ΛΥ. ἰοὺ ἰού, γυναῖκες, ἴτε δεῦρ᾽ ὡς ἐμὲ
830 ταχέως. ΓΥ. τί δ᾽ ἐστίν; εἰπέ μοι, τίς ἡ βοή;
ΛΥ. ἄνδρ᾽, ‹ἄνδρ᾽› ὁρῶ προσιόντα παραπεπληγμένον,
τοῖς τῆς Ἀφροδίτης ὀργίοις εἰλημμένον.
ὦ πότνια, Κύπρου καὶ Κυθήρων καὶ Πάφου
μεδέουσ᾽. ἴθ᾽ ὀρθὴν ἥνπερ ἔρχει τὴν ὁδόν.
835 ΓΥ. ποῦ δ᾽ ἐστίν, ὅστις ἐστί; ΛΥ. παρὰ τὸ τῆς Χλόης.
ΓΥ. ὢ νὴ Δί᾽ ἐστὶ δῆτα. τίς κἀστίν ποτε;
ΛΥ. ὁρᾶτε. γιγνώσκει τις ὑμῶν; ΜΥ. νὴ Δία
ἔγωγε· κἄστιν οὑμὸς ἀνὴρ Κινησίας.
ΛΥ. σὸν ἔργον ἤδη τοῦτον ὀπτᾶν καὶ στρέφειν
840 κἀξηπεροπεύειν καὶ φιλεῖν καὶ μὴ φιλεῖν,
καὶ πάνθ᾽ ὑπέχειν πλὴν ὧν σύνοιδεν ἡ κύλιξ.
ΜΥ. ἀμέλει, ποήσω ταῦτ᾽ ἐγώ. ΛΥ. καὶ μὴν ἐγὼ
ξυνηπεροπεύσω ‹σοὶ› παραμένουσ᾽ ἐνθαδί,
καὶ ξυσταθεύσω τοῦτον. ἀλλ᾽ ἀπέλθετε.
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
845 οἴμοι κακοδαίμων, οἷος ὁ σπασμός μ᾽ ἔχει
χὠ τέτανος ὥσπερ ἐπὶ τροχοῦ στρεβλούμενον.
ΛΥ. τίς οὗτος οὑντὸς τῶν φυλάκων ἑστώς; ΚΙ. ἐγώ.
ΛΥ. ἀνήρ; ΚΙ. ἀνὴρ δῆτ᾽. ΛΥ. οὐκ ἄπει δῆτ᾽ ἐκποδών;
ΚΙ. σὺ δ᾽ εἶ τίς ἡκβάλλουσά μ᾽; ΛΥ. ἡμεροσκόπος.
850 ΚΙ. πρὸς τῶν θεῶν νυν ἐκκάλεσόν μοι Μυρρίνην.
ΛΥ. ἰδοὺ καλέσω ᾽γὼ Μυρρίνην σοι; σὺ δὲ τίς εἶ;
ΚΙ. ἁνὴρ ἐκείνης, Παιονίδης Κινησίας.
ΛΥ. ὦ χαῖρε φίλτατ᾽· οὐ γὰρ ἀκλεὲς τοὔνομα
τὸ σὸν παρ᾽ ἡμῖν ἐστιν οὐδ᾽ ἀνώνυμον.
855 ἀεὶ γὰρ ἡ γυνή σ᾽ ἔχει διὰ στόμα.
κἂν ᾠὸν ἢ μῆλον λάβῃ, «Κινησίᾳ
τουτὶ γένοιτο,» φησίν. ΚΙ. ὢ πρὸς τῶν θεῶν.
ΛΥ. νὴ τὴν Ἀφροδίτην· κἂν περὶ ἀνδρῶν γ᾽ ἐμπέσῃ
λόγος τις, εἴρηκ᾽ εὐθέως ἡ σὴ γυνὴ
860 ὅτι λῆρός ἐστι τἄλλα πρὸς Κινησίαν.
ΚΙ. ἴθι νυν κάλεσον αὐτήν. ΛΥ. τί οὖν; δώσεις τί μοι;
ΚΙ. ἔγωγε ‹τόδε› νὴ τὸν Δί᾽, ἢν βούλῃ γε σύ.
ἔχω δὲ τοῦθ᾽· ὅπερ οὖν ἔχω, δίδωμί σοι.
ΛΥ. φέρε νυν καλέσω καταβᾶσά σοι. ΚΙ. ταχύ νυν πάνυ·
865 ὡς οὐδεμίαν ἔχω γε τῷ βίῳ χάριν,
ἐξ οὗπερ αὕτη ᾽ξῆλθεν ἐκ τῆς οἰκίας,
ἀλλ᾽ ἄχθομαι μὲν εἰσιών, ἔρημα δὲ
εἶναι δοκεῖ μοι πάντα, τοῖς δὲ σιτίοις
χάριν οὐδεμίαν οἶδ᾽ ἐσθίων. ἔστυκα γάρ.
***
(Βγαίν᾽ η Λυσιστράτη)
ΛΥΣ. Ε! ε! Τρεχάτ᾽ εδώ, καλοκυράδες!
ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ
830 Τί συμβαίνει; Γιατί φωνάζεις έτσι;
ΛΥΣ. Άντρας! Άντρα αγναντεύω λυσσασμένον
για γυναίκα! Αχ! αφέντρα εσύ της Κύπρου,
της Πάφου, του Τσιρίγου, βόηθα, βόηθα
να μη χάσει το δρόμο! ΓΥΝ. Δεν τον βλέπω.
ΛΥΣ. Νά! πέρα, στο ιερό της Χλόης! ΓΥΝ. Τον είδα!
Μα ποιός να ᾽ναι; ΛΥΣ. Τον γνώρισε καμιά σας;
ΜΥΡ. Εγώ, καλή μου. Ο Κινησίας ο άντρας μου!
ΛΥΣ. Δουλειά σου τώρα να τον ξεροψήσεις,
840 να τον γυρνάς στη σούβλα· μια να στέκεις,
μια να τραβιέσαι κι όλα να τα δίνεις
εξόν εκείνο, πὄχουμε ορκιστεί!
ΜΥΡ. Μη σε νοιάζει και θα τον κανονίσω!
ΛΥΣ. Θα μείνω εγώ να σε παρασταθώ.
Σε σιγανή φωτιά να τονε ψήσεις.
Οι άλλες δρόμο!
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Αλιά μου!... Τί τεζάρισμα είναι τούτο!
Τέτανος! Λες στη ρόδα τανυσμένον
με γυροφέρνουν. ΛΥΣ. Ε! Ποιός είναι τούτος
που πέρασε απ᾽ τους φύλακες ανάμεσα;
ΚΙΝ. Εγώ! ΛΥΣ. Άντρας; ΚΙΝ. Ολάκερος! ΛΥΣ. Τσακίσου
γρήγορ᾽ από δω πέρα! ΚΙΝ. Μα κι ελόγου σου
ποιά είσαι, που μ᾽ αποδιώχνεις; ΛΥΣ. Ο σκοπός!
ΚΙΝ. Για το θεό, κυρά μου, κάλεσέ μου
850 μια στιγμούλα από μέσα τη Μυρρίνη!
ΛΥΣ. Καλά, θα την καλέσω! Και ποιός είσαι;
ΚΙΝ. Άντρας της. Κινησίας, του Πέου ο γιος!
ΛΥΣ. Ρε γεια σου, φιλαράκο! Τ᾽ όνομά σου
το ξέρουν όλοι εδώ. Την πάσα μέρα
στο στόμα το ᾽χει και το πιπιλίζει
η κυρά σου. Ό,τι πιάσει: αβγό, κυδώνι,
λέει: «πού ᾽σαι, Κινησία μου, να το φας»!
ΚΙΝ. Δόξα ο θεός! ΛΥΣ. Ναι, μά την Αφροδίτη!
Κι όταν γίνεται λόγος γι᾽ άντρες, λέει:
860 «μπροστά στον Κινησία όλ᾽ είναι μάπες».
ΚΙΝ. Άι! κάλεσέ την. ΛΥΣ. Έτσι; Δίχως λάδωμα;
ΚΙΝ. Ό,τι θέλει η ψυχούλα σου. Νά τούτο
έχω για τώρα. Πάρ᾽ το, χάρισμά σου.
(Κάνει τη σχετική χειρονομία)
ΛΥΣ. Βάστα να την καλέσω. ΚΙΝ. Κάνε γρήγορα!
Άραχλη ζήση που περνώ, από τότες
που κείνη μου ξεπόρτισε. Όταν μπαίνω
στο σπίτι, σφίγγεται η καρδούλα μου. Όλα
μαύρα κι έρμα. Κι ό,τι να φάω, φαρμάκι!
Γιατί θέλω από κείνο και μου λείπει.
830 ταχέως. ΓΥ. τί δ᾽ ἐστίν; εἰπέ μοι, τίς ἡ βοή;
ΛΥ. ἄνδρ᾽, ‹ἄνδρ᾽› ὁρῶ προσιόντα παραπεπληγμένον,
τοῖς τῆς Ἀφροδίτης ὀργίοις εἰλημμένον.
ὦ πότνια, Κύπρου καὶ Κυθήρων καὶ Πάφου
μεδέουσ᾽. ἴθ᾽ ὀρθὴν ἥνπερ ἔρχει τὴν ὁδόν.
835 ΓΥ. ποῦ δ᾽ ἐστίν, ὅστις ἐστί; ΛΥ. παρὰ τὸ τῆς Χλόης.
ΓΥ. ὢ νὴ Δί᾽ ἐστὶ δῆτα. τίς κἀστίν ποτε;
ΛΥ. ὁρᾶτε. γιγνώσκει τις ὑμῶν; ΜΥ. νὴ Δία
ἔγωγε· κἄστιν οὑμὸς ἀνὴρ Κινησίας.
ΛΥ. σὸν ἔργον ἤδη τοῦτον ὀπτᾶν καὶ στρέφειν
840 κἀξηπεροπεύειν καὶ φιλεῖν καὶ μὴ φιλεῖν,
καὶ πάνθ᾽ ὑπέχειν πλὴν ὧν σύνοιδεν ἡ κύλιξ.
ΜΥ. ἀμέλει, ποήσω ταῦτ᾽ ἐγώ. ΛΥ. καὶ μὴν ἐγὼ
ξυνηπεροπεύσω ‹σοὶ› παραμένουσ᾽ ἐνθαδί,
καὶ ξυσταθεύσω τοῦτον. ἀλλ᾽ ἀπέλθετε.
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
845 οἴμοι κακοδαίμων, οἷος ὁ σπασμός μ᾽ ἔχει
χὠ τέτανος ὥσπερ ἐπὶ τροχοῦ στρεβλούμενον.
ΛΥ. τίς οὗτος οὑντὸς τῶν φυλάκων ἑστώς; ΚΙ. ἐγώ.
ΛΥ. ἀνήρ; ΚΙ. ἀνὴρ δῆτ᾽. ΛΥ. οὐκ ἄπει δῆτ᾽ ἐκποδών;
ΚΙ. σὺ δ᾽ εἶ τίς ἡκβάλλουσά μ᾽; ΛΥ. ἡμεροσκόπος.
850 ΚΙ. πρὸς τῶν θεῶν νυν ἐκκάλεσόν μοι Μυρρίνην.
ΛΥ. ἰδοὺ καλέσω ᾽γὼ Μυρρίνην σοι; σὺ δὲ τίς εἶ;
ΚΙ. ἁνὴρ ἐκείνης, Παιονίδης Κινησίας.
ΛΥ. ὦ χαῖρε φίλτατ᾽· οὐ γὰρ ἀκλεὲς τοὔνομα
τὸ σὸν παρ᾽ ἡμῖν ἐστιν οὐδ᾽ ἀνώνυμον.
855 ἀεὶ γὰρ ἡ γυνή σ᾽ ἔχει διὰ στόμα.
κἂν ᾠὸν ἢ μῆλον λάβῃ, «Κινησίᾳ
τουτὶ γένοιτο,» φησίν. ΚΙ. ὢ πρὸς τῶν θεῶν.
ΛΥ. νὴ τὴν Ἀφροδίτην· κἂν περὶ ἀνδρῶν γ᾽ ἐμπέσῃ
λόγος τις, εἴρηκ᾽ εὐθέως ἡ σὴ γυνὴ
860 ὅτι λῆρός ἐστι τἄλλα πρὸς Κινησίαν.
ΚΙ. ἴθι νυν κάλεσον αὐτήν. ΛΥ. τί οὖν; δώσεις τί μοι;
ΚΙ. ἔγωγε ‹τόδε› νὴ τὸν Δί᾽, ἢν βούλῃ γε σύ.
ἔχω δὲ τοῦθ᾽· ὅπερ οὖν ἔχω, δίδωμί σοι.
ΛΥ. φέρε νυν καλέσω καταβᾶσά σοι. ΚΙ. ταχύ νυν πάνυ·
865 ὡς οὐδεμίαν ἔχω γε τῷ βίῳ χάριν,
ἐξ οὗπερ αὕτη ᾽ξῆλθεν ἐκ τῆς οἰκίας,
ἀλλ᾽ ἄχθομαι μὲν εἰσιών, ἔρημα δὲ
εἶναι δοκεῖ μοι πάντα, τοῖς δὲ σιτίοις
χάριν οὐδεμίαν οἶδ᾽ ἐσθίων. ἔστυκα γάρ.
***
(Βγαίν᾽ η Λυσιστράτη)
ΛΥΣ. Ε! ε! Τρεχάτ᾽ εδώ, καλοκυράδες!
ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ
830 Τί συμβαίνει; Γιατί φωνάζεις έτσι;
ΛΥΣ. Άντρας! Άντρα αγναντεύω λυσσασμένον
για γυναίκα! Αχ! αφέντρα εσύ της Κύπρου,
της Πάφου, του Τσιρίγου, βόηθα, βόηθα
να μη χάσει το δρόμο! ΓΥΝ. Δεν τον βλέπω.
ΛΥΣ. Νά! πέρα, στο ιερό της Χλόης! ΓΥΝ. Τον είδα!
Μα ποιός να ᾽ναι; ΛΥΣ. Τον γνώρισε καμιά σας;
ΜΥΡ. Εγώ, καλή μου. Ο Κινησίας ο άντρας μου!
ΛΥΣ. Δουλειά σου τώρα να τον ξεροψήσεις,
840 να τον γυρνάς στη σούβλα· μια να στέκεις,
μια να τραβιέσαι κι όλα να τα δίνεις
εξόν εκείνο, πὄχουμε ορκιστεί!
ΜΥΡ. Μη σε νοιάζει και θα τον κανονίσω!
ΛΥΣ. Θα μείνω εγώ να σε παρασταθώ.
Σε σιγανή φωτιά να τονε ψήσεις.
Οι άλλες δρόμο!
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Αλιά μου!... Τί τεζάρισμα είναι τούτο!
Τέτανος! Λες στη ρόδα τανυσμένον
με γυροφέρνουν. ΛΥΣ. Ε! Ποιός είναι τούτος
που πέρασε απ᾽ τους φύλακες ανάμεσα;
ΚΙΝ. Εγώ! ΛΥΣ. Άντρας; ΚΙΝ. Ολάκερος! ΛΥΣ. Τσακίσου
γρήγορ᾽ από δω πέρα! ΚΙΝ. Μα κι ελόγου σου
ποιά είσαι, που μ᾽ αποδιώχνεις; ΛΥΣ. Ο σκοπός!
ΚΙΝ. Για το θεό, κυρά μου, κάλεσέ μου
850 μια στιγμούλα από μέσα τη Μυρρίνη!
ΛΥΣ. Καλά, θα την καλέσω! Και ποιός είσαι;
ΚΙΝ. Άντρας της. Κινησίας, του Πέου ο γιος!
ΛΥΣ. Ρε γεια σου, φιλαράκο! Τ᾽ όνομά σου
το ξέρουν όλοι εδώ. Την πάσα μέρα
στο στόμα το ᾽χει και το πιπιλίζει
η κυρά σου. Ό,τι πιάσει: αβγό, κυδώνι,
λέει: «πού ᾽σαι, Κινησία μου, να το φας»!
ΚΙΝ. Δόξα ο θεός! ΛΥΣ. Ναι, μά την Αφροδίτη!
Κι όταν γίνεται λόγος γι᾽ άντρες, λέει:
860 «μπροστά στον Κινησία όλ᾽ είναι μάπες».
ΚΙΝ. Άι! κάλεσέ την. ΛΥΣ. Έτσι; Δίχως λάδωμα;
ΚΙΝ. Ό,τι θέλει η ψυχούλα σου. Νά τούτο
έχω για τώρα. Πάρ᾽ το, χάρισμά σου.
(Κάνει τη σχετική χειρονομία)
ΛΥΣ. Βάστα να την καλέσω. ΚΙΝ. Κάνε γρήγορα!
Άραχλη ζήση που περνώ, από τότες
που κείνη μου ξεπόρτισε. Όταν μπαίνω
στο σπίτι, σφίγγεται η καρδούλα μου. Όλα
μαύρα κι έρμα. Κι ό,τι να φάω, φαρμάκι!
Γιατί θέλω από κείνο και μου λείπει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου