. ἄλλος ἐκ τοῦ ἀντιδιαβάλλειν τὸν διαβάλλοντα· ἄτοπον γὰρ εἰ ὃς αὐτὸς ἄπιστος, οἱ τούτου λόγοι ἔσονται πιστοί. ἄλλος, εἰ γέγονεν κρίσις, ὥσπερ Εὐριπίδης πρὸς Ὑγιαίνοντα ἐν τῇ ἀντιδόσει κατηγοροῦντα ὡς ἀσεβής, ὅς γ᾽ ἐποίησε κελεύων ἐπιορκεῖν,

ἡ γλῶσσ᾽ ὀμώμοχ᾽, ἡ δὲ φρὴν ἀνώμοτος.

ἔφη γὰρ αὐτὸν ἀδικεῖν τὰς ἐκ τοῦ Διονυσιακοῦ ἀγῶνος κρίσεις εἰς τὰ δικαστήρια ἄγοντα· ἐκεῖ γὰρ αὐτῶν δεδωκέναι λόγον, ἢ δώσειν εἰ βούλεται κατηγορεῖν. ἄλλος ἐκ τοῦ διαβολῆς κατηγορεῖν, ἡλίκον, καὶ τοῦτο, ὅτι ἄλλας κρίσεις ποιεῖ, καὶ ὅτι οὐ πιστεύει τῷ πράγματι.

Κοινὸς

[1416b] δ᾽ ἀμφοῖν [ὁ] τόπος τὸ σύμβολα λέγειν, οἷον ἐν τῷ Τεύκρῳ ὁ Ὀδυσσεὺς ὅτι οἰκεῖος τῷ Πριάμῳ· ἡ γὰρ Ἡσιόνη ἀδελφή· ὁ δὲ ὅτι ὁ πατὴρ ἐχθρὸς τῷ Πριάμῳ, ὁ Τελαμών, καὶ ὅτι οὐ κατεῖπε τῶν κατασκόπων.

Ἄλλος τῷ διαβάλλοντι, τὸ ἐπαινοῦντα μικρὸν μακρῶς ψέξαι μέγα συντόμως, ἢ πολλὰ ἀγαθὰ προθέντα, ὃ εἰς τὸ πρᾶγμα προφέρει ἓν ψέξαι. τοιοῦτοι δὲ οἱ τεχνικώτατοι καὶ ἀδικώτατοι· τοῖς ἀγαθοῖς γὰρ βλάπτειν πειρῶνται, μιγνύντες αὐτὰ τῷ κακῷ.

Κοινὸν δὲ τῷ διαβάλλοντι καὶ τῷ ἀπολυομένῳ, ἐπειδὴ τὸ αὐτὸ ἐνδέχεται πλειόνων ἕνεκα πραχθῆναι, τῷ μὲν διαβάλλοντι κακοηθιστέον ἐπὶ τὸ χεῖρον ἐκλαμβάνοντι, τῷ δὲ ἀπολυομένῳ ἐπὶ τὸ βέλτιον, οἷον ὅτι ὁ Διομήδης τὸν Ὀδυσσέα προείλετο, τῷ μὲν ὅτι διὰ τὸ ἄριστον ὑπολαμβάνειν τὸν Ὀδυσσέα, τῷ δ᾽ ὅτι οὕ, ἀλλὰ διὰ τὸ μόνον μὴ ἀνταγωνιστεῖν ὡς φαῦλον. καὶ περὶ μὲν διαβολῆς εἰρήσθω τοσαῦτα.

***
[15] Για την ανασκευή μιας κατηγορίας ένας τόπος είναι η χρησιμοποίηση των επιχειρημάτων με τα οποία θα μπορούσε κανείς να απαλλάξει τον εαυτό του από μια δυσάρεστη για το άτομό του γνώμη — στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει καμιά διαφορά αν η γνώμη αυτή έχει ήδη διατυπωθεί από κάποιον ή όχι· πρόκειται, άρα, για έναν κανόνα με γενική ισχύ. Ένας άλλος τόπος, προκειμένου να ανασκευάσει κανείς κάποιους ισχυρισμούς, είναι να υποστηρίξει ότι το πράγμα είναι ανύπαρκτο, ότι δεν είναι κάτι το επιζήμιο ή, έστω, επιζήμιο για το συγκεκριμένο πρόσωπο, ότι δεν έχει τις διαστάσεις που του αποδίδονται, ότι δεν είναι αντίθετο με το δίκαιο ή τουλάχιστο σε τόσο μεγάλο βαθμό, ότι δεν είναι επονείδιστο, ότι δεν είναι κάτι το σημαντικό. Από τέτοιου είδους πράγματα ξεκινάει η αμφισβήτηση. Έτσι ακριβώς, π.χ., ο Ιφικράτης, υπερασπιζόμενος τον εαυτόν του απέναντι στον Ναυσικράτη, παραδεχόταν ότι έκανε αυτό που έλεγε εκείνος και ότι τον έβλαψε, αρνιόταν όμως ότι η πράξη του ήταν αντίθετη με το δίκαιο. Ή, επίσης, να φέρνει ένα αντιστάθμισμα για την αδικία που έκανε, λέγοντας ότι και αν ακόμη η πράξη του προκάλεσε βλάβη, ήταν πάντως μια πράξη έντιμη, ή ότι και αν ακόμη η πράξη του ήταν δυσάρεστη στον άλλον, τελικά ήταν μια πράξη ωφέλιμη — ή άλλα τέτοια παρόμοια. Ένας άλλος τόπος είναι να υποστηρίζει κανείς ότι η πράξη έγινε από λάθος, από ατυχία ή από εξαναγκασμό. Παράδειγμα ο Σοφοκλής, που έλεγε ότι έτρεμε όχι, όπως ισχυριζόταν ο κατήγορός του, για να φανεί γέρος, αλλά γιατί δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς: δεν ήταν βέβαια από δική του θέληση το ότι ήταν ογδόντα χρονών. Επίσης, να φέρνει ως αντιστάθμισμα τον λόγο της πράξης του, λέγοντας ότι δεν ήταν στις προθέσεις του το να βλάψει, αλλ᾽ ότι ήθελε να κάνει το και το, και πάντως όχι αυτό που τον κατηγορούν ότι έκανε, και ότι η βλάβη ήταν απλώς συμπτωματική· «Θα είχατε δίκαιο να με μισείτε, αν είχα κάνει το παν για να συμβεί αυτό που συνέβη». Ένας άλλος τόπος είναι αν εμπλέκεται ο κατήγορος, τώρα ή παλαιότερα, ο ίδιος ή κάποιος από τους ανθρώπους του κοντινού του περιβάλλοντος. Άλλος τόπος: αν εμπλέκονται κάποιοι άλλοι, για τους οποίους όμως γίνεται αποδεκτό ότι δεν βαρύνονται με την κατηγορία αυτή· αν, π.χ., ο τάδε είναι μοιχός, επειδή είναι καθαρός και περιποιημένος, τότε και ο τάδε. Άλλος τόπος: αν κάποιος άλλος ή ο ίδιος κατηγόρησε άλλους, ή αν κάποιοι, δίχως να διατυπωθεί εναντίον τους κατηγορία, θεωρούνταν ένοχοι για το ίδιο όπως και αυτός τώρα αδίκημα, στη συνέχεια όμως αποδείχτηκε ότι δεν ήταν ένοχοι. Ένας άλλος τόπος είναι να αντιμετωπίζεται η κατηγορία με κατηγορία· γιατί θα είναι, βέβαια, παράλογο να θεωρηθούν αξιόπιστα τα λόγια ενός ανθρώπου που ο ίδιος δεν είναι αξιόπιστος. Άλλος τόπος: αν υπήρξε ήδη κρίση στο παρελθόν· ο Ευριπίδης, π.χ., όταν ο Υγιαίνων στη δίκη για την ανταλλαγή των περιουσιών τους τον κατηγόρησε ως ασεβή με το επιχείρημα ότι με τον στίχο του

 Η γλώσσα μου ορκίστηκε, όχι η καρδιά μου

 σύστηνε την επιορκία, του έδωσε την απάντηση ότι διαπράττει αδίκημα φέρνοντας στα δικαστήρια τις αποφάσεις των Διονυσιακών αγώνων· γιατί ο ίδιος είχε ήδη δώσει εκεί, ή θα μπορούσε να δώσει εκεί λόγο για ό,τι είχε πει, αν αυτός ήθελε να διατυπώσει κατηγορία εναντίον του. Ένας άλλος τόπος βασίζεται στην καταγγελία της συκοφαντικής κατηγορίας: να πει τί κακό πράγμα είναι, και αυτό, κυρίως γιατί οδηγεί σε άλλου είδους κρίσεις και μειώνει την εμπιστοσύνη στα πραγματικά δεδομένα.

Ένας κοινός

[1416b] και για τους δύο τόπος είναι να προσάγουν αποδεικτικά σημάδια. Παράδειγμα: Στον Τεύκρο ο Οδυσσέας ισχυρίζεται ότι ο Τεύκρος είναι συγγενής του Πρίαμου, αφού η Ησιόνη είναι αδελφή του Πρίαμου· και εκείνος απαντάει ότι ο πατέρας του, ο Τελαμώνας, ήταν εχθρός του Πρίαμου και ότι, πάντως, δεν κατέδωσε τους κατασκόπους. Ένας άλλος τόπος —για τον κατήγορο αυτός— είναι να κάνει πρώτα έναν μακρύ έπαινο για ένα ασήμαντο πράγμα και ύστερα να ψέξει εν συντομία ένα πράγμα σημαντικό, ή, αφού πρώτα εκθέσει πολλά καλά, να ψέξει το ένα, αυτό που έχει ιδιαίτερη σχέση με την υπόθεση. Τέτοιου είδους τακτική ακολουθούν οι πιο δεινοί κάτοχοι της ρητορικής τέχνης, αυτοί όμως είναι και οι πιο αδίστακτοι στο να διαπράξουν αδικία: οι άνθρωποι αυτοί προσπαθούν να βλάψουν μέσω των καλών, αναμειγνύοντάς τα με το κακό. Ένας άλλος τόπος, κοινός και γι᾽ αυτόν που διατυπώνει κατηγορία και γι᾽ αυτόν που προσπαθεί να την ανασκευάσει, είναι ο ακόλουθος: επειδή μια πράξη μπορεί να έγινε για πολλούς λόγους, ο κατήγορος πρέπει να τη μειώνει δίνοντας τη χειρότερη ερμηνεία, ενώ αυτός που θέλει να ανασκευάσει την κατηγορία πρέπει να της δίνει την καλύτερη ερμηνεία. Παράδειγμα: Για το ότι ο Διομήδης διάλεξε τον Οδυσσέα ως συνοδό του, ένας ρήτορας θα μπορούσε να πει ότι το έκανε γιατί θεωρούσε τον Οδυσσέα τον πιο καλό από όλους, ενώ ένας άλλος θα μπορούσε να πει πως όχι γι᾽ αυτό, αλλά γιατί, ως κατώτερος, ήταν ο μόνος που δεν θα μπορούσε να τον ανταγωνισθεί.

Για το θέμα της διατύπωσης κατηγορίας και της ανασκευής της ας θεωρηθούν αρκετά αυτά που είπαμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου