730 ΧΡ. χώρει σὺ δεῦρ᾽, ἡ κιναχύρα, καλὴ καλῶς
τῶν χρημάτων θύραζε πρώτη τῶν ἐμῶν,
ὅπως ἂν ἐντετριμμένη κανηφορῇς,
πολλοὺς κάτω δὴ θυλάκους στρέψασ᾽ ἐμούς.
ποῦ ᾽σθ᾽ ἡ διφροφόρος; ἡ χύτρα, δεῦρ᾽ ἔξιθι,
735 νὴ Δία, μέλαινά γ᾽, ὡς ἂν εἰ τὸ φάρμακον
ἕψουσ᾽ ἔτυχες ᾧ Λυσικράτης μελαίνεται.
ἵστω παρ᾽ αὐτήν, δεῦρ᾽ ἴθ᾽, ἡ κομμώτρια.
φέρε δεῦρο ταύτην τὴν ὑδρίαν, ὑδριαφόρε,
ἐνταῦθα. σὺ δὲ δεῦρ᾽, ἡ κιθαρῳδός, ἔξιθι,
740 πολλάκις ἀναστήσασά μ᾽ εἰς ἐκκλησίαν
ἀωρὶ νύκτωρ διὰ τὸν ὄρθριον νόμον.
ὁ τὴν σκάφην λαβὼν προΐτω· τὰ κηρία
κόμιζε, τοὺς θαλλοὺς καθίστη πλησίον,
καὶ τὼ τρίποδ᾽ ἐξένεγκε καὶ τὴν λήκυθον.
745 τὰ χυτρίδι᾽ ἤδη καὶ τὸν ὄχλον ἀφίετε.
ΑΝΗΡ
ἐγὼ καταθήσω τἀμά; κακοδαίμων ἄρα
ἀνὴρ ἔσομαι καὶ νοῦν ὀλίγον κεκτημένος.
μὰ τὸν Ποσειδῶ οὐδέποτέ γ᾽, ἀλλὰ βασανιῶ
πρώτιστον αὐτὰ πολλάκις καὶ σκέψομαι.
750 οὐ γὰρ τὸν ἐμὸν ἱδρῶτα καὶ φειδωλίαν
οὐδὲν πρὸς ἔπος οὕτως ἀνοήτως ἐκβαλῶ,
πρὶν ἐκπύθωμαι πᾶν τὸ πρᾶγμ᾽ ὅπως ἔχει.
οὗτος, τί τὰ σκευάρια ταυτὶ βούλεται;
πότερον μετοικιζόμενος ἐξενήνοχας
755 αὔτ᾽ ἢ φέρεις ἐνέχυρα θήσων; ΧΡ. οὐδαμῶς.
ΑΝ. τί δῆτ᾽ ἐπὶ στοίχου ᾽στὶν οὕτως; οὔ τί πῃ
Ἱέρωνι τῷ κήρυκι πομπὴν πέμπετε;
ΧΡ. μὰ Δί᾽ ἀλλ᾽ ἀποφέρειν αὐτὰ μέλλω τῇ πόλει
ἐς τὴν ἀγορὰν κατὰ τοὺς δεδογμένους νόμους.
***
(Ξανάρχεται ο Χρέμης με μερικούς δούλους φορτωμένους τα πράματά του. Κι αρχίζει να τα καταθέτει.)
ΧΡΕ. (κοροϊδευτικά)
Θα παραστήσω τώρα των Παναθηναίων
730την πομπή. Νά, κρησάρα μου, έμπα πρώτη
τ᾽ ομορφότερο απ᾽ όλα τα κορίτσια.
Την κανηφόρα θα μου παραστήσεις
κατάσπρη από τ᾽ αλεύρια, που σακιά
ολάκερα συντάραξες ως τώρα.
Ποιά θα ᾽ναι η διφροφόρα; Η χύτρα!... (στο δούλο) Φέρ ᾽την
Πωπώ τί μαύρη που ᾽σαι! Μήπως έβρασες
του Λυσικράτη την καραμπογιά,
που βάφεται για να παλικαρίζει;
(στο δούλο)
Στήσε πλάι το κουτί με τα ψαλίδια
τη στολιδού να παρασταίνει. Εσύ,
χερόμυλε, την καθαρίστρα κάνε,
740που νύχτα με ξυπνούσες, για να τρέχω
στη σύναξη με τ᾽ ορθρινό τραγούδι σου.
Και συ με τη λεκάνη σου, προχώρα.
Και συ με τις κερήθρες του μελιού.
Και στήσε δίπλα τα χλωρά λιοκλάδια
τα στρίποδα, τη μυροθήκη. Τ᾽ άλλα,
τα μικροπράματ᾽ όλα, πέρ᾽ αφήστε τα.
(Παρουσιάζεται ένας άντρας.)
ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ
Κι εγώ να παραδώσω, λέει, το έχει μου;
Θα ᾽τανε κουταμάρα μου και τρέλα.
Α! Μά τον Ποσειδώνα, όχι, ποτές!
Θέλει το πράμα σκέψη και μελέτημα
πάρα πολύ κι όχι έτσι, μ᾽ ένα λόγο,
750τόσω χρονώνε ιδρό και οικονομίες
να τα πετάξω.
(πλησιάζοντας το Χρέμη)
Φίλε, τί κουβάλησες
τα πράματά σου εδώ; Μετακομίζεις
ή πας να τ᾽ ακουμπήσεις αμανάτι;
ΧΡΕ. Καθόλου! ΑΝΤ. Τότες, τί μου τα παράτησες,
ιερή πομπή, γραμμή για τον τελάλη,
να τα χτυπήσει στο σφυρί;... ΧΡΕ. Καθόλου!
Τα ᾽χω φέρει για να τα παραδώσω
στην πολιτεία, όπως διατάζει ο νόμος!
τῶν χρημάτων θύραζε πρώτη τῶν ἐμῶν,
ὅπως ἂν ἐντετριμμένη κανηφορῇς,
πολλοὺς κάτω δὴ θυλάκους στρέψασ᾽ ἐμούς.
ποῦ ᾽σθ᾽ ἡ διφροφόρος; ἡ χύτρα, δεῦρ᾽ ἔξιθι,
735 νὴ Δία, μέλαινά γ᾽, ὡς ἂν εἰ τὸ φάρμακον
ἕψουσ᾽ ἔτυχες ᾧ Λυσικράτης μελαίνεται.
ἵστω παρ᾽ αὐτήν, δεῦρ᾽ ἴθ᾽, ἡ κομμώτρια.
φέρε δεῦρο ταύτην τὴν ὑδρίαν, ὑδριαφόρε,
ἐνταῦθα. σὺ δὲ δεῦρ᾽, ἡ κιθαρῳδός, ἔξιθι,
740 πολλάκις ἀναστήσασά μ᾽ εἰς ἐκκλησίαν
ἀωρὶ νύκτωρ διὰ τὸν ὄρθριον νόμον.
ὁ τὴν σκάφην λαβὼν προΐτω· τὰ κηρία
κόμιζε, τοὺς θαλλοὺς καθίστη πλησίον,
καὶ τὼ τρίποδ᾽ ἐξένεγκε καὶ τὴν λήκυθον.
745 τὰ χυτρίδι᾽ ἤδη καὶ τὸν ὄχλον ἀφίετε.
ΑΝΗΡ
ἐγὼ καταθήσω τἀμά; κακοδαίμων ἄρα
ἀνὴρ ἔσομαι καὶ νοῦν ὀλίγον κεκτημένος.
μὰ τὸν Ποσειδῶ οὐδέποτέ γ᾽, ἀλλὰ βασανιῶ
πρώτιστον αὐτὰ πολλάκις καὶ σκέψομαι.
750 οὐ γὰρ τὸν ἐμὸν ἱδρῶτα καὶ φειδωλίαν
οὐδὲν πρὸς ἔπος οὕτως ἀνοήτως ἐκβαλῶ,
πρὶν ἐκπύθωμαι πᾶν τὸ πρᾶγμ᾽ ὅπως ἔχει.
οὗτος, τί τὰ σκευάρια ταυτὶ βούλεται;
πότερον μετοικιζόμενος ἐξενήνοχας
755 αὔτ᾽ ἢ φέρεις ἐνέχυρα θήσων; ΧΡ. οὐδαμῶς.
ΑΝ. τί δῆτ᾽ ἐπὶ στοίχου ᾽στὶν οὕτως; οὔ τί πῃ
Ἱέρωνι τῷ κήρυκι πομπὴν πέμπετε;
ΧΡ. μὰ Δί᾽ ἀλλ᾽ ἀποφέρειν αὐτὰ μέλλω τῇ πόλει
ἐς τὴν ἀγορὰν κατὰ τοὺς δεδογμένους νόμους.
***
(Ξανάρχεται ο Χρέμης με μερικούς δούλους φορτωμένους τα πράματά του. Κι αρχίζει να τα καταθέτει.)
ΧΡΕ. (κοροϊδευτικά)
Θα παραστήσω τώρα των Παναθηναίων
730την πομπή. Νά, κρησάρα μου, έμπα πρώτη
τ᾽ ομορφότερο απ᾽ όλα τα κορίτσια.
Την κανηφόρα θα μου παραστήσεις
κατάσπρη από τ᾽ αλεύρια, που σακιά
ολάκερα συντάραξες ως τώρα.
Ποιά θα ᾽ναι η διφροφόρα; Η χύτρα!... (στο δούλο) Φέρ ᾽την
Πωπώ τί μαύρη που ᾽σαι! Μήπως έβρασες
του Λυσικράτη την καραμπογιά,
που βάφεται για να παλικαρίζει;
(στο δούλο)
Στήσε πλάι το κουτί με τα ψαλίδια
τη στολιδού να παρασταίνει. Εσύ,
χερόμυλε, την καθαρίστρα κάνε,
740που νύχτα με ξυπνούσες, για να τρέχω
στη σύναξη με τ᾽ ορθρινό τραγούδι σου.
Και συ με τη λεκάνη σου, προχώρα.
Και συ με τις κερήθρες του μελιού.
Και στήσε δίπλα τα χλωρά λιοκλάδια
τα στρίποδα, τη μυροθήκη. Τ᾽ άλλα,
τα μικροπράματ᾽ όλα, πέρ᾽ αφήστε τα.
(Παρουσιάζεται ένας άντρας.)
ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ
Κι εγώ να παραδώσω, λέει, το έχει μου;
Θα ᾽τανε κουταμάρα μου και τρέλα.
Α! Μά τον Ποσειδώνα, όχι, ποτές!
Θέλει το πράμα σκέψη και μελέτημα
πάρα πολύ κι όχι έτσι, μ᾽ ένα λόγο,
750τόσω χρονώνε ιδρό και οικονομίες
να τα πετάξω.
(πλησιάζοντας το Χρέμη)
Φίλε, τί κουβάλησες
τα πράματά σου εδώ; Μετακομίζεις
ή πας να τ᾽ ακουμπήσεις αμανάτι;
ΧΡΕ. Καθόλου! ΑΝΤ. Τότες, τί μου τα παράτησες,
ιερή πομπή, γραμμή για τον τελάλη,
να τα χτυπήσει στο σφυρί;... ΧΡΕ. Καθόλου!
Τα ᾽χω φέρει για να τα παραδώσω
στην πολιτεία, όπως διατάζει ο νόμος!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου