ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ
δέσποιν᾽, — ἐγώ τοι τοὔνομ᾽ οὐ φεύγω τόδε
καλεῖν σ᾽, ἐπείπερ καὶ κατ᾽ οἶκον ἠξίουν
τὸν σόν, τὸ Τροίας ἡνίκ᾽ ᾠκοῦμεν πέδον,
εὔνους δ᾽ ἐκεῖ σοι ζῶντί τ᾽ ἦ τῷ σῷ πόσει·
60 καὶ νῦν φέρουσά σοι νέους ἥκω λόγους,
φόβῳ μέν, εἴ τις δεσποτῶν αἰσθήσεται,
οἴκτῳ δὲ τῷ σῷ· δεινὰ γὰρ βουλεύεται
Μενέλαος ἐς σὲ παῖς θ᾽, ἅ σοι φυλακτέα.
ΑΝ. ὦ φιλτάτη σύνδουλε —σύνδουλος γὰρ εἶ
65 τῇ πρόσθ᾽ ἀνάσσῃ τῇδε, νῦν δὲ δυστυχεῖ—,
τί δρῶσι; ποίας μηχανὰς πλέκουσιν αὖ,
κτεῖναι θέλοντες τὴν παναθλίαν ἐμέ;
ΘΕ. τὸν παῖδά σου μέλλουσιν, ὦ δύστηνε σύ,
κτείνειν, ὃν ἔξω δωμάτων ὑπεξέθου.
70 ΑΝ. οἴμοι· πέπυσται τὸν ἐμὸν ἔκθετον γόνον;
πόθεν ποτ᾽; ὦ δύστηνος, ὡς ἀπωλόμην.
ΘΕ. οὐκ οἶδ᾽, ἐκείνων δ᾽ ᾐσθόμην ἐγὼ τάδε·
φροῦδος δ᾽ ἐπ᾽ αὐτὸν Μενέλεως δόμων ἄπο.
ΑΝ. ἀπωλόμην ἄρ᾽. ὦ τέκνον, κτενοῦσί σε
75 δισσοὶ λαβόντες γῦπες· ὁ δὲ κεκλημένος
πατὴρ ἔτ᾽ ἐν Δελφοῖσι τυγχάνει μένων.
ΘΕ. δοκῶ γὰρ οὐκ ἂν ὧδέ σ᾽ ἂν πράσσειν κακῶς
κείνου παρόντος· νῦν δ᾽ ἔρημος εἶ φίλων.
ΑΝ. οὐδ᾽ ἀμφὶ Πηλέως ἦλθεν ὡς ἥξοι φάτις;
80 ΘΕ. γέρων ἐκεῖνος ὥστε σ᾽ ὠφελεῖν παρών.
ΑΝ. καὶ μὴν ἔπεμψ᾽ ἐπ᾽ αὐτὸν οὐχ ἅπαξ μόνον.
ΘΕ. μῶν οὖν δοκεῖς σου φροντίσαι τιν᾽ ἀγγέλων;
ΑΝ. πόθεν; θέλεις οὖν ἄγγελος σύ μοι μολεῖν;
ΘΕ. τί δῆτα φήσω χρόνιος οὖσ᾽ ἐκ δωμάτων;
85 ΑΝ. πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς· γυνὴ γὰρ εἶ.
ΘΕ. κίνδυνος· Ἑρμιόνη γὰρ οὐ σμικρὸν φύλαξ.
ΑΝ. ὁρᾷς; ἀπαυδᾷς ἐν κακοῖς φίλοισι σοῖς.
ΘΕ. οὐ δῆτα· μηδὲν τοῦτ᾽ ὀνειδίσῃς ἐμοί.
ἀλλ᾽ εἶμ᾽, ἐπεί τοι κοὐ περίβλεπτος βίος
δούλης γυναικός, ἤν τι καὶ πάθω κακόν.
90 ΑΝ. χώρει νυν· ἡμεῖς δ᾽ οἷσπερ ἐγκείμεσθ᾽ ἀεὶ
θρήνοισι καὶ γόοισι καὶ δακρύμασιν
πρὸς αἰθέρ᾽ ἐκτενοῦμεν· ἐμπέφυκε γὰρ
γυναιξὶ τέρψις τῶν παρεστώτων κακῶν
95ἀνὰ στόμ᾽ αἰεὶ καὶ διὰ γλώσσης ἔχειν.
πάρεστι δ᾽ οὐχ ἓν ἀλλὰ πολλά μοι στένειν,
πόλιν πατρῴαν τὸν θανόντα θ᾽ Ἕκτορα
στερρόν τε τὸν ἐμὸν δαίμον᾽ ᾧ συνεζύγην
δούλειον ἦμαρ ἐσπεσοῦσ᾽ ἀναξίως.
100 χρὴ δ᾽ οὔποτ᾽ εἰπεῖν οὐδέν᾽ ὄλβιον βροτῶν,
πρὶν ἂν θανόντος τὴν τελευταίαν ἴδῃς
ὅπως περάσας ἡμέραν ἥξει κάτω.
Ἰλίῳ αἰπεινᾷ Πάρις οὐ γάμον ἀλλά τιν᾽ ἄταν
ἠγάγετ᾽ εὐναίαν ἐς θαλάμους Ἑλέναν.
105 ἇς ἕνεκ᾽, ὦ Τροία, δορὶ καὶ πυρὶ δηϊάλωτον
εἷλέ σ᾽ ὁ χιλιόναυς Ἑλλάδος ὠκὺς Ἄρης
καὶ τὸν ἐμὸν μελέας πόσιν Ἕκτορα, τὸν περὶ τείχη
εἵλκυσε διφρεύων παῖς ἁλίας Θέτιδος·
αὐτὰ δ᾽ ἐκ θαλάμων ἀγόμαν ἐπὶ θῖνα θαλάσσας,
110 δουλοσύναν στυγερὰν ἀμφιβαλοῦσα κάρᾳ.
πολλὰ δὲ δάκρυά μοι κατέβα χροός, ἁνίκ᾽ ἔλειπον
ἄστυ τε καὶ θαλάμους καὶ πόσιν ἐν κονίαις.
ὤμοι ἐγὼ μελέα, τί μ᾽ ἐχρῆν ἔτι φέγγος ὁρᾶσθαι
Ἑρμιόνας δούλαν; ἆς ὕπο τειρομένα
115 πρὸς τόδ᾽ ἄγαλμα θεᾶς ἱκέτις περὶ χεῖρε βαλοῦσα
τάκομαι ὡς πετρίνα πιδακόεσσα λιβάς.
***
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
Κυρά μου, — έτσι εγώ θα σε φωνάζω πάντα,
γιατί και τότε που ήμαστε στην Τροία,
το σπίτι σου τιμούσα, κι ήσουν στην καρδιά μου
κι εσύ, όπως κι ο άντρας σου όταν ζούσε.
60 Κι έρχομαι, τώρα, να σου φέρω νέα,
με φόβο, μήπως κάποιος από τους αφέντες
με καταλάβει, αλλά και με συμπόνια.
Μάθε, λοιπόν, πως ο Μενέλαος κι η κόρη του
το κακό σου γυρεύουνε και πρέπει
όσο μπορείς να φυλαχτείς.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Καλή μου εσύ,
συντρόφισσά μου στη σκλαβιά —γιατί
με συντροφεύεις στη σκλαβιά κι ας ήμουν
κάποτε εγώ η βασίλισσα, μια δύσμοιρη τώρα—
τί γυρεύουν να κάνουν; Τί μηχανεύονται πάλι,
θέλοντας να σκοτώσουν εμέ, την τρισάθλια;
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
Άμοιρη, το παιδί σου θέλουν να σκοτώσουν,
που το φυγάδεψες μακριά από το παλάτι.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
70 Έμαθε εκείνη, λοιπόν, πως το παιδί μου
φυγάδεψα; Ποιός το μαρτύρησε;
Αλίμονο, χάθηκα η δύστυχη.
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
Δεν ξέρω. Τ᾽ άκουσα από κείνους· κι ο Μενέλαος
άφαντος έγινε, θα πήγε να το βρει.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Είμαι χαμένη. Θα σε σκοτώσουν, παιδί μου,
τα δυο θηρία, αν θα σε πιάσουν… κι ο πατέρας σου
ακόμα τριγυρίζει στους Δελφούς.
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
Θαρρώ, δεν θα ᾽πεφτες σε τέτοια συμφορά
αν εκείνος βρισκόταν εδώ. Μα τώρα,
κανείς δεν στέκεται κοντά σου.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Και για τον Πηλέα,
τίποτα δεν ακούστηκε, πως έρχεται;
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
80 Κι αν έρθει, τί ωφελεί; Γέροντας είναι.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Κι όμως, του μήνυσα, του ξαναμήνυσα.
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
Άραγε, σε νοιαστήκανε οι μαντατοφόροι;
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Πού θες να ξέρω; Πας εσύ μαντατοφόρισσα;
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
Και τί θα πω, σαν λείψω τόσο από το σπίτι;
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Πολλά μπορείς να σκαρφιστείς, είσαι γυναίκα.
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
Θα κιντυνέψω.
Η Ερμιόνη έχει τα μάτια της απάνω μου.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Βλέπεις, τους φίλους παρατάς στη συμφορά τους.
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
Όχι, μη με προσβάλλεις έτσι, εγώ θα πάω.
Γιατί, στο τέλος τέλος, κι αν θα πάθω τίποτα,
90 μιας σκλάβας η ζωή δεν έχει αξία.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Τρέξε λοιπόν.
Κι εμένα οι θρήνοι κι οι αναστεναγμοί
θα φτάνουν ως τα ουράνια· γιατί, από τη φύση τους,
νιώθουν απόλαυση οι γυναίκες όταν ιστορούνε
ξανά και ξανά τις συμφορές τους.
Κι εγώ δεν έχω μια, έχω πολλές αφορμές
για να στενάζω: την πατρίδα μου,
τον Έκτορά μου, που χάθηκε, τη σκληρή μοίρα
που δέθηκα μαζί της όταν ξέπεσα,
ανάξια, στη σκλαβιά. Ποτέ μην πεις
100 καλότυχο τον άνθρωπο, αν δεν ιδείς
τη στερνή μέρα της ζωής του και με ποιόν
τρόπο στον Κάτω Κόσμο θα κατέβει.
Δεν ήτανε νύφη, ήταν σωστή συμφορά
η Ελένη που έφερε στην τετράψηλη Τροία ο Πάρις.
Για χάρη της το Ίλιο με φωτιά και κοντάρι αφανίστηκε
από των Ελλήνων το στράτευμα
με τα χίλια γοργά του καράβια.
Και τον άντρα μου, εμένα της δύστυχης, τον Έκτορα,
τον έσυρε γύρω απ᾽ τα τείχη, αρματηλάτης,
ο γιος της θαλάσσιας Θέτιδας.
Κι εμένα την ίδια, τραβώντας με
από τις κάμαρές μου, με φέρνανε κάτω
110 στην αμμουδιά, για να πέσω σε σκλαβιά φοβερή.
Ποτάμι κυλούσαν στο πρόσωπό μου τα δάκρυα
όταν άφηνα πατρίδα και σπίτι
και τον άντρα μου να κυλιέται στη σκόνη.
Αλίμονό μου της άμοιρης,
τί το θέλω που βλέπω ακόμα το φως
όταν σκλάβα λογίζομαι της Ερμιόνης;
Κι επειδή με παιδεύει,
ικέτισσα το άγαλμα τούτο της θεάς αγκαλιάζω
και λιώνω στο δάκρυ που πέφτει
καθώς απ᾽ τον βράχο της κρήνης το στάλαγμα.
δέσποιν᾽, — ἐγώ τοι τοὔνομ᾽ οὐ φεύγω τόδε
καλεῖν σ᾽, ἐπείπερ καὶ κατ᾽ οἶκον ἠξίουν
τὸν σόν, τὸ Τροίας ἡνίκ᾽ ᾠκοῦμεν πέδον,
εὔνους δ᾽ ἐκεῖ σοι ζῶντί τ᾽ ἦ τῷ σῷ πόσει·
60 καὶ νῦν φέρουσά σοι νέους ἥκω λόγους,
φόβῳ μέν, εἴ τις δεσποτῶν αἰσθήσεται,
οἴκτῳ δὲ τῷ σῷ· δεινὰ γὰρ βουλεύεται
Μενέλαος ἐς σὲ παῖς θ᾽, ἅ σοι φυλακτέα.
ΑΝ. ὦ φιλτάτη σύνδουλε —σύνδουλος γὰρ εἶ
65 τῇ πρόσθ᾽ ἀνάσσῃ τῇδε, νῦν δὲ δυστυχεῖ—,
τί δρῶσι; ποίας μηχανὰς πλέκουσιν αὖ,
κτεῖναι θέλοντες τὴν παναθλίαν ἐμέ;
ΘΕ. τὸν παῖδά σου μέλλουσιν, ὦ δύστηνε σύ,
κτείνειν, ὃν ἔξω δωμάτων ὑπεξέθου.
70 ΑΝ. οἴμοι· πέπυσται τὸν ἐμὸν ἔκθετον γόνον;
πόθεν ποτ᾽; ὦ δύστηνος, ὡς ἀπωλόμην.
ΘΕ. οὐκ οἶδ᾽, ἐκείνων δ᾽ ᾐσθόμην ἐγὼ τάδε·
φροῦδος δ᾽ ἐπ᾽ αὐτὸν Μενέλεως δόμων ἄπο.
ΑΝ. ἀπωλόμην ἄρ᾽. ὦ τέκνον, κτενοῦσί σε
75 δισσοὶ λαβόντες γῦπες· ὁ δὲ κεκλημένος
πατὴρ ἔτ᾽ ἐν Δελφοῖσι τυγχάνει μένων.
ΘΕ. δοκῶ γὰρ οὐκ ἂν ὧδέ σ᾽ ἂν πράσσειν κακῶς
κείνου παρόντος· νῦν δ᾽ ἔρημος εἶ φίλων.
ΑΝ. οὐδ᾽ ἀμφὶ Πηλέως ἦλθεν ὡς ἥξοι φάτις;
80 ΘΕ. γέρων ἐκεῖνος ὥστε σ᾽ ὠφελεῖν παρών.
ΑΝ. καὶ μὴν ἔπεμψ᾽ ἐπ᾽ αὐτὸν οὐχ ἅπαξ μόνον.
ΘΕ. μῶν οὖν δοκεῖς σου φροντίσαι τιν᾽ ἀγγέλων;
ΑΝ. πόθεν; θέλεις οὖν ἄγγελος σύ μοι μολεῖν;
ΘΕ. τί δῆτα φήσω χρόνιος οὖσ᾽ ἐκ δωμάτων;
85 ΑΝ. πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς· γυνὴ γὰρ εἶ.
ΘΕ. κίνδυνος· Ἑρμιόνη γὰρ οὐ σμικρὸν φύλαξ.
ΑΝ. ὁρᾷς; ἀπαυδᾷς ἐν κακοῖς φίλοισι σοῖς.
ΘΕ. οὐ δῆτα· μηδὲν τοῦτ᾽ ὀνειδίσῃς ἐμοί.
ἀλλ᾽ εἶμ᾽, ἐπεί τοι κοὐ περίβλεπτος βίος
δούλης γυναικός, ἤν τι καὶ πάθω κακόν.
90 ΑΝ. χώρει νυν· ἡμεῖς δ᾽ οἷσπερ ἐγκείμεσθ᾽ ἀεὶ
θρήνοισι καὶ γόοισι καὶ δακρύμασιν
πρὸς αἰθέρ᾽ ἐκτενοῦμεν· ἐμπέφυκε γὰρ
γυναιξὶ τέρψις τῶν παρεστώτων κακῶν
95ἀνὰ στόμ᾽ αἰεὶ καὶ διὰ γλώσσης ἔχειν.
πάρεστι δ᾽ οὐχ ἓν ἀλλὰ πολλά μοι στένειν,
πόλιν πατρῴαν τὸν θανόντα θ᾽ Ἕκτορα
στερρόν τε τὸν ἐμὸν δαίμον᾽ ᾧ συνεζύγην
δούλειον ἦμαρ ἐσπεσοῦσ᾽ ἀναξίως.
100 χρὴ δ᾽ οὔποτ᾽ εἰπεῖν οὐδέν᾽ ὄλβιον βροτῶν,
πρὶν ἂν θανόντος τὴν τελευταίαν ἴδῃς
ὅπως περάσας ἡμέραν ἥξει κάτω.
Ἰλίῳ αἰπεινᾷ Πάρις οὐ γάμον ἀλλά τιν᾽ ἄταν
ἠγάγετ᾽ εὐναίαν ἐς θαλάμους Ἑλέναν.
105 ἇς ἕνεκ᾽, ὦ Τροία, δορὶ καὶ πυρὶ δηϊάλωτον
εἷλέ σ᾽ ὁ χιλιόναυς Ἑλλάδος ὠκὺς Ἄρης
καὶ τὸν ἐμὸν μελέας πόσιν Ἕκτορα, τὸν περὶ τείχη
εἵλκυσε διφρεύων παῖς ἁλίας Θέτιδος·
αὐτὰ δ᾽ ἐκ θαλάμων ἀγόμαν ἐπὶ θῖνα θαλάσσας,
110 δουλοσύναν στυγερὰν ἀμφιβαλοῦσα κάρᾳ.
πολλὰ δὲ δάκρυά μοι κατέβα χροός, ἁνίκ᾽ ἔλειπον
ἄστυ τε καὶ θαλάμους καὶ πόσιν ἐν κονίαις.
ὤμοι ἐγὼ μελέα, τί μ᾽ ἐχρῆν ἔτι φέγγος ὁρᾶσθαι
Ἑρμιόνας δούλαν; ἆς ὕπο τειρομένα
115 πρὸς τόδ᾽ ἄγαλμα θεᾶς ἱκέτις περὶ χεῖρε βαλοῦσα
τάκομαι ὡς πετρίνα πιδακόεσσα λιβάς.
***
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
Κυρά μου, — έτσι εγώ θα σε φωνάζω πάντα,
γιατί και τότε που ήμαστε στην Τροία,
το σπίτι σου τιμούσα, κι ήσουν στην καρδιά μου
κι εσύ, όπως κι ο άντρας σου όταν ζούσε.
60 Κι έρχομαι, τώρα, να σου φέρω νέα,
με φόβο, μήπως κάποιος από τους αφέντες
με καταλάβει, αλλά και με συμπόνια.
Μάθε, λοιπόν, πως ο Μενέλαος κι η κόρη του
το κακό σου γυρεύουνε και πρέπει
όσο μπορείς να φυλαχτείς.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Καλή μου εσύ,
συντρόφισσά μου στη σκλαβιά —γιατί
με συντροφεύεις στη σκλαβιά κι ας ήμουν
κάποτε εγώ η βασίλισσα, μια δύσμοιρη τώρα—
τί γυρεύουν να κάνουν; Τί μηχανεύονται πάλι,
θέλοντας να σκοτώσουν εμέ, την τρισάθλια;
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
Άμοιρη, το παιδί σου θέλουν να σκοτώσουν,
που το φυγάδεψες μακριά από το παλάτι.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
70 Έμαθε εκείνη, λοιπόν, πως το παιδί μου
φυγάδεψα; Ποιός το μαρτύρησε;
Αλίμονο, χάθηκα η δύστυχη.
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
Δεν ξέρω. Τ᾽ άκουσα από κείνους· κι ο Μενέλαος
άφαντος έγινε, θα πήγε να το βρει.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Είμαι χαμένη. Θα σε σκοτώσουν, παιδί μου,
τα δυο θηρία, αν θα σε πιάσουν… κι ο πατέρας σου
ακόμα τριγυρίζει στους Δελφούς.
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
Θαρρώ, δεν θα ᾽πεφτες σε τέτοια συμφορά
αν εκείνος βρισκόταν εδώ. Μα τώρα,
κανείς δεν στέκεται κοντά σου.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Και για τον Πηλέα,
τίποτα δεν ακούστηκε, πως έρχεται;
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
80 Κι αν έρθει, τί ωφελεί; Γέροντας είναι.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Κι όμως, του μήνυσα, του ξαναμήνυσα.
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
Άραγε, σε νοιαστήκανε οι μαντατοφόροι;
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Πού θες να ξέρω; Πας εσύ μαντατοφόρισσα;
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
Και τί θα πω, σαν λείψω τόσο από το σπίτι;
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Πολλά μπορείς να σκαρφιστείς, είσαι γυναίκα.
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
Θα κιντυνέψω.
Η Ερμιόνη έχει τα μάτια της απάνω μου.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Βλέπεις, τους φίλους παρατάς στη συμφορά τους.
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
Όχι, μη με προσβάλλεις έτσι, εγώ θα πάω.
Γιατί, στο τέλος τέλος, κι αν θα πάθω τίποτα,
90 μιας σκλάβας η ζωή δεν έχει αξία.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Τρέξε λοιπόν.
Κι εμένα οι θρήνοι κι οι αναστεναγμοί
θα φτάνουν ως τα ουράνια· γιατί, από τη φύση τους,
νιώθουν απόλαυση οι γυναίκες όταν ιστορούνε
ξανά και ξανά τις συμφορές τους.
Κι εγώ δεν έχω μια, έχω πολλές αφορμές
για να στενάζω: την πατρίδα μου,
τον Έκτορά μου, που χάθηκε, τη σκληρή μοίρα
που δέθηκα μαζί της όταν ξέπεσα,
ανάξια, στη σκλαβιά. Ποτέ μην πεις
100 καλότυχο τον άνθρωπο, αν δεν ιδείς
τη στερνή μέρα της ζωής του και με ποιόν
τρόπο στον Κάτω Κόσμο θα κατέβει.
Δεν ήτανε νύφη, ήταν σωστή συμφορά
η Ελένη που έφερε στην τετράψηλη Τροία ο Πάρις.
Για χάρη της το Ίλιο με φωτιά και κοντάρι αφανίστηκε
από των Ελλήνων το στράτευμα
με τα χίλια γοργά του καράβια.
Και τον άντρα μου, εμένα της δύστυχης, τον Έκτορα,
τον έσυρε γύρω απ᾽ τα τείχη, αρματηλάτης,
ο γιος της θαλάσσιας Θέτιδας.
Κι εμένα την ίδια, τραβώντας με
από τις κάμαρές μου, με φέρνανε κάτω
110 στην αμμουδιά, για να πέσω σε σκλαβιά φοβερή.
Ποτάμι κυλούσαν στο πρόσωπό μου τα δάκρυα
όταν άφηνα πατρίδα και σπίτι
και τον άντρα μου να κυλιέται στη σκόνη.
Αλίμονό μου της άμοιρης,
τί το θέλω που βλέπω ακόμα το φως
όταν σκλάβα λογίζομαι της Ερμιόνης;
Κι επειδή με παιδεύει,
ικέτισσα το άγαλμα τούτο της θεάς αγκαλιάζω
και λιώνω στο δάκρυ που πέφτει
καθώς απ᾽ τον βράχο της κρήνης το στάλαγμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου