Δημόκριτος (460-370 π.Χ.)
Κάποιοι τον θεωρούσαν «πρίγκιπα των φιλοσόφων», σύμφωνα με τον Λαέρτιο. Ο Πλάτωνας ωστόσο δεν αναφέρει ούτε μία φορά τον Δημόκριτο, υπάρχει δε μια φήμη, που επιβίωσε ανά τους αιώνες, ότι ήθελε να κάψει τα βιβλία του. Δυστυχώς, η επιθυμία του εκπληρώθηκε χάρη σε διάφορες ιστορικές καταστροφές- ελάχιστα από τα έργα αυτά σώζονται σήμερα.
Στην εποχή του Κικέρωνα και του Οράτιου ο Δημόκριτος έφτασε να αποκαλείται «γελαστός φιλόσοφος», κατ’ αντιδιαστολή προς τον «κλαίοντα» Ηράκλειτο, και οι εικονογράφοι του Μεσαίωνα τους απεικόνιζαν συχνά με αντίστοιχη έκφραση. Με παιχνιδιάρικη διάθεση και ο Ρόμπερτ Μπάρτον υπογράφει ως «Δημόκριτος ο νεότερος» τo κολοσσιαίο έργο του Ανατομία της Μελαγχολίας τo 1621. 0 Δημόκριτος αφού μαθήτευσε κοντά στο μυστηριώδη Λεύκιππο, από το έργο του οποίου δεν σώζεται τίποτε, συνέβαλε τα μέγιστα στην ελληνική επινόηση που ονομάστηκε ατομοκρατία ή ατομική θεωρία. Πρόκειται για μια εξολοκλήρου υλιστική εξήγηση του σύμπαντος με βάση τη διευθέτηση των ατόμων στον χώρο. Οι σκύλοι, οι γάτες, τα ποντίκια, ακόμα και τα ζιγκουράτ, δεν είναι παρά διαφορετικές διατάξεις ατόμων, θεωρία που προοιωνίζεται δυναμικά τη σύγχρονη επιστημονική κοσμοθεωρία.
Ο Δημόκριτος γράφει πως οι ανόητοι θέλουν να ζήσουν μέχρι να γεράσουν, επειδή φοβούνται το θάνατο. Ο ίδιος, ωστόσο, χωρίς να είναι ανόητος, υπήρξε μακροβιότατος, καθώς πέθανε στα 109 του χρονιά και μάλιστα με τρόπο που δείχνει ότι δε φοβόταν καθόλου. Όταν έγινε φανερό ότι σωνόταν το καντήλι του, η αδελφή του ενοχλήθηκε, γιατί φοβήθηκε μήπως της έμενε στα χέρια μες στα Θεσμοφόρια, πράγμα που θα την εμπόδιζε να πάει και να τιμήσει τη θεά. Έχοντας προφανώς κάτι παράξενο στο νου του, ο Δημόκριτος ζήτησε να του φέρουν μπόλικο καυτό ψωμί. Χρησιμοποιώντας το σαν επίθεμα στα ρουθούνια του, κάπως τα κατάφερε και ανέβαλε το θάνατό του.
Ο Λουκρήτιος ωστόσο μας τα λέει αλλιώς. Αφηγείται πως όταν ο Δημόκριτος έφτασε σε βαθύ γήρας και «η υπερώριμη ηλικία του του θύμισε ότι οι κινήσεις της μνήμης θα εξασθενούσαν το πνεύμα, τη θέλησή του ο ίδιος πρόσφερε το κεφάλι του στο θάνατο», χωρίς να χάσει διόλου το κέφι του.
Κάποιοι τον θεωρούσαν «πρίγκιπα των φιλοσόφων», σύμφωνα με τον Λαέρτιο. Ο Πλάτωνας ωστόσο δεν αναφέρει ούτε μία φορά τον Δημόκριτο, υπάρχει δε μια φήμη, που επιβίωσε ανά τους αιώνες, ότι ήθελε να κάψει τα βιβλία του. Δυστυχώς, η επιθυμία του εκπληρώθηκε χάρη σε διάφορες ιστορικές καταστροφές- ελάχιστα από τα έργα αυτά σώζονται σήμερα.
Στην εποχή του Κικέρωνα και του Οράτιου ο Δημόκριτος έφτασε να αποκαλείται «γελαστός φιλόσοφος», κατ’ αντιδιαστολή προς τον «κλαίοντα» Ηράκλειτο, και οι εικονογράφοι του Μεσαίωνα τους απεικόνιζαν συχνά με αντίστοιχη έκφραση. Με παιχνιδιάρικη διάθεση και ο Ρόμπερτ Μπάρτον υπογράφει ως «Δημόκριτος ο νεότερος» τo κολοσσιαίο έργο του Ανατομία της Μελαγχολίας τo 1621. 0 Δημόκριτος αφού μαθήτευσε κοντά στο μυστηριώδη Λεύκιππο, από το έργο του οποίου δεν σώζεται τίποτε, συνέβαλε τα μέγιστα στην ελληνική επινόηση που ονομάστηκε ατομοκρατία ή ατομική θεωρία. Πρόκειται για μια εξολοκλήρου υλιστική εξήγηση του σύμπαντος με βάση τη διευθέτηση των ατόμων στον χώρο. Οι σκύλοι, οι γάτες, τα ποντίκια, ακόμα και τα ζιγκουράτ, δεν είναι παρά διαφορετικές διατάξεις ατόμων, θεωρία που προοιωνίζεται δυναμικά τη σύγχρονη επιστημονική κοσμοθεωρία.
Ο Δημόκριτος γράφει πως οι ανόητοι θέλουν να ζήσουν μέχρι να γεράσουν, επειδή φοβούνται το θάνατο. Ο ίδιος, ωστόσο, χωρίς να είναι ανόητος, υπήρξε μακροβιότατος, καθώς πέθανε στα 109 του χρονιά και μάλιστα με τρόπο που δείχνει ότι δε φοβόταν καθόλου. Όταν έγινε φανερό ότι σωνόταν το καντήλι του, η αδελφή του ενοχλήθηκε, γιατί φοβήθηκε μήπως της έμενε στα χέρια μες στα Θεσμοφόρια, πράγμα που θα την εμπόδιζε να πάει και να τιμήσει τη θεά. Έχοντας προφανώς κάτι παράξενο στο νου του, ο Δημόκριτος ζήτησε να του φέρουν μπόλικο καυτό ψωμί. Χρησιμοποιώντας το σαν επίθεμα στα ρουθούνια του, κάπως τα κατάφερε και ανέβαλε το θάνατό του.
Ο Λουκρήτιος ωστόσο μας τα λέει αλλιώς. Αφηγείται πως όταν ο Δημόκριτος έφτασε σε βαθύ γήρας και «η υπερώριμη ηλικία του του θύμισε ότι οι κινήσεις της μνήμης θα εξασθενούσαν το πνεύμα, τη θέλησή του ο ίδιος πρόσφερε το κεφάλι του στο θάνατο», χωρίς να χάσει διόλου το κέφι του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου