ΚΗΥΞ
(ψαροφάγο θαλασσοπούλι, ίσως γλάρος)
Η ιστορία της Αλκυόνης και του Κήυκα θυμίζει το ζεύγος Αίμου και Ροδόπης, τόσο για την ύβρι που διέπραξαν αποκαλώντας τους εαυτούς τους Ήρα και Δία όσο και για την τιμωρία της μεταμόρφωσης που επέβαλλαν οι θεοί στα δύο ζευγάρια -πουλιά το πρώτο, βουνά το δεύτερο. Πιο συγκεκριμένα:
Η Αλκυόνη, κόρη του Αίολου και της Αιγιάλης, παντρεύτηκε τον γιο του Εωσφόρου Κήυκα. Η αγάπη που ένιωθε ο ένας για τον άλλον τους οδήγησε να συγκρίνουν τους εαυτούς τους με το αρχέτυπο θεϊκό ζευγάρι, τον Δία και την Ήρα και να ονομάζονται με τα ονόματα εκείνων, όχι τα δικά τους. Οι θεοί τους τιμώρησαν, μεταμόρφωσαν την Αλκυόνη στο ομώνυμο ψαροφάγο θαλασσοπούλι και τον Κήυκα σε πουλί που ορμά στη θάλασσα για να αρπάξει τη λεία του, ίσως γλάρο (Οδ., ο 479). Επειδή όμως η Αλκυόνη έφτιαχνε τη φωλιά της κοντά στην ακτή και τα κύματα την κατέστρεφαν, ο Δίας τη λυπήθηκε και διέταξε τους ανέμους να σταματήσουν για δεκατέσσερις μέρες, επτά πριν το χειμερινό ηλιοστάσιο και επτά μετά. Στη διάρκεια αυτών των ημερών, η Αλκυόνη επωάζει τα αυγά της. Αυτές οι χωρίς κακοκαιρία μέρες ονομάστηκαν Αλκυονίδες.
Ο Οβίδιος παραλλάσσει κατά πολύ την ιστορία αποδίδοντας την αιτία της μεταμόρφωσης των δύο ηρώων στον οίκτο των θεών. Διηγείται, λοιπόν, ότι ο Κήυκας αποφάσισε να ταξιδέψει για να ζητήσει χρησμό από το μαντείο του Απόλλωνα στην Κλάρο. Τα παρακάλια της Αλκυόνης για τον κίνδυνο από τους ανέμους -τους ήξερε καλά από τα παιδικά της χρόνια σαν κόρη του Αιόλου που ήταν- δεν σταμάτησαν τον Κήυκα. Όμως θαλασσοταραχή* στο Αιγαίο τσάκισε το πλοίο και ο ίδιος πνίγηκε. Το σώμα του ξεβράστηκε στην ακτή, όπου το βρήκε η Αλκυόνη. Ο θρήνος** της προκάλεσε τη συμπόνια των θεών που τους μεταμόρφωσαν σε πουλιά.
Ο Λουκιανός, με αφορμή τον μύθο της μεταμόρφωσης*** της Αλκυόνης και του Κήυκα σε πουλιά λόγω του έρωτα της Αλκυόνης προς τον άνδρα της, όχι λόγω της αλαζονείας τους, στήνει ένα διάλογο ανάμεσα στον Χαιρεφώντα και τον Σωκράτη για το δυνατό ή μη των μεταμορφώσεων, για να καταλήξουν οι δύο συνομιλητές στο συμπέρασμα ότι οι θνητοί «βεβαίως ουδέν ασφαλές δυνάμεθα να είπωμεν, ούτε περί των αλκυόνων ούτε περί των αηδόνων». Γι' αυτό ο Σωκράτης καταλήγει ότι θα μεταδώσει στα παιδιά του την ιστορία όπως την έμαθε από τους προγόνους του αλλά «και τον ευσεβή και φίλανδρον έρωτά σου [ω Αλκυών] πολλάκις θα εξυμνήσω προς τας γυναίκας μου Ξανθίππην και Μυρτώ, αναφέρων προς τοις άλλοις και την τιμήν την οποίαν σου έκαμαν οι θεοί». Η φιλανδρία της Αλκυόνης που προκάλεσε τον οίκτο των θεών αξιοποιείται δεόντως από τον άνδρα Σωκράτη.
----------------------------------
*Παρηγόρια η αγάπη
Στου Κήυκα το νου μανάχα αυτή, στα χείλη του μονάχα η Αλκυόνη,
την Αλκυόνη μόνο λαχταράει, και στη λαχτάρα παρηγόρια μόνη
που είναι η αγάπη του μακριά - πατρίδα και γιαλός, μόνη του σκέψη.
Πως θέλει τώρα, για στερνή φορά, στο σπίτι του τα μάτια του να στρέψει,
δεν ξέρει ωστόσο πού, σε ποια μεριά. Κοχλάζει ολόγυρα του πόντου
το πηγάδι, σέρνεται γύρω η μαύρη συννεφιά και πίσσα τον τυλίγει το σκοτάδι.
(Οβ., Μετ. 11. 545-550)
**Ο θρήνος της Αλκυόνης για τον Κήυκα
Κύμα το κύμα πάνω στ' ακρογιάλι
τον ξέβρασε ο πόντος - είναι αυτός; Τώρα μπορεί να δει και να γνωρίσει
τον άντρα της - ναι, ήτανε αυτός. Πρώτα κραυγή και σπαραγμός, κατόπι
χαράζει πρόσωπο και ρούχα και μαλλιά και τρέμοντας ολάκερη απλώνει
τα δυο της χέρια πάνω στον νεκρό: «Έτσι, λοιπόν, αγάπη μου γυρίζεις;
Τέτοιος σου μέλλονταν ο μαύρος γυρισμός;»
Τους σπλαχνιστήκαν οι θεοί. Κάναν πουλί το άψυχο κουφάρι,
κι έτσι, πουλιά της θάλασσας οι δυο πετούν και τώρα αντάμα σα ζευγάρι.
Του γάμου τους κακό το ριζικό, μα σαν πουλιά κρατάν την παντρειά τους,
αρσενικό μαζί και θηλυκό, γίναν γονιοί, τρανεύουν τα μικρά τους.
Κάθε που γαληνεύει ο καιρός, μέρες εφτά μες στον βαρύ χειμώνα
μέσα στην πελαγίσια της φωλιά, πάνω στα κύματα κλωσάει η αλκυόνα.
Λουφάζουνε του πόντου τα νερά, ο Αίολος μαντρώνει τους αγέρες
και για των γόνων το χατίρι χορηγεί τις γαληνές αλκυονίδες μέρες.
(Οβ., Μετ. 11. 723-728)
***Λουκιανού Αλκυών ή περί μεταμορφώσεως
ΧΑΙΡΕΦΩΝ: Ποια φωνή μας ήλθεν, Σωκράτη, μακρυά από τα ακρογιάλια, εις εκείνο το ακρωτήριον; Πόσον ώμορφη είναι να την ακούη κανείς. Ποίον ζώον τάχα να είναι; Διότι είναι άφωνα, καθώς είναι γνωστόν, όσα ζουν εις το νερό.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Είναι κάποιο θαλασσινό πουλί, Χαιρεφών, που το ονομάζουν αλκυόνα, πολύθρηνον και πολύδακρυ, διά το οποίον κάποιος παλαιός θρυλείται μύθος μεταξύ των ανθρώπων. Λέγουν, πως κάποτε ήτο γυναίκα, κόρη του Αιόλου του Έλληνος, και ότι εθρηνούσεν από πολλήν αγάπην τον νεαρόν της άνδρα, που απέθανε, τον Κήυκα τον Τραχίνον, τον υιόν του Εωσφόρου του αστέρος, ώμορφο παιδί ωραίου πατέρα. Έπειτα δε πως έγεινε πτερωτή από κάποιαν θείαν θέλησιν και ότι παρόμοια με πουλί πετά επάνω από τα πελάγη, αποζητούσα εκείνον, που και αν σε όλην την γην επλανήθη, δεν ημπόρεσε να τον εύρη.
ΧΑΙΡΕΦΩΝ: Αυτό, διά το οποίον μου ομιλείς, είναι η αλκυών; Ποτέ ως τώρα δεν είχα ακούση την φωνήν της· αλλά σαν κάτι ξένον πραγματικά την άκουσα. Αληθινά, πόσον θρηνητικήν αφήνει φωνήν. Τίνος μεγέθους τάχα να είναι, Σωκράτη;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Όχι μεγάλου. Μεγάλην όμως διά την αγάπην προς τον άνδρα της έλαβεν από τους θεούς τιμήν, διότι κατά την εποχήν, που κλωσίζουν, συμπίπτουν και αι αλκυονίδες ημέραι, που μέσα εις τον χειμώνα είναι παρόμοιαι με καλοκαιρινάς. Τέτοια ημέρα είναι και η σημερινή περισσότερον από κάθε άλλην. Δεν βλέπεις πόσον καθαρός είναι ο ουρανός, ατάραχη δε και γαλήνιος, ωσάν καθρέπτης, όλη η θάλασσα ;
ΧΑΙΡΕΦΩΝ: Έχεις δίκαιον· φαίνεται αλήθεια, ότι είναι αλκυονίς η σημερινή ημέρα, καθώς και η χθεσινή.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου