Συνεχίζοντας τη διερεύνηση των εννοιών που αποδίδουν ηθικό περιεχόμενο στην ανθρώπινη συμπεριφορά ο Αριστοτέλης θα αναφερθεί στη μεγαλοπρέπεια: «Η μεγαλοπρέπεια είναι μεσότητα ανάμεσα στην ξιπασιά και τη μικροπρέπεια· και έχει να κάνει με δαπάνες που σχετίζονται με το πρεπούμενο» (1192a 26.1 και 1192b 26.1).
Η διαχείριση του χρήματος που ξεπερνά τα όρια της μεσότητας αντιβαίνοντας το πρέπον αποδίδει ηθικούς χαρακτηρισμούς καταδεικνύοντας την επίδειξη, που εκλαμβάνεται ως ξιπασιά: «Όποιος, λοιπόν, δαπανά χρήματα εκεί που δεν πρέπει, είναι ξιπασμένος· παράδειγμα: αν κάποιος κάνει το τραπέζι σε φίλους του συνδαιτυμόνες σαν να είχε γάμο και σαν να ήταν αυτοί οι καλεσμένοι του, τούτος είναι ξιπασμένος (με άλλα λόγια, ο ξιπασμένος έχει την τάση να επιδεικνύει τα λεφτά του σε λάθος ώρα)» (1192b 26.1).
Από την άλλη, η έλλειψη θα καταδείξει τον μικροπρεπή: «Ο μικροπρεπής κάνει τα αντίθετα: θα προβεί σε μικρή δαπάνη εκεί που πρέπει όντως να ξοδέψει χρήματα· ενδέχεται αυτός είτε να μην αναλάβει απολύτως κανένα έξοδο (π.χ. σε ένα γάμο ή σε μια χορηγία) είτε να μην το αναλάβει όπως ταιριάζει αλλά σαν να του έλειπαν λεφτά· τούτος είναι ο μικροπρεπής» (1192b 26.2).
Από την άλλη, η έλλειψη θα καταδείξει τον μικροπρεπή: «Ο μικροπρεπής κάνει τα αντίθετα: θα προβεί σε μικρή δαπάνη εκεί που πρέπει όντως να ξοδέψει χρήματα· ενδέχεται αυτός είτε να μην αναλάβει απολύτως κανένα έξοδο (π.χ. σε ένα γάμο ή σε μια χορηγία) είτε να μην το αναλάβει όπως ταιριάζει αλλά σαν να του έλειπαν λεφτά· τούτος είναι ο μικροπρεπής» (1192b 26.2).
Ο μικροπρεπής είναι ο άνθρωπος που λυπάται όταν ξοδεύει, ακόμη και στις περιπτώσεις που αξίζει να ξοδέψει κανείς. Αντλεί ευχαρίστηση από τη συλλογή του χρήματος αντιμετωπίζοντάς το σαν τελικό σκοπό κι όχι ως μέσο για την κατάκτηση της ευτυχίας. Η ηδονή που προσφέρεται από την ίδια την κατοχή του χρήματος αποτελεί διαστρέβλωση, αφού όλες οι αληθινές χαρές εν τέλει προξενούν λύπη, εκλαμβανόμενες ως αφορμές για σπατάλη.
Στην ουσία ο μικροπρεπής εκδηλώνει τα συναισθήματά του περισσότερο προς το χρήμα και λιγότερο προς τους ανθρώπους. Κι αυτός είναι ο λόγος που προτιμά την αποστασιοποίηση. Οι πολλές κοινωνικές επαφές επιφέρουν και υποχρεώσεις· και οι κοινωνικές υποχρεώσεις μεταφράζονται σε έξοδα. Όσο λιγότερες τόσο το καλύτερο.
Θα έλεγε κανείς ότι η πιο ακραία μορφή μικροπρέπειας θα σηματοδοτούσε την πλήρη απομόνωση, δηλαδή την πλήρη συναισθηματική περιχαράκωση μετατρέποντας την αποταμίευση σε νόημα ύπαρξης. Μια τέτοια εκδοχή ευτυχίας δεν μπορεί παρά να εκληφθεί ως στρέβλωση της ψυχής που έχει χάσει τον προσανατολισμό της. Οι άνθρωποι αυτού του είδους πριν από όλα είναι αξιολύπητοι.
Η μεγαλοπρέπεια είναι ο μοναδικός δρόμος της ισορροπίας που καταδεικνύει τη σωστή, δηλαδή την ενάρετη, συμπεριφορά: «η μεγαλοπρέπεια και από το όνομά της φαίνεται ότι είναι πάνω-κάτω αυτό που λέμε· εφόσον αναφέρεται σε μεγάλη δαπάνη κατά την πρεπούμενη στιγμή, καλώς έχει το όνομα μεγαλοπρέπεια. Άρα η μεγαλοπρέπεια, η οποία γίνεται αντικείμενο επιδοκιμασίας, είναι ένα είδος μεσότητας, αυτής που βρίσκεται ανάμεσα στην έλλειψη και την υπερβολή τη σχετική με τις χρηματικές δαπάνες, ειδικότερα με τις πρέπουσες δαπάνες για πράγματα για τα οποία πρέπει κανείς να βάλει το χέρι στην τσέπη» (1192b 26.3).
Κι αν η μεγαλοπρέπεια σχετίζεται με τη διαχείριση του χρήματος, η νέμεσις έχει να κάνει με το φθόνο και τη χαιρεκακία: «Η νέμεσις είναι η μεσότητα ανάμεσα στη φθονερή διάθεση και την επιχαιρεκακία· τόσο η πρώτη όσο και η δεύτερη επικρίνονται και αποδοκιμάζονται, ενώ ο άνθρωπος που εκδηλώνει την νέμεσιν επαινείται» (1192b 27.1).
Και θα δοθούν εξηγήσεις: «Η νέμεσις είναι μια μορφή στενοχώριας· εκείνη η στενοχώρια η οποία έχει να κάνει με τα αγαθά που ανήκουν σε κάποιον χωρίς να το αξίζει. Ο άνθρωπος, λοιπόν, που εκδηλώνει την νέμεσιν στενοχωριέται γι’ αυτά τα ανάξια αγαθά. Ο ίδιος άνθρωπος, βέβαια, πάλι θα στενοχωρηθεί, αν τυχόν δει κάποιον να δυστυχεί χωρίς επίσης να το αξίζει» (1192b 27.1).
Η νέμεση αφορά την καταδίκη της αναξιοκρατίας. Ο κάτοχός της δε θέλει ούτε ο ίδιος να απολαμβάνει αγαθά ή τιμές που δεν αξίζει ούτε, όμως, και οι άλλοι. Αυτό που επιθυμεί είναι η ανταμοιβή του καθενός σύμφωνα με την αξία του. Γι’ αυτό και θα χαρεί με τις επιτυχίες του άξιου αναγνωρίζοντας το δίκιο της ανταμοιβής του.
Στον αντίποδα αυτού στέκει ο φθονερός: «Ο φθονερός θα νιώσει στενοχώρια έτσι κι αλλιώς, είτε ο άλλος αξίζει την ευτυχία είτε όχι. Και κατά τον ίδιο τρόπο ο επιχαιρέκακος θα χαρεί με τη δυστυχία, είτε ο άλλος την αξίζει είτε όχι. Όμως ο άνθρωπος που εκδηλώνει την νέμεσιν δεν είναι τέτοιος, αλλά βρίσκεται στο μέσον, ανάμεσα στη φθονερή διάθεση και την επιχαιρεκακία» (1192b 27.2
Ο φθονερός δεν ανέχεται την επιτυχία του άλλου. Η έννοια της αξίας του είναι αδιάφορη. Αυτό που προέχει είναι η ανταγωνιστικότητά που επιδεικνύει σε όλες τις περιπτώσεις. Σε τελική ανάλυση, η προκοπή των άλλων τον στενοχωρεί επειδή νιώθει ότι τον ξεπερνούν.
Για τον φθονερό οι σχέσεις είναι επιτρεπτές μόνο με την προϋπόθεση ότι ο ίδιος νιώθει υπεροχή. Αν νιώσει κατώτερος γίνεται έξαλλος. Γι’ αυτό και οι επιτυχίες των άλλων τον αρρωσταίνουν. Είναι πρόθυμος να πει τις μεγαλύτερες κακοήθειες προκειμένου να τις μειώσει. Στην ουσία δεν είναι ευχαριστημένος με τον εαυτό του. Κι αυτός είναι ο λόγος που αδυνατεί να κατακτήσει την ολοκληρωμένη μορφή της φιλίας. Όσο πιο γνώριμο το πρόσωπο που πετυχαίνει τόσο πιο μεγάλη η οδύνη του.
Αυτό όμως δε σημαίνει ότι θέλει και το κακό τους. Ο φθονερός είναι σε θέση να λυπηθεί πραγματικά με τις δυστυχίες του άλλου και να του συμπαρασταθεί με αληθινή εγκαρδιότητα, αφού η ξένη δυστυχία θα του τονώσει το αίσθημα της ανωτερότητας διευθετώντας τις σχέσεις στο πλαίσιο που επιθυμεί. Τα προβλήματα θα ξεκινήσουν αν ο δυστυχής ανακάμψει και σημειώσει επιτυχίες που θα καταστήσουν τον φθονερό ευάλωτο κλονίζοντας την αίσθηση της υπεροχής του.
Η συμφορά των άλλων είναι η χαρά του χαιρέκακου. Η χαιρεκακία σε σχέση με το φθόνο είναι η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, καθώς και ο χαιρέκακος αντλεί χαρά από την αίσθηση της υπεροχής. Η διαφορά είναι ότι η υπεροχή του τονώνεται από τη δυστυχία των άλλων, που εκλαμβάνεται ως δική του επιτυχία με τη σκέψη ότι κατάφερε να αποφύγει τέτοιου είδους καταστάσεις.
Η συμφορά των άλλων είναι η χαρά του χαιρέκακου. Η χαιρεκακία σε σχέση με το φθόνο είναι η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, καθώς και ο χαιρέκακος αντλεί χαρά από την αίσθηση της υπεροχής. Η διαφορά είναι ότι η υπεροχή του τονώνεται από τη δυστυχία των άλλων, που εκλαμβάνεται ως δική του επιτυχία με τη σκέψη ότι κατάφερε να αποφύγει τέτοιου είδους καταστάσεις.
Στην ουσία ο χαιρέκακος έχει ακόμη χαμηλότερη αυτοεκτίμηση από το φθονερό και γι’ αυτό δεν ασχολείται με τις επιτυχίες των άλλων. Του είναι αδιάφορες ως κάτι ολοκληρωτικά ξένο. Οι συμφορές είναι το αγαπημένο του πεδίο. Τον ευχαριστούν γιατί αποδεικνύουν ότι ακόμη και οι καλύτεροί του είναι ευάλωτοι κι ενδέχεται να δυστυχήσουν. Γι’ αυτό και είναι επίσης αδιάφορος στο ζήτημα της αξίας. Η συμφορά του άλλου είναι επιθυμητή είτε την αξίζει είτε όχι. Αυτό που προέχει είναι να βρίσκει ικανοποίηση το αίσθημα της ατομικής υπεροχής.
Σε σχέση με τις κοινωνικές συναναστροφές η σοβαρότητα-αξιοπρέπεια προτείνεται ως ιδανικό μέσον ανάμεσα στην αυθάδεια και την αρεσκεία: «Η σοβαρότητα-αξιοπρέπεια βρίσκεται στο μέσον, ανάμεσα στην αυθάδεια-αλαζονεία και την αρεσκεία, και έχει να κάνει με τις κοινωνικές συναναστροφές. Ο αυθάδης-αλαζών, δηλαδή, έχει τέτοιο χαρακτήρα που δε θέλει ούτε να συναντήσει κανέναν ούτε να αλλάξει καμιά κουβέντα (αλλά βέβαια το όνομα “αυθάδης” μοιάζει να βγαίνει από τον τρόπο του: διότι ο αυθάδης είναι αυτοάδης, δηλαδή “αυτός που του αρέσει ο εαυτός του)”· από την άλλη ο αρεσιάρης έχει τέτοιο χαρακτήρα που κάνει παρέα με τους πάντες και σε κάθε περίπτωση και με κάθε τρόπο» (1192b 28.1).
Για να συμπληρωθεί αμέσως: «Ούτε ο αυθάδης-αλαζών ούτε και ο αρεσιάρης κερδίζουν τον έπαινό μας, ενώ ακριβώς ο σοβαρός-αξιοπρεπής, που βρίσκεται στον μέσον τους, επαινείται· διότι δε συναναστρέφεται με τους πάντες αλλά μόνο με όσους το αξίζουν, ούτε όμως αποφεύγει και τους πάντες· κάνει παρέα μόνο με αυτούς που αξίζουν την παρέα του» (1192b 28.2).
Το δεδομένο ότι οι κοινωνικές συναναστροφές είναι κάτι θετικό, αφού από τη φύση του ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον, αποκλείει τον αυθάδη που από θέση αρχής θεωρεί τον εαυτό του κέντρο του κόσμου. Ο αδιαπραγμάτευτος εγωισμός τον καθιστά απρόθυμο στις συναναστροφές, οι οποίες (όποιες τυχόν υπάρχουν) εκλαμβάνονται περισσότερο ως πεδίο ατομικής ανάδειξης.
Ο αυθάδης έχει πάντα δίκιο, γνωρίζει όλες τις απαντήσεις και οι άλλοι το καλύτερο που έχουν να κάνουν είναι να τον ακούν. Αν δεν το κάνουν, ο αυθάδης γίνεται προσβλητικός, καθώς η ομήγυρη κρίνεται ανάξια της προσωπικότητάς του. Πρόκειται για την υπερβολή στο ζήτημα της αγάπης του εαυτού, που υπερβαίνοντας τα όρια της μεσότητας δυσκολεύει (έως ακυρώνει) την κοινωνικοποίηση.
Από την άλλη, ο αρεσιάρης ως άτομο χαμηλής αυτοεκτίμησης και ετεροκαθοριζόμενο αναζητά την αποδοχή της ομήγυρης ως τόνωση του εαυτού. Η ποιότητα της συναναστροφής και των ανθρώπων που την πλαισιώνουν του είναι αδιάφορη. Αυτό που προέχει είναι η ένταξη, δηλαδή η αίσθηση της θετικής ανταπόκρισης των άλλων.
Ο αρεσιάρης μπορεί να παρασυρθεί σε ευτελείς πράξεις, αν νιώσει ότι θα εισπράξει αποδοχή. Αυτού του είδους οι άνθρωποι στερούνται προσωπικότητας. Στην ουσία την εναποθέτουν στην ομήγυρη. Συνήθως δε χαίρουν εκτίμησης. Γι’ αυτό και συχνά αλλάζουν οι συναναστροφές τους.
Το πρόσωπο που κερδίζει την εκτίμηση είναι ο αξιοπρεπής-σοβαρός, αφού ξέρει να κινείται στη μεσότητα. Μπορεί να γίνει αποδεκτός, χωρίς να μετατρέπεται σε έρμαιο και ταυτόχρονα σέβεται τους άλλους, ενώ έχει ισχυρή προσωπικότητα. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν μπορεί παρά να κατέχει και την αιδώ αποφεύγοντας τόσο την αναισχυντία όσο και την κατάπληξη: «Η αιδώς είναι η μεσότητα ανάμεσα στην αναισχυντία και την κατάπληξιν, και έχει να κάνει με πράξεις και λόγους» (1193a 29.1).
Οι εξηγήσεις κρίνονται απαραίτητες: «Αναίσχυντος είναι όποιος λέει και πράττει ό,τι του έρθει στο μυαλό, και τούτο σε κάθε περίσταση και προς κάθε πρόσωπο. Αντίθετός του είναι αυτός που τα χάνει τελείως από ντροπή: όποιος φοβάται και να πράξει και να πει τα πάντα (ένας τέτοιος άνθρωπος μένει τελείως άπρακτος)» (1193a 29.1).
Είναι φανερό ότι η αναισχυντία συγγενεύει με την αυθάδεια, ενώ η κατάπληξη με την αρεσκεία. Η αιδώς καταδεικνύει τη σοβαρότητα και την αξιοπρέπεια της ολοκληρωμένης προσωπικότητας, που ξέρει πώς πρέπει να συμπεριφερθεί χωρίς να ξεπερνά τα όρια ούτε προς την υπερβολή ούτε προς την έλλειψη: «… η αιδώς είναι μια μορφή μεσότητας, και ο αιδήμων βρίσκεται στο μέσον, ανάμεσα στον αναίσχυντο και εκείνον που τα χάνει τελείως από την ντροπή του. Διότι ο αιδήμων ούτε θα πει και θα πράξει τα πάντα και με οποιοδήποτε τρόπο, όπως κάνει ο αναίσχυντος, ούτε θα φανεί διστακτικός σε κάθε περίπτωση και με κάθε τρόπο, αλλά θα πράξει και θα πει και στην περίπτωση που πρέπει, και αυτά που πρέπει, και την ώρα που πρέπει» (1193a 29.2).
Με τον ίδιο τρόπο της μεσότητας θα διαχωριστεί και η χαριτολογία από το καραγκιοζλίκι και τη χωριατιά: «Η χαριτολογία είναι η μεσότητα ανάμεσα στο “καραγκιοζλίκι” και τη “χωριατιά”, και έχει να κάνει με τα σκώμματα. “Καραγκιόζης” είναι αυτός που φαντάζεται ότι πρέπει να σκώπτει τους πάντες και τα πάντα, ενώ ο “χωριάτης” δε θέλει ούτε να σκώπτει ούτε να σκώπτεται, αλλά οργίζεται με τα σκώμματα» (1193 30.1).
Το χιούμορ είναι απολύτως επιθυμητό με την προϋπόθεση ότι είναι εύστοχο. Το καραγκιοζλίκι δεν είναι χιούμορ και οι άνθρωποι που επιδίδονται σε αυτό δεν είναι χαριτολόγοι. Ομοίως, χαριτολόγοι δεν είναι και οι χωριάτες, που αδυνατούν να καταλάβουν την αξία του πετυχημένου αστείου ταυτίζοντάς το με την προσβολή.
Οι χωριάτες αρέσκονται να παριστάνουν τους σοβαρούς. Στην ουσία συγχέουν τη σοβαρότητα με τη σοβαροφάνεια. Το χιούμορ τους κάνει να αισθάνονται άβολα. Τους βγάζει από τα νερά τους. Η ακαμψία του αυστηρού ύφους τους έρχεται πιο βολική.
Ο αληθινά σοβαρός δεν έχει καμία σχέση με τους χωριάτες (ούτε βέβαια και με τους καραγκιόζηδες). Η σοβαρότητα έχει να κάνει με τη μεσότητα, που εκφράζει η χαριτολογία: «ο χαριτολόγος βρίσκεται στο μέσον τους: δε σκώπτει τους πάντες και τα πάντα, ούτε πάλι είναι “χωριάτης”. Και υπάρχουν τρόπον τινά δύο τύποι χαριτολόγου: χαριτολόγος είναι και αυτός που θα κάνει το χαριτωμένο πείραγμά του αλλά και αυτός που θα το δεχτεί. Έτσι περίπου είναι η χαριτολογία» (1193a 30.2).
Αυτό που μένει είναι ο καθορισμός της φιλικής διάθεσης: «Η ειλικρινής φιλική διάθεση είναι μεσότητα ανάμεσα στην κολακεία και την εχθρότητα, και έχει να κάνει με πράξεις και λόγους. Κόλακας είναι αυτός που προσθέτει περισσότερα επαινετικά από όσα αρμόζουν και όντως υπάρχουν, ενώ ο εχθρικός έχει μίσος και αφαιρεί και τα πράγματι υπαρκτά» (1193a 31.1).
Ούτε η εχθρότητα ούτε η κολακεία μπορούν να θεωρηθούν αξιέπαινες. Η εχθρότητα είναι μορφή αδικίας, αφού προσπαθεί να μειώσει την προσπάθεια του άλλου κινούμενη από το φθόνο ή την αναίδεια. Ο εχθρικός δεν μπορεί παρά να είναι εμπαθής. Αυτοί οι άνθρωποι αρέσκονται να κατακρίνουν. Αισθάνονται καλύτερα. Στην ουσία προστατεύουν τον εαυτό τους. Απαλλάσσονται από την αίσθηση της κατωτερότητας. Προτιμούν να υποτιμούν αυτά που δεν μπορούν να φτάσουν.
Όσο για τον κόλακα, είναι προφανές ότι κρύβει ιδιοτέλεια. Προτιμά να κολακεύει για να γίνει αρεστός. Οι συμπάθειες που κερδίζει μπορεί να του χρειαστούν. Ο κόλακας ξέρει να εκμεταλλεύεται τις καταστάσεις. Το δυνατό του σημείο είναι να λέει αυτά ακριβώς που οι άλλοι θέλουν να ακούσουν. Είναι διατεθειμένος να πει οτιδήποτε στους ανθρώπους που πρέπει. Η κολακεία είναι μέθοδος αναρρίχησης. Εκτός αν πρόκειται για κάποιον αρεσιάρη που αποβλέπει μονάχα στη συμπάθεια. Όμως, ακόμη και αυτός, εν τέλει, είναι ιδιοτελής με τον τρόπο του.
Μονάχα ο ειλικρινά φιλικός πραγματώνει την αρετή. Κι αυτό γιατί κινείται στο μέσο: «Διότι ούτε θα προσθέσει περισσότερα από όσα υπάρχουν, ούτε θα επαινέσει αυτά που δεν αρμόζει να επαινέσει, ούτε επίσης θα σε μειώσει, και γενικώς δε θα σου αντιταχθεί παρά μόνο αν το πιστεύει» (1193a 31.2).
Κατόπιν αυτών ο καθορισμός της ειλικρίνειας είναι απολύτως αναμενόμενος: «Βρίσκεται μεταξύ της κρυψίνοιας και της καυχησιάς, και έχει βέβαια να κάνει με λόγους, πλην όμως όχι κάθε είδους λόγους. Καυχησιάρης είναι αυτός που προσποιείται ότι έχει περισσότερα από όσα στην πραγματικότητα, ή ότι γνωρίζει περισσότερα από όσα γνωρίζει· ο κρυψίνους βρίσκεται στον αντίποδα του καυχησιάρη και προσποιείται ότι έχει λιγότερα από όσα στην πραγματικότητα, και δεν αποκαλύπτει αυτά που ξέρει, αλλά συγκαλύπτει τη γνώση του. Ο ειλικρινής δεν πρόκειται να κάνει τίποτα από αυτά τα δύο· δε θα προσποιηθεί πως έχει ούτε περισσότερα ούτε λιγότερα, αλλά θα κάνει λόγο γι’ αυτά που όντως έχει και για όσα όντως γνωρίζει» (1193a 32.1-32.2).
Ο ενάρετος άνθρωπος είναι αυτός που σε κάθε περίπτωση ξέρει να διατηρεί τις ισορροπίες επιλέγοντας πάντα το μέσο. Το ίδιο κάνει και ο μεγαλοπρεπής και ο αξιοπρεπής και ο χαριτολόγος και ο ειλικρινής και ο ανδρείος και ο μεγαλόψυχος και ο ανεξάρτητος και ο πράος και κάθε άνθρωπος που εκπροσωπεί την αρετή.
Όμως, η αρετή δεν αφορά μονάχα την ισορροπία της ψυχής που θα οδηγήσει στην ευτυχία ως εξασφάλιση της γαλήνης του εαυτού, αλλά και την εναρμόνιση με τους άλλους – γεγονός που θα ολοκληρώσει την ατομική ευτυχία δίνοντας τις απαραίτητες κοινωνικές διαστάσεις, καθώς ο άνθρωπος είναι από τη φύση του κοινωνικό ον, δηλαδή ον που νιώθει πληρότητα μονάχα όταν συναναστρέφεται με άλλους ανθρώπους.
Η κοινωνική διάσταση της αρετής είναι αδύνατο να τεθεί ως κάτι αποκομμένο από τη συνολικότερη ευρυθμία της πόλης. Με άλλα λόγια, ο ενάρετος άνθρωπος είναι εκείνος που μέσω της μεσότητας θα συμβάλει θετικά στην κοινωνική ομαλότητα προασπίζοντας όλες τις αξίες που την ενισχύουν.
Δεν είναι τυχαίο που και ο εχθρικός και ο κόλακας και ο χαιρέκακος και ο φθονερός αδιαφορούν για την αξία προτάσσοντας την απατηλή χαρά της στρέβλωσης που έχει να κάνει με την υπερβολή και την έλλειψη στις επιλογές τους. Ούτε είναι τυχαίο που και ο θρασύς και ο αυθάδης και ο αναίσχυντος (ακόμη και ο χωριάτης) επιδιώκουν να στρεβλώσουν τις έννοιες παριστάνοντας ότι αυτοί εκπροσωπούν τη μεσότητα προκειμένου να πείσουν ότι συμπεριφέρονται σωστά.
Και βέβαια, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι όλες οι περιπτώσεις πραγμάτωσης της αρετής συνοδεύονται από τον έπαινο, γεγονός τόσο σημαντικό, που ο Αριστοτέλης κρίνει σκόπιμο να το επαναλάβει: «Αν τούτες είναι ή δεν είναι αρετές, άλλη συζήτηση· πάντως είναι φανερό ότι πρόκειται για μεσότητες ανάμεσα στα προαναφερθέντα. Και όσοι ζούνε σύμφωνα με αυτές κερδίζουν τον έπαινο της κοινωνίας» (1193a 32.2).
Ο έπαινος της κοινωνίας δεν είναι παρά η επικρότηση του κοινωνικώς αποδεκτού. Και βέβαια, το κοινωνικώς αποδεκτό έχει να κάνει με τα στοιχεία που θα λειτουργήσουν ενωτικά για την πόλη κι όχι με εκείνα που θα τη διασπάσουν. Καμιά πόλη δε θα τιμούσε τις αξίες που θεωρεί ότι την υπονομεύουν, αφού μια τέτοια εκδοχή θα ισοδυναμούσε με την επιθυμία της διάλυσής της.
Ο έπαινος της αρετής είναι η απόλυτη παραδοχή της κοινωνικής της διάστασης, καθώς η αρετή θα υπηρετήσει τη δικαιοσύνη, την αξιοκρατία, τη φιλοπατρία, την εντιμότητα, δηλαδή οτιδήποτε αποτελεί συνδετικό κρίκο για την πόλη. Αντίθετα, κάθε συμπεριφορά που αντίκειται στην αρετή επιφέρει επικρίσεις ακριβώς επειδή θα δράσει διασπαστικά.
Η πόλη που εκτρέφει κι επαινεί ανθρώπους που αντιβαίνουν στην αρετή στην ουσία υποθάλπει την αυτοκαταστροφή της. Το ζήτημα της αρετής αποκτά και πάλι σαφείς πολιτικές προεκτάσεις. Κάθε αξιόλογη πόλη οφείλει να το γνωρίζει αυτό. Οι γραπτοί και οι άγραφοι νόμοι, οι αξίες που θα προαχθούν από το εκπαιδευτικό σύστημα, και κυρίως τα πρότυπα που θα προβληθούν μέσα από την ίδια τη λειτουργία της κοινωνίας και του πολιτεύματος οφείλουν να κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση. Αποδεχόμενοι ότι η ευτυχία ανήκει στον ενάρετο, είναι σαφές ότι η ύψιστη ευτυχία, δηλαδή η συλλογική ευτυχία ανήκει στην ενάρετη πόλη που ανατρέφει τους πολίτες με τις αρχές της μεσότητας και του ορθού λόγου. Κι αυτό είναι θέμα πολιτικό.
Αριστοτέλης, Ηθικά Μεγάλα
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου