ΚΙΝΗΣΙΑΣ
ἀναπέτομαι δὴ πρὸς Ὄλυμπον πτερύγεσσι κούφαις·
πέτομαι δ᾽ ὁδὸν ἄλλοτ᾽ ἐπ᾽ ἄλλαν μελέων—
1375 ΠΙ. τουτὶ τὸ πρᾶγμα φορτίου δεῖται πτερῶν.
ΚΙ. ἀφόβῳ φρενὶ σώματί τε νέαν ἐφέπων.
ΠΙ. ἀσπαζόμεσθα φιλύρινον Κινησίαν.
τί δεῦρο πόδα σὺ κυλλὸν ἀνὰ κύκλον κυκλεῖς;
1380 ΚΙ. ὄρνις γενέσθαι βούλομαι λιγύφθογγος ἀηδών.
ΠΙ. παῦσαι μελῳδῶν, ἀλλ᾽ ὅ τι λέγεις εἰπέ μοι.
ΚΙ. ὑπὸ σοῦ πτερωθεὶς βούλομαι μετάρσιος
ἀναπτόμενος ἐκ τῶν νεφελῶν καινὰς λαβεῖν
1385 ἀεροδονήτους καὶ νιφοβόλους ἀναβολάς.
ΠΙ. ἐκ τῶν νεφελῶν γὰρ ἄν τις ἀναβολὰς λάβοι;
ΚΙ. κρέμαται μὲν οὖν ἐντεῦθεν ἡμῶν ἡ τέχνη.
τῶν διθυράμβων γὰρ τὰ λαμπρὰ γίγνεται
ἀέρια καὶ σκοτεινὰ καὶ κυαναυγέα
1390 καὶ πτεροδόνητα· σὺ δὲ κλύων εἴσει τάχα.
ΠΙ. οὐ δῆτ᾽ ἔγωγε. ΚΙ. νὴ τὸν Ἡρακλέα σύ γε.
ἅπαντα γὰρ δίειμί σοι τὸν ἀέρα.
εἴδωλα πετηνῶν
αἰθεροδρόμων
οἰωνῶν ταναοδείρων—
ΠΙ. ὠόπ.
1395 ΚΙ. τὸν ἀλαδρόμον ἀλάμενος
ἅμ᾽ ἀνέμων πνοαῖσι βαίην—
ΠΙ. νὴ τὸν Δί᾽ ἦ ᾽γώ σου καταπαύσω τὰς πνοὰς.
ΚΙ. τοτὲ μὲν νοτίαν στείχων πρὸς ὁδόν,
τοτὲ δ᾽ αὖ βορέᾳ σῶμα πελάζων
1400 ἀλίμενον αἰθέρος αὔλακα τέμνων.
χαρίεντά γ᾽, ὦ πρεσβῦτ᾽, ἐσοφίσω καὶ σοφά.
ΠΙ. οὐ γὰρ σὺ χαίρεις πτεροδόνητος γενόμενος;
ΚΙ. ταυτὶ πεπόηκας τὸν κυκλιοδιδάσκαλον,
ὃς ταῖσι φυλαῖς περιμάχητός εἰμ᾽ ἀεί;
1405 ΠΙ. βούλει διδάσκειν καὶ παρ᾽ ἡμῖν οὖν μένων
Λεωτροφίδῃ χορὸν πετομένων ὀρνέων
Κεκροπίδα φυλήν; ΚΙ. καταγελᾷς μου, δῆλος εἶ.
ἀλλ᾽ οὖν ἔγωγ᾽ οὐ παύσομαι, τοῦτ᾽ ἴσθ᾽ ὅτι,
πρὶν ἂν πτερωθεὶς διαδράμω τὸν ἀέρα.
***
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Ω, με φτερούγες ανάλαφρες πάω για τον Όλυμπο,
κι όπως πετώ, μουσικόδρομους πάντα καινούριους...
ΠΙΣ. Φορτίο φτερά χρειαζόμαστε για τούτον.
ΚΙΝ. ακολουθώ με μυαλό και κορμί που ποτέ δε δειλιάζουν.
ΠΙΣ. Ω, χαίρε, Κινησία, κουφόξυλό μου.
Πώς το κουτσό εδώ πόδι κυκλοφέρνεις;
ΚΙΝ., τραγουδιστά ακόμη.
1380 Θέλω πουλί, θέλω αηδόνι να γίνω γλυκόλαλο.
ΠΙΣ. Κόψε τις μελωδίες και πες τί θέλεις.
ΚΙΝ. Θέλω να με φτερώσεις, να πετάξω
στους αιθέρες ψηλά, κι από τα νέφη
πρωτόφαντους διθύραμβους ν᾽ αρπάξω,
χιονοδαρμένους κι αεροσαλεμένους.
ΠΙΣ. Οι διθύραμβοι πιάνονται απ᾽ τα νέφη;
ΚΙΝ. Ναι, κρέμεται από κει η δική μας τέχνη.
Των διθυράμβων είναι αιθέρια η λάμψη,
σκοτεινή, μαυρογάλαζο ένα φέγγος,
1390 φτεροσάλευτη· γιά άκου, να το νιώσεις.
ΠΙΣ. Δεν είναι ανάγκη. ΚΙΝ. Θες δε θες, θ᾽ ακούσεις.
Για σε όλον θα ιστορήσω τον αέρα.
Τραγουδά.
Ω εσείς μορφές των πετούμενων,
των αιθερόδρομων,
των μακρολαίμικων,...
ΠΙΣ. Οοοόπ!
ΚΙΝ., συνεχίζοντας το τραγούδι.
όπως πηδώ μες στο πλάνο μου τρέξιμο, να ᾽τανε
με των ανέμων να πάω τις πνοές...
ΠΙΣ. Θα κόψω τις πνοές σου, μά το Δία.
Κυνηγά τον Κινησία και προσπαθεί να του κλείσει το στόμα με φτερά, ενώ αυτός τρέχει από δω κι από κει, για να ξεφύγει, αλλά συνεχίζοντας το τραγούδι.
ΚΙΝ. μια προς το νότο ακλουθώντας το δρόμο,
μια στο βοριά το κορμί μου ζυγώνοντας,
1400 την αυλακιά τ᾽ ουρανού την αλίμενη σκίζοντας.
Κουβεντιαστά.
Γέρο, σοφή κι ωραία η σκέψη σου ήταν.
ΠΙΣ. Σε κάνω φτεροσάλευτο· δε θέλεις;
ΚΙΝ. Πώς φέρνεσαι έτσι στον ποιητή, που κύκλιους
χορούς γυμνάζει κι οι φυλές μαλώνουν
ποιά να τον πρωτοπάρει; ΠΙΣ. Θες να μείνεις
κοντά μας και Χορό να προγυμνάσεις
από πετούμενα όρνια; Κεκροπίδα
φυλή, και χορηγός ο Λεωτροφίδης.
ΚΙΝ. Το βλέπω, με γελάς, μα εγώ, να ξέρεις,
με πείσμα θα επιμείνω, ώσπου να πάρω
φτερά και να πετάω μες στον αέρα.
Φεύγει· έρχεται τραγουδώντας ένας καταδότης, που ο Πισθέταιρος δεν τον προσέχει αμέσως, επειδή κοιτάζει τον Κινησία που φεύγει.
ἀναπέτομαι δὴ πρὸς Ὄλυμπον πτερύγεσσι κούφαις·
πέτομαι δ᾽ ὁδὸν ἄλλοτ᾽ ἐπ᾽ ἄλλαν μελέων—
1375 ΠΙ. τουτὶ τὸ πρᾶγμα φορτίου δεῖται πτερῶν.
ΚΙ. ἀφόβῳ φρενὶ σώματί τε νέαν ἐφέπων.
ΠΙ. ἀσπαζόμεσθα φιλύρινον Κινησίαν.
τί δεῦρο πόδα σὺ κυλλὸν ἀνὰ κύκλον κυκλεῖς;
1380 ΚΙ. ὄρνις γενέσθαι βούλομαι λιγύφθογγος ἀηδών.
ΠΙ. παῦσαι μελῳδῶν, ἀλλ᾽ ὅ τι λέγεις εἰπέ μοι.
ΚΙ. ὑπὸ σοῦ πτερωθεὶς βούλομαι μετάρσιος
ἀναπτόμενος ἐκ τῶν νεφελῶν καινὰς λαβεῖν
1385 ἀεροδονήτους καὶ νιφοβόλους ἀναβολάς.
ΠΙ. ἐκ τῶν νεφελῶν γὰρ ἄν τις ἀναβολὰς λάβοι;
ΚΙ. κρέμαται μὲν οὖν ἐντεῦθεν ἡμῶν ἡ τέχνη.
τῶν διθυράμβων γὰρ τὰ λαμπρὰ γίγνεται
ἀέρια καὶ σκοτεινὰ καὶ κυαναυγέα
1390 καὶ πτεροδόνητα· σὺ δὲ κλύων εἴσει τάχα.
ΠΙ. οὐ δῆτ᾽ ἔγωγε. ΚΙ. νὴ τὸν Ἡρακλέα σύ γε.
ἅπαντα γὰρ δίειμί σοι τὸν ἀέρα.
εἴδωλα πετηνῶν
αἰθεροδρόμων
οἰωνῶν ταναοδείρων—
ΠΙ. ὠόπ.
1395 ΚΙ. τὸν ἀλαδρόμον ἀλάμενος
ἅμ᾽ ἀνέμων πνοαῖσι βαίην—
ΠΙ. νὴ τὸν Δί᾽ ἦ ᾽γώ σου καταπαύσω τὰς πνοὰς.
ΚΙ. τοτὲ μὲν νοτίαν στείχων πρὸς ὁδόν,
τοτὲ δ᾽ αὖ βορέᾳ σῶμα πελάζων
1400 ἀλίμενον αἰθέρος αὔλακα τέμνων.
χαρίεντά γ᾽, ὦ πρεσβῦτ᾽, ἐσοφίσω καὶ σοφά.
ΠΙ. οὐ γὰρ σὺ χαίρεις πτεροδόνητος γενόμενος;
ΚΙ. ταυτὶ πεπόηκας τὸν κυκλιοδιδάσκαλον,
ὃς ταῖσι φυλαῖς περιμάχητός εἰμ᾽ ἀεί;
1405 ΠΙ. βούλει διδάσκειν καὶ παρ᾽ ἡμῖν οὖν μένων
Λεωτροφίδῃ χορὸν πετομένων ὀρνέων
Κεκροπίδα φυλήν; ΚΙ. καταγελᾷς μου, δῆλος εἶ.
ἀλλ᾽ οὖν ἔγωγ᾽ οὐ παύσομαι, τοῦτ᾽ ἴσθ᾽ ὅτι,
πρὶν ἂν πτερωθεὶς διαδράμω τὸν ἀέρα.
***
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Ω, με φτερούγες ανάλαφρες πάω για τον Όλυμπο,
κι όπως πετώ, μουσικόδρομους πάντα καινούριους...
ΠΙΣ. Φορτίο φτερά χρειαζόμαστε για τούτον.
ΚΙΝ. ακολουθώ με μυαλό και κορμί που ποτέ δε δειλιάζουν.
ΠΙΣ. Ω, χαίρε, Κινησία, κουφόξυλό μου.
Πώς το κουτσό εδώ πόδι κυκλοφέρνεις;
ΚΙΝ., τραγουδιστά ακόμη.
1380 Θέλω πουλί, θέλω αηδόνι να γίνω γλυκόλαλο.
ΠΙΣ. Κόψε τις μελωδίες και πες τί θέλεις.
ΚΙΝ. Θέλω να με φτερώσεις, να πετάξω
στους αιθέρες ψηλά, κι από τα νέφη
πρωτόφαντους διθύραμβους ν᾽ αρπάξω,
χιονοδαρμένους κι αεροσαλεμένους.
ΠΙΣ. Οι διθύραμβοι πιάνονται απ᾽ τα νέφη;
ΚΙΝ. Ναι, κρέμεται από κει η δική μας τέχνη.
Των διθυράμβων είναι αιθέρια η λάμψη,
σκοτεινή, μαυρογάλαζο ένα φέγγος,
1390 φτεροσάλευτη· γιά άκου, να το νιώσεις.
ΠΙΣ. Δεν είναι ανάγκη. ΚΙΝ. Θες δε θες, θ᾽ ακούσεις.
Για σε όλον θα ιστορήσω τον αέρα.
Τραγουδά.
Ω εσείς μορφές των πετούμενων,
των αιθερόδρομων,
των μακρολαίμικων,...
ΠΙΣ. Οοοόπ!
ΚΙΝ., συνεχίζοντας το τραγούδι.
όπως πηδώ μες στο πλάνο μου τρέξιμο, να ᾽τανε
με των ανέμων να πάω τις πνοές...
ΠΙΣ. Θα κόψω τις πνοές σου, μά το Δία.
Κυνηγά τον Κινησία και προσπαθεί να του κλείσει το στόμα με φτερά, ενώ αυτός τρέχει από δω κι από κει, για να ξεφύγει, αλλά συνεχίζοντας το τραγούδι.
ΚΙΝ. μια προς το νότο ακλουθώντας το δρόμο,
μια στο βοριά το κορμί μου ζυγώνοντας,
1400 την αυλακιά τ᾽ ουρανού την αλίμενη σκίζοντας.
Κουβεντιαστά.
Γέρο, σοφή κι ωραία η σκέψη σου ήταν.
ΠΙΣ. Σε κάνω φτεροσάλευτο· δε θέλεις;
ΚΙΝ. Πώς φέρνεσαι έτσι στον ποιητή, που κύκλιους
χορούς γυμνάζει κι οι φυλές μαλώνουν
ποιά να τον πρωτοπάρει; ΠΙΣ. Θες να μείνεις
κοντά μας και Χορό να προγυμνάσεις
από πετούμενα όρνια; Κεκροπίδα
φυλή, και χορηγός ο Λεωτροφίδης.
ΚΙΝ. Το βλέπω, με γελάς, μα εγώ, να ξέρεις,
με πείσμα θα επιμείνω, ώσπου να πάρω
φτερά και να πετάω μες στον αέρα.
Φεύγει· έρχεται τραγουδώντας ένας καταδότης, που ο Πισθέταιρος δεν τον προσέχει αμέσως, επειδή κοιτάζει τον Κινησία που φεύγει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου