ΕΛ. ἤδη δ᾽ ἐν οἴκοις σὺν δάμαρτι Μενέλεως;
ΤΕ. οὔκουν ἐν Ἄργει ‹γ᾽› οὐδ᾽ ἐπ᾽ Εὐρώτα ῥοαῖς.
125 ΕΛ. αἰαῖ· κακὸν τόδ᾽ εἶπας οἷς κακὸν λέγεις.
ΤΕ. ὡς κεῖνος ἀφανὴς σὺν δάμαρτι κλήιζεται.
ΕΛ. οὐ πᾶσι πορθμὸς αὑτὸς Ἀργείοισιν ἦν;
ΤΕ. ἦν, ἀλλὰ χειμὼν ἄλλοσ᾽ ἄλλον ὥρισεν.
ΕΛ. ποίοισιν ἐν νώτοισι ποντίας ἁλός;
130 ΤΕ. μέσον περῶσι πέλαγος Αἰγαίου πόρου.
ΕΛ. κἀκ τοῦδε Μενέλεων οὔτις οἶδ᾽ ἀφιγμένον;
ΤΕ. οὐδείς· θανὼν δὲ κλήιζεται καθ᾽ Ἑλλάδα.
ΕΛ. ἀπωλόμεσθα· Θεστιὰς δ᾽ ἔστιν κόρη;
ΤΕ. Λήδαν ἔλεξας; οἴχεται θανοῦσα δή.
135 ΕΛ. οὔ πού νιν Ἑλένης αἰσχρὸν ὤλεσεν κλέος;
ΤΕ. φασίν, βρόχωι γ᾽ ἅψασαν εὐγενῆ δέρην.
ΕΛ. οἱ Τυνδάρειοι δ᾽ εἰσὶν ἢ οὐκ εἰσὶν κόροι;
ΤΕ. τεθνᾶσι κοὐ τεθνᾶσι· δύο δ᾽ ἐστὸν λόγω.
ΕΛ. πότερος ὁ κρείσσων; ὦ τάλαιν᾽ ἐγὼ κακῶν.
140 ΤΕ. ἄστροις σφ᾽ ὁμοιωθέντε φάσ᾽ εἶναι θεώ.
ΕΛ. καλῶς ἔλεξας τοῦτο· θάτερον δὲ τί;
ΤΕ. σφαγαῖς ἀδελφῆς οὕνεκ᾽ ἐκπνεῦσαι βίον.
ἅλις δὲ μύθων· οὐ διπλᾶ χρήιζω στένειν.
ὧν δ᾽ οὕνεκ᾽ ἦλθον τούσδε βασιλείους δόμους,
145 τὴν θεσπιωιδὸν Θεονόην χρήιζων ἰδεῖν,
σὺ προξένησον, ὡς τύχω μαντευμάτων
ὅπηι νεὼς στείλαιμ᾽ ἂν οὔριον πτερὸν
ἐς γῆν ἐναλίαν Κύπρον, οὗ μ᾽ ἐθέσπισεν
οἰκεῖν Ἀπόλλων, ὄνομα νησιωτικὸν
150 Σαλαμῖνα θέμενον τῆς ἐκεῖ χάριν πάτρας.
ΕΛ. πλοῦς, ὦ ξέν᾽, αὐτὸς σημανεῖ· σὺ δ᾽ ἐκλιπὼν
γῆν τήνδε φεῦγε, πρίν σε παῖδα Πρωτέως
ἰδεῖν, ὃς ἄρχει τῆσδε γῆς· ἄπεστι δὲ
κυσὶν πεποιθὼς ἐν φοναῖς θηροκτόνοις·
155 κτείνει γὰρ Ἕλλην᾽ ὅντιν᾽ ἂν λάβηι ξένον.
ὅτου δ᾽ ἕκατι μήτε σὺ ζήτει μαθεῖν
ἐγώ τε σιγῶ· τί γὰρ ἂν ὠφελοῖμί σε;
ΤΕ. καλῶς ἔλεξας, ὦ γύναι· θεοὶ δέ σοι
ἐσθλῶν ἀμοιβὰς ἀντιδωρησαίατο.
160 Ἑλένηι δ᾽ ὅμοιον σῶμ᾽ ἔχουσ᾽ οὐ τὰς φρένας
ἔχεις ὁμοίας ἀλλὰ διαφόρους πολύ.
κακῶς ὄλοιτο μηδ᾽ ἐπ᾽ Εὐρώτα ῥοὰς
ἔλθοι· σὺ δ᾽ εἴης εὐτυχὴς ἀεί, γύναι.
ΕΛ. ὦ μεγάλων ἀχέων καταβαλλομένα μέγαν οἶκτον
165 ποῖον ἁμιλλαθῶ γόον ἢ τίνα μοῦσαν ἐπέλθω
δάκρυσιν ἢ θρήνοις ἢ πένθεσιν; αἰαῖ.
***
ΕΛΕ. Έφτασε με τον άντρα της στο σπίτι;
ΤΕΥ. Μήτε στο Άργος, μήτε στον Ευρώτα.
ΕΛΕ. Άαχ· συμφορά για κείνους που δεν στέργεις.
ΤΕΥ. Κι οι δυο χαθήκαν, όπως λέει ο κόσμος.
ΕΛΕ. Αντάμα δεν αρμένισαν οι Αργίτες;
ΤΕΥ. Ναι, μα τους χώρισε τρανή φουρτούνα.
ΕΛΕ. Σε ποιά μεριά του πέλαγου σκορπίσαν;
130 ΤΕΥ. Καταμεσίς στο Αιγαίο, όπως διαβαίναν.
ΕΛΕ. Δεν είδαν τον Μενέλαο από τότε;
ΤΕΥ. Κανείς· νεκρό τον έχουν στην Ελλάδα.
ΕΛΕ. Ώω δυστυχία· κι η μάνα της Ελένης;
ΤΕΥ. Τη Λήδα λες; Επήγε πια στον Άδη.
ΕΛΕ. Για τις ντροπές της κόρης της εχάθη;
ΤΕΥ. Ναι, μια θηλιά περνώντας στον λαιμό της.
ΕΛΕ. Ζουν του Τυνδάρεω οι δυο γιοι ή δεν ζούνε;
ΤΕΥ. Και ναι και όχι· υπάρχει διπλή φήμη.
ΕΛΕ. Ποιά γνώμη η πιο καλή; Αχ! συμφορές μου·
140 ΤΕΥ. Άστρα γινήκαν και θεούς τους λένε.
ΕΛΕ. Καλός αυτός ο λόγος· η άλλη φήμη;
ΤΕΥ. Πως σκοτωθήκαν για την αδερφή τους.
Όμως τα λόγια φτάνουνε· δεν θέλω
διπλά να κλαίω γι᾽ αυτά και να στενάζω.
Σκοπός μου που ήρθα στο παλάτι ετούτο
είναι να βρω τη μάντισσα Θεονόη·
βοήθησέ με εσύ μαντείες να πάρω
με πρίμο αγέρι πώς θα ταξιδέψω,
στη θαλλασσόζωστη να φτάσω Κύπρο,
που με χρησμό με πρόσταξεν ο Φοίβος
μια πόλη εκεί να ιδρύσω κατοικώντας
και να την ονομάσω Σαλαμίνα,
150 το πατρικό νησί μου έτσι τιμώντας.
ΕΛΕ. Θα σ᾽ οδηγήσει το ίδιο το ταξίδι·
μα φύγε, ξένε, γρήγορα απ᾽ τη χώρα,
ο γιος πριν σ᾽ αντικρίσει του Πρωτέα
που βασιλεύει εδώ· πήγε κυνήγι
με τα σκυλιά του· κι όποιον θα πετύχει
Έλληνα τον σκοτώνει. Την αιτία
μη θέλεις να τη μάθεις· δεν στη λέω·
έπειτα και σε τί θα σ᾽ ωφελούσα;
ΤΕΥ. Γυναίκα, μίλησες σωστά· μακάρι
τη χάρη σου οι θεοί να ξεπληρώσουν.
160 Είσαι όμοια στο κορμί με την Ελένη,
μα δεν της μοιάζεις στην ψυχή. Να πάει
κατά χαμού, ποτέ της στον Ευρώτα
μη φτάσει· εσύ καλό να βλέπεις πάντα.
(Φεύγει ο Τεύκρος.)
ΕΛΕ. Σε τί κλάμα βαθύ να ξεσπάσω, που θλίψη τρανή
την ψυχή μου πλακώνει με πόνο μεγάλο κι ασήκωτο;
Ποιό μοιρολόι να πιάσω
με θρήνους, με βόγκους, με δάκρυα;
ΤΕ. οὔκουν ἐν Ἄργει ‹γ᾽› οὐδ᾽ ἐπ᾽ Εὐρώτα ῥοαῖς.
125 ΕΛ. αἰαῖ· κακὸν τόδ᾽ εἶπας οἷς κακὸν λέγεις.
ΤΕ. ὡς κεῖνος ἀφανὴς σὺν δάμαρτι κλήιζεται.
ΕΛ. οὐ πᾶσι πορθμὸς αὑτὸς Ἀργείοισιν ἦν;
ΤΕ. ἦν, ἀλλὰ χειμὼν ἄλλοσ᾽ ἄλλον ὥρισεν.
ΕΛ. ποίοισιν ἐν νώτοισι ποντίας ἁλός;
130 ΤΕ. μέσον περῶσι πέλαγος Αἰγαίου πόρου.
ΕΛ. κἀκ τοῦδε Μενέλεων οὔτις οἶδ᾽ ἀφιγμένον;
ΤΕ. οὐδείς· θανὼν δὲ κλήιζεται καθ᾽ Ἑλλάδα.
ΕΛ. ἀπωλόμεσθα· Θεστιὰς δ᾽ ἔστιν κόρη;
ΤΕ. Λήδαν ἔλεξας; οἴχεται θανοῦσα δή.
135 ΕΛ. οὔ πού νιν Ἑλένης αἰσχρὸν ὤλεσεν κλέος;
ΤΕ. φασίν, βρόχωι γ᾽ ἅψασαν εὐγενῆ δέρην.
ΕΛ. οἱ Τυνδάρειοι δ᾽ εἰσὶν ἢ οὐκ εἰσὶν κόροι;
ΤΕ. τεθνᾶσι κοὐ τεθνᾶσι· δύο δ᾽ ἐστὸν λόγω.
ΕΛ. πότερος ὁ κρείσσων; ὦ τάλαιν᾽ ἐγὼ κακῶν.
140 ΤΕ. ἄστροις σφ᾽ ὁμοιωθέντε φάσ᾽ εἶναι θεώ.
ΕΛ. καλῶς ἔλεξας τοῦτο· θάτερον δὲ τί;
ΤΕ. σφαγαῖς ἀδελφῆς οὕνεκ᾽ ἐκπνεῦσαι βίον.
ἅλις δὲ μύθων· οὐ διπλᾶ χρήιζω στένειν.
ὧν δ᾽ οὕνεκ᾽ ἦλθον τούσδε βασιλείους δόμους,
145 τὴν θεσπιωιδὸν Θεονόην χρήιζων ἰδεῖν,
σὺ προξένησον, ὡς τύχω μαντευμάτων
ὅπηι νεὼς στείλαιμ᾽ ἂν οὔριον πτερὸν
ἐς γῆν ἐναλίαν Κύπρον, οὗ μ᾽ ἐθέσπισεν
οἰκεῖν Ἀπόλλων, ὄνομα νησιωτικὸν
150 Σαλαμῖνα θέμενον τῆς ἐκεῖ χάριν πάτρας.
ΕΛ. πλοῦς, ὦ ξέν᾽, αὐτὸς σημανεῖ· σὺ δ᾽ ἐκλιπὼν
γῆν τήνδε φεῦγε, πρίν σε παῖδα Πρωτέως
ἰδεῖν, ὃς ἄρχει τῆσδε γῆς· ἄπεστι δὲ
κυσὶν πεποιθὼς ἐν φοναῖς θηροκτόνοις·
155 κτείνει γὰρ Ἕλλην᾽ ὅντιν᾽ ἂν λάβηι ξένον.
ὅτου δ᾽ ἕκατι μήτε σὺ ζήτει μαθεῖν
ἐγώ τε σιγῶ· τί γὰρ ἂν ὠφελοῖμί σε;
ΤΕ. καλῶς ἔλεξας, ὦ γύναι· θεοὶ δέ σοι
ἐσθλῶν ἀμοιβὰς ἀντιδωρησαίατο.
160 Ἑλένηι δ᾽ ὅμοιον σῶμ᾽ ἔχουσ᾽ οὐ τὰς φρένας
ἔχεις ὁμοίας ἀλλὰ διαφόρους πολύ.
κακῶς ὄλοιτο μηδ᾽ ἐπ᾽ Εὐρώτα ῥοὰς
ἔλθοι· σὺ δ᾽ εἴης εὐτυχὴς ἀεί, γύναι.
ΕΛ. ὦ μεγάλων ἀχέων καταβαλλομένα μέγαν οἶκτον
165 ποῖον ἁμιλλαθῶ γόον ἢ τίνα μοῦσαν ἐπέλθω
δάκρυσιν ἢ θρήνοις ἢ πένθεσιν; αἰαῖ.
***
ΕΛΕ. Έφτασε με τον άντρα της στο σπίτι;
ΤΕΥ. Μήτε στο Άργος, μήτε στον Ευρώτα.
ΕΛΕ. Άαχ· συμφορά για κείνους που δεν στέργεις.
ΤΕΥ. Κι οι δυο χαθήκαν, όπως λέει ο κόσμος.
ΕΛΕ. Αντάμα δεν αρμένισαν οι Αργίτες;
ΤΕΥ. Ναι, μα τους χώρισε τρανή φουρτούνα.
ΕΛΕ. Σε ποιά μεριά του πέλαγου σκορπίσαν;
130 ΤΕΥ. Καταμεσίς στο Αιγαίο, όπως διαβαίναν.
ΕΛΕ. Δεν είδαν τον Μενέλαο από τότε;
ΤΕΥ. Κανείς· νεκρό τον έχουν στην Ελλάδα.
ΕΛΕ. Ώω δυστυχία· κι η μάνα της Ελένης;
ΤΕΥ. Τη Λήδα λες; Επήγε πια στον Άδη.
ΕΛΕ. Για τις ντροπές της κόρης της εχάθη;
ΤΕΥ. Ναι, μια θηλιά περνώντας στον λαιμό της.
ΕΛΕ. Ζουν του Τυνδάρεω οι δυο γιοι ή δεν ζούνε;
ΤΕΥ. Και ναι και όχι· υπάρχει διπλή φήμη.
ΕΛΕ. Ποιά γνώμη η πιο καλή; Αχ! συμφορές μου·
140 ΤΕΥ. Άστρα γινήκαν και θεούς τους λένε.
ΕΛΕ. Καλός αυτός ο λόγος· η άλλη φήμη;
ΤΕΥ. Πως σκοτωθήκαν για την αδερφή τους.
Όμως τα λόγια φτάνουνε· δεν θέλω
διπλά να κλαίω γι᾽ αυτά και να στενάζω.
Σκοπός μου που ήρθα στο παλάτι ετούτο
είναι να βρω τη μάντισσα Θεονόη·
βοήθησέ με εσύ μαντείες να πάρω
με πρίμο αγέρι πώς θα ταξιδέψω,
στη θαλλασσόζωστη να φτάσω Κύπρο,
που με χρησμό με πρόσταξεν ο Φοίβος
μια πόλη εκεί να ιδρύσω κατοικώντας
και να την ονομάσω Σαλαμίνα,
150 το πατρικό νησί μου έτσι τιμώντας.
ΕΛΕ. Θα σ᾽ οδηγήσει το ίδιο το ταξίδι·
μα φύγε, ξένε, γρήγορα απ᾽ τη χώρα,
ο γιος πριν σ᾽ αντικρίσει του Πρωτέα
που βασιλεύει εδώ· πήγε κυνήγι
με τα σκυλιά του· κι όποιον θα πετύχει
Έλληνα τον σκοτώνει. Την αιτία
μη θέλεις να τη μάθεις· δεν στη λέω·
έπειτα και σε τί θα σ᾽ ωφελούσα;
ΤΕΥ. Γυναίκα, μίλησες σωστά· μακάρι
τη χάρη σου οι θεοί να ξεπληρώσουν.
160 Είσαι όμοια στο κορμί με την Ελένη,
μα δεν της μοιάζεις στην ψυχή. Να πάει
κατά χαμού, ποτέ της στον Ευρώτα
μη φτάσει· εσύ καλό να βλέπεις πάντα.
(Φεύγει ο Τεύκρος.)
ΕΛΕ. Σε τί κλάμα βαθύ να ξεσπάσω, που θλίψη τρανή
την ψυχή μου πλακώνει με πόνο μεγάλο κι ασήκωτο;
Ποιό μοιρολόι να πιάσω
με θρήνους, με βόγκους, με δάκρυα;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου