ΘΕΟΝΟΗ
865ἡγοῦ σύ μοι φέρουσα λαμπτήρων σέλας
θείου τε σεμνὸν θεσμὸν αἰθέρος μυχούς,
ὡς πνεῦμα καθαρὸν οὐρανοῦ δεξώμεθα·
σὺ δ᾽ αὖ κέλευθον εἴ τις ἔβλαψεν ποδὶ
στείβων ἀνοσίωι, δὸς καθαρσίωι φλογί,
870 κροῦσόν τε πεύκην, ἵνα διεξέλθω, πάρος·
νόμον δὲ τὸν ἐμὸν θεοῖσιν ἀποδοῦσαι πάλιν
ἐφέστιον φλόγ᾽ ἐς δόμους κομίζετε.
Ἑλένη, τί τἀμά—πῶς ἔχει; —θεσπίσματα;
ἥκει πόσις σὸς Μενέλεως ὅδ᾽ ἐμφανής,
875 νεῶν στερηθεὶς τοῦ τε σοῦ μιμήματος.
ὦ τλῆμον, οἵους διαφυγὼν ἦλθες πόνους,
οὐδ᾽ οἶσθα νόστον οἴκαδ᾽ εἴτ᾽ αὐτοῦ μενεῖς·
ἔρις γὰρ ἐν θεοῖς σύλλογός τε σοῦ πέρι
ἔσται πάρεδρος Ζηνὶ τῶιδ᾽ ἐν ἤματι.
880 Ἥρα μέν, ἥ σοι δυσμενὴς πάροιθεν ἦν,
νῦν ἐστιν εὔνους κἀς πάτραν σῶσαι θέλει
ξὺν τῆιδ᾽, ἵν᾽ Ἑλλὰς τοὺς Ἀλεξάνδρου γάμους
δώρημα Κύπριδος ψευδονύμφευτον μάθηι·
Κύπρις δὲ νόστον σὸν διαφθεῖραι θέλει,
885 ὡς μὴ ᾽ξελεγχθῆι μηδὲ πριαμένη φανῆι
τὸ κάλλος Ἑλένης οὕνεκ᾽ ἀνονήτοις γάμοις.
τέλος δ᾽ ἐφ᾽ ἡμῖν εἴθ᾽, ἃ βούλεται Κύπρις,
λέξασ᾽ ἀδελφῶι ‹σ᾽› ἐνθάδ᾽ ὄντα διολέσω
εἴτ᾽ αὖ μεθ᾽ Ἥρας στᾶσα σὸν σώσω βίον,
890 κρύψασ᾽ ὅμαιμον, ὅς με προστάσσει τάδε
εἰπεῖν, ὅταν γῆν τήνδε νοστήσας τύχηις.
τίς εἶσ᾽ ἀδελφῶι τόνδε σημανῶν ἐμῶι
παρόνθ᾽, ὅπως ἂν τοὐμὸν ἀσφαλῶς ἔχηι;
***
(Βγαίνει με ακόλουθες η Θεονόη.)
ΘΕΟΝΟΗ
Πήγαινε μπρος εσύ να μου φωτίζεις
και κατά την πρεπούμενη συνήθεια
μες στον αιθέρα ανέμιζε το θειάφι,
για να ᾽ρθουν τ᾽ ουρανού πνοές καθάριες·
με τη φωτιά καθάρισε τον δρόμο,
ανόσιο αν τον μόλυνε ποδάρι,
και τον δαυλό μπροστά μου δώθε κείθε
870 κούνησε να περάσω. Έτσι τιμώντας
τους θεούς, όπως ορίζω, πάλι μέσα
την ιερή να πάτε φλόγα. Ελένη,
τί λες για τα μαντέματά μου; Νά τος
ο άντρας σου ο Μενέλαος, έχει χάσει
το είδωλό σου κι όλα τα καράβια.
Ξέφυγες συμφορές, δυστυχισμένε,
κι ήρθες χωρίς να ξέρεις αν θα μείνεις
ή θα γυρίσεις πίσω στην πατρίδα·
υπάρχει αμάχη στους θεούς για σένα,
θα συναχτούν τη μέρα αυτή κι ο Δίας
θα λάβει την απόφασή του. Η Ήρα,
880 που πρώτα σε κατέτρεχε, σε στέργει
τώρα και θέλει να γυρίσεις πάλι
στον τόπου σου μ᾽ αυτήν κι όλη η Ελλάδα
να μάθει πως του Πάρη ο γάμος, δώρο
της Αφροδίτης, ήταν ένα ψέμα·
η Κύπριδα γυρεύει να εμποδίσει
τον γυρισμό σου, για να μη φανεί έτσι
πως με τον μάταιο γάμο της Ελένης
της ομορφιάς επήρε το βραβείο.
Η τύχη σου όμως κρέμεται από μένα·
στον αδερφό μου άμα σε φανερώσω,
χάθηκες, που το θέλει κι η Αφροδίτη,
κι αν πάω με την Ήρα, θα σε σώσω
890 σωπαίνοντας παρά την προσταγή του,
να του το πω στη χώρα όταν θα φτάσεις.
Γιά να σιγουρευτώ κι εγώ, ποιός τάχα
θα τρέξει να του πει τον ερχομό του;
865ἡγοῦ σύ μοι φέρουσα λαμπτήρων σέλας
θείου τε σεμνὸν θεσμὸν αἰθέρος μυχούς,
ὡς πνεῦμα καθαρὸν οὐρανοῦ δεξώμεθα·
σὺ δ᾽ αὖ κέλευθον εἴ τις ἔβλαψεν ποδὶ
στείβων ἀνοσίωι, δὸς καθαρσίωι φλογί,
870 κροῦσόν τε πεύκην, ἵνα διεξέλθω, πάρος·
νόμον δὲ τὸν ἐμὸν θεοῖσιν ἀποδοῦσαι πάλιν
ἐφέστιον φλόγ᾽ ἐς δόμους κομίζετε.
Ἑλένη, τί τἀμά—πῶς ἔχει; —θεσπίσματα;
ἥκει πόσις σὸς Μενέλεως ὅδ᾽ ἐμφανής,
875 νεῶν στερηθεὶς τοῦ τε σοῦ μιμήματος.
ὦ τλῆμον, οἵους διαφυγὼν ἦλθες πόνους,
οὐδ᾽ οἶσθα νόστον οἴκαδ᾽ εἴτ᾽ αὐτοῦ μενεῖς·
ἔρις γὰρ ἐν θεοῖς σύλλογός τε σοῦ πέρι
ἔσται πάρεδρος Ζηνὶ τῶιδ᾽ ἐν ἤματι.
880 Ἥρα μέν, ἥ σοι δυσμενὴς πάροιθεν ἦν,
νῦν ἐστιν εὔνους κἀς πάτραν σῶσαι θέλει
ξὺν τῆιδ᾽, ἵν᾽ Ἑλλὰς τοὺς Ἀλεξάνδρου γάμους
δώρημα Κύπριδος ψευδονύμφευτον μάθηι·
Κύπρις δὲ νόστον σὸν διαφθεῖραι θέλει,
885 ὡς μὴ ᾽ξελεγχθῆι μηδὲ πριαμένη φανῆι
τὸ κάλλος Ἑλένης οὕνεκ᾽ ἀνονήτοις γάμοις.
τέλος δ᾽ ἐφ᾽ ἡμῖν εἴθ᾽, ἃ βούλεται Κύπρις,
λέξασ᾽ ἀδελφῶι ‹σ᾽› ἐνθάδ᾽ ὄντα διολέσω
εἴτ᾽ αὖ μεθ᾽ Ἥρας στᾶσα σὸν σώσω βίον,
890 κρύψασ᾽ ὅμαιμον, ὅς με προστάσσει τάδε
εἰπεῖν, ὅταν γῆν τήνδε νοστήσας τύχηις.
τίς εἶσ᾽ ἀδελφῶι τόνδε σημανῶν ἐμῶι
παρόνθ᾽, ὅπως ἂν τοὐμὸν ἀσφαλῶς ἔχηι;
***
(Βγαίνει με ακόλουθες η Θεονόη.)
ΘΕΟΝΟΗ
Πήγαινε μπρος εσύ να μου φωτίζεις
και κατά την πρεπούμενη συνήθεια
μες στον αιθέρα ανέμιζε το θειάφι,
για να ᾽ρθουν τ᾽ ουρανού πνοές καθάριες·
με τη φωτιά καθάρισε τον δρόμο,
ανόσιο αν τον μόλυνε ποδάρι,
και τον δαυλό μπροστά μου δώθε κείθε
870 κούνησε να περάσω. Έτσι τιμώντας
τους θεούς, όπως ορίζω, πάλι μέσα
την ιερή να πάτε φλόγα. Ελένη,
τί λες για τα μαντέματά μου; Νά τος
ο άντρας σου ο Μενέλαος, έχει χάσει
το είδωλό σου κι όλα τα καράβια.
Ξέφυγες συμφορές, δυστυχισμένε,
κι ήρθες χωρίς να ξέρεις αν θα μείνεις
ή θα γυρίσεις πίσω στην πατρίδα·
υπάρχει αμάχη στους θεούς για σένα,
θα συναχτούν τη μέρα αυτή κι ο Δίας
θα λάβει την απόφασή του. Η Ήρα,
880 που πρώτα σε κατέτρεχε, σε στέργει
τώρα και θέλει να γυρίσεις πάλι
στον τόπου σου μ᾽ αυτήν κι όλη η Ελλάδα
να μάθει πως του Πάρη ο γάμος, δώρο
της Αφροδίτης, ήταν ένα ψέμα·
η Κύπριδα γυρεύει να εμποδίσει
τον γυρισμό σου, για να μη φανεί έτσι
πως με τον μάταιο γάμο της Ελένης
της ομορφιάς επήρε το βραβείο.
Η τύχη σου όμως κρέμεται από μένα·
στον αδερφό μου άμα σε φανερώσω,
χάθηκες, που το θέλει κι η Αφροδίτη,
κι αν πάω με την Ήρα, θα σε σώσω
890 σωπαίνοντας παρά την προσταγή του,
να του το πω στη χώρα όταν θα φτάσεις.
Γιά να σιγουρευτώ κι εγώ, ποιός τάχα
θα τρέξει να του πει τον ερχομό του;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου