ΕΛ. πτεροφόροι νεάνιδες, [στρ. α]
παρθένοι Χθονὸς κόραι,
Σειρῆνες, εἴθ᾽ ἐμοῖς
170 †γόοις μόλοιτ᾽ ἔχουσαι Λίβυν
λωτὸν ἢ σύριγγας ἢ
φόρμιγγας αἰλίνοις κακοῖς†
τοῖς ἐμοῖσι σύνοχα δάκρυα,
πάθεσι πάθεα, μέλεσι μέλεα,
μουσεῖα θρηνήμα-
σι ξυνωιδά, πέμψαιτε
175 Φερσέφασσα †φονία χάριτας†
ἵν᾽ ἐπὶ δάκρυσι παρ᾽ ἐμέθεν ὑπὸ
μέλαθρα νύχια παιᾶνα
νέκυσιν ὀλομένοις λάβηι.
ΧΟΡΟΣ
κυανοειδὲς ἀμφ᾽ ὕδωρ [ἀντ. α]
180 ἔτυχον ἕλικά τ᾽ ἀνὰ χλόαν
φοίνικας ἁλίωι
†πέπλους χρυσέαισιν αὐγαῖς
θάλπουσ᾽
ἀμφὶ δόνακος ἔρνεσιν·
ἔνθεν οἰκτρὸν ὅμαδον ἔκλυον,
185 ἄλυρον ἔλεγον, ὅτι ποτ᾽ ἔλακεν
‹ . . . › αἰάγμα-
σι στένουσα νύμφα τις
οἷα Ναῒς ὄρεσι †φυγάδα
γάμων† ἱεῖσα γοερόν, ὑπὸ δὲ
πέτρινα γύαλα κλαγγαῖσι
190 Πανὸς ἀναβοᾶι γάμους.
***
ΕΛΕ. Σειρήνες, φτερωτές κόρες της Γης, ελάτε
με φόρμιγγες, φλογέρες λωτοκάμωτες,
170 με αυλούς συντρόφισσες στον πόνο μου,
ζυγιάζοντας συνταιριαστούς
θρήνους στα μαύρα μου δεινά.
Στις συμφορές μου δάκρυα
να ᾽στελνε η Περσεφόνη,
λυπητερούς, μακρόσυρτους
σκοπούς να συνοδέψουνε
τα κλάιματά μου και από με
να πάρει σαν αντίχαρη
στ᾽ ανήλιαγα παλάτια της
πικρό πικρό τραγούδισμα
για τους βαριόμοιρους νεκρούς.
(Μπαίνει ο χορός.)
ΧΟΡΟΣ
Κοντά στη γαλανή ακροθαλασσιά
σε τρυφερά καλάμια απάνω
180 και στη σγουρή τη χλόη κάποτες
άπλωνα ρούχα κόκκινα στον ήλιο
να τα στεγνώσουν οι χρυσές αχτίδες·
τότε άκουσα μια πονεμένη
βαθιά φωνή, σπαραχτική,
σα βογγητό και μοιρολόι,
καθώς μια νύμφη, μια νεράιδα
τρέχει θρηνώντας στα βουνά
ή μέσα στις βραχοσπηλιές
σκούζει και στηθοδέρνεται,
γιατί σε στρώμα ερωτικό
190 τραχιά τη σέρνει ο Πάνας.
παρθένοι Χθονὸς κόραι,
Σειρῆνες, εἴθ᾽ ἐμοῖς
170 †γόοις μόλοιτ᾽ ἔχουσαι Λίβυν
λωτὸν ἢ σύριγγας ἢ
φόρμιγγας αἰλίνοις κακοῖς†
τοῖς ἐμοῖσι σύνοχα δάκρυα,
πάθεσι πάθεα, μέλεσι μέλεα,
μουσεῖα θρηνήμα-
σι ξυνωιδά, πέμψαιτε
175 Φερσέφασσα †φονία χάριτας†
ἵν᾽ ἐπὶ δάκρυσι παρ᾽ ἐμέθεν ὑπὸ
μέλαθρα νύχια παιᾶνα
νέκυσιν ὀλομένοις λάβηι.
ΧΟΡΟΣ
κυανοειδὲς ἀμφ᾽ ὕδωρ [ἀντ. α]
180 ἔτυχον ἕλικά τ᾽ ἀνὰ χλόαν
φοίνικας ἁλίωι
†πέπλους χρυσέαισιν αὐγαῖς
θάλπουσ᾽
ἀμφὶ δόνακος ἔρνεσιν·
ἔνθεν οἰκτρὸν ὅμαδον ἔκλυον,
185 ἄλυρον ἔλεγον, ὅτι ποτ᾽ ἔλακεν
‹ . . . › αἰάγμα-
σι στένουσα νύμφα τις
οἷα Ναῒς ὄρεσι †φυγάδα
γάμων† ἱεῖσα γοερόν, ὑπὸ δὲ
πέτρινα γύαλα κλαγγαῖσι
190 Πανὸς ἀναβοᾶι γάμους.
***
ΕΛΕ. Σειρήνες, φτερωτές κόρες της Γης, ελάτε
με φόρμιγγες, φλογέρες λωτοκάμωτες,
170 με αυλούς συντρόφισσες στον πόνο μου,
ζυγιάζοντας συνταιριαστούς
θρήνους στα μαύρα μου δεινά.
Στις συμφορές μου δάκρυα
να ᾽στελνε η Περσεφόνη,
λυπητερούς, μακρόσυρτους
σκοπούς να συνοδέψουνε
τα κλάιματά μου και από με
να πάρει σαν αντίχαρη
στ᾽ ανήλιαγα παλάτια της
πικρό πικρό τραγούδισμα
για τους βαριόμοιρους νεκρούς.
(Μπαίνει ο χορός.)
ΧΟΡΟΣ
Κοντά στη γαλανή ακροθαλασσιά
σε τρυφερά καλάμια απάνω
180 και στη σγουρή τη χλόη κάποτες
άπλωνα ρούχα κόκκινα στον ήλιο
να τα στεγνώσουν οι χρυσές αχτίδες·
τότε άκουσα μια πονεμένη
βαθιά φωνή, σπαραχτική,
σα βογγητό και μοιρολόι,
καθώς μια νύμφη, μια νεράιδα
τρέχει θρηνώντας στα βουνά
ή μέσα στις βραχοσπηλιές
σκούζει και στηθοδέρνεται,
γιατί σε στρώμα ερωτικό
190 τραχιά τη σέρνει ο Πάνας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου