Το ύφος του πεζού λόγου: κεφ. 2-12
[1404b] [II] Ἔστω οὖν ἐκεῖνα τεθεωρημένα καὶ ὡρίσθω λέξεως ἀρετὴ σαφῆ εἶναι (σημεῖον γάρ τι ὁ λόγος ὤν, ἐὰν μὴ δηλοῖ οὐ ποιήσει τὸ ἑαυτοῦ ἔργον), καὶ μήτε ταπεινὴν μήτε ὑπὲρ τὸ ἀξίωμα, ἀλλὰ πρέπουσαν· ἡ γὰρ ποιητικὴ ἴσως οὐ ταπεινή, ἀλλ᾽ οὐ πρέπουσα λόγῳ. τῶν δ᾽ ὀνομάτων καὶ ῥημάτων σαφῆ μὲν ποιεῖ τὰ κύρια, μὴ ταπεινὴν δὲ ἀλλὰ κεκοσμημένην τἆλλα ὀνόματα ὅσα εἴρηται ἐν τοῖς περὶ ποιητικῆς· τὸ γὰρ ἐξαλλάξαι ποιεῖ φαίνεσθαι σεμνοτέραν· ὥσπερ γὰρ πρὸς τοὺς ξένους οἱ ἄνθρωποι καὶ πρὸς τοὺς πολίτας, τὸ αὐτὸ πάσχουσιν καὶ πρὸς τὴν λέξιν· διὸ δεῖ ποιεῖν ξένην τὴν διάλεκτον· θαυμασταὶ γὰρ τῶν ἀπόντων εἰσίν, ἡδὺ δὲ τὸ θαυμαστόν ἐστιν. ἐπὶ μὲν οὖν τῶν μέτρων πολλά τε ποιεῖται οὕτω καὶ ἁρμόττει ἐκεῖ (πλέον γὰρ ἐξέστηκεν περὶ ἃ καὶ περὶ οὓς ὁ λόγος), ἐν δὲ τοῖς ψιλοῖς λόγοις πολλῷ ἐλάττω· ἡ γὰρ ὑπόθεσις ἐλάττων, ἐπεὶ καὶ ἐνταῦθα, εἰ δοῦλος καλλιεποῖτο ἢ λίαν νέος, ἀπρεπέστερον, ἢ περὶ λίαν μικρῶν· ἀλλ᾽ ἔστι καὶ ἐν τούτοις ἐπισυστελλόμενον καὶ αὐξανόμενον τὸ πρέπον· διὸ δεῖ λανθάνειν ποιοῦντας, καὶ μὴ δοκεῖν λέγειν πεπλασμένως ἀλλὰ πεφυκότως (τοῦτο γὰρ πιθανόν, ἐκεῖνο δὲ τοὐναντίον· ὡς γὰρ πρὸς ἐπιβουλεύοντα διαβάλλονται, καθάπερ πρὸς τοὺς οἴνους τοὺς μεμιγμένους), καὶ οἷον ἡ Θεοδώρου φωνὴ πέπονθε πρὸς τὴν τῶν ἄλλων ὑποκριτῶν· ἡ μὲν γὰρ τοῦ λέγοντος ἔοικεν εἶναι, αἱ δ᾽ ἀλλότριαι. κλέπτεται δ᾽ εὖ, ἐάν τις ἐκ τῆς εἰωθυίας διαλέκτου ἐκλέγων συντιθῇ· ὅπερ Εὐριπίδης ποιεῖ καὶ ὑπέδειξε πρῶτος.
Ὄντων δ᾽ ὀνομάτων καὶ ῥημάτων ἐξ ὧν ὁ λόγος συνέστηκεν, τῶν δὲ ὀνομάτων τοσαῦτ᾽ ἐχόντων εἴδη ὅσα τεθεώρηται ἐν τοῖς περὶ ποιήσεως, τούτων γλώτταις μὲν καὶ διπλοῖς ὀνόμασι καὶ πεποιημένοις ὀλιγάκις καὶ ὀλιγαχοῦ χρηστέον (ὅπου δέ, ὕστερον ἐροῦμεν, τό τε διὰ τί εἴρηται· ἐπὶ τὸ μεῖζον γὰρ ἐξαλλάττει τοῦ πρέποντος), τὸ δὲ κύριον καὶ τὸ οἰκεῖον καὶ μεταφορὰ μόνα χρήσιμα πρὸς τὴν τῶν ψιλῶν λόγων λέξιν. σημεῖον δ᾽ ὅτι τούτοις μόνοις πάντες χρῶνται· πάντες γὰρ μεταφοραῖς διαλέγονται καὶ τοῖς οἰκείοις καὶ τοῖς κυρίοις, ὥστε δῆλον ὡς ἂν εὖ ποιῇ τις, ἔσται τε ξενικὸν καὶ λανθάνειν ἐνδέξεται καὶ σαφηνιεῖ· αὕτη δ᾽ ἦν ἡ τοῦ ῥητορικοῦ λόγου ἀρετή. τῶν δ᾽ ὀνομάτων τῷ μὲν σοφιστῇ ὁμωνυμίαι χρήσιμοι (παρὰ ταύτας γὰρ κακουργεῖ), τῷ ποιητῇ δὲ συνωνυμίαι, λέγω δὲ κύριά τε καὶ συνώνυμα
[1405a] οἷον τὸ πορεύεσθαι καὶ τὸ βαδίζειν· ταῦτα γὰρ ἀμφότερα καὶ κύρια καὶ συνώνυμα ἀλλήλοις.
Τί μὲν οὖν τούτων ἕκαστόν ἐστι, καὶ πόσα εἴδη μεταφορᾶς, καὶ ὅτι τοῦτο πλεῖστον δύναται καὶ ἐν ποιήσει καὶ ἐν λόγοις, [αἱ μεταφοραί,] εἴρηται, καθάπερ ἐλέγομεν, ἐν τοῖς περὶ ποιητικῆς· τοσούτῳ δ᾽ ἐν λόγῳ δεῖ μᾶλλον φιλοπονεῖσθαι περὶ αὐτῶν, ὅσῳ ἐξ ἐλαττόνων βοηθημάτων ὁ λόγος ἐστὶ τῶν μέτρων· καὶ τὸ σαφὲς καὶ τὸ ἡδὺ καὶ τὸ ξενικὸν ἔχει μάλιστα ἡ μεταφορά, καὶ λαβεῖν οὐκ ἔστιν αὐτὴν παρ᾽ ἄλλου. δεῖ δὲ καὶ τὰ ἐπίθετα καὶ τὰς μεταφορὰς ἁρμοττούσας λέγειν. τοῦτο δ᾽ ἔσται ἐκ τοῦ ἀνάλογον· εἰ δὲ μή, ἀπρεπὲς φανεῖται διὰ τὸ παρ᾽ ἄλληλα τὰ ἐναντία μάλιστα φαίνεσθαι.
***
[1404b] [2] Ας αρκεσθούμε λοιπόν στις παρατηρήσεις εκείνες και ας δώσουμε τώρα τον ορισμό ότι αρετή του λόγου είναι το να είναι σαφής (γιατί, καθώς ο λόγος είναι ένα σημείο, αν δεν κάνει φανερό αυτό που θέλει να πει, δεν θα επιτελέσει το έργο του). Πρέπει, επίσης, ο λόγος να μην είναι φτηνός, ούτε όμως και πάνω από το μέτρο που ταιριάζει στο θέμα, αλλά ο πρέπων· γιατί το ποιητικό ύφος δεν είναι, βέβαια, φτηνό, δεν ταιριάζει όμως στον ρητορικό λόγο.
Ονόματα και ρήματα που κάνουν σαφή τον λόγο είναι αυτά που κυριολεκτούν και χρησιμοποιούνται με τη συνήθη σημασία τους· όλες οι άλλες λέξεις για τις οποίες μιλήσαμε στην Ποιητική κάνουν ώστε ο λόγος να μην είναι φτηνός, αλλά κομψός και φιγουράτος· γιατί η απομάκρυνση από τις συνήθεις χρήσεις των λέξεων κάνει τον λόγο να φαίνεται υψηλότερος και ευγενέστερος: όπως αισθάνονται οι άνθρωποι απέναντι στους ξένους και στους συμπολίτες τους, ακριβώς το ίδιο και απέναντι στον λόγο· γι᾽ αυτό και είναι ανάγκη να δίνει κανείς στον καθημερινό του λόγο μια «ξενότροπη» χροιά· γιατί οι άνθρωποι θαυμάζουν το «απομακρυσμένο», και ό,τι κινεί τον θαυμασμό τους τους είναι ευχάριστο. Στον έμμετρο, λοιπόν, γενικά λόγο πολλά είναι αυτά που επιφέρουν αυτό το αποτέλεσμα, και όλα τους ταιριάζουν εκεί, αφού τα πράγματα και τα πρόσωπα για τα οποία είναι εκεί ο λόγος είναι σε μεγαλύτερο βαθμό έξω από το κανονικό και το σύνηθες· στον πεζό όμως λόγο αυτά ταιριάζουν σε πολύ λιγότερες περιπτώσεις· ο λόγος είναι ότι το θέμα είναι εδώ λιγότερο σημαντικό· και εκεί, πράγματι, αν ένας δούλος ή ένας νέος άνθρωπος χρησιμοποιούσε ωραίο λόγο, ή αν χρησιμοποιούσε τέτοιον λόγο για ασήμαντα πράγματα, το πράγμα θα ήταν μάλλον αταίριαστο· εν πάση περιπτώσει, και σ᾽ αυτές τις περιπτώσεις το πρέπον είναι θέμα μείωσης ή αύξησης. Γι᾽ αυτό και πρέπει ο ρήτορας να επιτηδεύεται μεν το ύφος του, αυτό όμως να μην το παίρνει είδηση κανείς: ο ρήτορας να μη φαίνεται ότι μιλάει επιτηδευμένα, αλλά φυσικά (ο φυσικός λόγος είναι πειστικός, ενώ ο επιτηδευμένος το αντίθετο, και ο λόγος είναι ότι οι ακροατές, πιστεύοντας —στην περίπτωση του επιτηδευμένου λόγου— ότι ο ρήτορας προσπαθεί να τους ξεγελάσει και να τους παγιδέψει, κρατούν απέναντί του στάση επιφυλακτική και δύσπιστη, ακριβώς όπως απέναντι στα νοθευμένα κρασιά). Αυτή δεν είναι και η περίπτωση της φωνής του Θεόδωρου σε σύγκριση με τη φωνή των άλλων ηθοποιών; Η φωνή του σου αφήνει την εντύπωση πως είναι η φωνή του τραγικού ήρωα που μιλάει, ενώ των άλλων ηθοποιών οι φωνές μοιάζουν ξένες προς τα πρόσωπα που εμφανίζονται στη σκηνή. Το τέχνασμα πετυχαίνει, όταν ο λόγος συντίθεται από λέξεις διαλεγμένες από το κοινό καθημερινό λεξιλόγιο· αυτό κάνει ο Ευριπίδης, που είναι και ο πρώτος που δίδαξε αυτόν τον τρόπο.
Με δεδομένο τώρα ότι ο λόγος απαρτίζεται από ονόματα και από ρήματα· με δεδομένο επίσης ότι ονομάτων υπάρχουν τόσα είδη όσα είδαμε στην πραγματεία μας για την ποίηση, από όλα αυτά τις σπάνιες και τις παράξενες, τις σύνθετες και τις νεόκοπες λέξεις πρέπει κανείς να τις χρησιμοποιεί σπάνια και σε λίγες μόνο περιπτώσεις (το πού θα το πούμε παρακάτω· το γιατί το έχουμε ήδη πει: με τις λέξεις αυτές δημιουργείται μια μεγάλη απόσταση από το πρέπον)· οι λέξεις με τη συνηθισμένη σημασία τους (τη σημασία που έχουν από τη στιγμή που άρχισαν να υπάρχουν) και οι λέξεις που χρησιμοποιούνται με μεταφορική σημασία είναι οι μόνες που ταιριάζουν στον χαρακτήρα του πεζού λόγου. Απόδειξη αυτού που λέμε είναι ότι αυτές μόνο τις λέξεις χρησιμοποιούν οι άνθρωποι· όλοι, πράγματι, οι άνθρωποι συνδιαλέγονται χρησιμοποιώντας μεταφορές και λέξεις με καθιερωμένη σημασία (αυτήν που οι λέξεις έχουν από τη στιγμή που άρχισαν να υπάρχουν). Γίνεται έτσι φανερό ότι, αν ο ρήτορας κάνει σωστή χρήση όλων αυτών, και την πρωτοτυπία του ασυνήθιστου θα έχει και η τεχνική του δεν θα γίνει αντιληπτή από τους ακροατές του και σαφής θα είναι — αυτή δεν λέγαμε πως είναι η αρετή της ρητορικής γλώσσας; Από τα ονόματα τώρα, στον σοφιστή χρήσιμα είναι τα ομώνυμα (αφού με αυτωνών τη βοήθεια πετυχαίνει να κάνει τους απατηλούς συλλογισμούς του), ενώ στον ποιητή τα συνώνυμα. «Λέξεις που χρησιμοποιούνται με την καθιερωμένη σημασία τους και συγχρόνως είναι
[1405a] συνώνυμες» ονομάζω λέξεις όπως πορεύομαι και βαδίζω· πραγματικά, οι δύο αυτές λέξεις στην καθιερωμένη σημασία τους είναι συνώνυμες μεταξύ τους. Τί σημαίνει λοιπόν η καθεμιά από τις δύο αυτές λέξεις, πόσα είδη μεταφοράς υπάρχουν και ότι η μεταφορά έχει πολύ μεγάλη σημασία και στην ποίηση και στον πεζό λόγο, για όλα αυτά μιλήσαμε, όπως είπαμε και παραπάνω, στην πραγματεία μας για την ποιητική. Στον πεζό όμως λόγο πρέπει να δίνουμε σ᾽ αυτά μεγαλύτερη προσοχή, στον βαθμό που ο πεζός λόγος διαθέτει λιγότερα βοηθητικά μέσα σε σύγκριση με τον έμμετρο λόγο. Η σαφήνεια, η τέρψη, το μη συνηθισμένο, όλα αυτά υπάρχουν σε πολύ μεγάλο βαθμό στη μεταφορά, και είναι η μεταφορά κάτι που δεν μπορείς να το λάβεις από έναν άλλον.
Φυσικά και οι προσδιορισμοί, επίσης, και οι μεταφορές που χρησιμοποιούμε πρέπει να βρίσκονται σε αρμονική σχέση με το συζητούμενο θέμα. Αυτό θα συμβεί, αν ληφθεί υπόψιν η αναλογία· αλλιώς, η έκφραση θα φανεί αταίριαστη — πολύ φυσικό, αφού η διαφορά που παρουσιάζουν μεταξύ τους τα πράγματα γίνεται πιο φανερή, κατά κύριο λόγο όταν βρεθούν το ένα δίπλα στο άλλο.
[1404b] [II] Ἔστω οὖν ἐκεῖνα τεθεωρημένα καὶ ὡρίσθω λέξεως ἀρετὴ σαφῆ εἶναι (σημεῖον γάρ τι ὁ λόγος ὤν, ἐὰν μὴ δηλοῖ οὐ ποιήσει τὸ ἑαυτοῦ ἔργον), καὶ μήτε ταπεινὴν μήτε ὑπὲρ τὸ ἀξίωμα, ἀλλὰ πρέπουσαν· ἡ γὰρ ποιητικὴ ἴσως οὐ ταπεινή, ἀλλ᾽ οὐ πρέπουσα λόγῳ. τῶν δ᾽ ὀνομάτων καὶ ῥημάτων σαφῆ μὲν ποιεῖ τὰ κύρια, μὴ ταπεινὴν δὲ ἀλλὰ κεκοσμημένην τἆλλα ὀνόματα ὅσα εἴρηται ἐν τοῖς περὶ ποιητικῆς· τὸ γὰρ ἐξαλλάξαι ποιεῖ φαίνεσθαι σεμνοτέραν· ὥσπερ γὰρ πρὸς τοὺς ξένους οἱ ἄνθρωποι καὶ πρὸς τοὺς πολίτας, τὸ αὐτὸ πάσχουσιν καὶ πρὸς τὴν λέξιν· διὸ δεῖ ποιεῖν ξένην τὴν διάλεκτον· θαυμασταὶ γὰρ τῶν ἀπόντων εἰσίν, ἡδὺ δὲ τὸ θαυμαστόν ἐστιν. ἐπὶ μὲν οὖν τῶν μέτρων πολλά τε ποιεῖται οὕτω καὶ ἁρμόττει ἐκεῖ (πλέον γὰρ ἐξέστηκεν περὶ ἃ καὶ περὶ οὓς ὁ λόγος), ἐν δὲ τοῖς ψιλοῖς λόγοις πολλῷ ἐλάττω· ἡ γὰρ ὑπόθεσις ἐλάττων, ἐπεὶ καὶ ἐνταῦθα, εἰ δοῦλος καλλιεποῖτο ἢ λίαν νέος, ἀπρεπέστερον, ἢ περὶ λίαν μικρῶν· ἀλλ᾽ ἔστι καὶ ἐν τούτοις ἐπισυστελλόμενον καὶ αὐξανόμενον τὸ πρέπον· διὸ δεῖ λανθάνειν ποιοῦντας, καὶ μὴ δοκεῖν λέγειν πεπλασμένως ἀλλὰ πεφυκότως (τοῦτο γὰρ πιθανόν, ἐκεῖνο δὲ τοὐναντίον· ὡς γὰρ πρὸς ἐπιβουλεύοντα διαβάλλονται, καθάπερ πρὸς τοὺς οἴνους τοὺς μεμιγμένους), καὶ οἷον ἡ Θεοδώρου φωνὴ πέπονθε πρὸς τὴν τῶν ἄλλων ὑποκριτῶν· ἡ μὲν γὰρ τοῦ λέγοντος ἔοικεν εἶναι, αἱ δ᾽ ἀλλότριαι. κλέπτεται δ᾽ εὖ, ἐάν τις ἐκ τῆς εἰωθυίας διαλέκτου ἐκλέγων συντιθῇ· ὅπερ Εὐριπίδης ποιεῖ καὶ ὑπέδειξε πρῶτος.
Ὄντων δ᾽ ὀνομάτων καὶ ῥημάτων ἐξ ὧν ὁ λόγος συνέστηκεν, τῶν δὲ ὀνομάτων τοσαῦτ᾽ ἐχόντων εἴδη ὅσα τεθεώρηται ἐν τοῖς περὶ ποιήσεως, τούτων γλώτταις μὲν καὶ διπλοῖς ὀνόμασι καὶ πεποιημένοις ὀλιγάκις καὶ ὀλιγαχοῦ χρηστέον (ὅπου δέ, ὕστερον ἐροῦμεν, τό τε διὰ τί εἴρηται· ἐπὶ τὸ μεῖζον γὰρ ἐξαλλάττει τοῦ πρέποντος), τὸ δὲ κύριον καὶ τὸ οἰκεῖον καὶ μεταφορὰ μόνα χρήσιμα πρὸς τὴν τῶν ψιλῶν λόγων λέξιν. σημεῖον δ᾽ ὅτι τούτοις μόνοις πάντες χρῶνται· πάντες γὰρ μεταφοραῖς διαλέγονται καὶ τοῖς οἰκείοις καὶ τοῖς κυρίοις, ὥστε δῆλον ὡς ἂν εὖ ποιῇ τις, ἔσται τε ξενικὸν καὶ λανθάνειν ἐνδέξεται καὶ σαφηνιεῖ· αὕτη δ᾽ ἦν ἡ τοῦ ῥητορικοῦ λόγου ἀρετή. τῶν δ᾽ ὀνομάτων τῷ μὲν σοφιστῇ ὁμωνυμίαι χρήσιμοι (παρὰ ταύτας γὰρ κακουργεῖ), τῷ ποιητῇ δὲ συνωνυμίαι, λέγω δὲ κύριά τε καὶ συνώνυμα
[1405a] οἷον τὸ πορεύεσθαι καὶ τὸ βαδίζειν· ταῦτα γὰρ ἀμφότερα καὶ κύρια καὶ συνώνυμα ἀλλήλοις.
Τί μὲν οὖν τούτων ἕκαστόν ἐστι, καὶ πόσα εἴδη μεταφορᾶς, καὶ ὅτι τοῦτο πλεῖστον δύναται καὶ ἐν ποιήσει καὶ ἐν λόγοις, [αἱ μεταφοραί,] εἴρηται, καθάπερ ἐλέγομεν, ἐν τοῖς περὶ ποιητικῆς· τοσούτῳ δ᾽ ἐν λόγῳ δεῖ μᾶλλον φιλοπονεῖσθαι περὶ αὐτῶν, ὅσῳ ἐξ ἐλαττόνων βοηθημάτων ὁ λόγος ἐστὶ τῶν μέτρων· καὶ τὸ σαφὲς καὶ τὸ ἡδὺ καὶ τὸ ξενικὸν ἔχει μάλιστα ἡ μεταφορά, καὶ λαβεῖν οὐκ ἔστιν αὐτὴν παρ᾽ ἄλλου. δεῖ δὲ καὶ τὰ ἐπίθετα καὶ τὰς μεταφορὰς ἁρμοττούσας λέγειν. τοῦτο δ᾽ ἔσται ἐκ τοῦ ἀνάλογον· εἰ δὲ μή, ἀπρεπὲς φανεῖται διὰ τὸ παρ᾽ ἄλληλα τὰ ἐναντία μάλιστα φαίνεσθαι.
***
[1404b] [2] Ας αρκεσθούμε λοιπόν στις παρατηρήσεις εκείνες και ας δώσουμε τώρα τον ορισμό ότι αρετή του λόγου είναι το να είναι σαφής (γιατί, καθώς ο λόγος είναι ένα σημείο, αν δεν κάνει φανερό αυτό που θέλει να πει, δεν θα επιτελέσει το έργο του). Πρέπει, επίσης, ο λόγος να μην είναι φτηνός, ούτε όμως και πάνω από το μέτρο που ταιριάζει στο θέμα, αλλά ο πρέπων· γιατί το ποιητικό ύφος δεν είναι, βέβαια, φτηνό, δεν ταιριάζει όμως στον ρητορικό λόγο.
Ονόματα και ρήματα που κάνουν σαφή τον λόγο είναι αυτά που κυριολεκτούν και χρησιμοποιούνται με τη συνήθη σημασία τους· όλες οι άλλες λέξεις για τις οποίες μιλήσαμε στην Ποιητική κάνουν ώστε ο λόγος να μην είναι φτηνός, αλλά κομψός και φιγουράτος· γιατί η απομάκρυνση από τις συνήθεις χρήσεις των λέξεων κάνει τον λόγο να φαίνεται υψηλότερος και ευγενέστερος: όπως αισθάνονται οι άνθρωποι απέναντι στους ξένους και στους συμπολίτες τους, ακριβώς το ίδιο και απέναντι στον λόγο· γι᾽ αυτό και είναι ανάγκη να δίνει κανείς στον καθημερινό του λόγο μια «ξενότροπη» χροιά· γιατί οι άνθρωποι θαυμάζουν το «απομακρυσμένο», και ό,τι κινεί τον θαυμασμό τους τους είναι ευχάριστο. Στον έμμετρο, λοιπόν, γενικά λόγο πολλά είναι αυτά που επιφέρουν αυτό το αποτέλεσμα, και όλα τους ταιριάζουν εκεί, αφού τα πράγματα και τα πρόσωπα για τα οποία είναι εκεί ο λόγος είναι σε μεγαλύτερο βαθμό έξω από το κανονικό και το σύνηθες· στον πεζό όμως λόγο αυτά ταιριάζουν σε πολύ λιγότερες περιπτώσεις· ο λόγος είναι ότι το θέμα είναι εδώ λιγότερο σημαντικό· και εκεί, πράγματι, αν ένας δούλος ή ένας νέος άνθρωπος χρησιμοποιούσε ωραίο λόγο, ή αν χρησιμοποιούσε τέτοιον λόγο για ασήμαντα πράγματα, το πράγμα θα ήταν μάλλον αταίριαστο· εν πάση περιπτώσει, και σ᾽ αυτές τις περιπτώσεις το πρέπον είναι θέμα μείωσης ή αύξησης. Γι᾽ αυτό και πρέπει ο ρήτορας να επιτηδεύεται μεν το ύφος του, αυτό όμως να μην το παίρνει είδηση κανείς: ο ρήτορας να μη φαίνεται ότι μιλάει επιτηδευμένα, αλλά φυσικά (ο φυσικός λόγος είναι πειστικός, ενώ ο επιτηδευμένος το αντίθετο, και ο λόγος είναι ότι οι ακροατές, πιστεύοντας —στην περίπτωση του επιτηδευμένου λόγου— ότι ο ρήτορας προσπαθεί να τους ξεγελάσει και να τους παγιδέψει, κρατούν απέναντί του στάση επιφυλακτική και δύσπιστη, ακριβώς όπως απέναντι στα νοθευμένα κρασιά). Αυτή δεν είναι και η περίπτωση της φωνής του Θεόδωρου σε σύγκριση με τη φωνή των άλλων ηθοποιών; Η φωνή του σου αφήνει την εντύπωση πως είναι η φωνή του τραγικού ήρωα που μιλάει, ενώ των άλλων ηθοποιών οι φωνές μοιάζουν ξένες προς τα πρόσωπα που εμφανίζονται στη σκηνή. Το τέχνασμα πετυχαίνει, όταν ο λόγος συντίθεται από λέξεις διαλεγμένες από το κοινό καθημερινό λεξιλόγιο· αυτό κάνει ο Ευριπίδης, που είναι και ο πρώτος που δίδαξε αυτόν τον τρόπο.
Με δεδομένο τώρα ότι ο λόγος απαρτίζεται από ονόματα και από ρήματα· με δεδομένο επίσης ότι ονομάτων υπάρχουν τόσα είδη όσα είδαμε στην πραγματεία μας για την ποίηση, από όλα αυτά τις σπάνιες και τις παράξενες, τις σύνθετες και τις νεόκοπες λέξεις πρέπει κανείς να τις χρησιμοποιεί σπάνια και σε λίγες μόνο περιπτώσεις (το πού θα το πούμε παρακάτω· το γιατί το έχουμε ήδη πει: με τις λέξεις αυτές δημιουργείται μια μεγάλη απόσταση από το πρέπον)· οι λέξεις με τη συνηθισμένη σημασία τους (τη σημασία που έχουν από τη στιγμή που άρχισαν να υπάρχουν) και οι λέξεις που χρησιμοποιούνται με μεταφορική σημασία είναι οι μόνες που ταιριάζουν στον χαρακτήρα του πεζού λόγου. Απόδειξη αυτού που λέμε είναι ότι αυτές μόνο τις λέξεις χρησιμοποιούν οι άνθρωποι· όλοι, πράγματι, οι άνθρωποι συνδιαλέγονται χρησιμοποιώντας μεταφορές και λέξεις με καθιερωμένη σημασία (αυτήν που οι λέξεις έχουν από τη στιγμή που άρχισαν να υπάρχουν). Γίνεται έτσι φανερό ότι, αν ο ρήτορας κάνει σωστή χρήση όλων αυτών, και την πρωτοτυπία του ασυνήθιστου θα έχει και η τεχνική του δεν θα γίνει αντιληπτή από τους ακροατές του και σαφής θα είναι — αυτή δεν λέγαμε πως είναι η αρετή της ρητορικής γλώσσας; Από τα ονόματα τώρα, στον σοφιστή χρήσιμα είναι τα ομώνυμα (αφού με αυτωνών τη βοήθεια πετυχαίνει να κάνει τους απατηλούς συλλογισμούς του), ενώ στον ποιητή τα συνώνυμα. «Λέξεις που χρησιμοποιούνται με την καθιερωμένη σημασία τους και συγχρόνως είναι
[1405a] συνώνυμες» ονομάζω λέξεις όπως πορεύομαι και βαδίζω· πραγματικά, οι δύο αυτές λέξεις στην καθιερωμένη σημασία τους είναι συνώνυμες μεταξύ τους. Τί σημαίνει λοιπόν η καθεμιά από τις δύο αυτές λέξεις, πόσα είδη μεταφοράς υπάρχουν και ότι η μεταφορά έχει πολύ μεγάλη σημασία και στην ποίηση και στον πεζό λόγο, για όλα αυτά μιλήσαμε, όπως είπαμε και παραπάνω, στην πραγματεία μας για την ποιητική. Στον πεζό όμως λόγο πρέπει να δίνουμε σ᾽ αυτά μεγαλύτερη προσοχή, στον βαθμό που ο πεζός λόγος διαθέτει λιγότερα βοηθητικά μέσα σε σύγκριση με τον έμμετρο λόγο. Η σαφήνεια, η τέρψη, το μη συνηθισμένο, όλα αυτά υπάρχουν σε πολύ μεγάλο βαθμό στη μεταφορά, και είναι η μεταφορά κάτι που δεν μπορείς να το λάβεις από έναν άλλον.
Φυσικά και οι προσδιορισμοί, επίσης, και οι μεταφορές που χρησιμοποιούμε πρέπει να βρίσκονται σε αρμονική σχέση με το συζητούμενο θέμα. Αυτό θα συμβεί, αν ληφθεί υπόψιν η αναλογία· αλλιώς, η έκφραση θα φανεί αταίριαστη — πολύ φυσικό, αφού η διαφορά που παρουσιάζουν μεταξύ τους τα πράγματα γίνεται πιο φανερή, κατά κύριο λόγο όταν βρεθούν το ένα δίπλα στο άλλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου