1470 ΧΟ. πολλὰ δὴ καὶ καινὰ καὶ θαυ- [στρ.]
μάστ᾽ ἐπεπτόμεσθα καὶ
δεινὰ πράγματ᾽ εἴδομεν.
ἔστι γὰρ δένδρον πεφυκὸς
ἔκτοπόν τι, Καρδίας ἀ-
1475 πωτέρω, Κλεώνυμος,
χρήσιμον μὲν οὐδέν, ἄλ-
λως δὲ δειλὸν καὶ μέγα.
τοῦτο ‹τοῦ› μὲν ἦρος ἀεὶ
βλαστάνει καὶ συκοφαντεῖ,
1480 τοῦ δὲ χειμῶνος πάλιν τὰς
ἀσπίδας φυλλορροεῖ.
ἔστι δ᾽ αὖ χώρα πρὸς αὐτῷ [ἀντ.]
τῷ σκότῳ πόρρω τις ἐν
τῇ λύχνων ἐρημίᾳ,
1485 ἔνθα τοῖς ἥρωσιν ἄνθρω-
ποι ξυναριστῶσι καὶ ξύν-
εισι πλὴν τῆς ἑσπέρας.
τηνικαῦτα δ᾽ οὐκέτ᾽ ἦν
ἀσφαλὲς ξυντυγχάνειν.
1490 εἰ γὰρ ἐντύχοι τις ἥρῳ
τῶν βροτῶν νύκτωρ Ὀρέστῃ,
γυμνὸς ἦν πληγεὶς ὑπ᾽ αὐτοῦ
πάντα τἀπὶ δεξιά.
***
ΧΟΡ. Καθώς πετούμε εδώ κι εκεί,
1470 καινούρια πράματα είδαμε,
παράξενα κι απίστευτα.
Είν᾽ ένα δέντρο αλλόκοτο
απ᾽ την Καρδιά πολύ μακριά
και τ᾽ όνομά του Κλεώνυμος·
δεν ωφελεί σε τίποτα
κι είναι ψηλό κι είναι δειλό.
Πάντα την άνοιξη πετά
βλαστάρια συκοφαντικά
1480 και, σαν πλακώσει η χειμωνιά,
οι ασπίδες του φυλλορροούν.
Κι είναι μια χώρα μακρινή
στα σύνορα της σκοτεινιάς,
γυμνή από φέγγος λυχναριού·
άνθρωποι κι ήρωες τρων εκεί
μαζί και συντροφεύονται,
μα την ημέρα μοναχά·
το βράδυ τέτοιο αντάμωμα
είναι πολύ επικίνδυνο·
1490 τη νύχτα, αν σμίξει ένας θνητός
με τον Ορέστη, ο ήρωας
αυτός τον κάνει τ᾽ αλατιού
και τον αφήνει ολόγυμνο.
μάστ᾽ ἐπεπτόμεσθα καὶ
δεινὰ πράγματ᾽ εἴδομεν.
ἔστι γὰρ δένδρον πεφυκὸς
ἔκτοπόν τι, Καρδίας ἀ-
1475 πωτέρω, Κλεώνυμος,
χρήσιμον μὲν οὐδέν, ἄλ-
λως δὲ δειλὸν καὶ μέγα.
τοῦτο ‹τοῦ› μὲν ἦρος ἀεὶ
βλαστάνει καὶ συκοφαντεῖ,
1480 τοῦ δὲ χειμῶνος πάλιν τὰς
ἀσπίδας φυλλορροεῖ.
ἔστι δ᾽ αὖ χώρα πρὸς αὐτῷ [ἀντ.]
τῷ σκότῳ πόρρω τις ἐν
τῇ λύχνων ἐρημίᾳ,
1485 ἔνθα τοῖς ἥρωσιν ἄνθρω-
ποι ξυναριστῶσι καὶ ξύν-
εισι πλὴν τῆς ἑσπέρας.
τηνικαῦτα δ᾽ οὐκέτ᾽ ἦν
ἀσφαλὲς ξυντυγχάνειν.
1490 εἰ γὰρ ἐντύχοι τις ἥρῳ
τῶν βροτῶν νύκτωρ Ὀρέστῃ,
γυμνὸς ἦν πληγεὶς ὑπ᾽ αὐτοῦ
πάντα τἀπὶ δεξιά.
***
ΧΟΡ. Καθώς πετούμε εδώ κι εκεί,
1470 καινούρια πράματα είδαμε,
παράξενα κι απίστευτα.
Είν᾽ ένα δέντρο αλλόκοτο
απ᾽ την Καρδιά πολύ μακριά
και τ᾽ όνομά του Κλεώνυμος·
δεν ωφελεί σε τίποτα
κι είναι ψηλό κι είναι δειλό.
Πάντα την άνοιξη πετά
βλαστάρια συκοφαντικά
1480 και, σαν πλακώσει η χειμωνιά,
οι ασπίδες του φυλλορροούν.
Κι είναι μια χώρα μακρινή
στα σύνορα της σκοτεινιάς,
γυμνή από φέγγος λυχναριού·
άνθρωποι κι ήρωες τρων εκεί
μαζί και συντροφεύονται,
μα την ημέρα μοναχά·
το βράδυ τέτοιο αντάμωμα
είναι πολύ επικίνδυνο·
1490 τη νύχτα, αν σμίξει ένας θνητός
με τον Ορέστη, ο ήρωας
αυτός τον κάνει τ᾽ αλατιού
και τον αφήνει ολόγυμνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου