πὰρ δ᾽ Ἀχλὺς εἱστήκει ἐπισμυγερή τε καὶ αἰνή,
265 χλωρὴ ἀυσταλέη λιμῷ καταπεπτηυῖα,
γουνοπαχής, μακροὶ δ᾽ ὄνυχες χείρεσσιν ὑπῆσαν·
τῆς ἐκ μὲν ῥινῶν μύξαι ῥέον, ἐκ δὲ παρειῶν
αἷμ᾽ ἀπελείβετ᾽ ἔραζ᾽· ἣ δ᾽ ἄπλητον σεσαρυῖα
εἱστήκει, πολλὴ δὲ κόνις κατενήνοθεν ὤμους,
270 δάκρυσι μυδαλέη. παρὰ δ᾽ εὔπυργος πόλις ἀνδρῶν,
χρύσειαι δέ μιν εἶχον ὑπερθυρίοις ἀραρυῖαι
ἑπτὰ πύλαι· τοὶ δ᾽ ἄνδρες ἐν ἀγλαΐαις τε χοροῖς τε
τέρψιν ἔχον· τοὶ μὲν γὰρ ἐυσσώτρου ἐπ᾽ ἀπήνης
ἤγοντ᾽ ἀνδρὶ γυναῖκα, πολὺς δ᾽ ὑμέναιος ὀρώρει·
275 τῆλε δ᾽ ἀπ᾽ αἰθομένων δαΐδων σέλας εἰλύφαζε
χερσὶν ἐνὶ δμῳῶν· ταὶ δ᾽ ἀγλαΐῃ τεθαλυῖαι
πρόσθ᾽ ἔκιον, τῇσιν δὲ χοροὶ παίζοντες ἕποντο·
τοὶ μὲν ὑπὸ λιγυρῶν συρίγγων ἵεσαν αὐδὴν
ἐξ ἁπαλῶν στομάτων, περὶ δέ σφισιν ἄγνυτο ἠχώ·
280 αἳ δ᾽ ὑπὸ φορμίγγων ἄναγον χορὸν ἱμερόεντα.
ἔνθεν δ᾽ αὖθ᾽ ἑτέρωθε νέοι κώμαζον ὑπ᾽ αὐλοῦ.
τοί γε μὲν αὖ παίζοντες ὑπ᾽ ὀρχηθμῷ καὶ ἀοιδῇ
[τοί γε μὲν αὖ γελόωντες ὑπ᾽ αὐλητῆρι ἕκαστος]
πρόσθ᾽ ἔκιον· πᾶσαν δὲ πόλιν θαλίαι τε χοροί τε
285 ἀγλαΐαι τ᾽ εἶχον. τοὶ δ᾽ αὖ προπάροιθε πόληος
νῶθ᾽ ἵππων ἐπιβάντες ἐθύνεον. οἱ δ᾽ ἀροτῆρες
ἤρεικον χθόνα δῖαν, ἐπιστολάδην δὲ χιτῶνας
ἐστάλατ᾽. αὐτὰρ ἔην βαθὺ λήιον· οἵ γε μὲν ἤμων
αἰχμῇς ὀξείῃσι κορωνιόωντα πέτηλα
290 βριθόμενα σταχύων, ὡς εἰ Δημήτερος ἀκτήν·
οἳ δ᾽ ἄρ᾽ ἐν ἐλλεδανοῖσι δέον καὶ ἔπιτνον ἀλωῇ·
οἳ δ᾽ ἐτρύγων οἴνας, δρεπάνας ἐν χερσὶν ἔχοντες·
[οἳ δ᾽ αὖτ᾽ ἐς ταλάρους ἐφόρευν ὑπὸ τρυγητήρων
λευκοὺς καὶ μέλανας βότρυας μεγάλων ἀπὸ ὄρχων,
295 βριθομένων φύλλοισι καὶ ἀργυρέῃς ἑλίκεσσιν.]
***
Στο πλάι στεκότανε κι η Καταχνιά, ελεεινή και φοβερή,
ωχρή, ξερή, από την πείνα ζαρωμένη,
με γόνατα παχιά. Νύχια μακριά στα χέρια της φωλιάζαν.
Απ᾽ τα ρουθούνια της τής τρέχαν μύξες κι από τα μάγουλα
έσταζε αίμα καταγής. Στεκότανε εκείνη κι έδειχνε με μορφασμό τα δόντια
ακατάπαυστα, κι άφθονη σκόνη κατέβαινε στους ώμους της,
270 στα δάκρυα μουσκεμένη. Δίπλα υπήρχε ανθρώπων πόλη
με ωραίους πύργους. Πύλες εφτά την κλείνανε χρυσές στ᾽ ανώφλια τους
καλόκλειστες. Κι ο κόσμος σε πανηγύρια και χορούς
χαιρόταν. Άλλοι σε άμαξα με ωραίους τροχούς
γυναίκα στο σπίτι του γαμπρού οδηγούσανε και το νυφιάτικο τραγούδι ζωηρό υψωνόταν.
Μακριά απ᾽ τα φλεγόμενα δαδιά το φως τους στριφογύρναγε ,
σαν τα κρατάγανε στα χέρια τους οι δούλες. Κι εκείνες, με τη γιορτή χαρούμενες,
πηγαίναν μπρος και πίσω τους ακολουθούσαν παίζοντας χοροί.
Οι άντρες κάτω απ᾽ τον ήχο των γλυκόφωνων συρίγγων αφήνανε φωνή
απ᾽ τα απαλά τους στόματα και γύρω τους η ηχώ σκορπούσε.
280 Και οι γυναίκες κάτω απ᾽ της φόρμιγγας τον ήχο εράσμιο έσερναν χορό.
Από άλλο μέρος πάλι νέοι γλεντώντας τριγυρνούσαν με τον ήχο των αυλών.
Και τούτοι πάλι με χορούς και με τραγούδια παίζοντας,
[άλλοι πάλι γελώντας πλάι στον αυλητή ο καθένας τους]
προχώραγαν. Κι όλη την πόλη τραπέζια και χοροί
και γλέντια την είχαν κυριέψει. Άλλοι, μπροστά στην πόλη,
καβάλα στις ράχες των αλόγων όρμαγαν. Ενώ οι γεωργοί
οργώνανε τη θεία γη και μαζεμένους τους χιτώνες τους ψηλά
φορούσαν. Όμως υπήρχε και αγρός που ᾽χε τα στάχυα του ψηλά. Κι άλλοι
με κοφτερά δρεπάνια θέριζαν τις καλαμιές που γέρνανε βαριές
290 στο στάχυ. Κι έμοιαζε αυτό σαν να ᾽ταν πράγματι ο καρπός της Δήμητρας.
Άλλοι δέναν τα στάχια με σκοινιά και τ᾽ άπλωναν στ᾽ αλώνι.
Κι άλλοι τριγούσανε τ᾽ αμπέλια και στα χέρια τους κρατούσαν κλαδευτήρια.
[Άλλοι μες σε κοφίνια κουβαλούσαν απ᾽ τους τρυγητές
σταφύλια μαύρα και λευκά από μακριές σειρές κλημάτων
που ᾽ταν βαριά απ᾽ τα φύλλα και τις αργυρές ψαλίδες.]
265 χλωρὴ ἀυσταλέη λιμῷ καταπεπτηυῖα,
γουνοπαχής, μακροὶ δ᾽ ὄνυχες χείρεσσιν ὑπῆσαν·
τῆς ἐκ μὲν ῥινῶν μύξαι ῥέον, ἐκ δὲ παρειῶν
αἷμ᾽ ἀπελείβετ᾽ ἔραζ᾽· ἣ δ᾽ ἄπλητον σεσαρυῖα
εἱστήκει, πολλὴ δὲ κόνις κατενήνοθεν ὤμους,
270 δάκρυσι μυδαλέη. παρὰ δ᾽ εὔπυργος πόλις ἀνδρῶν,
χρύσειαι δέ μιν εἶχον ὑπερθυρίοις ἀραρυῖαι
ἑπτὰ πύλαι· τοὶ δ᾽ ἄνδρες ἐν ἀγλαΐαις τε χοροῖς τε
τέρψιν ἔχον· τοὶ μὲν γὰρ ἐυσσώτρου ἐπ᾽ ἀπήνης
ἤγοντ᾽ ἀνδρὶ γυναῖκα, πολὺς δ᾽ ὑμέναιος ὀρώρει·
275 τῆλε δ᾽ ἀπ᾽ αἰθομένων δαΐδων σέλας εἰλύφαζε
χερσὶν ἐνὶ δμῳῶν· ταὶ δ᾽ ἀγλαΐῃ τεθαλυῖαι
πρόσθ᾽ ἔκιον, τῇσιν δὲ χοροὶ παίζοντες ἕποντο·
τοὶ μὲν ὑπὸ λιγυρῶν συρίγγων ἵεσαν αὐδὴν
ἐξ ἁπαλῶν στομάτων, περὶ δέ σφισιν ἄγνυτο ἠχώ·
280 αἳ δ᾽ ὑπὸ φορμίγγων ἄναγον χορὸν ἱμερόεντα.
ἔνθεν δ᾽ αὖθ᾽ ἑτέρωθε νέοι κώμαζον ὑπ᾽ αὐλοῦ.
τοί γε μὲν αὖ παίζοντες ὑπ᾽ ὀρχηθμῷ καὶ ἀοιδῇ
[τοί γε μὲν αὖ γελόωντες ὑπ᾽ αὐλητῆρι ἕκαστος]
πρόσθ᾽ ἔκιον· πᾶσαν δὲ πόλιν θαλίαι τε χοροί τε
285 ἀγλαΐαι τ᾽ εἶχον. τοὶ δ᾽ αὖ προπάροιθε πόληος
νῶθ᾽ ἵππων ἐπιβάντες ἐθύνεον. οἱ δ᾽ ἀροτῆρες
ἤρεικον χθόνα δῖαν, ἐπιστολάδην δὲ χιτῶνας
ἐστάλατ᾽. αὐτὰρ ἔην βαθὺ λήιον· οἵ γε μὲν ἤμων
αἰχμῇς ὀξείῃσι κορωνιόωντα πέτηλα
290 βριθόμενα σταχύων, ὡς εἰ Δημήτερος ἀκτήν·
οἳ δ᾽ ἄρ᾽ ἐν ἐλλεδανοῖσι δέον καὶ ἔπιτνον ἀλωῇ·
οἳ δ᾽ ἐτρύγων οἴνας, δρεπάνας ἐν χερσὶν ἔχοντες·
[οἳ δ᾽ αὖτ᾽ ἐς ταλάρους ἐφόρευν ὑπὸ τρυγητήρων
λευκοὺς καὶ μέλανας βότρυας μεγάλων ἀπὸ ὄρχων,
295 βριθομένων φύλλοισι καὶ ἀργυρέῃς ἑλίκεσσιν.]
***
Στο πλάι στεκότανε κι η Καταχνιά, ελεεινή και φοβερή,
ωχρή, ξερή, από την πείνα ζαρωμένη,
με γόνατα παχιά. Νύχια μακριά στα χέρια της φωλιάζαν.
Απ᾽ τα ρουθούνια της τής τρέχαν μύξες κι από τα μάγουλα
έσταζε αίμα καταγής. Στεκότανε εκείνη κι έδειχνε με μορφασμό τα δόντια
ακατάπαυστα, κι άφθονη σκόνη κατέβαινε στους ώμους της,
270 στα δάκρυα μουσκεμένη. Δίπλα υπήρχε ανθρώπων πόλη
με ωραίους πύργους. Πύλες εφτά την κλείνανε χρυσές στ᾽ ανώφλια τους
καλόκλειστες. Κι ο κόσμος σε πανηγύρια και χορούς
χαιρόταν. Άλλοι σε άμαξα με ωραίους τροχούς
γυναίκα στο σπίτι του γαμπρού οδηγούσανε και το νυφιάτικο τραγούδι ζωηρό υψωνόταν.
Μακριά απ᾽ τα φλεγόμενα δαδιά το φως τους στριφογύρναγε ,
σαν τα κρατάγανε στα χέρια τους οι δούλες. Κι εκείνες, με τη γιορτή χαρούμενες,
πηγαίναν μπρος και πίσω τους ακολουθούσαν παίζοντας χοροί.
Οι άντρες κάτω απ᾽ τον ήχο των γλυκόφωνων συρίγγων αφήνανε φωνή
απ᾽ τα απαλά τους στόματα και γύρω τους η ηχώ σκορπούσε.
280 Και οι γυναίκες κάτω απ᾽ της φόρμιγγας τον ήχο εράσμιο έσερναν χορό.
Από άλλο μέρος πάλι νέοι γλεντώντας τριγυρνούσαν με τον ήχο των αυλών.
Και τούτοι πάλι με χορούς και με τραγούδια παίζοντας,
[άλλοι πάλι γελώντας πλάι στον αυλητή ο καθένας τους]
προχώραγαν. Κι όλη την πόλη τραπέζια και χοροί
και γλέντια την είχαν κυριέψει. Άλλοι, μπροστά στην πόλη,
καβάλα στις ράχες των αλόγων όρμαγαν. Ενώ οι γεωργοί
οργώνανε τη θεία γη και μαζεμένους τους χιτώνες τους ψηλά
φορούσαν. Όμως υπήρχε και αγρός που ᾽χε τα στάχυα του ψηλά. Κι άλλοι
με κοφτερά δρεπάνια θέριζαν τις καλαμιές που γέρνανε βαριές
290 στο στάχυ. Κι έμοιαζε αυτό σαν να ᾽ταν πράγματι ο καρπός της Δήμητρας.
Άλλοι δέναν τα στάχια με σκοινιά και τ᾽ άπλωναν στ᾽ αλώνι.
Κι άλλοι τριγούσανε τ᾽ αμπέλια και στα χέρια τους κρατούσαν κλαδευτήρια.
[Άλλοι μες σε κοφίνια κουβαλούσαν απ᾽ τους τρυγητές
σταφύλια μαύρα και λευκά από μακριές σειρές κλημάτων
που ᾽ταν βαριά απ᾽ τα φύλλα και τις αργυρές ψαλίδες.]
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου